Mad Max, ο δρομος της οργης

Ο Τζορτζ Μίλερ, ο οραματιστής δημιουργός της μελλοντολογικής δυστοπίας που έχει σαν ήρωα τον ανυπότακτο, τρελό Μαξ, επιστρέφει τρεις δεκαετίες μετά για να εκσυγχρονίσει μια μυθολογία που έθεσε νέους κανόνες στο χώρο της φαντασίας, της περιπέτειας ή ακόμη και του γουέστερν, όπως και στον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζεται αγνό, πρωτόγονο σινεμά όταν αυτό αξιοποιεί τα πιο αυθεντικά υλικά και μέσα. Η αυστραλέζικη, αξεπέραστη τριλογία της δεκαετίας του 1980, βρίσκει στο ‘Δρόμο της Οργής’, έναν αντιπροσωπευτικό διάδοχο για μια νεώτερη γενιά που δείχνει να έχει εθιστεί και αποβλακωθεί, όχι μόνο από την αλόγιστη οπτικοποίηση της βίας και των σεξιστικών στερεότυπων που αυτή κουβαλάει, αλλά και από την καταχρηστική χρήση μιας ψηφιακά χάρτινης, τεχνολογίας. Το καταφέρνει μάλιστα με τον παλιό, παραδοσιακό τρόπο, μέσα από εντυπωσιακά σταντς, μακροσκελείς σκηνές μαχών, ανατριχιαστική αξιοποίηση της ηχητικής και μουσικής παλέτας, εκπληκτική σκηνογραφία και ενδυματολογία, πραγματική πλανοθεσία, χαρακτήρες παλλόμενους μα προπαντός ζωντανούς. Ο Τζορτζ Μίλερ, βρίσκεται σε εξωφρενικά διαολεμένη φόρμα, τόσο σε επίπεδο ιδεών, όσο και σε επίπεδο ενέργειας και κινηματογραφικού ρυθμού και αυτό είναι κάτι που το πιστοποιεί από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό αυτής της εποποιίας.

Εκεί που πολλοί προκάτοχοι του (Ρίντλεϊ  Σκοτ) δείχνουν να αποτυγχάνουν και νεώτεροι του να μην μπορούν να διαχειριστούν το φιλόδοξο υλικό τους ή να ξεπεράσουν στουντιακούς περιορισμούς και προσωπικές εμμονές (Μπραντ Μπερντ, Τζέι Τζέι Έιμπραμς ή Κρίστοφερ Νόλαν), εκείνος στα εβδομήντα (!) του χρόνια πετυχαίνει το ακατόρθωτο, να εμπνεύσει με καλλιτεχνικούς όρους το παρηκμασμένο και αναλώσιμο εμπορικό σινεμά και να αναδείξει το παρεξηγημένο είδος της περιπέτειας φαντασίας. Τίποτα απ’ όλα αυτά, όμως, τα τόσο εντυπωσιακά μα εν τέλει επιφανειακά δεν θα είχε την ίδια απολύτως σημασία, αν ο Τζορτζ Μίλερ που συνέγραψε το σενάριο, δεν έφερνε στο προσκήνιο (σπάνια συμβαίνει σε τέτοιου βεληνεκούς ταινία), την ανυπεράσπιστη και παραγκωνισμένη, γυναικεία φύση. Και το κάνει με τρόπο εκκωφαντικό, οριακά φεμινιστικό, στο ανδροκρατούμενο περιβάλλον μιας τέτοιας παραγωγής. Ο χαρακτήρας της Φουριόζας (Σαρλίζ Θερόν) αναδεικνύεται αδόκητα βασικός, σχεδόν πρωταγωνιστικός, χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει φυσικά, πως επισκιάζεται εκείνος του αναγνωρίσιμου Μαξ (Τομ Χάρντι). Το γεγονός αυτό σε συνάθροιση μ’ ένα επίκαιρο, περιβαλλοντολογικό και αντιεξουσιαστικό, οικουμενικό μήνυμα, έρχεται να προσδώσει το απαραίτητο υπόβαθρο σε μια ταινία που ξέρει πως να ικανοποιεί κάθε θεατή, να κόβει την ανάσα, να συγκινεί και συνάμα να διασκεδάζει χωρίς να παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά.

Mad Max, Fury Road_1

Ο Τζορτζ Μίλερ, μέσα από ένα σύντομο και περιεκτικό εισαγωγικό σημείωμα φροντίζει να (επανα)συστήσει τον Μαξ και όλα όσα πρέπει να γνωρίζουμε γι’ αυτόν: τον σκληροτράχηλο του χαρακτήρα, τον αγώνα που καταβάλλει για να επιβιώσει, τα βασανιστικά οράματα από την αδικοχαμένη του οικογένεια που δεν τον αφήνουν να ησυχάσει. Κατατρεγμένος, καθώς είναι, θα συλληφθεί από μια ομάδα επίλεκτων πολεμοχαρών και θα οδηγηθεί αιχμάλωτος στο Κάστρο. Μια καλά προφυλαγμένη περιοχή που βρίσκεται στο εσωτερικό ενός εύφορου φαραγγιού. Το Κάστρο, στο μετα-αποκαλυπτικό περιβάλλον, φαντάζει σαν όαση για τους προύχοντες και τους αδίστακτους εξουσιαστές του, μιας και απομυζεί προς όφελος τους τα τελευταία κοιτάσματα νερού. Σαν νεκροζώντανα στοιχειά, οι άνθρωποι του εναπομείναντος πληθυσμού είναι άρρωστοι, υποτελείς και εξαιρετικά εξαθλιωμένοι. Ζουν εκτοπισμένοι από το ωφελιμιστικό εσωτερικό του βουνού, παρακαλούν για λίγο νερό, ενώ οι πιο δυνατοί από αυτούς εργάζονται σκληρά, έτσι ώστε οι προύχοντες να έχουν πρόσβαση στο πιο πολύτιμο αγαθό. Παράλληλα, μια ομάδα ημίτρελων, εν δυνάμει μελλοθάνατων ανδρών, βρίσκεται σε επαγρύπνηση και διατηρείται σε καλή φυσική κατάσταση για κάθε απειλητικό ενδεχόμενο.

Μια τέτοια ομάδα συνέλαβε και τον Μαξ, έχουν ανάγκη το σπάνιο και πολύτιμο αίμα του για να αντιμετωπίσουν την αρρώστια που τους κατατρώει. Ο Μαξ ουσιαστικά επρόκειτο να γίνει ο αιμοδότης του Νουξ (Νίκολας Χουλτ), ενός ημίτρελου πολεμιστή που δείχνει έτοιμος να θυσιαστεί για μια επίπλαστη, μετα θάνατον, αναγνώριση. Μέσα από μια ανεπανάληπτη, αποτυχημένη επιχείρηση απόδρασης του Μαξ, ο Τζορτζ Μίλερ, χωρίς πολλές επεξηγήσεις, ενορχηστρώνει μοναδικά και παρουσιάζει το παραπάνω, καλοστημένο σκηνικό, όπως και τους δύο βασικούς χαρακτήρες. Με τον ίδιο, μη χρονοβόρο, τρόπο θα μας συστήσει και τη Φουριόζα, μια μετρημένη στρατηγό που ετοιμάζεται να πάει σε μια ακόμη ανταποδοτική αποστολή ενεργειακών αποθεμάτων. Μόνο που η Φουριόζα, έχει διαφορετικά σχέδια, έχει αρπάξει τις πιο καλοδιατηρημένες και υγιείς νεαρές που κρατάει αιχμάλωτες και τεκνοποιεί ο Ιμόρταν Τζο, ο αρχηγός του Κάστρου (Χιού Κέις – Μπερν) και ο στενός στρατιωτικός του κύκλος. Η συνειδητοποίηση μιας τέτοιας ενέργειας, θα δυσαρεστήσει τον Ιμόρταν Τζο, θα κινητοποιήσει τους πολεμοχαρείς εκλεκτούς του και θα εξαπολύσει ένα ανελέητο κυνηγητό στις αχανείς και άνυδρες εκτάσεις του αφιλόξενου πλανήτη. Εντυπωσιακά φωτογραφημένη η έρημος της Ναμίμπια από τον βραβευμένο με όσκαρ, Τζον Σιλ, κυριολεκτικά νιώθεις πως η σκονισμένη, κιτρινισμένη, ατμόσφαιρα θα σε καταπιεί. Στο τοπίο αυτό, για πρώτη φορά, η Φουριόζα και ο Μαξ θα συναντηθούν, και κάτω από τις πιο απαγορευμένες συνθήκες θα επιχειρήσουν, όχι αδιαμαρτύρητα, να εμπιστευτούν ο ένας τον άλλον και να συνεργαστούν.

Mad Max, Fury Road_2

Ο Τζορτζ Μίλερ, επιστρατεύει κάθε ευφάνταστο μεταφορικό μέσο, προκειμένου να μείνει αξέχαστη αυτή η ανθρώπινη καταδίωξη και να αποτραπεί η επιχείρηση της Φουριόζας που στόχο έχει να καταλήξει σε μια καινούργια, ανθηρή γη της επαγγελίας μαζί με τις θηλυκές, καρποφόρες υπάρξεις. Αυτοκίνητα, μηχανές, τζιπ, νταλίκες και κάθε λογής οχήματα κάνουν την εμφάνιση τους για να επιδοθούν σ’ ένα ανεξάντλητο, μέχρι τελικής πτώσεως, κυνηγητό. Η δημιουργικότητα της σκηνογραφικής και παραγωγικής ομάδας (Κόλιν Γκίμπσον και Σίρα Χόκμαν, μεταξύ των συντελεστών), ξεπερνάει κάθε οργιαστικό όριο από τον τρόπο με τον οποίο παρατίθενται τα παραποιημένα, μετα-αποκαλυπτικά, τροχοφόρα οχήματα. Δεκάδες, αλλεπάλληλες μεταλλικές επιστρώσεις, κομμάτια, δηλαδή, από προγενέστερα οχήματα, τοποθετούνται με ευρηματικούς τρόπους για να συνθέσουν τα νέα αυτά μέσα. Επάνω τους ή και σε κρυφά ακόμη σημεία, άλλες στρώσεις, πιο αιχμηρές, που μετατρέπουν τα οχήματα αυτά εκτός από μεταφορικά και σε θανατηφόρα μέσα (όπλα). Και μόνο για την ιδέα με τα εύκαμπτα, οριζόντια, κοντάρια που δίνουν τη δυνατότητα σε κάποιον να μεταφερθεί με δολοφονικές διαθέσεις σε κάποιο άλλο όχημα, θα άξιζαν τα εύσημα, σε αυτό το επιτελείο.

Το ίδιο ισχύει φυσικά και για εκείνα που φιλοξενούν τις ηχητικές εγκαταστάσεις (τα ηχεία, τα τύμπανα ή την ηλεκτρική κιθάρα), δίνοντας έτσι τη ψευδή εντύπωση πως το εξωφρενικό, μουσικό κρεσέντο που υπογράφει ο Junkie XL (Τομ Χούλκενμπεργκ) συμβαίνει ζωντανά, τη στιγμή της εντυπωσιακής καταδίωξης από μερικούς ημίτρελους, κρεμάμενους πολεμιστές. Ο τελευταίος, υπογράφει ένα απόλυτα ταιριαστό και γι’ αυτό εθιστικό σάουντρακ, το οποίο με τον οξύτατο και κλιμακούμενο ηλεκτρισμό του δένει εξαιρετικά με τα όσα καταιγιστικά και βίαια διαδραματίζονται, ενώ την ίδια στιγμή, οι πομπώδεις και λυρικές ενορχηστρώσεις δίνουν έναν οπερετικό χαρακτήρα στο ανυπέρβλητο τοπίο της ερήμου. Οι επιρροές από τον μουσικοσυνθέτη που έντυσε μερικές από τις σπουδαιότερες ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ, τον ανυπέρβλητο Μπέρναρντ Χέρμαν, είναι εμφανείς, ιδίως στον αγωνιώδη τρόπο με τον οποίο αυτές αναπτύσσονται. Οι μεταλλικοί ήχοι, οι θορυβώδεις εκρήξεις, οι συγκρούσεις των οχημάτων, οι ανθρώπινες ιαχές, τα τεντωμένα γκάζια, ο ήχος της άμμου ή του νερού, συμπληρώνουν έναν πλούσιο ηχητικό καμβά, ο οποίος υποστηρίζει τη μουσική επένδυση.

Mad Max, Fury Road_3

Άνθρωποι εκτοξεύονται από κάθε πιθανό ή απίθανο σημείο και συγκρούονται εν κινήσει, σε αυτό τον ανελέητο αγώνα επιβίωσης, όπου κανείς δεν μπορείς να είσαι σίγουρος πως θα επιβιώσει, όπου κανείς δεν δείχνει να φοβάται το θάνατο όσο ενδεχομένως την ίδια τη ζωή. Η δεξιοτεχνική συναρμολόγηση αυτών των σκηνών, όπως και η ακατάπαυστη ρυθμολογία ολόκληρης της ταινίας, από τη βιρτουόζα μοντέρ, Μάργκαρετ Σίκσελ (Happy Feet, Babe) αποδεικνύεται καθοριστικής σημασίας. Οι εναέριες συγκρούσεις είναι αποστομωτικές και εξαιρετικά χορογραφημένες, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε να είναι εναρμονισμένες με τα απαιτητικά τεκταινόμενα μιας ξέφρενης και συγκρουσιακής, αυτοκινητιστικής καταδίωξης. Άλλοι βαμμένοι κάτασπροι και χλωμοί, με μεγάλους μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια τους ή ασημένια ίχνη λίγο πριν από κάποια αποστολή αυτοκτονίας και άλλοι αποκρουστικά παραμορφωμένοι απ’ όλα όσα δείχνει πως προκαλεί η ραδιενέργεια και η έλλειψη βασικών αγαθών (φάρμακα, νερό) στον κατεστραμμένο κόσμο όπου η ιστορία λαμβάνει δράση. Σε αυτό τον κόσμο, η παρουσία μερικών, καθαρών και λαμπερών, φυγαδευμένων γυναικών, δημιουργεί μια πολιτισμική σύγκρουση στη θέα των ματσωμένων και λερωμένων ανδρών. Πόσο μάλλον, όταν ο Ιμόρταν, ο ηγέτης των ετοιμοθάνατων ανδρών, είναι τόσο εφιαλτικά επινοημένος (ενδυματολογικά και μακιγιαρισμένος) που γρήγορα ξεχνάς την ομορφιά τους.

Ο τελευταίος, στα χέρια του Χιού Κέις – Μπερν (Μαντ Μαξ, ο εκδικητής της νύχτας) βρίσκει την ιδανική του εκπροσώπηση. Είναι όσο επιβλητικός και ηγεμονικός απαιτεί ο ρόλος του, αν και θεωρώ πως είναι κυρίως, το λευκό μακιγιάζ με την μάσκα οξυγόνου που παραπέμπει σε νεκροκεφαλή, το εκπληκτικό ημιδιάφανο κοστούμι-πανοπλία, ο ογκώδης σωματότυπος και η παραμορφωμένη του φωνή, που πλάθουν και τελικά αφήνουν έναν αξιομνημόνευτο κακό στο σύγχρονο κινηματογραφικό στερέωμα. Στον αντίποδα αυτού, η Σαρλίζ Θερόν, που με την ερμηνεία της αυτή, κάνει ότι ακριβώς έκανε η Σιγκούρνι Γουίβερ στο δεύτερο Άλιεν. Δημιουργεί, δηλαδή, μια φεμινιστική ηρωίδα που ενώ δείχνει πως είναι αποφασισμένη και κάνει τα πάντα για να προστατέψει το ‘πλήρωμα’ της, μέσα σ’ ένα εξαιρετικά αφιλόξενο και ανδροκρατούμενο περιβάλλον, όταν θα της δοθεί η ευκαιρία θα εμφανίσει την ευαίσθητη και μητρική της πλευρά. Όπως, όταν συναντάει τις ‘μεγάλες μητέρες’ ή όταν προσπαθεί να διασώσει κάθε μια από τις φυγαδευμένες και προστατευόμενες ‘κόρες’. Η Σαρλίζ Θερόν, είναι ικανοποιητική στον ιδιαίτερα ενεργητικό και ηγεμονικό της ρόλο και το λειψό, σχεδόν βιονικό της χέρι προσδίδει ακόμη μεγαλύτερη δύναμη παρά αδυναμία στον χαρακτήρα της.

Mad Max, Fury Road_4

Αυτός, όμως, που κατά την προσωπική μου γνώμη κλέβει την παράσταση, δεν είναι άλλος από τον μεταμορφωμένο για ακόμη μια φορά, Νίκολας Χουλτ (Ο Χανκ από τους X-Men), στον ρόλο του πολεμιστή, Νουξ. Ο ρόλος του μπορεί να είναι συμπληρωματικός, θα φανεί όμως, ιδιαίτερα κομβικός για την έκβαση της αποστολής. Ο Χουλτ, υποδύεται με τεράστια αποθέματα τρέλας τον πολεμιστή και χαρίζει μια μανιώδη ερμηνεία που δένει αρμονικά με το παρανοϊκό, μελλοντολογικό σύμπαν που οραματίστηκε ο Τζορτζ Μίλερ. Από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης του, η καρτουνίστικη του ενέργεια, κατακλύζει την κινηματογραφική οθόνη. Ο χαρακτήρας του Νουξ, εκπροσωπεί κάθε παράφρονα, αναλώσιμο στρατιώτη, που λειτουργεί σύμφωνα με τις υποδείξεις του Ιμόρταν Τζο και επιζητά την αιώνια αναγνώριση. Και μόνο για το ξέφρενο κυνηγητό μέσα σε μια μεγαλειώδη, αποκαλυπτική αμμοθύελλα και τον ηλεκτρισμένο τρόπο με τον οποίο εκστομίζει την ατάκα, ”τι υπέροχη μέρα”, θα άξιζε να αναφερθεί. Αξέχαστος παραμένει και ο ανεκδιήγητος τρόπος με τον οποίο θα συνδεθεί, εν ώρα καταδίωξης, αιματολογικά, με τον Μαξ. Ο τελευταίος, στο σκληροτράχηλο πρόσωπο ενός λιγομίλητου, Τομ Χάρντι, εκπροσωπείται ιδανικά. Αναλαμβάνει τα ηνία ενός θρυλικού ρόλου και είναι προς τιμήν του που δεν αντιγράφει τον τρόπο με τον οποίο τον υποδύθηκε τρεις δεκαετίες πρωτύτερα, ο Μελ Γκίμπσον. Μπορεί να μην τον ξεπερνάει, τον εξελίσσει όμως, μετρημένα, υπόκωφα και διακριτικά. Τις ουκ ολίγες στιγμές που θα αναλάβει δράση, θα είναι κατακλυσμιαίος. Ο νεκροζώντανος χαρακτήρας του μπορεί να αγωνίζεται για την προσωπική του επιβίωση, κουβαλάει, όμως, τις προσωπικές του ερινύες – φαντάσματα που με κάθε αφορμή του υπαγορεύουν πως πρέπει να πολεμήσει για το καλό των αδυνάτων.

Στο τέταρτο επεισόδιο της σειράς και στο πρώτο του αιώνα που διάγουμε, ο τρελός Μαξ, επιστρέφει ανανεωμένος και δυναμικός. Με την πολύτιμη συνεισφορά της Φουριόζας και μερικών ακόμη απόκληρων-επαναστατών επιχειρεί να αποκαταστήσει ένα άδικο, βαθύτατα ταξικό και ανδροκρατούμενο, μετα-αποκαλυπτικό σύμπαν. Εκεί, όπου στην κορυφή έχουν στρογγυλοκαθίσει παράφρονες ηγέτες που εκμεταλλεύονται τα εναπομείναντα αγαθά και εξουσιάζουν τον καταπιεσμένο λαό. Εκεί, όπου η προσδοκία δεν μπορεί να υπάρξει παρά με την ανατροπή της παγιωμένης τάξης και την αξιοποίηση των πόρων προς όφελος των αδυνάτων-κατατρεγμένων από μια διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας (μητριαρχική). Ο Τζορτζ Μίλερ δεν απομακρύνεται σεναριακά απ’ όλα όσα μας είχε πρωτοσυστήσει η αρχική τριλογία και ενδεχομένως μια πιο πολυεπίπεδη ιστορία να προσέδιδε ακόμη μεγαλύτερο βάθος και συγκινήσεις από τη συγκεκριμένη, είναι όμως ο τρόπος που το πράττει αυτός και η εξαιρετική του ομάδα που το κάνει να δείχνει τόσο ξεδιάντροπα εξωφρενικό και γι’ αυτό απολαυστικό. Πόσο μάλλον, όταν η πλειοψηφία των χολιγουντιανών ταινιών, στηρίζεται σε άνευρες κόπιες δοκιμασμένων επιτυχιών ή σε αυτοτελείς συνέχειες, ανεξάντλητων, υπερ-ηρωικών, χάρτινων μονομαχιών, και το κοινό δείχνει να μην μπορεί να απεμπλακεί από το σύνδρομο του ευκολοχώνευτου μηρυκασμού. Ο Τζορτζ Μίλερ, αποδεικνύει πως ήταν και εξακολουθεί να είναι, ένας μεγάλος κινηματογραφικός οραματιστής, οι εικόνες του είναι τόσο μνημειώδεις και τόσο καλοσκηνοθετημένες που ξεπερνούν τις διαστάσεις μιας μικρής οθόνης. Όπως, ο Κρίστοφερ Νόλαν αναπροσάρμοσε με τον ‘Σκοτεινό Ιππότη’ ένα ολόκληρο κινηματογραφικό είδος, αυτό της υπερ-ηρωικής φαντασίας, έτσι και ο Τζορτζ Μίλερ πράττει το ίδιο στον χώρο της μετα-αποκαλυπτικής περιπέτειας και είναι σχεδόν σίγουρο πλέον, πως από τη δημιουργία αυτή, θα προκύψει μια καινούργια τριλογία (με αμφίβολα πάντα αποτελέσματα) όπως και άλλες, ανώφελες και αποτυχημένες, καιροσκοπικές απομιμήσεις.

Share