My Stuffed Granny
Στο ολοένα διευρυνόμενο, δημιουργικό πεδίο του ελληνικού κινούμενου σχεδίου (τους πιο σημαντικούς σταθμούς της πορείας αυτής μπορεί να τους δει κανείς συγκεντρωμένους στη σελίδα, Greek Animation), έρχεται να προσαρτηθεί μια εξαιρετική ταινία μικρού μήκους, η οποία χρησιμοποιεί την ιδιαιτέρως απαιτητική και χρονοβόρα τεχνοτροπία του stop motion animation για να δώσει κινηματογραφική υπόσταση σε μια εξιστόρηση, καθ’ όλα επίκαιρη. Η σκηνοθέτιδα, Έφη Παππά, με τo ‘My Stuffed Granny’ (2014), δημιουργεί στα πλαίσια της σπουδαστικής της εργασίας (μεταπτυχιακή φοιτήτρια του ευρύτερα γνωστού, National Film & Television School της Μεγάλης Βρετανίας, στην κατηγορία της σκηνοθεσίας κινούμενου σχεδίου), μια ολοκληρωμένη ταινία που αφουγκράζεται και αξιοποιεί με καρποφόρο τρόπο τους απογοητευτικούς κοινωνικούς – οικονομικούς κλυδωνισμούς της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Έχοντας διαγράψει μια λαμπρή, φεστιβαλική πορεία που ξεπερνάει τις πανεπιστημιακές διαστάσεις μιας εργασίας (ξεχωρίζει η διάκριση, The 25th McLaren Award για το καλύτερο βρετανικό κινούμενο σχέδιο στο 67ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Εδιμβούργου, όπως επίσης και το Βραβείο για το Καλύτερο Κινούμενο Σχέδιο Μικρού Μήκους στα 12α βραβεία του Ανεξάρτητου Κινηματογραφικού Φεστιβάλ του Λονδίνου), το ‘My Stuffed Granny’, αφήνει το αποτύπωμα του, όχι μονάχα για την υποδειγματική χρήση της αναφερόμενης τεχνικής (η μορφή, η κινησιολογία και η εκφραστικότητα των κούκλων), μα και για ένα θαυμάσιο σενάριο (βασισμένο σε μια σύντομη ιστορία της αναγνωρισμένης συγγραφέως, Νίνας Κουλετάκη) με πλείστα αλληγορικά χαρακτηριστικά, το οποίο μολονότι αντλεί έμπνευση από την αποκαρδιωτική καθημερινότητα μιας ελληνικής οικογένειας, δεν χάνει στιγμή την εύθυμη του διάθεση και την έντονη προσδοκία για μια αισιόδοξη έκβαση.
Με εξαίρεση τη σποραδική εμφάνιση μιας δημόσιας υπηρεσίας στα ενδιάμεσα πλάνα της ταινίας (για την καταβολή της σύνταξης), το μεγαλύτερο μέρος της δράσης διαδραματίζεται στο διαμέρισμα μιας ετοιμόρροπης μονοκατοικίας και από την αρχική σκηνή, η Έφη Παππά, δίνει το λεπτομερέστατο στίγμα του περιβάλλοντος αυτού. Χαρακτηριστικά αποσαθρωμένη και παρηκμασμένη, η εξωτερική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η οικοδομή (γεγονός που ενισχύουν και τα επικαλυπτόμενα ενοικιαστήρια που συναντάει η κάμερα στο αδειανό κατάστημα που βρίσκεται στο ισόγειο της), εφάμιλλη και στο ιδιαίτερα φτωχικό, εσωτερικό μέρος, εκεί όπου διαμένει και προσπαθεί να επιβιώσει (με κάτι λιγότερο από τα απολύτως αναγκαία, διατροφικά ή υλικά αγαθά), μια τριμελής οικογένεια: η λιγούρισσα, συνταξιούχα γιαγιά, ένας καταθλιπτικός, άνεργος πατέρας και η ευφάνταστη, ανήλικη του θυγατέρα.
Κατά πως φαίνεται, η μοναδική (σταθερή) πηγή εσόδων για την ταλαιπωρημένη οικογένεια είναι οι χρηματικές απολαβές της 90χρονης συνταξιούχας γιαγιάς. Η τελευταία, πάντως, δεν είναι και ο πιο καλόβολος ή ευχάριστος άνθρωπος για να συμβιώσει κάποιος υπό αυτές τις τόσο έκτακτες περιστάσεις και η Έφη Παππά εκμεταλλεύεται το ιδιόρρυθμο του χαρακτήρα της για να ποιήσει ορισμένες πολύ χιουμοριστικές στιγμές. Καταστάσεις οι οποίες πηγάζουν από την γραφειοκρατική ή ζοφερή πραγματικότητα, όπως όταν πηγαίνουν στο παράρτημα για να αποσπάσει με το μπαστούνι τη σύνταξη ή όταν επιχειρεί εις μάτην να καταβροχθίσει το γευστικό περιεχόμενο που εμπεριέχεται σε ένα βαζάκι, διαποτίζονται με ισορροπημένο χιούμορ, κάνοντας τη θέαση του κινούμενου σχεδίου ακόμη πιο ευπρόσιτη. Η απογοήτευση και η μελαγχολία εναλλάσσονται και υποβάλλονται κάτω από ένα πιο ευδιάθετο πρόσημο και αυτό είναι κάτι που μόνο ως αρνητικό δεν θα μπορούσε να εκληφθεί. Ούτως ή άλλως, η ιστορία είναι ιδωμένη μέσα από την οπτική γωνία της μικρής πρωταγωνίστριας, η οποία ναι μεν βιώνει και αυτή τις επιπτώσεις της οικονομικής στενότητας, προσπαθεί εντούτοις, λόγω και του αρκετά νεαρού της ηλικίας της να τις αντιμετωπίσει με σθεναρότητα, φαντασία και οπτιμισμό. Η αδιάκοπη όρεξη της υπερήλικης γυναίκας (πείνα που πηγάζει, αφενός από την εξαθλίωση και αφετέρου από τη λαιμαργία) και ένα απρόσμενο χτύπημα της μοίρας, όμως, θα οδηγήσουν την οικογένεια σε ένα νέο, ακόμη πιο απροσπέλαστο οικονομικό αδιέξοδο και προς στιγμήν θα επικρατήσει η κουτοπόνηρη, τραγική ιδέα του πατέρα (το βαλσάμωμα του τίτλου). Θα μπορούσε να ειπωθεί πως στο (αμφίσημο) πρόσωπο της γηραιάς γυναίκας, παρουσιάζεται τόσο η συλλογική αδεκαρία του παρόντος όσο και η ατομική πολυφαγία του πρόσφατου παρελθόντος και πως μέσα από τη διαδικασία που ακολουθείται (όσον αφορά τη σύνταξη και την υποστήριξη που προσφέρει), αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για να μην καταρρεύσει το (οικογενειακό και κοινωνικό) οικοδόμημα. Ταυτοχρόνως, ο πατέρας δείχνει απροετοίμαστος για να αντιδράσει με αποτελεσματικό και εποικοδομητικό τρόπο, απέναντι στην καταστροφική οικονομική λαίλαπα και την ανυπαρξία δικλείδας κρατικής προστασίας. Αντιπροσωπευτικός είναι ο μακάβριος, επισφαλής και εν τέλει αναποτελεσματικός τρόπος με τον οποίο μηχανορραφεί για να μην απολέσει και την τελευταία πιθανότητα επιβίωσης.
Χάρη στο προνοητικό μυαλό της αξιολάτρευτης νεαρής, όμως, θα διανοιχθούν νέοι δρόμοι και η υπόσχεση πως δύναται να μπορούν να βγουν από το δυσμενές οικονομικό σημείο στο οποίο έχουν εγκλωβιστεί. Ο σπόρος που θα φυτευτεί θα αποδώσει καρπούς (ελπίδα) και θα διαδεχθεί παραγωγικά τον καταχρηστικό, παρασιτικό τρόπο με τον οποίο διατηρούνταν και επιβίωναν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η Έφη Παππά, επιστρατεύει τη δημιουργικότητα της για να παρουσιάσει σουρεαλιστικά την ακολουθία ανάμεσα στο θάνατο και τη ζωή, τη γόνιμη επίλυση, δηλαδή, που ως ένα βαθμό θα σκαρφιστεί η μικρή και πραγματικά το αποτέλεσμα την ανταμείβει (το επαναχρησιμοποιημένο κουφάρι). Εκτός από μια βολική διευθέτηση στο δράμα της οικογένειας λειτουργεί και σαν εναλλακτική πρόταση και για άλλους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα και ετούτο όσο παρωχημένο ή απλοϊκό και αν ακούγεται πλέον, δεν θα έπρεπε να είναι τη στιγμή που η κρατούσα άποψη εξακολουθεί να μην είναι προσοδοφόρα, δημιουργική και ομαδική. Αξίζει να αναφερθεί, πως πέρα από τον ολόσωστο κωμικό και δραματικό χειρισμό, την ανάπτυξη του σεναρίου, τη δημιουργία των κατάλληλων μαριονέτων και του σκηνικού υπόβαθρου ή την υποδειγματική μετακίνηση της κάμερας, επαρκείς είναι και οι φωτισμοί, ιδίως στις στιγμές αυτές που επικρατεί το ημίφως και η σκοτεινάδα (όπως εκείνη που πατέρας και κόρη έρχονται αντιμέτωποι με τον βλαστό).