Mommy
Ο Καναδός Ξαβιέ Ντολάν, ο ναρκισσιστής νεαρός σκηνοθέτης (είναι μόλις 26 χρονών) που αγκάλιασε και ανέδειξε όσο κανέναν άλλον τα τελευταία χρόνια το Φεστιβάλ των Καννών, στην 5η δημιουργία του επιστρατεύει κάθε γνώριμο οπτικοακουστικό μέσο (επιτηδευμένο μοντάζ, απαστράπτουσα εικόνα, μουσική σημειολογία, υπερβολική δραματοποίηση) και σκηνοθετική επιρροή (Πέδρο Αλμοδόβαρ, Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, Ίνκμαρ Μπέργκμαν), για να μιλήσει με πάθος για τη μητέρα και τις γυναίκες που τόσο λατρεύει να εκθειάζει και να αναπαριστά κινηματογραφικά. Το ‘Mommy’ συμμετείχε στο επίσημο διαγωνιστικό του 67ου Φεστιβάλ των Καννών, διαγωνίστηκε επί ίσοις όροις για τον Χρυσό Φοίνικα, συνέλεξε μερικές ενθουσιώδεις κριτικές και τελικά βραβεύτηκε, μέσα από μια πολυσυζητημένη και συμβολική μοιρασιά (σκηνοθετική ισορροπία και ηλικιακή συμφιλίωση), με το σημαντικό ‘Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής’, μαζί με τον πειραματικό ‘Αποχαιρετισμό στη Γλώσσα’, την τελευταία δημιουργία του αξεπέραστα ανατρεπτικού και αυθεντικού, Ζαν – Λυκ Γκοντάρ.
Από την ημιαυτοβιογραφική σχέση, αγάπης και μίσους, του αθυρόστομου Υμπέρ Μινέλ με τη χειριστική του μητέρα (‘Σκότωσα τη Μητέρα μου’, 2009) μέχρι τη νευρωτική συνύπαρξη του Στιβ Ντεσπρές με τη δική του μητέρα (‘Mommy, 2014), η απόσταση δεν είναι μεγάλη. Και στις δύο ταινίες παρατηρούμε τις καταστροφικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει στη ζωή μιας δυσλειτουργικής και ιδιόρρυθμης οικογένειας, η υπερβολική προσήλωση και η αναμφισβήτητη αγάπη μιας μητέρας στο πρόσωπο του μονάκριβου της γιου: η απουσία του πατέρα είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, το βάρος της ανατροφής δυσανάλογο για τη μητέρα και ο ψυχολογικός υποτροπιασμός του έφηβου γιου αντίδραση για την πατρική απουσία και την ασφυκτική, μητρική προσπάθεια, υπερκάλυψης αυτής. Κι αν στην πρώτη ταινία, η αρρωστημένη αλληλεξάρτηση, οδηγεί σε μια μεταφορική μητροκτονία από την πλευρά του γιου, στο Mommy οι ρόλοι αντιστρέφονται και είναι η μητέρα που συστηματικά ευνουχίζει και εν συνεχεία αποκόπτει – σκοτώνει από την κοινωνική πραγματικότητα και τη ζωή της, τον πολυαγαπημένο της γιο. Μόνο που το ‘Σκότωσα τη Μητέρα μου’, αποτελούσε το πολλά υποσχόμενο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ξαβιέ Ντολάν (19 χρονών τότε!) και κάθε ανώριμη, αποτυχημένη ή κενόδοξη επιμέρους προσπάθεια μπορούσε να συγχωρεθεί και να αντιμετωπιστεί με ελπίδα για τη συνέχεια. Έξι χρόνια όμως μετά, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.
Ο Ντολάν, γίνεται έρμαιο των στιλιστικών του εμμονών και των προσωπικών και έντονα βιωμένων, παθημάτων. Έτσι, ενώ το ‘Mommy’ δημιουργεί τις καλύτερες προϋποθέσεις και κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια της ταινίας τις συντηρεί με τις αρετές που διαθέτει, στο τέλος καταλήγει απογοητευτικό και οδηγεί σε μια άνιση τελικά, δημιουργία. Κατά πως φαίνεται, παρά το νεαρό της ηλικίας του, η υπερέκθεση (ταινίες, συνεντεύξεις, φωτογραφήσεις) και ο καταχρηστικά επιδειξιομανής και μεγαλομανής τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει κάποια σεναριακά και σκηνοθετικά τεχνάσματα ή αδυναμίες, έχει οδηγήσει σε πρόωρο δημιουργικό τέλμα το νεαρό σκηνοθέτη. Παράλληλα, αποδεικνύει, πως είναι πολύ μικρός για να διαχειριστεί την πολυπλοκότητα κάποιων ψυχολογικών καταστάσεων, καθώς και μια κατασκευασμένη από τους δημοσιογραφικούς και φεστιβαλικούς κύκλους, σκηνοθετική ματαιοδοξία. Από την άλλη, ίσως είναι αυτή η αυθάδεια και η περιφρόνηση με την οποία διαχειρίζεται τις όποιες αδυναμίες και υπερβολές, που τον κάνουν τόσο αγαπητό και περιζήτητο σε μια νέα, εξίσου ναρκισσιστική, γενιά που αδυνατεί να αντιληφθεί και να ξεχωρίσει την πραγματική δημιουργία από το κακοποιημένο ή προσποιητό κατασκεύασμα.
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, το ‘Mommy’, όσο αυτάρεσκο κι αν είναι, δεν ανήκει σε αυτή την υποτιμητική και ανεπιθύμητη χαρακτηρολογία. Μπορεί να φλερτάρει επικίνδυνα με το να χαρακτηριστεί ως τέτοιο, κάθε φορά όμως, που τείνει να ξεπεράσει το επιτρεπτό όριο (με εξαίρεση το παρατραβηγμένο και εκβιαστικά δραματοποιημένο φινάλε) καταφέρνει και επιστρέφει σχεδόν αλώβητο, επανεκκινώντας ή συνεχίζοντας το νήμα της πολύ ευαίσθητης και ενδιαφέρουσας ιστορίας. Σύμφωνα με αυτήν, ένας νέος, αμφιλεγόμενος νόμος, δίνει το δικαίωμα σε ανύπαντρες, διαζευγμένες ή χήρες, μητέρες που δυσκολεύονται οικονομικά και συγχρόνως δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις αυξημένες απαιτήσεις που γεννάει η ανατροφή ενός εξαιρετικά δυσλειτουργικού και προβληματικού παιδιού, να το κλείσουν σε ένα αμφιβόλου ποιότητας, κρατικό ίδρυμα. Η σπουδαία ηθοποιός, Αν Ντορβάλ, υποδύεται μια τέτοια γυναίκα – μητέρα, την Νταιάν, η οποία ενώ υπεραγαπάει το μονάκριβο της παιδί και θα κάνει τα πάντα για να το προστατεύσει, τελικά θα αποδείξει, πως είναι ανώριμη και ανίκανη να διαχειριστεί τον αλαφροΐσκιωτο και νευρωτικό της χαρακτήρα, πόσο μάλλον να επωμιστεί τη βαρύτατη ευθύνη της ανατροφής και διαπαιδαγώγησης ενός συναισθηματικά ασταθούς (εξαιρετικά χειμαρρώδους και προσβλητικού), υπερκινητικού και ελλειμματικής συγκέντρωσης, εφηβικού μυαλού, όπως είναι αυτό που υποδύεται ο Αντουάν Ολιβιέ Πιλόν.
Όταν για πρώτη φορά, ο οξύθυμος Στιβ και η αλλοπαρμένη Νταιάν, θα συναντηθούν και θα μοιραστούν την οθόνη, μια συγκρουσιακή έκλυση ενέργειας θα κάνει την εμφάνιση της. Το εκφραστικό αυτό σκόρπισμα, αμφιταλαντευόμενο ανάμεσα στην ενστικτώδη αγάπη και το αθεράπευτο μίσος, δεν θα καταφέρει ποτέ να εκδηλωθεί φυσιολογικά και να κατευναστεί. Είναι τόσο ακραίοι χαρακτήρες και τόσο ανταγωνιστική η σχέση τους, που δεν επιτρέπετε καμία υπαναχώρηση ή επαναπροσδιορισμός. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο η Νταιάν θα αντιμετωπίσει το κάλεσμα για να αναλάβει την προσωρινή επιμέλεια του Στιβ (αιτία αποτελεί ένας τραυματισμός που προκάλεσε ο ίδιος σε κάποιους συνομήλικους του). Η Νταιάν θα τον παραλάβει καταναγκαστικά από το ίδρυμα που φιλοξενείται όλο αυτό το διάστημα, γνωρίζοντας πως η συμβίωση τους θα είναι δύσκολη. Αυτό που έχει ανάγκη να νιώσει ο παραμελημένος Στιβ, είναι αγάπη (μητρική και πατρική) και η Νταιάν δεν δείχνει διατεθειμένη να του την παρέχει εύκολα, ούτε όμως και να θυσιάσει τα πάντα για χάρη του (δουλειά, φλερτ), παρ’ όλα αυτά θα το προσπαθήσει. Ταυτόχρονα, η ανεξέλεγκτη εφηβεία του και μια αντιδραστική και επιθετική εκτόνωση που πηγάζει από την πρόωρη απώλεια του πατέρα του, δεν θα αφήσουν πολλές δημιουργικές ή μειλίχιες επιλογές στην Νταιάν.
Οι λεκτικές και σωματικές μάχες που θα δώσει μαζί του θα είναι βίαιες, εκκωφαντικές και ισοπεδωτικές και ο Ξαβιέ Ντολάν τις αποτυπώνει με την απαραίτητη υπερβολή και ένταση. Οι λίγες στιγμές που η ηρεμία, η χαρά και η τρυφερότητα θα δώσουν το παρόν, δε θα είναι αρκετές για να αντικαταστήσουν αυτή την αγριότητα. Περισσότερο όμως, και από τον ίδιο τον σκηνοθέτη, είναι οι ταλαντούχοι ηθοποιοί που κάνουν τη διαφορά και αγγίζουν υψηλές ερμηνευτικές αποδώσεις. Ο Αντουάν Ολιβιέ Πιλόν, είναι μια εξαιρετική επιλογή στον ρόλο του ανήλικου και προβληματικού Στιβ. Οι κινήσεις, οι εκφράσεις, τα λόγια του, προκαλούν κυματοειδής τριγμούς στην κινηματογραφική οθόνη. Μια παλλόμενη και σφοδρή ερμηνεία που ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που απαιτούνται για να αποδοθεί με ακρίβεια η ασθένεια αυτού του νεαρού. Ο Στιβ, ενώ φαινομενικά είναι ένας αρνητικός και αντιπαθητικός χαρακτήρας που χρίζει άμεσης ιατρικής βοήθειας καταφέρνει να κερδίσει τη συμπάθεια και να αποδείξει πως δεν είναι ο μόνος ή ο πιο παρανοϊκός σε όλη αυτή την ιστορία. Η αγάπη, η προσοχή και το ενδιαφέρον που αποζητάει, ίσως είναι το μόνο και πιο θεραπευτικό μέσο για την περίπτωση του, αρκεί να υπάρχει η επιθυμία και η υπομονή για να του τα χαρίσει κανείς αβίαστα και απλόχερα και στην ταινία θα αποδειχθεί πως κάτι τόσο αποκλειστικό καταλήγει εξαντλητικό και δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα.
Στα πρώτα πλάνα, η Νταιάν, παρουσιάζεται εξαιρετικά αφελής και αμέριμνη, σταδιακά όμως, τα νέα, έκτακτα δεδομένα θα την αναγκάσουν να συμμορφωθεί και να αντιμετωπίσει με σοβαρότητα και υπευθυνότητα την απαιτητική περίπτωση του Στιβ και εκείνη ως ένα βαθμό θα το πράξει (όχι μόνη της). Στο πρόσωπο του θα βρει έναν αληθινό, οικογενειακό σκοπό, αλλά και μια αφορμή για να επανορθώσει για όλες τις λάθος μητρικές της επιλογές. Και παρόλο που δεν θα πείσει ακριβώς για τα κίνητρα της, θα ωριμάσει και θα οδηγηθεί σε μια πολύ δύσκολη και σκληρή απόφαση. Η Αν Ντορβάλ, έμπειρη ηθοποιός, έχει ερμηνεύσει κάποιο μικρό ή μεγάλο ρόλο σε όλες τις προηγούμενες ταινίες του Ντολάν, με προεξέχοντα εκείνο της μητέρας από το ‘Σκότωσα τη Μητέρα μου’ (2009). Στο ‘Mommy’ υποδύεται με εξαιρετικό τρόπο τον πολύ πιο απαιτητικό ρόλο μιας άλλης, προβληματικής μητέρας και μιας πολύ πιο δυσλειτουργικής σχέσης. Η Νταιάν σχεδόν παρίσταται σε κάθε πλάνο αυτής της ταινίας, ενώ η απόδοση της λειτουργεί σαν ερμηνευτικό βαρόμετρο και για τον Αντουάν Ολιβιέ Πιλόν. Κυριολεκτικά, ο ένας συμπαρασύρει τον άλλον στον εξωφρενικό στρόβιλο αυτής της ιδιότυπης σχέσης. Η Αν Ντορβάλ κερδίζει εύκολα τη συμπάθεια του θεατή με τα ζεστά και τυπικά στοιχεία που προσθέτει στην χαρακτήρα της ηρωίδας της, η ανικανότητα όμως της Νταιάν, να διαχειριστεί πιο αποτελεσματικά κάποιες καταστάσεις τη μετατρέπουν σε ένα μεγάλο και καθοριστικό παράγοντα για τη δραματική εξέλιξη που θα έχει η ιστορία.
Αρωγός σε αυτή, την φαινομενικά ατελέσφορη προσπάθεια, μια χαμηλόφωνη γειτόνισσα με τα δικά της οικογενειακά και ψυχολογικά προβλήματα. Η Κάιλα θα κάνει το παν για να αντιμετωπίσει την μοναξιά και τις φοβίες που κουβαλάει. Μέσα από τη χαλιναγώγηση του αδάμαστου χαρακτήρα του Στιβ, επιχειρεί να αποκαταστήσει και να επαναφέρει και τον δικό της τραυματισμένο εαυτό. Οι παιδαγωγικές της ικανότητες θα αποδειχθούν χρήσιμες και αποτελεσματικές στην αποστολή της αυτή. Η Κάιλα θα γίνει, ο γητευτής για τον Στιβ, ο απρόσμενος σωτήρας για την Νταιάν, ο συνδετικός κρίκος της μεταξύ τους σχέσης, η ήρεμη δύναμη της ιστορίας, το σημείο ταύτισης για τον θεατή. Η Σουζάν Κλεμάν, η ηθοποιός που έκλεψε την παράσταση ως παθιασμένη σύζυγος του Λόρενς στην ταινία του Ξαβιέ Ντολάν, ‘Λόρενς για Πάντα’ (2012), τα καταφέρνει για ακόμη μια φορά περίφημα σε αυτόν τον δεύτερο, αλλά τόσο σημαντικό για την εξέλιξη της ταινίας, χαρακτηριστικό ρόλο. Η Σουζάν, ερμηνεύει με εσωτερική δύναμη, τον απαιτητικό και εσωστρεφή της ρόλο και αυτό σε μια ταινία με άναρθρες και εκκωφαντικές κραυγές κάνει την ειδοποιό διαφορά. Η σιωπή της σιγοντάρει την ακατάπαυστη φλυαρία του λόγου και η ηρεμία της εξισορροπεί την έκρυθμη παρουσία των υπόλοιπων, δύο χαρακτήρων. Οι τρεις τους, θα αποτελέσουν μια αξέχαστη, απόλυτα εναρμονισμένη κινηματογραφική τριάδα, ακόμη κι όταν ο σκηνοθέτης θα επιλέξει να την εγκαταλείψει, σ’ ένα αποτέλεσμα πολύ κατώτερο από το επιθυμητό και το ιδανικό.
Ο Ξαβιέ Ντολάν, επιλέγει ένα ασφυκτικά πνιγηρό, τετράγωνο, κινηματογραφικό κάδρο και μέσα σε αυτό εναποθέτει τη δράση του. Παρουσιάζει ενδιαφέρον, γιατί αρκετά πράγματα παραμένουν εκτός κάδρου ή κόβονται παράγοντας ανέλπιστα αποτελέσματα. Με αυτό τον τόσο αυστηρό και ασυνήθιστο τρόπο, όχι μόνο ελέγχει και περιορίζει τις όποιες κινήσεις και τις επιλογές των χαρακτήρων του, αλλά εκφράζει και την συναισθηματική και τελματώδη κατάσταση στην οποία έχουν επέλθει. Μονάχα δύο φορές το κάδρο θα ανοίξει διάπλατα σε όλο του το μήκος και αυτό αν και στιγμιαίο θα είναι απαραίτητο και απελευθερωτικό, τόσο γι’ αυτούς όσο και για τους θεατές. Σαν ευχάριστο μουσικό διάλειμμα (ιντερμέδιο), όπου οι ήρωες ακούνε την αγαπημένη τους μελωδία, παγώνουν τον χρόνο για να ζήσουν μια στιγμή απόλυτης χαράς ή οραματίζονται όλα όσα μικρά και μεγάλα θα ήθελαν να βιώσουν αν και γνωρίζουν πως ποτέ δεν πρόκειται να συμβεί (γι’ αυτούς) κάτι τόσο κοινό και συμβατικό. Τη συναισθηματική εμπλοκή των χαρακτήρων και το εικονοκλαστικό στιλιζάρισμα, ο Ντολάν, το δείχνει και μέσα από τη μεταβαλλόμενη χρωματική παλέτα που επιλέγει (η μελαγχολία του μπλε λίγο πριν από ένα συγκινητικό και τολμηρό καραόκε, η ένταση του κίτρινου μετά από έναν άγριο τσακωμό, η επιμονή του πορτοκαλί όταν αποδεικνύεται πως οι στόχοι θα μπορούσαν να κατακτηθούν, η ψυχρότητα του λευκού που κατακλύζει ένα παγωμένο και αποστειρωμένο περιβάλλον). Ένα νευρικό και διακοπτόμενο μοντάζ, εναλλάσσει τις έντονες σκηνές με τις ελάχιστες που είναι στατικές και ήρεμες, ενώ τα κοντινά στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών αποτελούν έναν ιδιότυπο φόρο τιμής στους αγαπημένους σκηνοθέτες του.
Αν προσθέσει κανείς, και τις ετερόκλητες, εμπορικές, μουσικές προτάσεις (Andrea Bocelli, Oasis, Lana Del Ray) που αποτελούν γνώριμο στοιχείο του κινηματογραφικού κόσμου του Ξαβιέ Ντολάν μιας και παρεμβαίνουν καταχρηστικά και συμπληρώνουν τη δράση εκεί όπου υπολείπεται ο διάλογος, έχει μια καλή εικόνα για τις αισθητικές επιλογές που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης και σε αυτή την ταινία. Στον Ντολάν, πάντως, ανήκουν τα εύσημα για τ’ ότι έκανε ένα τραγούδι που αποτελεί έναν άτυπο εθνικό ύμνο για τον Καναδά, να ακούγεται από την ανυπόφορη Celine Dion, με τόση ζεστασιά και ικανοποίηση. Στη σκηνή αυτή, ο σκηνοθέτης αγκαλιάζει τους πρωταγωνιστές του και αυτοί με τη σειρά τους χορεύουν και τραγουδούν συμφιλιωμένα τους στίχους από το κλασσικό ‘On ne change pas’. Όλα τα παραπάνω, πάντως, δεν πιστοποιούν πως ο Ξαβιέ Ντολάν, έχει κατορθώσει να μετατρέψει τις προφανέστατες επιρροές σε κάτι που να είναι εκτός από παιχνιδιάρικο ή δημιουργικό, πραγματικά εμπνευσμένο και προσωπικό. Έχει πολύ δρόμο για να διανύσει ακόμη ο Ξαβιέ Ντολάν και καλό θα ήταν, όπως απέδειξε και με την προηγούμενη του ταινία (‘Tom at the Farm’, 2013), να απεμπλακεί από το γνώριμο περιβάλλον και να τιθασεύσει τα εκφραστικά του μέσα αν θέλει να παράγει ένα αποτέλεσμα που να δείχνει, αξιόλογο και διαφορετικό. Μέχρι τότε, δακρύβρεχτες και μελοδραματικές ιστορίες, θα κατακλύζουν τη στιλιζαρισμένη εικόνα της κινηματογραφικής οθόνης, εκεί όπου μερικοί εξαιρετικοί ηθοποιοί προσφέρουν απλόχερα, όση συναισθηματική αλήθεια και νοηματική καθαρότητα αδυνατεί να συλλάβει ή να εμφυσήσει, ένας ασταμάτητος και υπερφορτωμένος, σκηνοθετικός παροξυσμός.