Το Προβλημα Δεν Ειναι Ο Γιωργος Λουκος Η Ο Γιαν Φαμπρ!

Από τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν και βγήκε στην επιφάνεια ένα ακόμη σκάνδαλο, αυτή τη φορά από τον χώρο του Πολιτισμού, η ελληνική κοινωνία, έδειξε τα κομμάτια στα οποία είναι διαιρεμένη, τον υπέρμετρο και άκριτο ζήλο που τα συνοδεύει, τον αταλάντευτο τρόπο με τον οποίο αποπειράται κάθε φορά να προσδώσει στερεοτυπικά χαρακτηριστικά που να αποκρίνονται πλήρως στην ιδεολογική και πολιτισμική της διάσπαση, όπως επίσης και τους καθυστερημένους, λανθασμένους και σπασμωδικούς χειρισμούς μιας ταλαντευόμενης και άπειρης κυβέρνησης. Κατά αυτή την ερμηνεία, το αποκαλυπτικό, πολιτιστικό ρεπορτάζ της αξιολογότατης δημοσιογράφου, Έφης Μαρίνου, στην αυτοδιαχειριζόμενη ‘Εφημερίδα των Συντακτών’, για τον καρατομημένο εδώ και περίπου τρεις μήνες, καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, Γιώργο Λούκο (από το 2006 έως το 2015) οδήγησε σε αντιπαράθεση που προσπάθησε και μέχρι ενός (αρχικού) σημείου κατάφερε να υποβιβάσει το ίδιο το γεγονός: την ισχυρή πιθανότητα, κατά την καλλιτεχνικά επιτυχημένη θητεία του, το Ελληνικό Δημόσιο να ζημιώθηκε με διπλές αποπληρωμένες ένα ποσό, που ανέρχεται στα 2.7 εκατομμύρια ευρώ. Τι κι αν η εν λόγω δημοσιογράφος, δεν τέλεσε τίποτα περισσότερο από την (αιτιολογημένα παρεξηγήσιμη και όχι αυτονόητη) εργασία της (επιτόπια έρευνα, διασταύρωση και δημοσίευση), στην πλειοψηφία τα λοιπά ειδησεογραφικά και αμφίβολα ενημερωτικά μέσα που είχαν συνηθίσει να εκθειάζουν τις μέρες και τα ανδραγαθήματα του Γιώργου Λούκου παρατάχθηκαν με δυσφημιστικό, γεμάτο κακοήθειες τρόπο, εναντίον της.

Ορισμένοι από αυτούς μάλιστα, δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν σαν επιχείρημα για τη δημοσίευση αυτού του ρεπορτάζ, πως η Έφη Μαρίνου λειτουργεί κάτω από τις επιταγές της ‘αριστερής’ συγκυβέρνησης και πως ζητούμενο είναι εκπαραθυρωθεί ο Γιώργος Λούκος για να προσληφθεί κάποιος που να ταιριάζει με το νέο κυβερνητικό διακύβευμα. Τ’ ότι τα μέσα που στήριξαν τη διαπλοκή, το πελατειακό κράτος και στη συνέχεια τη μνημονιακή πολιτική, άρχισαν να κάνουν πολυσέλιδα αφιερώματα και να πλέκουν το εγκώμιο για τη θητεία του κατηγορούμενου καλλιτεχνικού διευθυντή δεν πρέπει να προξενεί καμία ιδιαίτερη έκπληξη, το κάνει όμως, η στάση που κράτησαν οι εγνωσμένης αξίας, σκηνοθέτες και ηθοποιοί, που έτυχε τα χρόνια της μακράς του θητείας να συνεργαστούν μαζί του κάτω από την ομπρέλα του περιώνυμου Φεστιβάλ. Βιάστηκαν δε, να αποστείλουν επιστολή συμπαράστασης στον Υπουργό Πολιτισμού, Αριστείδη Μπαλτά, η οποία μαρτυρούσε την καθολική τους άγνοια, ενώ καταδίκαζε συλλήβδην τα δημοσιεύματα αυτά που έκριναν πως σπιλώνουν το ήθος και τη συνεισφορά του. Με λίγα λόγια, προέβαλαν την εικόνα που δημιούργησαν τα άλλα μέσα και η προσωπική τους επαφή – συνεργασία, παραγνωρίζοντας το γεγονός πως ένας τέτοιος εκπρόσωπος δεν φέρει μονάχα αποκλειστική ευθύνη για το καλλιτεχνικό πρόγραμμα, αλλά και για την ομαλή, εύρυθμη και διάφανη λειτουργία ολόκληρου του δημόσιου οργανισμού.

Το Πρόβλημα Δεν Είναι ο Γιώργος Λούκος Ή Ο Γιαν Φαμπρ_1

Στο ανεπίσημο και πρόωρο δικαστήριο που δημιουργήθηκε από κάθε λογής μέσα ο Γιώργος Λούκος, αναμφισβήτητα, έχαιρε του τεκμήριου της αθωότητας. Ήταν τόσο ανεπεξέργαστη, απονήρευτη και τυφλή η κριτική που του έγινε, που δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει σε ένα τεράστιο κύμα υποστήριξης. Κατά μια απλουστευτική, στρογγυλοποιημένη έννοια, που δεν με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο, δύο διαφορετικές ομάδες, συνενώθηκαν κάτω από έναν κοινό σκοπό. Μπορεί ο κόσμος των παραστατικών τεχνών να έχει αναπτύξει μια αμφίδρομη και αναπόφευκτη συνδεσιμότητα με τα ενημερωτικά μέσα, αυτό είναι κάτι που συντελείται για την καλλιτεχνική τους παρουσίαση. Όσο και εάν θεωρείται δεδομένο, πως ένα κομμάτι των ηθοποιών παρακινήθηκε από τα έντυπα που ούτως ή άλλως διαβάζει, το πλειοψηφικό ποσοστό κατά πάσα πιθανότητα επηρεάστηκε από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και την υπερπροστατευτική του προδιάθεση σ’ ένα πρόσωπο που έχει τοποθετήσει στη σφαίρα της ιερότητας και του σεβασμού (λόγω της άρρηκτης εμπιστοσύνης και της εκτίμησης που τους έδειξε – παραγγελία παραστάσεων). Οι καλλιτέχνες λειτούργησαν με συναισθηματικό και επαγγελματικό πρόσημο, κρίνοντας τη σοβαρότατη καταγγελία από διαφορετική σκοπιά, ενώ οι δημοσιογράφοι με ασυγκράτητο συμφέρον και καταπάτηση των ενημερωτικών τους καθηκόντων. Δεν είναι ότι δεν είναι αξιοκατάκριτη η συμπεριφορά των καλλιτεχνών, αλλά δεν μπορεί να ισοπεδώνεται πλήρως η στάση και η ποιότητα που έχουν δείξει όλα αυτά τα χρόνια και να ισοσκελίζονται με όσους υποστηρίζουν οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα.

Στερείται σοβαρών επιχειρημάτων και φανερώνει ζηλοφθονία, το να τους αποκαλεί κανείς ως κρατικοδίαιτους ή ευνοούμενους, επειδή προστάτευσαν βεβιασμένα τον Γιώργο Λούκο και έχουν εργαστεί πλείστες φορές στον συγκεκριμένο θεσμό. Αυτό το πλαίσιο συνάντησαν όσοι εργάστηκαν στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, αυτό απαντάται και στους άλλους κρατικούς φορείς (Εθνικό Θέατρο, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και η Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης), ας τοποθετηθούν οι κατάλληλοι άνθρωποι λοιπόν, να το αλλάξουν και να δημιουργήσουν μια δομή που θα είναι πιο αξιοκρατική και αμερόληπτη. Μέχρι τότε, δεν είναι δυνατό να απαξιώνονται όλοι όσοι είχαν την τύχη, τη σύσταση και την ικανότητα να εργαστούν εκεί. Από την άλλη, όταν το ΓΛΚ (Γενικό Λογιστήριο του Κράτους), επιβεβαίωσε την οικονομική ζημιά του δημοσιεύματος, πληροφόρησε τον Υπουργό και ο Γιώργος Λούκος υποχρεώθηκε σε παραίτηση μιας και θα επακολουθούσε δικαστική διερεύνηση, οι ίδιοι δεν παρουσίασαν τα ίδια αντανακλαστικά. Δεν βγήκαν να παραδεχθούν τη λανθασμένη, αρχική εκτίμηση ή να διαχωρίσουν το καλλιτεχνικό έργο από την οικονομική διαχείριση. Στο βαθμό αυτό που αφορά την κατηγορία και όχι εκείνο που αφαιρεί από τον καλλιτεχνικό διευθυντή την έμμεση αρμοδιότητα από την οποιαδήποτε οικονομική ατασθαλία που συνέβη κατά τη διάρκεια της εννιάχρονης θητείας του και φέρει το βάρος της προσωπικής του υπογραφής.

Το Πρόβλημα Δεν Είναι ο Γιώργος Λούκος Ή Ο Γιαν Φαμπρ_2

Ο ίδιος ο Γιώργος Λούκος πάντως, δεν είχε τη λεπτότητα να παραιτηθεί (πώς θα μπορούσε, όταν είχε τόσο μεγάλη υποστήριξη;) τουναντίον, τόσο με την επιστολή που έστειλε όταν και δημοσιεύτηκε το επίμαχο άρθρο όσο και μετά από την υποχρεωτική του απομάκρυνση από τον Υπουργό Πολιτισμού, παρέμεινε ανένδοτος, εκφράζοντας τη βαθύτατη του έκπληξη και λύπη, γιατί η κυβέρνηση επέλεξε ένα μονοπάτι που φαινόταν πως ικανοποιεί τις υποδείξεις των ενορχηστρωτών της συκοφαντίας (‘Εφημερίδα των Συντακτών’). Για ακόμη μια φορά, η πρόθεση του να αναβαθμίσει καλλιτεχνικά (η αξιοποίηση του συγκροτήματος της Πειραιώς 260, οι μετακλήσεις διεθνών καλλιτεχνών, η στήριξη της τοπικής σκηνής) ή και να εξυγιάνει οικονομικώς τον οργανισμό (η εξοικονόμηση χρημάτων από ετήσιους προϋπολογισμούς, η μείωση του κληροδοτούμενου ελλείμματος), χρησιμοποιήθηκε σαν αδιάσειστο άλλοθι για να καλύψει το διερευνούμενο αλλά πιθανολογούμενο γεγονός, πως κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας του θητείας, σημειώθηκε η προαναφερόμενη ζημιά. Όπως ήταν επόμενο, το προσωρινό κενό που άφησε ο Γιώργος Λούκος, ενέτεινε την αγωνία των απλών θιασωτών, των εραστών της τέχνης, αλλά και όλων όσων εποφθαλμιούσαν το αξίωμα ή καραδοκούσαν για να εξασκήσουν τη γνώριμη, αντικυβερνητική τους κριτική. Όταν, μετά από λίγες μέρες, ανακοινώθηκε ο πολυαναμενόμενος διάδοχος του, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει την ένδειξη να πηγάζει από το διεθνές τοπίο. Πόσο μάλλον να είναι ο Φλαμανδός, Γιαν Φαμπρ.

Η προσφορά της τιμητικής θέσης, σ’ έναν από τους πιονέρους της σύγχρονης, ευρωπαϊκής, καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, αποτέλεσε μια έξυπνη, απροσδόκητη, μη διχαστική κίνηση που άφησε τους περισσότερους μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο. Αν μη τι άλλο για την πρωτοβουλία να ανατεθεί, η καλλιτεχνική διεύθυνση, σ’ ένα ουδέτερο πρόσωπο με ευδιάκριτη επιρροή και εμβέλεια. Μετά από το οικονομικό σκάνδαλο και ένα τέλος κάθε άλλο παρά δοξασμένο για τον καλλιτεχνικό διευθυντή με τον οποίο ταυτίστηκε και διαμορφώθηκε η σύγχρονη εικόνα που έχει το Φεστιβάλ, μια τέτοια κίνηση δεν θα μπορούσε παρά να αξιολογηθεί θετικά. Δεν είναι ότι δεν έλειψαν κάποιες σποραδικές παραφωνίες που είχαν συντεχνιακό ή εθνικιστικό χαρακτήρα (για την ταυτότητα του καλλιτέχνη και το περιεχόμενο των παραστάσεων), αλλά στο σύνολο της, η καλλιτεχνική κοινότητα και οι δημοσιογράφοι του πολιτιστικού ρεπορτάζ, στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων αποδεχόμενοι γεμάτη απορία, θαυμασμό και αγωνία την ανάθεση του. Κατόπιν τούτου, το μόνο που απέμενε ήταν ο επιδραστικός, προκλητικός, αμφιλεγόμενος καλλιτέχνης (εικαστικός, θεατρικός δημιουργός, χορογράφος, συγγραφέας) να έρθει και να αναλάβει τα σημαντικά του καθήκοντα. Όλοι ανέμεναν τη κοινή συνέντευξη τύπου του Γιαν Φαμπρ και του Υπουργού Πολιτισμού, για να ακούσουν τον προγραμματικό άξονα – σχεδιασμό πάνω στον οποίο θα κινηθεί το Ελληνικό Φεστιβάλ τα επόμενα χρόνια.

Το Πρόβλημα Δεν Είναι ο Γιώργος Λούκος Ή Ο Γιαν Φαμπρ_3

Η 29η Μαρτίου του 2016, θα μείνει ως η μέρα, που ο Γιαν Φαμπρ κατέρριψε τις υποσχέσεις που η αναγγελία της ανάθεσης του δημιούργησε και έδωσε τη δυνατότητα, όχι μόνο στους άμεσα ενδιαφερόμενους, αλλά και στους πιο ακραίους, φοβικούς, συντηρητικούς κύκλους να ξεσηκωθούν και να ασκήσουν δριμύτατη κριτική (κομιστές και λοιπούς τηλεοπτικούς και διαδικτυακούς αναξιοπαθούντες). Και αυτό διότι στη συνέντευξη τύπου που παραχώρησε, παρουσίασε ένα τετραετές, διεθνές πρόγραμμα – υπέρμετρα και αλαζονικά εστιασμένο στη βελγική σκηνή, όπου το πρώτο έτος παραγκώνιζε σε μεγάλο βαθμό την αντίστοιχη ελληνική [περιλάμβανε μόλις τρεις ελληνικές παραστάσεις και αυτές παραγωγές κρατικών φορέων (Εθνικό Θέατρο, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου,), καθώς επίσης και δύο μουσικές εκδηλώσεις (Εθνική Λυρική Σκηνή, Κρατική Ορχήστρα Χρωμάτων)] και τα επόμενα την υποδεχόταν με σχετικώς καλύτερους όρους, αλλά αμφίλογων κριτηρίων (τουλάχιστον το 1/3 από το σύνολο των καλλιτεχνών). Το πρόβλημα όμως, δεν ήταν μονάχα ετούτο, αλλά και η αυταρέσκεια με την οποία χρησιμοποίησε τον τίτλο επιμελητής (αντί για εκείνον του καλλιτεχνικού διευθυντή), η αμάθεια για το εγχώριο, πολυτάλαντο δυναμικό, η απροθυμία του να ενημερωθεί γι’ αυτό (παρόλο που ο χρόνος ήταν πιεστικός), η απόφαση του να δεχθεί τη θέση με τον όρο να μην προβεί σε καμία υπαναχώρηση και να εμπιστευθεί έναν Υπουργό Πολιτισμού, ο οποίος δεν εκτίμησε σωστά τις αντιδράσεις και οδηγήθηκε σε μια αλληλουχία εσφαλμένων ενεργειών, όταν η υπόθεση πήρε ανυπέρβλητες διαστάσεις.

Παρατηρώντας κανείς, τα πιο κομβικά σημεία αυτής της παρουσίασης, έβλεπε ένα πλαίσιο που όσο κι αν συμπεριλάμβανε ετήσιες θεματικές και ενδιαφέρουσες συμπράξεις όλων των τεχνών (Κινηματογράφος, Λογοτεχνία, Θέατρο, Χορός, Εικαστικά), κατέληγε να εξιδανικεύει το Βέλγιο (πόσες παραστάσεις δύναται να παρακολουθήσει κανείς από το επονομαζόμενο ‘φλαμανδικό κύμα’), σε τέτοιο βαθμό που χρησιμοποιήθηκε και το ατυχέστατο παράδειγμα της ποδοσφαιρικής ομάδας που εστάλη στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου για να εξηγήσει την πολυπολιτισμικότητα που το χαρακτηρίζει και τον τρόπο σκέψης γύρω από το πως φαντάζεται ένα εθνικό φεστιβάλ, χωρίς παρωπίδες και σύνορα. Μπορεί να επιχείρησε να προβάλει έναν ευρύτερο συλλογισμό για το τι είναι ταυτότητα στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που διαβιούμε, αυτό όμως, κατέληγε να είναι καταχρηστικό και να λειτουργεί εις βάρος του οποιουδήποτε εθνικού προϊόντος. Μέχρι και η πρόταση για τον σχηματισμό μιας Ακαδημίας, που θα προσφέρει σε  πενήντα νέους καλλιτέχνες, σεμινάρια, εργαστήρια, πρακτικές ασκήσεις αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό. Κοινή παραδοχή πάντως, αποτελεί το γεγονός πως ο Γιαν Φαμπρ, δεν κοινώνησε, ούτε σχεδίασε, όπως θα επιθυμούσαν αρκετοί το πρόγραμμα και ο Υπουργός Πολιτισμού, ενώ τον υπέδειξε, τον παράτησε απροστάτευτο.

Το Πρόβλημα Δεν Είναι ο Γιώργος Λούκος Ή Ο Γιαν Φαμπρ_4

Ήταν τόσο εξοργισμένο και ποικιλόμορφο το κύμα των αντιδράσεων (εξαιρετικοί ή μέτριοι καλλιτέχνες, πολιτικοί όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων, δημοσιογράφοι κάθε πιθανού μέσου, τηλεπαρουσιαστές χαμηλότατου επιπέδου εκπομπών, κριτές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης) που μόνο αν είχε μια καλά προετοιμασμένη (αντι)πρόταση και ισχυρή βούληση θα μπορούσε να το μετριάσει. Το χείριστο είναι πως, μόλις ο αντιπολιτευόμενος κιτρινισμός ανέλαβε δράση και απομονώθηκαν μερικά τολμηρά αποσπάσματα από ένα ούτως ή άλλως, πολυσυζητημένο έργο (παλλόμενα πέη και κρεμασμένες από τσιγκέλια γάτες), η κατάσταση διέφυγε από κάθε πιθανό έλεγχο, ενώ συγχρόνως ευτέλισε και έστρεψε την προσοχή αλλού (τα ευαίσθητα και συντηρητικά αντανακλαστικά του μέσου Έλληνα). Το τελευταίο, είχε σαν αποτέλεσμα να επηρεάσει την εικόνα που έδωσαν όσοι καλλιτέχνες αντέδρασαν δημοσίως. Διότι με το που συναθροίστηκαν οι περισσότεροι από τους πεντακόσιους εκπρόσωπους των τεχνών στο θέατρο ‘Σφενδόνη’ για να κάνουν κάτι που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα ήταν καλοδεχούμενο (να διαμαρτυρηθούν, να συζητήσουν και να αποστείλουν ανοιχτή επιστολή με την ομόφωνη απόφαση τους στον Υπουργό Πολιτισμού για τον απαράδεκτο εκτοπισμό τους), δεν ήταν λίγοι όσοι έσπευσαν να τους κατηγορήσουν ότι τάσσονται με όσους φέρουν εθνικιστικά γνωρίσματα, ότι καθυστερημένα συνειδητοποίησαν πως η μνημονιακή Ελλάδα αποτελεί αποικία της Ευρώπης και ότι κινητοποιήθηκαν γιατί θα απολέσουν τα σημαντικά προνόμια που τους εξασφαλίζει κάθε χρόνο το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Δεν είναι ότι δεν υπάρχει και αυτή η μερίδα ανάμεσα τους (όπως και σε κάθε κλάδο), αλλά καταλήγει άδικο και δυσφημιστικό, όταν κάποιοι της δίνουν ανεξέλεγκτες και διευρυμένες ιδιότητες.

Μια διαδικτυακού τύπου, αντιδραστική κομποστοποίηση επιχειρήθηκε, που προσπάθησε να επισκιάσει την αυτονόητη προσπάθεια των άνεργων ή κακοπληρωμένων, ευσυνείδητων και αριστερών πεποιθήσεων καλλιτεχνών, που έβλεπαν πως με τον επιβαλλόμενο, βελγικό προγραμματισμό απειλούνταν με προσωρινή εκδίωξη και παύση, ενώ συγχρόνως δήλωναν εξαιρετικά προσβεβλημένοι από τη στάση που διατήρησε, τόσο ο Αριστείδης Μπαλτάς (δεν τήρησε κάποια από τις προγραμματικές δηλώσεις του κόμματος του για τον πολιτισμό, δεν τους κάλεσε στη συνέντευξη τύπου και ούτε τους καθησύχασε επαρκώς αργότερα) όσο και ο Γιαν Φαμπρ (για τον ‘αυτοκρατορικό’ τρόπο με τον οποίο παρουσιάστηκε στην πρώτη του εμφάνιση ως καλλιτεχνικός διευθυντής, τον προτεινόμενο καλλιτεχνικό ολοκληρωτισμό και την αξιομνημόνευτη άγνοια, στα όρια της περιφρόνησης, με την οποία τους αντιμετώπισε). Στο σημείο της πολωτικής αντιπαράθεσης που φτάσανε τα πράγματα, το να τον κηρύξουν ανεπιθύμητο (‘persona non grata’) και να απαιτήσουν επίμονα την παραίτηση του, φάνταζε αναμενόμενο, ιδίως όταν την ίδια αντίληψη ενστερνιζόταν και η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας (όσο κι αν αυτό είναι κάτι που συμπεριλαμβάνει και το κατάπτυστο της κομμάτι).

Το Πρόβλημα Δεν Είναι ο Γιώργος Λούκος Ή Ο Γιαν Φαμπρ_5

Η κυβέρνηση ζυγίζοντας το κόστος που της προκαλούσε (λίγο πριν από την επανέναρξη των συζητήσεων – διαπραγματεύσεων για το κλείσιμο της εθνικά απρόσφορης, αξιολόγησης), ο ειδησεογραφικός και πολιτισμικός διασυρμός, επέλεξε αυτή την οδό. Οι καλλιτέχνες όμως, ζητούσαν και την απομάκρυνση του Αριστείδη Μπαλτά και αυτό είναι κάτι που δεν κατέστη πιθανό, ειδικά αν σκεφτεί κανείς, πως η ανακοίνωση για τη νέα ανάληψη της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, έγινε ένα μόλις 24ωρο από την καθαίρεση του Γιαν Φαμπρ και ένα μόλις πριν από την σχεδιασμένη διαμαρτυρία των καλλιτεχνών στο Υπουργείο Πολιτισμού. Τ’ ότι ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος (σκηνοθέτης και θεμελιωτής του Θεάτρου του Νέου Κόσμου), χαίρει καθολικής εκτίμησης επιβεβαιώθηκε και από τις πρώτες αντιδράσεις του κόσμου, γεγονός που κατεύνασε τα οξυμένα πνεύματα των προηγούμενων ημερών. Έχω την πεποίθηση όμως, πως όσο προκλητικός και εάν ήταν στις προγραμματικές του δηλώσεις, ο Φλαμανδός καλλιτέχνης, το βασικό μερίδιο ευθύνης για ότι συνέβη, το έχει το ίδιο το Υπουργείο. Από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στην επιφάνεια το σκάνδαλο που αφορά την κάκιστη, οικονομική διαχείριση του κρατικού φορέα, πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις δεν θα μπορούσε παρά να έχει το Υπουργείο Πολιτισμού. Κατόπιν υποδείξεων του διεξάγεται η δικαστική διερεύνηση / παύτηκε από τα καθήκοντα του ο Γιώργος Λούκος, απεστάλη πρόσκληση ανάληψης στον Γιαν Φαμπρ που τελικά, ένεκα και των αντιδράσεων, πάρθηκε πίσω. Επομένως, δικαιολογημένα δημιουργούνται ποικίλα ερωτηματικά, όχι τόσο για το αρχικό κομμάτι που συνδέεται με τον Γιώργο Λούκο (αποτελεί αναντίρρητο γεγονός, πως είναι ένας από τους τέσσερις που τους ασκήθηκε ποινική δίωξη σε σημείο που αγγίζει το κακούργημα και γι’ αυτό και απομακρύνθηκε), όσο για την πρόσκληση του Γιαν Φαμπρ.

Γιατί αυτό συνέβη χωρίς να μην υπάρχει κάποια απαίτηση από την πλευρά του Υπουργείου; Γιατί από τη στιγμή που διορίστηκε ο Γιαν Φαμπρ (10 Φεβρουαρίου), μέχρι την ημέρα της συνέντευξης (29 Μαρτίου) δεν δόθηκε η δυνατότητα στους Έλληνες να καταθέσουν κάποιες προτάσεις και στη συνεχεία αυτές να μεταφερθούν στον νέο, καλλιτεχνικό διευθυντή; Γιατί δεν ενημερώθηκε, ο Γιαν Φαμπρ, για τους Έλληνες που θα μπορούσαν να συνδράμουν από το πρώτο έτος στο μεγαλόπνοο και διεθνοποιημένο του όραμα; Γιατί να είναι όλο το φετινό έτος αφιερωμένο αποκλειστικά στη βελγική σκηνή; Γιατί δεν πληροφορήθηκαν εγκαίρως οι καλλιτέχνες για τη διάθεση αυτή; Και πως ενώ δεν υπήρχε κάποια άλλη κατάθεση πέρα από εκείνη των κρατικών φορέων με το που ξέσπασαν οι διαμαρτυρίες, συμφωνήθηκε να γίνει ο εμπλουτισμός του ρεπερτορίου με ελληνικές παραστάσεις; Σε κάθε περίπτωση, ποιά είναι η πολιτιστική πολιτική γραμμή που επιθυμεί να ακολουθήσει η ελληνική κυβέρνηση και που θα βρεθούν οι απαραίτητοι πόροι; Ερωτήματα πολλά που καθυστερούν ή και δεν πρόκειται να απαντηθούν. Και όσο το τελευταίο και πιο σημαντικό από αυτά, δεν αποσαφηνίζεται και εξακολουθεί να παραμένει θολερό, τόσο ο σύγχρονος πολιτισμός στην Ελλάδα θα πνέει τα λοίσθια, τα δηλητηριώδη βέλη της κριτικής θα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και η κοινωνία θα αποκαλύπτει το πόσο κατακερματισμένη και αυτοεγκλωβισμένη είναι. Γιατί δεν πρέπει να υποβαθμιστεί το γεγονός πως οι αναποφάσιστες, διστακτικές ενέργειες που επέδειξε το Υπουργείο Πολιτισμού στην προσπάθεια  του να διορίσει έναν ξένο καλλιτεχνικό διευθυντή και να δώσει έναν διαφορετικό (αναμφίβολα πιο εξωστρεφή και προοδευτικό) χαρακτήρα στο Φεστιβάλ, οδήγησαν στο απόλυτο κενό και προσέφεραν την κατάλληλη αφορμή για να αποκαλύψουν τα αλληλοσυγκρουόμενα τους χαρακτηριστικά, κάθε λογής δημοσιογραφικοί κακοθελητές, καλλιτεχνικοί παράγοντες και ανώνυμοι θεατές /θιασώτες του διαδικτυακού πεδίου, που κάθε άλλο παρά ενδιαφέρονται για τη μακροβιότητα του Ελληνικού Φεστιβάλ.

Share