Το Μαργαριταρενιο Κουμπι
Πέντε χρόνια μετά το συγκλονιστικό ‘Νοσταλγώντας το φως’ (2010), ο Χιλιανός σκηνοθέτης, Πατρίσιο Γκουσμάν, με τη μακρά και αξιοθαύμαστη φιλμογραφία, επιστρέφει και συνεχίζει τη μόνιμη προβληματική του, μ’ ένα εξίσου σημαντικό και ιδιοσυγκρασιακό ντοκιμαντέρ. Το λησμονημένο, αιματοβαμμένο παρελθόν της Χιλής, όσο ανατριχιαστικό κι αν είναι, έρχεται και πάλι στην επιφάνεια και συνδιαλέγεται μ’ ένα παρόν που μολονότι προσπαθεί να μάθει από τον χρόνο που έχει περάσει, εξακολουθεί να πράττει τα ίδια ατοπήματα και να έχει στο απυρόβλητο τους ιθύνοντες. Μέσα από ένα πολυεπίπεδο και ευρηματικό σενάριο (κέρδισε και το αντίστοιχο βραβείο στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου), ο Πατρίσιο Γκουσμάν, εξιστορεί δύο διαφορετικές ιστορίες, οι οποίες, μοιράζονται περισσότερα κοινά, απ’ όσα μπορεί εκ πρώτης όψεως να αντιληφθεί ο θεατής. Όπως δύο ορμητικά ρυάκια που ξεκινούν από την ίδια πηγή και μετακινούνται αέναα και κυκλικά, μέχρι να ξανανταμώσουν. Ο σκηνοθέτης, σεναριογράφος και αφηγητής (ο ίδιος, ο Πατρίσιο Γκουσμάν), παρουσιάζει και συνδέει τις δύο ιστορίες μέσα από ένα φιλοσοφικό, ποιητικό, ιστορικό και επιστημονικό πλαίσιο που δεν αφορά μονάχα την ιστορία της Χιλής, αλλά και κάθε αντίστοιχης περιοχής που έχει δεχθεί την αποικιοκρατική βαρβαρότητα και τα πραξικοπηματικά της παρακλάδια.
Το προσωπικό βίωμα, συναντιέται με το συλλογικό και ανεπούλωτο τραύμα μιας χώρας και ο Πατρίσιο Γκουσμάν, κατορθώνει να δει, πέρα από τα ευκόλως αντιληπτά και να αναδείξει την αλήθεια. Το ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι, πως το μήνυμα του, ενώ καταλήγει να είναι οικουμενικό, ξεπερνάει τη σφαίρα του ανθρωπίνως αντιληπτού και άγεται σ’ ένα πεδίο που προσπαθεί να τοποθετήσει τον άνθρωπο σε απόλυτη αρμονικότητα με τη μεγαλοσύνη του σύμπαντος. Για το σκοπό αυτό, επιστρατεύει τις φυσικές δυνάμεις (μαγνητικό πεδίο) και τα στοιχεία εκείνα (ύδωρ) που καταφέρνουν να φέρουν τον άνθρωπο κοντά στον πραγματικό του εαυτό, τον συνάνθρωπο του και τον χώρο που τον περιβάλλει. Για να καταφέρει κανείς, να δει τις συνέπειες της καταδυναστευτικής επικυριαρχίας, θα πρέπει να μπορεί να είναι σε θέση να ανακαλέσει συνειδητά όλα τα αποτροπιαστικά γεγονότα και το νερό, μέσα από μια εξαιρετική δραματουργική χρήση, βρίσκεται εκεί, για να πιστοποιήσει πως κάτι τέτοιο θα συντελεστεί. Ο υδάτινος παράγοντας, κατά μια έννοια, λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος και τέμνει τις δύο ιστορίες. Τα μυστικά που αποκαλύπτει, άλλοτε συγκινούν με το μεγαλείο και την ομορφιά που κουβαλούν, και άλλοτε σοκάρουν με τη βιαιότητα και τον μηδενισμό. Το σίγουρο είναι, πάντως, πως συνιστά ζωντανή υπενθύμιση για κάθε καλή ή κακή πράξη.
Επομένως, δεν είναι συμπτωματικό ή αταίριαστο που ‘Το μαργαριταρένιο κουμπί’, ξεκινάει, με την παρουσία αυτού, του τόσο απαραίτητου, ζωτικού στοιχείου. Στο αντιπροσωπευτικό εισαγωγικό σημείωμα, εικόνες από την περιοχή της Παταγονίας παρελαύνουν και δείχνουν εντυπωσιακά δομημένα περιβάλλοντα, όπου το νερό κυριαρχεί. Ειδικά, σ’ αυτή την περιοχή του κόσμου που αλληλεπιδρά με τον Ειρηνικό Ωκεανό (το 1/3 της συνολικής επιφάνειας της γης) και αποτελείται από χιλιάδες πανέμορφα φιόρδ, το νερό έχει έντονη παρουσία και δεν αφήνει τίποτα ακατάλυτο. Ο Πατρίσιο Γκουσμάν, όμως δε στέκεται μόνο εκεί, χρησιμοποιεί και πάλι τα τηλεσκόπια που βρίσκονται τοποθετημένα στην άνυδρη Ατακάμα της Βόρειας Χιλής (στοιχείο που χαρακτήρισε την προηγούμενη του ταινία), για να αντιπαραβάλλει τις υδάτινες εικόνες με την αναζήτηση ενός σπουδαιότερου νοήματος στην απεραντοσύνη του διαστήματος. Ένα φιλοσοφικό πασπάλισμα περιβάλλει και αυτή την ταινία, με υπερκόσμια ερωτήματα και διαπιστώσεις που ο καθένας έχει αναλογιστεί. Συνάμα, ο λόγος του, ρέει με τον ίδιο τρόπο που κυλάει και το τρεχούμενο νερό. Ευχάριστα και καθαρά, παραθέτει, μόνο εκείνα τα δεδομένα που χρειάζονται. Η αφήγηση ποτέ δεν υπερβαίνει την ποιητικότητα των εικόνων, ούτε όταν θα εισέλθει στον κυρίαρχο κορμό της ταινίας, που δεν είναι άλλος από την παρουσίαση και τον απαραίτητο συσχετισμό, δυο διαφορετικών κουμπιών – ιστοριών.
Από την απαράμιλλη ομορφιά της φύσης, ο Πατρίσιο Γκουσμάν, θα περάσει στους πρώτους ανθρώπους που αποδεδειγμένα περιπλανήθηκαν στις απολήξεις, αυτής της μακρόστενης, λωρίδας γης. Η Καγουεσκάρ, ήταν μια νομαδική φυλή, που σε αντίθεση με όσες γνωρίζουμε ταξίδευαν και ζούσαν επάνω στη θάλασσα. Τα κανό που χρησιμοποιούσαν, ήταν με τέτοιο τρόπο φτιαγμένα, ώστε να μπορούν να ανάψουν φωτιά και να φιλοξενήσουν μια ολόκληρη οικογένεια. Οι άνθρωποι αυτοί, εκπαιδευόντουσαν από πολύ μικρή ηλικία να κωπηλατούν, να κολυμπούν, να ψαρεύουν και να επιτελούν δραστηριότητες που σχετίζονται με το νερό. Ήταν, τόσο άμεση και ουσιαστική, η σχέση τους με το υγρό στοιχείο που δεν θα μπορούσαν να ζήσουν μακριά από αυτό. Η έλευση, όμως, των αποικιοκρατών και η σταδιακή κατίσχυση τους, όχι μονάχα εκμεταλλεύτηκε και στην ουσία εξαφάνισε αυτούς τους ανθρώπους, αλλά επέβαλλε κανόνες και περιορισμούς στους επιζώντες. Οι αποικιοκράτες υφάρπαξαν τη γη και τη θάλασσα τους για να δημιουργήσουν τη χώρα της Χιλής. Το ενδιαφέρον στοιχείο που παραθέτει εδώ, ο Πατρίσιο Γκουσμάν, είναι πως ενώ η Χιλή περιστοιχίζεται από θάλασσα, η επαφή και εξοικείωση των κατοίκων με τη θάλασσα είναι περιορισμένη. Αυτή η πολιτισμική αντίθεση, ανάμεσα στους γηγενής και τους αποίκους, θα γίνει και σε άλλα σημεία αισθητή.
Είναι η αφοπλιστική παρουσία μιας γυναίκας (Γκαμπριέλα) που θα επιστήσει την προσοχή και θα καταστήσει αυτή την απόσταση, ορατή. Η Γκαμπριέλα, δεν θεωρεί πως είναι Χιλιανή, μιας και προέρχεται από την περήφανη φυλή των Καγουεσκάρ. Σ’ ένα ενδιαφέρον λεκτικό παιχνίδι, δέχεται από τον σκηνοθέτη κάποιες ισπανικές λέξεις και εκείνη προσπαθεί να της μεταφράσει στο επίσημο γλωσσικό ιδίωμα της φυλής της. Όταν, θα ακούσει τις λέξεις, Θεός ή αστυνομία, εκείνη θα κομπιάσει και στη συνέχεια θα αναφέρει πως δεν υπάρχουν τέτοιες έννοιες, επομένως και αντίστοιχες λέξεις στη γλώσσα της. Οι Καγουεσκάρ, όπως και κάθε άλλη φυλή που έζησε στην λωρίδα μεταξύ των Άνδεων και του Ειρηνικού Ωκεανού, λάτρευε τη γη, τον ουρανό και τη θάλασσα και όχι κάποιο βιβλικό κατασκεύασμα, ενώ συγχρόνως ζούσανε ελεύθεροι από περιορισμούς. Δεν χρειαζόντουσαν την αστυνομία, γιατί δεν είχαν διαφθαρεί από τον υλικό πλούτο και τις ευκολίες που αυτός υπόσχεται, ώστε να έχουν την ανάγκη από κάποιον να τους προστατέψει. Όταν συνέβη αυτό, οι περισσότεροι από αυτούς αρρώστησαν, ενώ συγχρόνως, οδηγήθηκαν στο στιγματισμό, την ανυπαρξία και τον θάνατο. Για να αποσαφηνίσει την αρχή του τέλους, ο Πατρίσιο Γκουσμάν, χρησιμοποιεί μια ιστορία που ηχεί σαν παραβολή, μα δυστυχώς, είναι τόσο πραγματική και σίγουρα όχι η μοναδική. Η αποτυχημένη απόπειρα εκπολιτισμού ενός αυτόχθονα, δεν αποτελεί μόνο τον κορμό της ιστορίας, αλλά και το υλικό που ενέπνευσε τον αινιγματικό τίτλο του εν λόγω ντοκιμαντέρ.
Δύο αιώνες νωρίτερα, ο πρωτοπόρος καπετάνιος και επιστήμονας, Ρόμπερτ Φίτζροϊ (1805 – 1865), ταξίδεψε και χαρτογράφησε την περιοχή. Σε μια από τις επισκέψεις του πρότεινε σε τέσσερις ιθαγενείς να τον ακολουθήσουν στην Αγγλία (δεν έχουν εξακριβωθεί πλήρως, οι συνθήκες και τα αίτια). Ο ένας από αυτούς, ο Τζέμμι Μπάτον (1815 – 1864), αποδέχθηκε και σαν αντάλλαγμα παρέλαβε, ένα μαργαριταρένιο κουμπί (από το οποίο προέρχεται και το προσωνύμιο του). Όπως, πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει και ο ίδιος, ο Πατρίσιο Γκουσμάν, ο ανυποψίαστος ιθαγενής, στην ουσία πραγματοποίησε ένα κολοσσιαίο άλμα στο χρόνο. Από την Εποχή του Λίθου βρέθηκε στη Βιομηχανική Εποχή και από εκεί εκ νέου πίσω. Μόνο που όταν επέστρεψε, στην οικογένεια και το φυσικό του περιβάλλον, μολονότι απεκδύθηκε τον περιττό ρουχισμό, δεν μπόρεσε να απαρνηθεί επαρκώς το διάστημα που πέρασε στην Αγγλία (μιλούσε δύο γλώσσες) και να ενταχθεί, με αποτέλεσμα να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του, αποξενωμένος. Ο σκηνοθέτης, χρησιμοποιεί την περίπτωση του Τζέμι Μπάτον και για έναν ακόμη σκοπό. Για να δείξει τι συμβαίνει, όταν επιχειρεί μια κουλτούρα (που απέχει χρονικά και τεχνολογικά) να επιβάλλει με βίαιο τρόπο, τα επιτεύγματα της, σε κάποια άλλη.
Αυτή η επιρρέπεια προς μια απάνθρωπη επιβολή και επικράτηση του πιο ισχυρού είναι που χαρακτήρισε και ένα από τα πιο αιμοδιψή δικτατορικά καθεστώτα του περασμένου αιώνα. Ο τρόπος που συνδέεται το πραξικόπημα του Πινοσέτ (1973 – 1990) με όλα τα παραπάνω, είναι μοναδικός. Ολόκληρη η φιλμογραφία του Πατρίσιο Γκουσμάν, άλλωστε, ασχολείται με την περίοδο που στιγμάτισε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη τη σύγχρονη ιστορία της Χιλής. Πώς θα μπορούσε διαφορετικά, όταν ο ίδιος συνελήφθηκε και κρατήθηκε για εύλογο χρονικό διάστημα από το δικτατορικό καθεστώς (κατόρθωσε, όμως, να απελευθερωθεί και να φυγαδευτεί εγκαίρως από τη χώρα). Μπορεί, στο ‘Νοσταλγώντας το φως’, να βρισκόταν στο οροπέδιο των Άνδεων (στην έρημο Ατακάμα) και να χρησιμοποιούσε την αστρονομία και την αρχαιολογία για να κατανοήσει την ανθρώπινη ύπαρξη, συνάμα όμως, επιχειρούσε μια βουτιά στο πρόσφατο παρελθόν, μέσα από την ανένδοτη προσπάθεια των περίλυπων συγγενών να εντοπίσουν τα πτώματα των αγνοουμένων μελών τους. Κάτι ανάλογο πράττει και τώρα, μονάχα που όπως προαναφέρθηκε, βρισκόμαστε στην περιοχή της Παταγονίας. Ο Πατρίσιο Γκουσμάν, για τις ανάγκες της δεύτερης ιστορίας, μας μεταφέρει στον μεγαλύτερο οικισμό στα Στενά του Μαγγελάνου (Πούντο Αρένας). Η εύρεση ενός γυναικείου πτώματος, αγνώστων στοιχείων στην ακροθαλασσιά, θα πυροδοτήσει τις εξελίξεις και θα εκκινήσει τις έρευνες. Ιδίως, όταν βεβαιωθεί, πως το πτώμα αποτελούσε θύμα από την επίμαχη περίοδο.
Ο Πατρίσιο Γκουσμάν, χρησιμοποιεί αυτή την αποκαλυπτική ιστορία για να αναδείξει άλλη μια σκοτεινή πτυχή του καθεστώτος. Υπολογίζεται πως, χιλιάδες άνθρωποι, βασανίστηκαν, δολοφονήθηκαν και εν συνεχεία αφού προετοιμάστηκαν καταλλήλως, κατέληξαν στο βυθό της θάλασσας. Τη μεθοδολογία που ακολουθούσαν λίγο πριν βρεθούν εκεί, ο σκηνοθέτης, την αναπαριστά για να δείξει την κτηνωδία των υπαλλήλων του καθεστώτος. Οι τελευταίοι, αφού εκτελούσαν με ένεση τους αντιφρονούντες, τοποθετούσαν μια μεγάλη σιδερόβεργα και τους κάλυπταν με ζελατίνες και σακιά. Ήθελαν με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουν πως δεν θα βρεθούν. Δεν φτάνει που η δικτατορία του Πινοσέτ, δολοφονούσε όσους αντιτείνονταν, φρόντιζε ώστε να εξαφανίζει με αδιανόητους τρόπους και τα ίχνη τους. Με αυτό τον τρόπο, όπως αναφέρεται και στο ντοκιμαντέρ, τους δολοφονούσαν για δεύτερη φορά. Οι έρευνες στην περιοχή, προφανώς, και δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμη, κάποια από τις σιδερόβεργες, όμως, προσέφερε στον σκηνοθέτη το ενδεδειγμένο έδαφος, ώστε να συσχετίσει την ιστορία αυτή με εκείνη του Τζέμμι Μπάτον. Την περίοδο της δικτατορικής Χιλής, δηλαδή, μ’ εκείνη της αποικιοκρατικής. Όχι, ότι χρειαζόταν απαραιτήτως, το εύρημα που ανακάλυψε, αλλά δημιουργεί ένα σύνολο που φαντάζει πιο συνεκτικό και κινηματογραφικά ολοκληρωμένο.
Με έναν βαθιά ποιητικό τρόπο, οι δύο ιστορίες, κατορθώνουν να αποτελέσουν ένα ενιαίο σώμα που αφενός, ανακεφαλαιώνει το αδιανόητο και αιματοβαμμένο παρελθόν της Χιλής και αφετέρου, επιχειρεί να ατενίσει με κάποια συγκρατημένη αισιοδοξία το μέλλον. Για να το πραγματώσει αυτό, οφείλει να κοιτάξει μακριά (στα βαρυτικά συστήματα των αστεριών) και να ανασκαλέψει βαθιά (στα βάθη των ωκεανών και της ψυχής). Χρειάζεται η ισορροπία των δύο για να γίνει αντιληπτή, η μεταφυσική πολυπλοκότητα του σύμπαντος και ο τρόπος που τα ανθρώπινα γεγονότα καταγράφονται (είτε μέσα από τη μνήμη του νερού, είτε από την προσωπική μαρτυρία). Ο Πατρίσιο Γκουσμάν, μέσα από την τέχνη του ντοκιμαντέρ που υπηρετεί με υποδειγματική συνέπεια και παρά τις δυσκολίες για παραπάνω από 50 χρόνια, το επιτυγχάνει αυτό και επιπρόσθετα διερωτάται, για τον αν υπάρχει άλλος πλανήτης που να μοιάζει με τη Γη. Αν φιλοξενείται ζωή σ’ αυτόν τον πλανήτη και αν έχουν σημειωθεί τόσο στυγερά και απάνθρωπα εγκλήματα, όσο είναι αυτά που διαπράχθηκαν και εξακολουθούν να συντελούνται στον δικό μας. Γιατί, δεν πρέπει να παραλείπεται, πως και οι δύο ιστορίες, επιδεικνύουν την ανεξέλεγκτη πορεία του ανθρώπου και την τραγική μοίρα που είχαν όσοι βρέθηκαν στο αλαζονικό πέρασμα της εξουσιαστικής μανίας των ισχυρών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δε θα μπορούσε να είναι πιο ατιμωτική η κατάληξη για τους ανθρώπους που ζούσαν στη θάλασσα και ζωγράφιζαν με περίτεχνο τρόπο τα απροστάτευτα τους κορμιά (με λευκές γραμμές και τελείες). Οι Καγουεσκάρ, θεωρούσαν πως είναι φωτεινά αστέρια και πως μετά το τέλος της ζωής τους θα καταλήξουν στον ουρανό μαζί με τους υπόλοιπους γηγενείς. Ίσως τελικά, να είχαν δίκιο και τώρα να συναποτελούν όλοι μαζί, μια λιμνοθάλασσα αστεριών.
Η παρουσίαση φωτογραφιών, με τους αυτόχθονες να έχουν ζωγραφισμένα τα κορμιά τους, στοιχειώνουν. Τα ίδια συναισθήματα προκαλεί και η φωτογράφιση – κινηματογράφηση που πραγματοποιούν, κάποιοι από τους επιζήσαντες του καθεστώτος Πινοσέτ. Οι τελευταίοι, θα παραβρεθούν στον χώρο που φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν (νήσος Ντόσον). Ο τρόπος που κοιτούν τον φακό, μαρτυρά πολλά και είναι, αν μη τι άλλο, συγκλονιστικός. Το γεγονός, πως στον ίδιο χώρο, είχαν απομονωθεί και οι τελευταίες κοινότητες των ιθαγενών, το κάνει ακόμη ανατριχιαστικό. Εικόνες, όπως οι παραπάνω, συνδιαλέγονται και εναλλάσσονται με δεξιοτεχνική μέθοδο από τον Πατρίσιο Γκουσμάν. Ο ίδιος, ο σκηνοθέτης, συνεπιμελήθηκε (μαζί με την Εμανουέλ Τζολί) και το ιδιαίτερα απαιτητικό μοντάζ του ντοκιμαντέρ. Μέσα σε 82′ λεπτά, ο λόγος συνοδεύει την εικόνα και η τελευταία περιγράφει γλαφυρά, όλα όσα, ο λόγος αναφέρει ή υπονοεί, χωρίς κάτι τέτοιο να γίνεται κοπιαστικό ή παράδοξο. Κάθε άλλο, σε συνδυασμό με τις εικόνες που παρελαύνουν, δημιουργούν ένα πανέμορφο αποτέλεσμα που υπογραμμίζει όσα θεωρούνται απαραίτητα. Εναέριες ή υδάτινες λήψεις που έχουν στο επίκεντρο τους τον ανθρώπινο παράγοντα, το φυσικό περιβάλλον και το σύμπαν. Αν σε όλα τα παραπάνω, αναλογιστεί κανείς, πως και ο ήχος του περιβάλλοντος έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, τότε μπορεί να καταλάβει την προσοχή που δίδεται στην εσωτερική συνομιλία. Σε μια αισθητηριακή σκηνή, ένας άνθρωπος, επιχειρεί να αφουγκραστεί και να συγχρονιστεί με τη μελωδία που παράγει το κελαρυστό νερό. Μια τέτοια σκηνή, επιχειρεί να υπενθυμίσει στον αλλοτριωμένο θεατή την επαφή που θα έπρεπε να έχει με το περιβάλλον. Το υγρό στοιχείο, θα εξακολουθήσει να επιτελεί τον κύκλο της ζωής και να μνημονεύει τα φρικτά εγκλήματα της ανθρώπινης αμετροέπειας. Το ρητορικό ερώτημα που τίθεται στο σημείο αυτό είναι, τι θα πράξει, ο ίδιος; Ο Πατρίσιο Γκουσμάν, πάντως, αν και γνωρίζει την απάντηση δεν παύει να ελπίζει και να διηγείται ιστορίες με ανθρώπινες ευαισθησίες και συμπαντικά οράματα.