Η Αμερικανικη Ακαδημια Κινηματογραφου Επιδεικνυει Χαρακτηριστικα Φυλετικης Υπεροχης

Ανεξάρτητα από τι άποψη έχει κανείς για τα πιο περιώνυμα κινηματογραφικά βραβεία της Αμερικής (Όσκαρ), το βέβαιο είναι πως πρόκειται για έναν θεσμό που μετά από 8 δεκαετίες αδιάλειπτης παρουσίας (η πρώτη απονομή πραγματοποιήθηκε το 1929) εξακολουθούν να μονοπωλούν το ενδιαφέρον (κυρίως το τηλεοπτικό, μέσα από μια θεαματική και εξαιρετικά πολυδάπανη τελετή), να δημιουργούν ενδιαφέροντες κινηματογραφικούς ήρωες (όχι με τον θαυμασμό ή τη διαχρονικότητα του παρελθόντος) και να επηρεάζουν την εμπορική πορεία μιας ταινίας που βρίσκεται προτεινόμενη σε κάποια από τις 24 κατηγορίες (των οσκαρικών υποψηφιοτήτων προηγείται μια καταπονητική προωθητική καμπάνια που κορυφώνεται με την ανακοίνωση και την απονομής τους). Ούτε λίγο ούτε πολύ, στην πάροδο των δεκαετιών, τα βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, έχουν καταφέρει να εντοπίσουν και να προωθήσουν (μέσα από μια μακριά ετήσια λίστα) τις ταινίες αυτές που πληρούν τα καλλιτεχνικά εκείνα κριτήρια που δύναται να εξασφαλίσουν την εμπορική ολοκλήρωση της ταινίας (ή αν έχει ήδη πραγματωθεί να την εξαργυρώσουν και σε οσκαρικό χρυσό). Βραβεία που φαίνονται πως είναι ικανά να υπηρετήσουν ή να διαμορφώσουν τις  κινηματογραφικές τάσεις της εκάστοτε εποχής. Δεν είναι λίγες οι φορές πάντως που ουκ ολίγες συντηρητικές επιλογές επικρατούν, έναντι πιο θαρραλέων, πρωτότυπων και ρηξικέλευθων προτάσεων.

Το σίγουρο είναι πως την απονομή των Όσκαρ την παρακολουθούν εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο, η ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων επενεργεί καταλυτικά στη διεθνή (κυρίως) πορεία των ταινιών και πως σε μια νύχτα έχουμε δει να γίνονται γνωστοί δεκάδες ηθοποιοί. Το αναμφισβήτητο γεγονός πως μια μόλις υποψηφιότητα αρκεί για ν’ ανοίξει τις ελιτίστικες πόρτες που προσφέρουν περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης, δείχνει αρκετά για την πιο αδηφάγα βιομηχανία του θεάματος στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Επομένως, η δυναμική των συγκεκριμένων βραβείων είναι τέτοια που καταλήγει να ανατροφοδοτεί ένα ολόκληρο σύστημα παραγωγής ταινιών. Τα Όσκαρ μπορεί να μην είναι τόσο αξιόπιστα όσο θα έλπιζαν κάποιοι να είναι, επηρεάζουν όμως, με τις επιλογές τους, τη μορφή και το περιεχόμενο που θα έπρεπε να έχει μια παραγωγή για να φτάσει έως εκεί. Όσο και αν τα περιφρονεί κανείς, τα βραβεία αυτά είναι απότοκα της ίδιας ακριβώς βιομηχανίας που παράγει τη συντριπτική πλειοψηφία των αμερικάνικων ταινιών. Γι’ αυτό έχει ιδιάζουσα σημασία αν μια ταινία που καταλήγει στα Όσκαρ, δείχνει δύο ομοφυλόφιλους να ερωτεύονται (‘Brokeback Mountain’, 2005), αγγίζει ένα καυτό πολιτικό ζήτημα (‘All The President’s Men’, 1976) ή έχει μια ιστορία που ανακαλεί το παρελθόν της αφροαμερικανικής κοινότητας (’12 Χρόνια Σκλάβος’, 2013).

Τα Όσκαρ Επιδεικνύουν Χαρακτηριστικά Φυλετικής Υπεροχής_1

Καλώς ή κακώς, η αμερικανική κινηματογραφική παραγωγή, όχι μόνο δεν περιορίζεται στα σύνορα της χώρας, αλλά κατακλύζει και πριμοδοτεί τις αγορές ολόκληρης της υφηλίου. Αν σ’ αυτό υπολογίσει κανείς πόσοι ηθοποιοί, σκηνοθέτες και τεχνικοί διαφόρων εθνικοτήτων, δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους στην πιο πλούσια μα όχι πάντα γενναιόδωρη και αναμφίβολα ανακυκλώσιμη βιομηχανία, έχει μια ολοκληρωμένη αίσθηση για την επίφαση δημιουργικής ελευθεριότητας και πολυπολιτισμικότητας που υπερισχύει στις απολήξεις του Χόλυγουντ. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αλλοεθνείς σκηνοθέτες αφομοιώνονται και οι ηθοποιοί που έχουν διαφορετικό χρώμα ή μιλούν άλλη γλώσσα υποδύονται τυποποιημένους ρόλους, κατάλληλους να διασκευάσουν, όχι μόνο τις εντυπώσεις αλλά και τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα. Το να ξεχωρίσει κανείς, μέσα σ’ ένα τόσο ομογενοποιημένο και ανταγωνιστικό μέρος σημαίνει πως μπόρεσε να ακολουθήσει τις στουντιακές οδηγίες και να περισώσει την αυθεντικότητα του προσφέροντας μια εξαίρετου επιπέδου ερμηνεία ή σκηνοθεσία και δεν υπάρχει πιο καλή ανταμοιβή από την επιβράβευση. Τα Όσκαρ μπορεί να είναι η βιτρίνα της αμερικάνικης κινηματογραφικής ονειροπόλησης, όπως κάθε εξιδανικευμένος θεσμός όμως, έτσι και αυτός, διέπεται από παγιωμένες προκαταλήψεις που δύναται να παραμορφώσουν την προσποιητά ισότιμη εικόνα. Πίσω από την αστραφτερή και καλογυαλισμένη επιφάνεια ενός τέτοιου θεσμού, αντικατοπτρίζεται απόλυτα η αντίληψη που έχει μια γερασμένη τάξη λευκών ανδρών για το ποιος πρέπει να είναι υποψήφιος και ποιος όχι στα εν λόγω βραβεία.

Τα στατιστικά στοιχεία, έτσι όπως προκύπτουν από έρευνα που αναρτήθηκε πρόσφατα (και πραγματοποιήθηκε από το ευαισθητοποιημένο σε ζητήματα διάκρισης και ποικιλομορφίας,  εκπαιδευτικό, εκδοτικό φορέα, ‘Lee and Low Books’) είναι αποκαρδιωτικά για τα περίπου 6.000 μέλη της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και πιστοποιούν τον ανισομερή τρόπο με τον οποίο απονέμονται τα συγκεκριμένα βραβεία. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί, πως ο μέσος όρος της ηλικίας των ψηφοφόρων πλησιάζει τα 63 χρόνια και πως από αυτούς μονάχα το 24% είναι γυναίκες. Συνεπώς, δεν θα έπρεπε να διερευνούνται οι λόγοι για τους οποίους δεν προκρίνονται γυναίκες σκηνοθέτιδες. Για περισσότερα από 80 χρόνια, μόλις 4 γυναίκες έχουν προταθεί για Όσκαρ και μόλις μια το έχει κερδίσει. Κάτι τέτοιο βέβαια είναι αλληλένδετο και με την ίδια τη βιομηχανία. Λίγες ταινίες σκηνοθετούνται από γυναίκες και ακόμη και εκείνες δεν τυγχάνουν της διαφήμισης και της αναγνώρισης που τους αναλογεί. Ενδεικτικό είναι πως για να κερδίσει η Κάθριν Μπίγκελοου με το ‘The Hurt Locker’ το 2009, πέρα από μια άρτια (μα αμφίσημη) ταινία έπρεπε να παρουσιάσει ένα σύγχρονο πολεμικό προϊόν που να γίνεται κατανοητό από τον μέσο Αμερικανό ψηφοφόρο, παραγωγό, θεατή.

Τα Όσκαρ Επιδεικνύουν Χαρακτηριστικά Φυλετικής Υπεροχής_2

Κοινώς, η Κάθριν Μπίγκελοου σε αντίθεση με την Σοφία Κόπολα και το πολύ πιο ευαίσθητο ‘Χαμένοι στη Μετάφραση’ (2003), θριάμβευσε επειδή μπόρεσε να απολέσει οποιοδήποτε στοιχείο του γυναικείου της χαρακτήρα, υπηρετώντας με υποδειγματικό τρόπο την ανδρική κινηματογραφική ματιά. Τα πράγματα, όμως, γίνονται ακόμη πιο σκοτεινά και αναντίρρητα πολιτικά σε ότι αφορά το χρώμα και την εθνική καταγωγή ενός καλλιτέχνη. Εκεί, η διάκριση δεν περιορίζεται στο φύλο, μιας και αφορά το ίδιο έναν αλλοεθνή, είτε αυτός είναι άνδρας είτε γυναίκα. Σύμφωνα, λοιπόν, με την παραπάνω πολύ κατατοπιστική έρευνα, οι έγχρωμοι ψηφοφόροι της Ακαδημίας ανέρχονται στο τραγικό 7%. Όσον αφορά τους ηθοποιούς που έχουν κερδίσει κάποια από τα Όσκαρ ερμηνείας στα 88 χρόνια του θεσμού, αυτό αγγίζει το 5%, από το οποίο μονάχα 1% (!) αφορά τις γυναίκες και ένα 8% τους άνδρες. Να σημειωθεί πως το ποσοστό των ανδρών αυξήθηκε σημαντικά την προηγούμενη και σίγουρα πιο πολλά υποσχόμενη και πολυφωνική από αυτή που διανύουμε, δεκαετία. Εκεί, όπου 3 εξαιρετικοί μαύροι ηθοποιοί κατόρθωσαν να σκαρφαλώσουν στην κορυφή, μέσα από τη συγκλονιστική σκιαγράφηση που επιφύλαξαν στους απαιτητικούς ρόλους που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν.

Με το ακριβοθώρητο, Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου που κατέκτησαν, οι Ντένζελ Ουάσινγκτον (‘Ημέρα Εκπαίδευσης’, 2001), Τζέιμι Φοξ (‘Ray’, 2005) και Φόρεστ Γουίτακερ (‘Ο Τελευταίος Βασιλιάς Της Σκωτίας’, 2006) δεν επιβραβευόταν μόνο η ερμηνεία τους, αλλά και η πυγμή που επέδειξαν μέσα σ’ ένα τόσο διαχωριστικό κινηματογραφικό πλαίσιο σε κάθε άλλο ρόλο που προηγήθηκε μέχρι να καταλήξουν στην πολυπόθητη διάκριση. Μαζί με τους παραπάνω ακολούθησαν και κάποιοι ακόμη, εξίσου ή λιγότερο αξιόλογοι, έγχρωμοι ή και λατινογενείς υποψήφιοι. Τίποτα όμως, δεν μπορεί να αναμετρηθεί με το τι επακολούθησε τη στιγμή που στο υψηλότερο σκαλί ανέβηκε η Χάλι Μπέρι. Σε ένα προοδευτικό γύρισμα της δεκαετίας, το 2001, δεν θα ήταν μόνο η χρονιά που ο Ντένζελ Ουάσινγκτον θα κέρδιζε το Όσκαρ Α’ ρόλου (η μοναδική φορά που είχε κερδίσει Αφροαμερικανός Όσκαρ σε αυτή την κατηγορία, ήταν το 1963 με τον ανυπέρβλητο Σίντνεϊ Πουατιέ για το ‘Κάτω Από το Βλέμμα Του Θεού’), αλλά για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού και μια σκουρόχρωμη γυναίκα θα κατόρθωνε το ίδιο. Η ακατέργαστη ερμηνεία της στον ‘Χορό Των Τεράτων’ ήταν συγκλονιστική και αν δεν κέρδιζε η Χάλι Μπέρι τότε, όλοι θα μιλούσανε για μια ακόμη αδικαιολόγητη διάκριση στην ιστορία του θεσμού. Η ίδια, όταν ανέβηκε  να παραλάβει το Όσκαρ, λύγισε και ξέσπασε σε λυγμούς και κλάματα, όχι μόνο γιατί κέρδισε το εν λόγω βραβείο, αλλά γιατί αναλογιζόταν τη σπουδαιότητα της νίκης της και την κοινωνικοπολιτική παράμετρο που εμπεριείχε αυτή.

Τα Όσκαρ Επιδεικνύουν Χαρακτηριστικά Φυλετικής Υπεροχής_3

Η Χάλι Μπέρι, θα είναι μια για πάντα η Αφροαμερικανή ηθοποιός που κατάφερε να βάλει τέλος στον (προσωρινό;) αποκλεισμό. Λίγες ακόμη ηθοποιοί θα ακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια με προεξάρχουσες τις συγκλονιστικές Σόφι Οκονέντο (‘Hotel Rwanda’, 2004), Βαϊόλα Ντέιβις (‘Αμφιβολία’, 2009 και ‘Οι Υπηρέτριες’, 2012) και τη νικήτρια στον Β’ Γυναικείο Ρόλο Οκτάβια Σπένσερ (‘Οι Υπηρέτριες’, 2012). Ολόκληρη την περασμένη δεκαετία και στις αρχές τις επόμενης, η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, επέδειξε σβέλτα αντανακλαστικά στην προσπάθεια που κατέβαλλε για να διορθώσει την απροκάλυπτη αδικία των πρότερων δεκαετιών. Η 8ετής διακυβέρνηση του συντηρητικού, Τζορτζ Μπους του νεώτερου και ένας αμφιλεγόμενος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, δεν στάθηκαν αρκετά για ν’ ανακόψουν το πνεύμα προοδευτικότητας που προς στιγμή φάνηκε να διακρίνει κάποιες από τις προτάσεις της Ακαδημίας. Η θέση της γυναίκας, τα δικαιώματα της πολυπληθούς αφροαμερικανικής κοινότητας και των ομοφυλοφίλων, σταδιακά άρχισαν να καταλαμβάνουν περίοπτη θέση, στο δημόσιο διάλογο και να επηρεάζουν καταλυτικά το αναχρονιστικό νομοθετικό πλαίσιο δημιουργώντας προτιμότερους και δικαιότερους κοινωνικούς όρους. Η ιστορική εκλογή του πρώτου Αφροαμερικανού Προέδρου ήρθε σαν επιστέγασμα αυτής της προσπάθειας, ενώ η θριαμβευτική επικράτηση στην τελετή απονομής των 86ων κινηματογραφικών βραβείων, της ταινίας ’12 Χρόνια Σκλάβος’ (μολονότι ο σκηνοθέτης, Στιβ ΜακΚουίν στερήθηκε από το προνόμιο να είναι ο πρώτος μαύρος που θα κατακτούσε το Όσκαρ στην κατηγορία του) δεν θα μπορούσε να είναι πιο ιδανική με τον προοδευτικό προσανατολισμό που κυριαρχούσε.

Η κυβέρνηση του Μπάρακ Ομπάμα όμως, δεν άργησε να διαψεύσει τις υψηλές προσδοκίες που η ίδια δημιούργησε, ενώ τα αλλεπάλληλα και αδικαιολόγητα κρούσματα αστυνομικής βίας που μαστίζουν τη χώρα την τελευταία διετία βρίσκονται εκεί για να υπενθυμίζουν πως το πρόβλημα της χώρας είναι πολύ πιο βαθύ και ταξικό από το να γίνουν κάποιες αναγκαίες διορθωτικές νομοθετικές κινήσεις. Η αφροαμερικανική (και όχι μόνο)κοινότητα, στην ουσία δεν έπαψε να βιώνει τον διαχωρισμό και τον ρατσισμό από τη στιγμή που εξακολουθεί να φυτοζωεί σε υποβαθμισμένες παραγκουπόλεις, να παραμένει στο περιθώριο των εξελίξεων και να υπομένει τη βία ενός κληροδοτούμενου εξουσιαστικού μηχανισμού που δεν κρύβει πως έχει φυλετικά κίνητρα. Επομένως, η άτολμη και αδιανόητη θέση της σπουδαιοφανούς Ακαδημίας να μην συμπεριλάβει κανέναν έγχρωμο υποψήφιο επί δύο συναπτά έτη, εκτός από αδικαιολόγητη και οπισθοδρομική, δείχνει μια αυτιστική Ακαδημία που δεν δύναται να αφουγκραστεί τις προοδευτικές διεργασίες, καταπολεμώντας οτιδήποτε δηλητηριώδες και εχθρικό. Η στάση της λοιπόν, όσο κι αν τα περισσότερα μέλη της είναι κάτι ετεροφυλόφιλα, λευκά γεροντοπαλίκαρα είναι κυρίως πολιτική και δείχνει πως συμβαδίζει με την αντίθετη πλευρά, την περίοδο που η αφροαμερικανική κοινότητα, όχι μόνο έχει ανάγκη από στήριξη, αλλά το αξίζει κιόλας μιας και διαθέτει αποδεδειγμένα μερικούς κορυφαίους συντελεστές.

Τα Όσκαρ Επιδεικνύουν Χαρακτηριστικά Φυλετικής Υπεροχής_4

Όσο κι αν προσπαθεί, η συμπαθής, Αφροαμερικανή Πρόεδρος της Αμερικάνικης Ακαδημίας Κινηματογράφου, Σέριλ Μπουν Άιζακς, να περισώσει τα προσχήματα και να κατευνάσει τα τεταμένα πνεύματα τασσόμενη με το μέρος των αποκλεισμένων και υποσχόμενη αλλαγές που θα αφορούν τη σύνθεση των μελών που θα συναπαρτίζουν την Ακαδημία (προτέρημα είναι να διπλασιαστούν μέχρι το 2020, οι γυναίκες, όπως και τα μέλη που προέρχονται από εθνοφυλετικές μειονότητες), η αλήθεια είναι, πως οι Αφροαμερικανοί καταποντίστηκαν με αναιδή τρόπο, όχι μόνο από τις προηγούμενες αλλά και από τις φετινές υποψηφιότητες. Η Πρόεδρος και οι υπόλοιποι ιθύνοντες θα όφειλαν να έχουν ήδη προβεί σ’ αυτές τις αλλαγές αν ήθελαν να αποφύγουν το επαναλαμβανόμενο και σκανδαλώδες φιάσκο, τη στιγμή που η επίμαχη συζήτηση έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετά χρόνια. Γιατί μπορεί πέρσι η Ακαδημία, να μην διέθετε χώρο για να αναγνωρίσει μια από τις πιο αγαπημένες ταινίες των κριτικών, την ιστορική, βιογραφική ταινία ‘Selma’, αποκλείοντας από τις βασικές υποψηφιότητες τόσο την Αφροαμερικανή σκηνοθέτιδα, Άβα ΝτιΒερνέ όσο και τον κατά γενική ομολογία εξαίρετο πρωταγωνιστή, Ντέιβιντ Ογιέλοου, φέτος όμως, ήταν κάτι παραπάνω από προκλητική, μιας και οι υποτιθέμενοι δικαιούχοι ήταν περισσότεροι. Μπορεί το αναγνωρισμένο καλλιτεχνικά και εμπορικά, ‘Κριντ, Η Γέννηση Ενός Θρύλου’ να καρπώθηκε μια πολύτιμη υποψηφιότητα για τον θρυλικό Σιλβέστερ Σταλόνε, δεν συνέβη όμως το ίδιο και για τον Αφροαμερικανό, πολλά υποσχόμενο πρωταγωνιστή της, Μάικλ Μπ. Τζόρνταν. Αντίστοιχη τύχη είχε και ο δυο φορές προτεινόμενος  στο παρελθόν, Γουιλ Σμιθ (‘Concussion’), ο απολαυστικός, Σάμιουελ Λ. Τζάκσον (‘Οι Μισητοί 8’) και προπαντός ο δυναμικός, Ίντρις Έλμπα (‘Beasts Of Nation’).

Για να μην αναφερθεί και η σπουδαία ερμηνευτική αποκάλυψη, Μάγια Τέιλορ (‘Tangerine’) που όχι μόνο είναι Αφροαμερικανίδα, αλλά και διεμφυλική . Με λίγα λόγια, αναγνωρίσιμοι ή ανερχόμενοι ηθοποιοί που παίζανε σε ταινίες που είχαν ήδη λάβει σχετική ή ολική θετική αποτίμηση και μπορούσαν να παραγκωνίσουν κάποιους από τους λευκούς προτεινόμενους βρέθηκαν στο περιθώριο. Μια τέτοια ονομαστική πληροφόρηση γίνεται για να βεβαιώσει πως εξακολουθούν να γράφονται ωραίοι ρόλοι και να τους υποδύονται μερικοί εξαιρετικά ταλαντούχοι ερμηνευτές, οι οποίοι τυγχάνει να έχουν αφρικανική ή άλλου τύπου (πέρα από τη λευκή) καταγωγή. Το βασικό πρόβλημα είναι πως δεν υπάρχουν αρκετοί ρόλοι για όσους δεν ικανοποιούν το μοντέλο του ετεροφυλόφιλου λευκού και σαν μην αρκούσε αυτό ακόμη και αυτοί που γράφονται δεν προωθούνται και δεν αναγνωρίζονται ικανοποιητικά. Με τον ίδιο τρόπο που οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι ή και οι ηλικιωμένοι άνθρωποι διεκδικούν τα δικαιώματα τους και έναν πιο απροκατάληπτο και δίκαιο τρόπο προσέγγισης, έτσι ώστε να έχουν ισοδύναμες ευκαιρίες σε κάθε μορφή τέχνης και τελικά στην ίδια τον ζωή, με τον ίδιο τρόπο και για τους ίδιους λόγους δυσανασχετούν και όσοι φέρουν διαφορετική εθνικότητα.

Τα Όσκαρ Επιδεικνύουν Χαρακτηριστικά Φυλετικής Υπεροχής_5

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν θα έπρεπε η όποια υποψηφιότητα και επιβράβευση να έρθει για τους λόγους που υποτίθεται πως πολεμά, δηλαδή αναξιοκρατικά, παρηγορητικά ή και καταχρηστικά. Αλλά όταν σε μια χρονιά έχουν υπάρξει αποδεδειγμένα κάποιες ωραίες ερμηνείες από Αφροαμερικανούς (κυρίως) ηθοποιούς εγείρονται πολλά ερωτήματα για τα πραγματικά κίνητρα πίσω από τις αμφισβητούμενες επιλογές. Η κατάσταση αυτή φυσικά, ευνοεί έναν ατελέσφορο πόλεμο δηλώσεων και εντυπώσεων από όλες τις ενδιαφερόμενες πλευρές που μόνο καλό κάνουν. Κάτι τέτοιο όμως, χρειάζεται προσοχή και μέτρο για να μην φτάσει το δυσεπίλυτο και πολυδιάστατο ζήτημα στα άλλα άκρα. Δεν θα μπορούσε παρά να ακούγεται παρακινδυνευμένο, όταν η σπουδαία Βρετανίδα ηθοποιός και υποψήφια φέτος για Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, Σάρλοτ Ράμπλινγκ, δηλώνει, ότι είναι ρατσιστικό προς τους λευκούς και πως μπορεί να μην άξιζαν οι μαύροι να φτάσουν στις φετινές υποψηφιότητες, τη στιγμή που πάντα κάποια ομάδα θα υπομένει τη διαφοροποίηση των υπολοίπων. Αυτή η τοποθέτηση όμως, δεν θα έπρεπε να αναιρεί το γεγονός πως αν θέλει ο πιο προβεβλημένος κινηματογραφικός θεσμός να τους εκπροσωπεί όλους θα πρέπει να γίνει πιο πολυμορφικός και προοδευτικός και πως φυσικά η διαμαρτυρία και η απογοήτευση των Αφροαμερικανών αγγίζει το ίδιο και εν μέρει εκπροσωπεί κάθε άλλο αποκλεισμένο, όχι μόνο από τον θεσμό αλλά και από την ίδια την κοινωνία. Αρκεί κανείς να παρακολουθήσει μια χαρακτηριστική προοσκαρική συζήτηση και τους προνομιούχους καλεσμένους της για να συνειδητοποιήσει το πόσο πολύ απέχουμε από την προσδοκώμενη πολυμορφικότητα, μέχρι να φτάσουμε στο σημείο να συζητούμε για μεθοδεύσεις που καταλήγουν να γίνονται εις βάρος των λευκών.

Ως εκ τούτου, έχει δίκιο ο Σπάικ Λι, όταν δηλώνει με εμφατικότητα κατά την παραλαβή ενός εκ των φετινών τιμητικών Όσκαρ, πως είναι πιο εύκολο να γίνει κάποιος Πρόεδρος των ΗΠΑ παρά διευθυντής σε κάποιο κινηματογραφικό στούντιο και πως πιο συχνά συναντάει έναν μαύρο στην ασφάλεια ενός κτηρίου παρά ως υπάλληλο στα γραφεία. Ο Σπάικ Λι είναι ένας από τους πιο σημαντικούς, Αμερικανούς σκηνοθέτες, που ως Αφροαμερικανός έχει βιώσει μέχρι το μεδούλι τι θα πει φυλετική διάκριση. Ταινίες σημαδιακές, όπως το ‘Κάνε το Σωστό’ (1989) ή και το ‘Μάλκομ Χ’ (1992), δεν αναγνωρίστηκαν όσο θα έπρεπε από την Ακαδημία, ενώ ο ίδιος αν και παραγωγικός ποτέ δεν ευτύχησε να προταθεί για Όσκαρ στην κατηγορία της σκηνοθεσίας. Το να παραλαμβάνει ένα τιμητικό βραβείο που έστω και καθυστερημένα αναγνωρίζει τη συμβολή του, δηλώνει πολλά από την πλευρά της Ακαδημίας και ακόμη πιο πολλά για τον ίδιο, όταν δεν δείχνει την παραμικρή επιθυμία να υπαναχωρήσει. Ο Σπάικ Λι, μίλησε όπως ακριβώς νιώθει, ακόμη και σε μια τόσο καλοσχεδιασμένη εκδήλωση. Μετά και από την ανακοίνωση των φετινών υποψηφιοτήτων, τα καυστικά του λόγια αποδεικνύονται προφητικά και πραγματικά θα χρειαστεί κάτι περισσότερο από μια αναγκαία, ευπρόσδεκτη, καταστατική μεταρρύθμιση που να προάγει την ποικιλομορφία, όχι μόνο στα Όσκαρ, αλλά όπως αναφέρθηκε και στην έναρξη του κειμένου σε ολόκληρη τη βιομηχανία του θεάματος, αν θέλουμε να δούμε κάποια βελτίωση. Το γεγονός πως ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης, όπως και άλλοι διάσημοι καλλιτέχνες αποφάσισαν να μην παραστούν στην επερχόμενη απονομή είναι μια είδηση προαγγελτική, που όμως θα έπρεπε να βρει και την υποστήριξη ολόκληρης της αφροαμερικανικής κοινότητας αν ήθελε να ταράξει τα θεμέλια της αρτηριοσκληρωτικής Ακαδημίας. Για την ώρα, ο Αφροαμερικανός κωμικός, Κρις Ροκ, ετοιμάζεται να παρουσιάσει την 88η απονομή και είναι σχεδόν σίγουρο πως θα επιχειρήσει να διασκεδάσει τα εκλεκτά μέλη με λίγες ή περισσότερες σχετικές αναφορές στα όρια πάντα της πολιτικής ορθότητας.

 

Share