Η Υποθεση Εναντιον Της Προτασης Των 8
Σε μια ιστορική απόφαση για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, με ψήφους 5 υπέρ έναντι 4 κατά, αποφάσισε να αντιμετωπίσει με ισότιμο τρόπο τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια και να αναγνωρίσει το καταπατημένο τους δικαίωμα στον γάμο. Αξίζει να αναφερθεί, πως μέχρι την επικράτηση της κρίσιμης αυτής ετυμηγορίας, από τις 50 πολιτείες της Αμερικής, σε 36 από αυτές επιτρεπόταν ο γάμος των ατόμων ίδιου φύλου, σε άλλες 3 (Κάνσας, Μισούρι και Αλαμπάμα) μολονότι δεν απαγορευόταν, η χορήγηση αδειών εξακολουθούσε να αποτελεί μια εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία και να επιτρέπεται σε συγκεκριμένες πόλεις εντός της επικράτειας ή όπως έδειξε και η πρόσφατη περίπτωση στην πολιτεία της Αλαμπάμα, μια ασθενική, νομική κατοχύρωση και το δικαίωμα της έφεσης από την πλευρά του αντίδικου, έδινε την προσωρινή δυνατότητα στο να αρθεί και να παγώσει και πάλι, η ισότιμη τέλεση του νομιμοποιημένου αυτού, ενοποιητικού μυστηρίου. Εφεξής, η συνταγματική κατοχύρωση, υποχρεώνει κάθε μια από τις υπόλοιπες 14 πολιτείες που δεν το αναγνωρίζουν, να προσαρμοστούν άμεσα και χωρίς δυνατότητα μελλοντικής αναστολής.
Η προοδευτική μεταβίβαση από ένα ετεροφυλόφιλο κατεστημένο, που περιθωριοποιούσε και δεν αναγνώριζε τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων ατόμων, σε μια ισότιμη και δίκαιη, διευρυμένη κοινωνική συνθήκη, δεν θα μπορούσε να είναι αναίμακτη και ανώδυνη, ούτε έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Χρόνο με το χρόνο, όμως, η μία πολιτεία μετά την άλλη, οδήγησε νομοτελειακά μια ήπειρο προς την πολυπόθητη, καθολική αποδοχή και αναγνώριση. Αυτό που μέχρι πρότινος φάνταζε ασύλληπτο και αδιανόητο για μια μεγάλη μερίδα του κόσμου, έχει αρχίσει να περνάει από τη θεωρία στην πράξη και να γίνεται τελικά πραγματικότητα. Όλοι όσοι από φόβο, άγνοια και προκατάληψη, κάνανε λόγο, πως η αμερικάνικη κοινωνία δεν θα ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο, έχουν αρχίσει να συμμορφώνονται και να αποδέχονται τη νέα κατάσταση. Ουραγός σε όλη αυτή, την κατακλυσμίαια κοινωνική αλλαγή, δεν θα μπορούσε παρά να είναι μια νέα κυβέρνηση Δημοκρατικών, πόσο μάλλον αυτή ενός πολλά υποσχόμενου Αφροαμερικανού Προέδρου, του Μπάρακ Ομπάμα. Μια κυβέρνηση, η οποία, μετά από μια συντριπτικά συντηρητική, πολεμοχαρή και τρομοκρατική, οκταετία από τους Συντηρητικούς, με τον Τζωρτζ Μπους τον νεώτερο στο κυβερνητικό τιμόνι, υποτίθεται πως θα έφερνε την αναμόρφωση. Το 2012, πάντως, ο επανεκλεγμένος, Πρόεδρος της Αμερικής, θα υποστήριζε ανοιχτά σε συνέντευξη του στον τηλεοπτικό κολοσσό ‘ABC’, τα δικαιώματα της ομοφυλόφιλης και λεσβιακής κοινότητας και θα ανέφερε, ”προσωπικά μιλώντας, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα, πως είναι σημαντικό για μένα να προχωρήσω μπροστά και να επιβεβαιώσω την άποψη, πως πιστεύω, ότι τα γκέι ζευγάρια θα πρέπει να παντρεύονται”.
Μια τόσο καθοριστικής σημασίας, δημόσια εμφάνιση, αλλά και ιστορική διατύπωση από τον Πρόεδρο της Αμερικής, αποδείκνυε, πόσο είχε προχωρήσει η δημόσια συζήτηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και προοικονομούσε τη θετική κατάληξη που θα είχε ένα χρόνο αργότερα, η πολύκροτη εκδίκαση της ‘τροπολογίας των 8’. Στις 26 Ιουνίου του 2013, σε μια πρώτη, ιστορική δικαστική απόφαση για τη χώρα και μετά από μια πολύχρονη διεκδίκηση, το Ανώτατο Δικαστήριο της Αμερικής, έκρινε αντισυνταγματική την ‘τροπολογία των 8’ και αναγνώρισε το δικαίωμα των ομοφυλοφίλων στον γάμο, στην πολιτεία της Καλιφόρνιας. Η ανεκδιήγητη τροπολογία είχε τεθεί σε εφαρμογή από τον Νοέμβριο του 2008 στην πολιτεία αυτή, και μάλιστα κατόπιν διενέργειας τοπικού δημοψηφίσματος. Συνταγμένη καθώς ήταν από φανατισμένους και μισαλλόδοξους ανθρώπους που μόνο σκοπό είχαν να αντιταχθούν και να στερήσουν ένα τόσο θεμελιώδες δικαίωμα από χιλιάδες συμπολίτες τους, η ομάδα αυτή δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει ένα συντηρητικό και αναχρονιστικό σκεπτικό για να προωθήσει την πρόταση της. Σύμφωνα με αυτό, ο γάμος και η ένωση που συντελείται μέσω αυτού, δημιουργήθηκε για την αποκλειστική διαιώνιση του ανθρώπινου είδους και πως κάτι τέτοιο μόνο τα ετεροφυλόφιλα ζευγάρια θα μπορούσαν να το διασφαλίσουν επαρκώς.
Παράλληλα, επειδή στον εκσυγχρονισμένο, τεχνολογικά και επιστημονικά, 21ο αιώνα ένα τόσο θρησκόληπτο και σκοταδιστικό επιχείρημα δεν θα μπορούσε να σταθεί από μόνο του αρκετό, επιχείρησαν να δυσφημίσουν (όπως το έπρατταν και στο πρόσφατο παρελθόν) τη δημόσια εικόνα των ομοφυλοφίλων ανθρώπων μέσα από μια ακριβοπληρωμένη καμπάνια. Προπαγανδιστικά βίντεο, συνεντεύξεις και αναλύσεις, όπως και άλλα εργαλεία ή μέθοδοι επιστρατεύθηκαν για να επιτευχθεί αυτό, ενώ η στήριξη του Ρεπουμπλικάνου υποψήφιου για την Προεδρία της Αμερικής, Τζον Μακέιν και της αρτηριοσκληρωτικής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που ακόμη δεν είχε αποφασίσει να ξεπλύνει τις αμαρτίες της (εκλογή του Πάπα Φραγκίσκου το 2013) δεν πρέπει να προκάλεσε σε κανέναν έκπληξη. Αυτό που στην ουσία έδειχνε η περίοδος που προηγήθηκε του στησίματος των καλπών, είναι πως τα παιδιά που μεγαλώνουν με ομοφυλόφιλους γονείς κινδυνεύουν να επηρεαστούν και να ακολουθήσουν το δρόμο της ακολασίας και της ανωμαλίας, έχοντας ως οικογενειακά πρότυπα δύο γονείς που δεν ακολουθούν την παγιωμένη και ως ένα βαθμό αποτυχημένη ετεροφυλοφιλία. Μια παρεξηγημένη και επικίνδυνη, χριστιανική ηθική αγνοούσε επιδεικτικά τα εγκλήματα που τελούνται καθημερινά εις βάρος πολλών νέων ανθρώπων και πως το υγιές περιβάλλον δεν το διαμορφώνουν τα φύλα αλλά οι χαρακτήρες και οι συμπεριφορές των ανθρώπων.
Το παράδοξο σε όλο αυτό, είναι πως το δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες, πολυπληθέστερες μα προπαντός πιο προοδευτικές πολιτείες της Αμερικής, εκεί όπου με ένα μη αναμενόμενο 52.24% επικράτησε η ‘Πρόταση των 8’. Η πρόταση αυτή, αποτέλεσε συνέχεια, της αντίστοιχης λογικής και έμπνευσης, ‘Πρότασης των 22’ (γνωστή κι ως ‘Η Πρωτοβουλία του Ιππότη’ μιας και συντάχθηκε από το Γερουσιαστή της Καλιφόρνιας, Γουίλιαμ Πιτ Κνάιτ), η οποία είχε υπερψηφιστεί με το συντριπτικό και αναμφισβήτητο 61%, το 2000. Το 2008, όμως, το Ανώτατο Δικαστήριο της Καλιφόρνιας, έκρινε πως σύμφωνα με τη 14η Τροποποίηση του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών (στις 9 Ιουλίου του 1868), καμία ομάδα ανθρώπων δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται διαφορετικά, να περιορίζονται οι ελευθερίες της, να στερείται από τα θεμελιώδη δικαιώματα της και να μην προστατεύεται ισότιμα από τη νομοθεσία του κράτους. Προηγουμένως, ο Δήμαρχος του Σαν Φρανσίσκο, Γκάβιν Νιούσομ, είχε προετοιμάσει το έδαφος, όταν το Φεβρουάριο του 2004 και για ένα μόλις μήνα, χορήγησε άδειες γάμου επικαλούμενος την αρχή της ισότητας. Η πράξη αυτή, έστρεψε την προσοχή του κόσμου, βρήκε υποστηρικτές και οδήγησε λίγα χρόνια αργότερα στην αντισυνταγματική απόρριψη της πρώτης πρότασης. Παρ’ όλα αυτά, η ‘Πρόταση των 22’ ανεστάλη, μόνο και μόνο, για να αντικατασταθεί αμέσως μετά από την ‘Πρόταση των 8’.
Η εξαιρετικά επίπονη, δικαστική διαδικασία, που στόχο είχε τη συνταγματική αναθεώρηση και την οριστική και αμετάκλητη απονομιμοποίηση της ‘Πρότασης των 8’ καταγράφεται με εντυπωσιακή συνέπεια και γραμμική αλληλουχία στο βραβευμένο ντοκιμαντέρ, ‘Η υπόθεση εναντίον της πρότασης των 8′, που συν σκηνοθετήθηκε το 2014 από τους Μπεν Κότνερ και Ράιαν Γούαιτ. Ένα ανεκτίμητης και ιστορικής σημασίας, καταγεγραμμένο χρονικό, όπου η κάμερα: διεισδύει στα γραφεία που στεγάζεται και προετοιμάζεται η καταξιωμένη νομική ομάδα που φέρεται υπέρ της ίσης αντιμετώπισης των ομοφυλοφίλων, περιπλανιέται στους αχανείς διαδρόμους και τις αίθουσες των δικαστηρίων και ακολουθεί τις προσωπικές ζωές των δυο πρωταγωνιστικών ζευγαριών (ένα ζευγάρι αντρών και ένα ζευγάρι γυναικών) που αποφάσισαν να κινηθούν δικαστικώς για να αντιστρέψουν την απαγορευτική, γι’ αυτούς, κατάσταση. Και όλα αυτά, για να μπορούν τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια να στέκονται επί ίσοις όροις απέναντι στη νόμο και να παντρεύονται στη σημερινή Καλιφόρνια (συνάμα και στις άλλες πολιτείες), τον άνθρωπο που αγαπούν, ανεξάρτητα από το φύλο που μπορεί εκείνος να διαθέτει, αλλά και να προστατεύονται τα παιδιά που έχουν ή πρόκειται να αποκτήσουν.
Οι Τζεφ Ζαρίλο – Πολ Κατάμι (το ανδρικό ζευγάρι) και οι Κρίς Πέρι – Σάντι Στίερ (το γυναικείο ζευγάρι), αποφασίστηκε να εκπροσωπήσουν σε αυτή τη διαδικασία την γκέι και λεσβιακή κοινότητα. Ελέχθησαν ως οι πιο κατάλληλοι και αντιπροσωπευτικοί για να επιτελέσουν το δύσκολο έργο της ισότιμης αναγνώρισης. Οι άνθρωποι αυτοί, δεν έπρεπε να έχουν κανένα ψεγάδι στο βιογραφικό τους (λόγο ή πράξη), τίποτα που να είναι ικανό να αναμοχλευθεί και να χρησιμοποιηθεί εις βάρος τους από την πλευρά των αντίδικων. Ταυτόχρονα, έπρεπε να δείχνουν κοινότυποι και φυσιολογικοί, σύμφωνα πάντα, με τα ετεροφυλόφιλα πρότυπα στα οποία θα απευθύνονταν. Να έχουν τη ψυχική ηρεμία να διαχειριστούν με ωριμότητα τη δημόσια έκθεση, την ανακριτική πίεση και τις απρόβλεπτες καταστάσεις (απειλές), και γι’ αυτό να έχουν εξασφαλίσει την αμέριστη στήριξη και προστασία από τις οικογένειες τους. Κυρίως, όμως, να είναι σε θέση να απαντήσουν καθαρά, φυσικά και αβίαστα, όπως και να μην λυγίσουν κάτω από το βάρος των απαιτητικών και ιδιαίτερα προσωπικών ερωτήσεων.
Για το σκοπό αυτό, όπως και για τη σπουδαιότητα ενός τόσο απαιτητικού εγχειρήματος που αφορούσε ολόκληρη την Αμερική, επιστρατεύθηκαν δύο καταξιωμένοι και αναγνωρίσιμοι δικηγόροι, οι οποίοι λίγα χρόνια νωρίτερα, είχαν αναμετρηθεί δικαστικά και απασχολήσει την επικαιρότητα σε μια κρίσιμη και καθοριστική, εθνική μάχη. Στις προεδρικές εκλογές του 2000, ένα εξαιρετικά αμφίρροπο αποτέλεσμα (48.4 % για τους Δημοκρατικούς και 47.9 % για τους Ρεπουμπλικάνους) μοίρασε πραγματικά την εκλογική πίτα και έδωσε με τη στήριξη του πλεονεκτικού σώματος των εκλεκτόρων (266 και 271 αντίστοιχα), την αμφιλεγόμενη νίκη στους Ρεπουμπλικάνους. Μετά από ενάμιση μήνα, επαναληπτικών και επεισοδιακών καταμετρήσεων, τo Ανώτατο Δικαστήριο της Αμερικής αποφάσισε σκανδαλωδώς ότι αυτές οι επαληθεύσεις είναι αντισυνταγματικές και έτσι ο Τζωρτζ Μπους ο νεώτερος χρίστηκε 43ος Πρόεδρος της Αμερικής. Τα αποτελέσματα της πιο κρίσιμης πολιτείας (Φλόριντα) για την εκλογική νίκη δεν καταμετρήθηκαν ως όφειλαν και έτσι ο Τζωρτζ Μπους με μόλις 537 ψήφους διαφορά κέρδισε 25 εκλέκτορες από την πολιτεία αυτή και στέφθηκε θριαμβευτής. Υποστηρικτής των Ρεπουμπλικανών, ήταν ο Τεντ Όλσον, ο οποίος μετά την εκλογή του νέου Προέδρου, ανέλαβε γενικά καθήκοντα στον Λευκό Οίκο, ενώ αντίδικος και εκπρόσωπος των Δημοκρατικών, ήταν ο Ντέιβιντ Μπόγιες, ο οποίος μπορεί να έχασε σε αυτή την άνιση μάχη, δημιούργησε όμως, τέτοια φήμη ώστε να επιλεχθεί στην ‘Υπόθεση Εναντίον των 8’.
Η παράτολμη μα σοφά μελετημένη προτίμηση των δύο αυτών νομικών εκπροσώπων στην αρχή προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις για τις έκδηλες πολιτικές τους αποχρώσεις. Και αν η πρόταση για τον πιο δημοκρατικό και προοδευτικό, Ντέιβιντ Μπόγιες, βρήκε άμεσα θετική ανταπόκριση, ήταν το (εικονικά) συντηρητικό και σπιλωμένο πρόσωπο του Τεντ Όλσον που συγκέντρωσε τα πιο πολλά αρνητικά και ειδεχθή σχόλια, μιας και η νομική του συνεισφορά συνέβαλλε καθοριστικά στο να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας ένας από τους πιο απεχθείς Προέδρους στην πρόσφατη ιστορία της Αμερικής. Η ομοφυλόφιλη κοινότητα και οι ανθρωπιστικές οργανώσεις δεν είδαν με καλό μάτι αυτή την επιλογή, αντέδρασαν έντονα και βιάστηκαν να προκρίνουν την αρνητική έκβαση του αποτελέσματος. Μια κοντόφθαλμη και προκατειλημμένη στάση αδυνατούσε να αντιληφθεί τη διπλωματική σκοπιμότητα που περιείχε μια τόσο συμβολική κίνηση. Η πολιτική σύμπνοια που επιχειρούσαν να επιτύχουν οι ιθύνοντες για την αναγνώριση και επικράτηση ενός τόσο πανανθρώπινου δικαιώματος αποσκοπούσε στο να αγγίξει το συλλογικό ασυνείδητο και την ευαισθησία ολόκληρης της Αμερικής και για το σκοπό αυτό ένας πολιτικός αποχρωματισμός κρίθηκε επιβεβλημένος.
Μια τέτοια, άτυπη, πολιτική συμμαχία και μια ενοποιητική προδιάθεση δεν σήμαινε πως οι δράσεις κατά της ‘Υπόθεσης των 8’, υπολείπονταν από πολιτικό και ακτιβιστικό λόγο. Στην προκειμένη όμως, αυτό που προηγείτο ήταν οι διευρυμένες συμμαχίες και η αναγκαιότητα να περάσει στην αντίληψη του κόσμου και των μέσων ενημέρωσης πως όλοι μάχονται για κάτι που αφορά την ισότητα, τη δικαιοσύνη και τις οικουμενικές αρχές που υποτίθεται πως θεμελίωσαν τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Συντάγματος αυτής της χώρας. Και επειδή όλα κρίνονται εκ του ασφαλούς αποτελέσματος, η επιλογή του Τεντ Όλσον, αποδείχθηκε εξαιρετική και μέσα από το ντοκιμαντέρ γίνεται πασιφανές πως χάρη στις ικανότητες του επιτεύχθηκε μια τεράστια νίκη. Όλες οι ερωτήσεις που τίθενται από αυτόν είναι καίριες και διαλλακτικές, ενώ ταυτόχρονα τίποτα δεν μπορεί να δραπετεύσει από τη διευρυμένη του οξυδέρκεια. Ανεξάρτητα από τη φιλοδοξία και το προσωπικό συμφέρον που μπορεί να έχει ένας τέτοιος παράγοντας σε μια τόσο ιστορική και σημαντική δίκη, η συνδρομή του Τεντ Όλσον αποδείχθηκε καθοριστική, ενώ τις λίγες στιγμές που ο ίδιος ακούγεται να μιλάει για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων στο δικαστήριο ο λόγος του ηχεί πύρινος και αληθινός.
Τα δύο ομοφυλόφιλα ζευγάρια που επιλέχθηκαν και αποφάσισαν να ταχθούν εναντίον της ‘Πρότασης των 8’, έπρεπε να διαβούν το κατώφλι του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αμερικής για να αναγνωριστεί και να δικαιωθεί ο πολύχρονος αγώνας τους. Μπορεί ο Τεντ Όλσον και το υπόλοιπο νομικό επιτελείο, η επανεκλογή του Μπάρακ Ομπάμα στη θέση του Προέδρου της χώρας και μια έκδηλα πιο ώριμη και ευαισθητοποιημένη κοινωνία (χαρακτηριστικά τα διαδοχικά outings που σημειώθηκαν από εκπροσώπους της βιομηχανίας του θεάματος τα τελευταία χρόνια) να συνέβαλλαν προς αυτή την κατεύθυνση, είναι όμως, η ανυποχώρητη στάση, το μαχητικό θάρρος και το αίσθημα της αδικίας των δύο αξιολάτρευτων ζευγαριών και κάθε άλλων ομοφυλόφιλων ζευγαριών (ή μεμονωμένων ατόμων) που εκπροσωπούνται επάξια από αυτά που οδήγησε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο σε αυτό το αποτέλεσμα. Ο αρχικός φόβος και η αναμενόμενη αμηχανία, θα αντικατασταθούν από αποφασιστικότητα και τόλμη, όταν θα δώσουν το παρόν στο πολιτειακό δικαστήριο, εκεί όπου η υπόθεση θα κερδηθεί και ο αντίδικος θα κάνει έφεση για να οδηγήσει το ξεκαθάρισμα στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η ακατανίκητη επιθυμία τους να ζήσουν όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι με τον/την σύντροφο και την οικογένεια τους, όπως επίσης η ηθική και νομική δικαίωση μιας τόσο απαιτητικής και ψυχοφθόρας διαδικασίας θα φέρει δάκρυα συγκίνησης και χαράς στα δύο αυτά, απολύτως αντιπροσωπευτικά, ζευγάρια. Οι γάμοι τους, δεν αποτελούν μόνο τους πρώτους δικαστικά κατοχυρωμένους γάμους ομοφυλοφίλων στην Αμερική, αλλά και μια μεγάλη επιβράβευση ενός ριζοσπαστικού κινήματος που έδωσε ανυπολόγιστες μάχες τις προηγούμενες δεκαετίες, τόσο για την αναγνώριση όσο και για τον αποστιγματισμό του.
Ο κινηματογραφικός φακός, παρίσταται σε κάθε μικρή ή μεγάλη στιγμή σε αυτό τον αγώνα. Μοναδική εξαίρεση, η απαγόρευση στις κάμερες να παραστούν στη δίκη, που όμως και εκεί οι σκηνοθέτες αξιοποιούν με ευφάνταστο τρόπο τα πρακτικά πετυχαίνοντας να δώσουν μια μικρή εικόνα για το τι πραγματικά συνέβη (οι ίδιοι οι εναγόμενοι διαβάζουν τις απαντήσεις που λέχθηκαν από αυτούς κατά τη διάρκεια της δίκης). Οι Μπεν Κότνερ και Ράιαν Γούαιτ, αποφεύγουν τις υπερβολικές συγκινήσεις, οποιαδήποτε υπόνοια δραματοποίησης και τις δημαγωγικές νουθετήσεις και αφοσιώνονται στη ρεαλιστική καταγραφή και παράθεση της ιστορικής αυτής εκδίκασης. Εκ των πραγμάτων, μπορεί οι κάμερες να παραμένουν έξω από τι δικαστικές αίθουσες, εντείνοντας με αυτό τον τρόπο και την αγωνία, φροντίζουν όμως, να καταγράψουν με λεπτομέρεια την προετοιμασία που συντελείται στα αρμόδια γραφεία, δίνοντας έτσι την εντύπωση πως η πραγματική δίκη συμβαίνει πριν ξεκινήσει το επίσημο δικαστήριο. Ο αισιόδοξος και συγκινητικός τρόπος με τον οποίο κλείνει το ντοκιμαντέρ (τα δύο ζευγάρια θα παντρευτούν με συνοπτικές μα ανεπιτήδευτες διαδικασίες), έρχεται για να υπενθυμίσει πως όλα αυτά δεν έγιναν χωρίς ουσιαστικό λόγο, και πως υπολείπονται ακόμη μερικές πολιτείες για να αποκατασταθεί ολοκληρωτικά αυτή η κατάφωρη ανισότητα. Αρκεί, βεβαίως, και η Αμερική να μην επαναπαυθεί μετά από τη νομική διευθέτηση, αλλά να είναι διατεθειμένη να αγωνιστεί και να αφομοιώσει με πραγματικούς και ίσους όρους (σε κάθε τομέα της ζωής τους) όλους όσους παρουσιάζουν διαφορετική σεξουαλική συμπεριφορά.