Προσαυξησεις Και Αλλα Προαπαιτουμενα Στον Χωρο Του Πολιτισμου

Η πρόσφατη κατάργηση του ειδικού φόρου επί των κινηματογραφικών εισιτηρίων, ήρθε για να βάλει σε νέες περιπέτειες την πολύπαθη κινηματογραφική παραγωγή. Η τρίτη δανειακή σύμβαση οικονομικής ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (μνημόνιο), ψηφίστηκε χωρίς την αναγκαία διαβούλευση από την ελληνική κυβέρνηση, τον περασμένο Αύγουστο. Προηγουμένως, ως κύριο προαπαιτούμενο, για την επαίσχυντη και ταπεινωτική αυτή συμφωνία, συντελέστηκαν αλλαγές στον φόρο προστιθέμενης αξίας βασικών αγαθών (τυποποιημένα τρόφιμα, δίδακτρα). Ανάμεσα στους συντελεστές που αυξήθηκαν, ήταν και αυτός που αφορούσε τους χειμαζόμενους από την κρίση και την παράνομη δραστηριότητα (ελεύθερη λήψη από το διαδίκτυο), κινηματογράφους. Μπορεί για το θέατρο και τα βιβλία να ελαττώθηκε ο ΦΠΑ (από το 6.5% στο 6%) και η κυβέρνηση να κάγχαζε για το κατόρθωμα αυτό, στους κινηματογράφους και τις μουσικές παρουσιάσεις, όμως, ο ΦΠΑ, από το 13% έφτασε στο 23%. Αυτή η άτοπη φορολογική διάκριση, έδινε τη λανθασμένη εντύπωση πως ο κινηματογράφος και ένα μουσικό δρώμενο (οι πιο λαϊκές μορφές ψυχαγωγίας), αφορούν μια ειδική κατηγορία ανθρώπων που έχει τα λεφτά για να απολαύσει τα αυξημένα αγαθά.

Με αυτή την απόφαση, η Τέχνη (ή μέρος αυτής), απομακρυνόταν ολοένα και περισσότερο από τον σκοπό για το οποίο υποτίθεται πως είναι αφιερωμένη, που δεν είναι άλλος από το να είναι, το δυνατόν, συλλογικά προσπελάσιμη. Όχι, ότι δεν είχε μετατραπεί ήδη, σε είδος πολυτελείας για αρκετό κόσμο. Με το 13% που ήταν προηγουμένως, και με την αγοραστική δυναμική του κόσμου σχεδόν εξαφανισμένη από τα δυσβάσταχτα οικονομικά βάρη, μόνο προς ένα τέτοιο, αποτρεπτικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να καταλήξει. Η αναμόρφωση της τιμολογιακής πολιτικής, πρόσφερε κάποιες μικρές αναπνοές και κατά περίσταση, τονωτικές ενέσεις στην ευρύτερη αγορά της τέχνης και του θεάματος. Οι εκπτωτικές προσφορές στους κινηματογράφους (για κάποιες μέρες, στα δύο εισιτήρια το ένα είναι δώρο), στις συναυλίες (τα πρώτα εισιτήρια πωλούνται φθηνότερα σε μια ανύπαρκτη, επί της ουσίας, προπώληση) ή στις παραστατικές τέχνες (υπάρχουν οικονομικές διαβαθμίσεις για αρκετές κατηγορίες). Όμως, ενώ προσωρινά βοήθησαν, ελλείψει ενός ευρύτερου σχεδιασμού για τον Πολιτισμό, στην ουσία παρέτειναν τη δρομολογούμενη φτωχοποίηση ή και κλείσιμο, κάποιων χώρων.

Προσαυξήσεις Και Άλλα Προαπαιτούμενα_1

Η επιμήκυνση του συντελεστή του ΦΠΑ στον κινηματογράφο, έρχεται για να διευθετήσει, το αδιέξοδο άλλων φορέων του πολιτισμού, να διαφυλάξει στα ίδια επίπεδα το συντελεστή βασικών αγαθών και να προσαρμόσει τις τιμές στα διεθνή δεδομένα. Το αν θα αφομοιωθεί ή θα εφαρμοστεί ως έχει, είναι κάτι που για την ώρα εναπόκειται στη δυνατότητα του κάθε ιδιοκτήτη κινηματογράφου. Σύμφωνα με τον ΣΑΠΟΕ (Σύνδεσμος Ανεξάρτητων Παραγωγών Οπτικοακουστικών Έργων), οι προηγούμενες αυξήσεις είχαν απορροφηθεί, με αποτέλεσμα να μην ακριβύνουν οι τιμές των εισιτηρίων. Όμως, οι προηγούμενες προσαυξήσεις ήταν πιο μικρού βεληνεκούς (στην τελευταία, από το 11% βρέθηκε στο 13%) και τα συνολικά, ετήσια εισιτήρια των κινηματογράφων δεν είχαν απολέσει το 33% της αξίας τους, όπως συνέβη την τελευταία τριετία. Η απόφαση αυτή, δεν λαμβάνει υπόψη της, την παρατεταμένη, καθοδική πορεία που σημειώνουν οι περισσότερες νέες ταινίες στους ελληνικούς κινηματογράφους, ούτε και το αμετάκλητο κλείσιμο κάποιων αιθουσών, με ποιο πρόσφατο παράδειγμα, αυτό ενός πολυκινηματογράφου (περιείχε 12 αίθουσες), του Odeοn Kosmopolis στο Μαρούσι. Το Υπουργείο Πολιτισμού, δεν προσφέρει τα κατάλληλα οικονομικά κίνητρα για να επενδύσει κάποιος στο κινηματογραφικό πεδίο, ούτε πραγματώνει ενέργειες, ώστε να το μετατρέψει και πάλι σε γοητευτικό, καλλιτεχνικό προϊόν, ικανό να απευθυνθεί σ’ ένα μεγαλύτερο κοινό.

Μπορεί, ο ιστορικός κινηματογράφος Άστορ, να ξανάνοιξε τις πύλες του (25 Μαρτίου του 2015), μετά από το ανεπιτυχές επαναλανσάρισμα (την περίοδο 2010 – 2012), προσφέροντας μια πιο προσεκτική επιλογή ταινιών (σε στενή συνεργασία με την εταιρεία διανομής, ‘Weird Wave’),όμως, με αυξημένες τις τιμές των εισιτηρίων και την επίδραση των επιπρόσθετων φόρων στα μεσαία νοικοκυριά, το πιο πιθανό είναι να μην ευδοκιμήσει και πάλι. Άλλωστε, πόσες καλλιτεχνικές ταινίες, μπορεί να παρακολουθήσει ένα συνειδητοποιημένο κοινό που υπέστη συντριπτική μείωση του εισοδήματος του και ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις της φορολογικής λαίλαπας; Και πώς μια νεώτερη γενιά, που έχει εξοικειωθεί στην ευκολία που της παρέχει το παράνομο κατέβασμα και το ευτελές θέαμα, θα βρει τον τρόπο για να κατευθυνθεί στη σκοτεινή αίθουσα, χωρίς να χρειαστεί να έρθει αντιμέτωπη με τις οικονομικές επιπτώσεις που θα έχει, αν αποφασίσει το κράτος να αντιμετωπίσει την πειρατεία; Το τελευταίο, θα ήταν μια εξισορροπητική λύση, αν ταυτόχρονα υπήρχε κάποιο ελαφρυντικό – δελεαστικό μέτρο που να προάγει την απρόσκοπτη προσέλευση του κόσμου. Αντ’ αυτού, όμως, προτιμήθηκε η διεύρυνση του ΦΠΑ και η κατάργηση του ειδικού φόρου.

Προσαυξήσεις Και Άλλα Προαπαιτούμενα_2

Στην παρούσα φάση, η πολλαπλή φορολόγηση όλων των πλευρών, μόνο σαν αντικίνητρο μπορεί να λειτουργήσει και αυτό είναι κάτι που επηρεάζει ολοκληρωτικά και την παραγωγή των κινηματογραφικών έργων. Η κατάργηση του ειδικού φόρου (φόρος τον οποίο πλήρωνε ο θεατής με την αγορά του εισιτηρίου), αποτελεί το πιο καίριο πλήγμα, που θα μπορούσε να υποστεί η ήδη επιβεβαρυμμένη εγχώρια κινηματογραφία. Ο ειδικός φόρος, κομμάτι του ενιαυσίου προϋπολογισμού και τα κεφάλαια από τις διεθνείς συμπαραγωγές αποτελούσαν τους πρωταρχικούς πυλώνες χρηματοδότησης των ελληνικών ταινιών. Το 1.5% των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων των τηλεοπτικών καναλιών, δεν προσμετρείται στους υπολογισμούς, μιας και δεν καταβλήθηκε ποτέ με τους όρους που είχε προκαθοριστεί. Ένας μειωμένος και ασυνεπής προϋπολογισμός, μπορεί να δινόταν με καθυστέρηση ή πετσοκομμένα, ο ειδικός φόρος όμως, που συμπεριλαμβανόταν σε αυτόν, αποτελούσε τη μοναδική αξιόπιστη και σταθερή πηγή εγχώριας χρηματοδότησης. Η δυσανεξία (οι απειλές, οι συγκρούσεις και τα μπλοκαρίσματα μεταξύ των μελών, του Προέδρου και των κινηματογραφικών σωματείων για τη θέση του γενικού διευθυντή) η οποία χαρακτήρισε για τεράστιο χρονικό διάστημα, ένα αδρανοποιημένο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, μπορεί να έλαβε προσωρινά τέλος (ο πολυπράγμων σκηνοθέτης, Γιώργος Καραντινάκης, διορίστηκε για ακόμη μια θητεία, ως γενικός διευθυντής), όμως το ΕΚΤ, έχει να αντιμετωπίσει τώρα, τις αρνητικές συνέπειες της κατάργησης  του ειδικού φόρου στην ανάπτυξη και παραγωγή κινηματογραφικών σχεδίων.

Και όπως, τονίζει, ο ίδιος ο γενικός διευθυντής του ΕΚΤ, Γιώργος Καραντινάκης, ”στη Γαλλία αυτός ο φόρος υπάρχει από το 1948 και ξέρετε, στη χώρα αυτή ο ΦΠΑ για τα εισιτήρια του κινηματογράφου είναι μόλις 6%”. Προφανώς, και σε μια μεγάλη χώρα, όπως είναι η Γαλλία, ο κινηματογράφος, όπως και ο χορός ή τα εικαστικά, ουδέποτε θεωρήθηκε μια άσκοπη και μη προσοδοφόρα πολυτέλεια και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η Γαλλία να δημιουργήσει μια από τις πιο σπουδαίες και επιδραστικές κινηματογραφίες. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, που από τον Μιχάλη Κακογιάννη μέχρι τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο και από τον Κωνσταντίνο Γιάνναρη μέχρι τον Γιώργο Λάνθιμο που αναγνωρίστηκαν σε διεθνή φεστιβάλ, κανένας δεν σκέφτηκε να επενδύσει υπεύθυνα και να χρησιμοποιήσει αυτά τα δημιουργικά μυαλά μέσα από ένα συλλογικό σχέδιο δράσης. Παρ’ όλα αυτά, κανείς από τους αρμόδιους υπουργούς, δεν παραλείπει ν’ αναφέρει τη συμβολή που έχουν επιτυχημένοι σκηνοθέτες, όπως είναι ο Γιώργος Λάνθιμος ή η Αθηνά Τσαγγάρη, στην προβολή της χώρας. Τ’ ότι δεν μπορούν όμως, να αξιοποιήσουν τα οφέλη από αυτή την εξωστρέφεια, αναιρεί τις ευγενείς τους προθέσεις.

Προσαυξήσεις Και Άλλα Προαπαιτούμενα_3

Η καίρια τοποθέτηση του Νίκου Ξυδάκη, στο υπουργείο Πολιτισμού, ενός νέου ανθρώπου που χαίρει συλλογικής αναγνώρισης και γνωρίζει από τη δημοσιογραφική του ενασχόληση,  όλες τις παθογένειες και τις ελλείψεις αυτού του χώρου, δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες τον Ιανουάριο του 2015.  Μόνο που αυτές, δεν κράτησαν για πολύ, μιας και διαψεύστηκαν από την υπερψήφιση της τρίτης δανειακής σύμβασης και την επιβολή προαπαιτούμενων μέτρων. Η πολιτική αβεβαιότητα και η οικονομική δυσπραγία της χώρας, έθεσε, ως βασική προτεραιότητα την αποπληρωμή των οφειλόμενων δόσεων, όπως και τη δημιουργία ακόμη πιο δυσβάσταχτων όρων, σε βάρος κάθε άλλης αναγκαιότητας, πόσο μάλλον πολιτισμικής. Ο Νίκος Ξυδάκης, ακόμη κι αν αποδεχθούμε, πως είχε τις καλύτερες των προθέσεων και την αντιληπτική και αισθητική ικανότητα που χρειάζεται κάθε μορφή τέχνης, δεν κατάφερε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να αφήσει το δικό του στίγμα. Όχι, ότι οι προκάτοχοι του, τα είχαν καταφέρει διαφορετικά με την παραδοσιακή περιφρόνηση που επιφύλασσε η εκάστοτε κυβέρνηση, στο εν λόγω υπουργείο. Η σύντομη παραμονή του Νίκου Ξυδάκη και η άμεση αντικατάσταση του από τον υπουργό του υπερ-υπουργείου (Αριστείδη Μπαλτά) στο οποίο ανήκε, προσέθεσε άλλον έναν υπουργό που ήρθε, είδε και απήλθε, αφήνοντας ατακτοποίητα, ακανθώδη προβλήματα που αφορούν τον ευρύτερο τομέα του Πολιτισμού.

Η παράταση του ζητήματος του δυσθεώρητου χρέους του Μεγάρου Μουσικής,  αλλά και η οικονομική εξυγίανση που επιχειρείται τόσο στο ΚΒΘΕ (Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος), όσο και στο Εθνικό Θέατρο, δυναμιτίζουν την ατμόσφαιρα και κρούουν των κώδωνα του κινδύνου για κάθε άλλο φορέα. Παρά τον οικονομικό ορθολογισμό του Εθνικού Θεάτρου, ένας μειωμένος κρατικός προϋπολογισμός (φέτος άγγιξε τα 6.000.000 ευρώ), οδήγησε στην αναπόφευκτη αποδοχή, μιας ζωτικής σημασίας, χορηγίας από το Ίδρυμα Ωνάση (220.000 ευρώ). Η χορηγία αυτή, μαζί με την αναφορά για μια (ανεκμετάλλευτη ακόμη) δωρεά από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, δείχνει προς ποια κατεύθυνση, θα κινηθούν τα πράγματα στον χώρο του Πολιτισμού, τα επόμενα χρόνια. Το Ίδρυμα Ωνάση (Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών) και το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (Λυρική Σκηνή, Εθνική Βιβλιοθήκη, Πάρκο Σταύρος Νιάρχος) θα αποδειχθούν ρυθμιστές των πολιτισμικών εξελίξεων και αντικαταστάτες των κρατικών ολιγωριών. Όσον αφορά, το Μέγαρο Μουσικής, επιχειρείται να κρατικοποιηθεί το υψηλό του χρέος (245.000.000 ευρώ), παρέχοντας ευνοϊκές ρυθμίσεις των οφειλών, η παράταση όμως, που το δόθηκε εξέπνευσε (30 Αυγούστου). Για άλλη μια φορά, ο εμβληματικός χώρος της κλασικής κατάρτισης και της κρατικοδίαιτης σπατάλης, απειλείται με οριστικό κλείσιμο.

Προσαυξήσεις Και Άλλα Προαπαιτούμενα_4

Η παροιμιώδης αναβλητικότητα του επίσημου ανοίγματος του ΕΜΣΤ (Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης) στο πρώην εργοστάσιο ζυθοποιίας Φιξ (το άδειο αποθεματικό αδυνατεί να επιτρέψει την ομαλή λειτουργία και συντήρηση του επαναχρησιμοποιημένου κτιρίου), έρχεται για να προστεθεί, στα πιο εξόφθαλμα παραδείγματα που ταλανίζουν τον χώρο του Πολιτισμού, χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει πως μικρότερες εστίες δεν αντιμετωπίζουν ίδια ή και χειρότερα προβλήματα. Τουναντίον, θέατρα, εκθεσιακοί και λοιποί χώροι, βρίσκονται υπό την καθημερινή απειλή του λουκέτου και εκεί δεν υπάρχει κανένας επίσημος θεσμός ή δημοσιογραφική πένα για να τα προστατέψει. Η αναγνωρισιμότητα και η επιδραστικότητα που ενασκεί ένα ιστορικό οικοδόμημα και ο φορέας που συστεγάζει, δεν τους επιτρέπει να αντιμετωπιστούν με τον ίδιο τρόπο. Από την άλλη, περισσότερες δαπάνες, δημιουργούν και μεγαλύτερες ευθύνες. Είναι πιο εύκολο, ένας μικρότερος χώρος να διαχειριστεί καλύτερα τα όποια έσοδα – έξοδα και να ρυθμίσει τις ανάγκες του. Η ύπαρξη, όμως, ενός συστήματος, που έχει γραφειοκρατικά και φοροεισπρακτικά χαρακτηριστικά αντί για πολιτισμικά, πάντα θα βρίσκει τον τρόπο (φόροι, δάνεια, άδειες) για να κάνει πιο επονείδιστη την ύπαρξη και λειτουργία, αυτών των χώρων. Γι’ αυτό και η αναφορά του τωρινού υπουργού Πολιτισμού, Αριστείδη Μπαλτά, στους χώρους αυτούς, θα έπρεπε να γίνει με μεγαλύτερη προσοχή και σεβασμό, στις προγραμματικές του δηλώσεις κατά την ανάληψη των νέων του καθηκόντων.

Ο Αριστείδης Μπαλτάς, ανέφερε όλους του χώρους όπου δύναται να παραχθεί τέχνη, αλλά δεν διευκρίνισε το πως θα αξιοποιηθούν τα κελύφη αυτά (με εξαίρεση τα περιώνυμα κτίρια και τις ιδιωτικές υποδομές), ούτε το πως θα πριμοδοτηθούν οι δημιουργοί που το έχουν πιο μεγάλη ανάγκη (μικρότερες ομάδες και καλλιτεχνικά σύνολα). Ακόμη και όταν μιλούσε για χωροταξικούς άξονες, αυτοί περιορίζονταν, από την προκαθορισμένη τους διαδρομή (έτσι όπως, οριοθετείται, από τα μεγάλα ιδρύματα και όχι από τα μικρά και ανθρωποκεντρικά). Παράλληλα, η ακατάληπτη προσκόλληση του με την ‘ένταση’, όσο στοχευόμενη κι αν ήταν, ξεχνούσε το ποιο βασικό. Πως, ναι, μπορεί το ορμητικό αυτό, φυσικό μέγεθος, να αποτελεί την κινητήρια δύναμη για τη δημιουργία όλων των μεγάλων αριστουργημάτων, χωρίς όμως, τα απαραίτητα ποσά δεν μπορεί να υφίσταται εσαεί, όχι όσο συντρέχουν και βιοποριστικοί λόγοι. Σε μια τέτοια περίπτωση, μπορεί να εμφανιστεί και μια άλλη μορφή ‘έντασης’, πολύ πιο μηδενιστική και καταστροφική που θα έπρεπε να συνυπολογιστεί. Η σχεδόν, μηδαμινή αναφορά στον ελληνικό κινηματογράφο, ήταν σκόπιμη. Ο υπουργός, Αριστείδης Μπαλτάς, περιορίστηκε στα αρκούντως απαραίτητα, αυτά που κάνουν λόγο για μια διεθνή επιτυχία, χωρίς να διερευνούνται οι λόγοι που συντελείται κάτι τέτοιο, οι θυσίες που απαιτούνται ή το σχέδιο που συντάσσεται για να διατηρηθεί. Συνεπακόλουθα, θα περίμενε κανείς, πως σε μια τόσο σημαντική στιγμή (όσο είναι οι προγραμματικές δηλώσεις), θα παρουσιαζόταν ο τρόπος με τον οποίο θα πραγματοποιηθεί η προσαύξηση της επιχορήγησης ως ισοδύναμο για την κατάργηση του ειδικού φόρου. Αντ’ αυτού, επιλέχθηκε να ανακοινωθεί η αύξηση του ΦΠΑ στους αρχαιολογικούς χώρους. Η επισήμανση, πως διατηρούσαν αδικαιολόγητα χαμηλά τον συντελεστή όλο αυτό το διάστημα, έχει τη δική της σημειολογία. Τη στιγμή δε μάλιστα, που χρησιμοποιείται για να επισημάνει τρόπους για το πως μπορούν να βρεθούν ισοδύναμα στα υφεσιακά μέτρα, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, επέβαλλε η σημερινή κυβέρνηση. Πάλι καλά που στην κάρτα αλληλεγγύης, που η ίδια δημιούργησε, μπορεί να προστεθεί η δωρεάν είσοδος σε μουσεία – αρχαιολογικούς χώρους, έτσι ώστε, ανεξάρτητα από το αν κάποιος έχει φαγητό ή στέγη να έχει πρόσβαση στους πολιτισμικούς θησαυρούς.

Share