Κατ’ οικον Περιορισμος
Κατ’ οίκον περιορισμός ή όπως υποδηλώνει και ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας, μια αγέλη (τα άτομα μιας οικογένειας) που διαβιεί, τρέφεται και ενηλικιώνεται, αποκομμένη από την ανθρώπινη επαφή και τα ερεθίσματα του πραγματικού κόσμου. Προστατευμένη από τους αστικούς κινδύνους, μια 9μελής οικογένεια παρέμενε, σχεδόν καθολικά, αποκλεισμένη στα λιγοστά τετραγωνικά ενός διαμερίσματος, στην Κάτω Ανατολική Πλευρά της Νέας Υόρκης. Το 2010, η οικογένεια Ανγκούλο, υπέπεσε τυχαία στην αντίληψη της σκηνοθέτιδας, Κρίσταλ Μοζέλ, όταν τα νεαρά της μέλη άρχισαν να ξεπορτίζουν επιφυλακτικά από τον οικογενειακό τους εγκλεισμό. Η διάνυση του 15ου έτους, του μεγαλύτερου σε ηλικία μέλους (Μουκούντα Ανγκούλο), στάθηκε κατάλληλη αφορμή για να ξεκινήσει η κλιμακωτή απελευθέρωση των ανήλικων μελών (έξι αγόρια και ένα κορίτσι). Χάρη στην υπερβολικά πρόδηλη λατρεία τους για τον κινηματογράφο, η εκκολαπτόμενη σκηνοθέτης, εντόπισε έναν κοινό κώδικα επαφής και επικοινωνίας. Η Κρίσταλ Μοζέλ, προσέγγισε τα διαταραγμένα αγόρια και κέρδισε την εμπιστοσύνη τους, πριν περάσει το εσωτερικό άβατο του διαμερίσματος και καταγράψει την αρρωστημένη ιστορία της ιδιόρρυθμης οικογένειας, σ’ ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ.
Έτσι, όπως, τους γνώρισε η σκηνοθέτιδα θα παρουσιαστούν και στο ευρύ κινηματογραφικό κοινό. Οι νεαροί, φορώντας μια από τις ποίκιλες, αυτοσχέδιες, ενδυματολογικές προτάσεις θα εμφανιστούν στην αρχική σεκάνς και θα επιχειρήσουν να αναπαραστήσουν σκηνές από μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές ταινίες των τελευταίων χρόνων. Το κλασικό, ‘Reservoir Dogs‘ του Κουέντιν Ταραντίνο, αποκτάει μορφή και δίνει μια πιο απελευθερωτική διάσταση στους περιορισμούς του αδιάβατου διαμερίσματος. Τα έξι αγόρια ενδύονται τη μαφιόζικη, κουστουμαρισμένη αμφίεση με τα χαρακτηριστικά γυαλιά και εκστομίζουν με πιστότητα τις ατάκες που έχουν καταγράψει και αποστηθίσει προηγουμένως. Χρησιμοποιώντας τα πλέον ευτελή υλικά (συσκευασίες από δημητριακά) κατασκευάζουν με τον πιο ευφάνταστο τρόπο κοστούμια και σκηνικά. Τους ήρωες από τις ταινίες του Κουέντιν Ταραντίνο θα διαδεχθούν χαρακτήρες από το σινεμά του τρόμου (‘Η Νύχτα με τις Μάσκες‘, ‘Εφιάλτης στο Δρόμο με τις Λεύκες‘) ή της περιπετειώδους φαντασίας (‘Ο Σκοτεινός Ιππότης‘). Τα αγόρια λατρεύουν τις ταινίες και δεν χάνουν την ευκαιρία για να το δείξουν, κυρίως όμως, χρησιμοποιούν τις ταινίες σαν μεταφορικό όχημα για να περιηγηθούν και να αποδράσουν σ’ έναν άλλο κόσμο.
Είναι τόσο λίγα τα πράγματα που μπορούν να κάνουν μέσα στον περιορισμένο αυτό χώρο, που η παρακολούθηση, η αποστήθιση και η αναπαράσταση των κινηματογραφικών ταινιών καταλήγει να είναι μια πράξη επιβεβλημένη και λυτρωτική γι’ αυτά. Τα παιδιά μαθαίνουν στοιχειώδη πράγματα μέσα από τα έργα, μιας και έρχονται σε γνωριμία με διαφορετικούς χαρακτήρες και καταστάσεις. Αντιλαμβάνονται πως όλα όσα βλέπουν δεν αντικατοπτρίζουν την αλήθεια και πως υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο υποδύομαι και το ζω. Το τελευταίο θα εντείνει την επιθυμία να συνδιαλεχθούν με τον κόσμο και τούτο είναι κάτι που δεν θα αργήσει να συμβεί. Ακόμη και τότε, πάντως, θα συνεχίσουν να αναλαμβάνουν ρόλους, έστω και με κίνητρα διαφορετικά. Η προστασία που τους παρέχει ένα κοστούμι και η αποστασιοποίηση μιας μάσκας ή των γυαλιών, κρίνεται απαραίτητη για να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν τα πρώτα τους, ανεξάρτητα βήματα. Όταν, ο 15χρονος, θα αποτολμήσει να δραπετεύσει και να βγει έξω, το ριψοκίνδυνο σχέδιο θα το υλοποιήσει μεταμφιεσμένος. Φορώντας μια αλλοπρόσαλλη μάσκα που παραπέμπει στον Μάικλ Μάγιερς (‘Η Νύχτα με τις Μάσκες’) θα αρχίσει να περιφέρεται στους ακαθόριστους δρόμους και τα καταστήματα της Νέας Υόρκης. Για λίγο θα αισθανθεί, όπως ο ήρωας του, ξένος σ’ ένα άγνωστο περιβάλλον που θα γίνει ανεπιθύμητο και επιθετικό γι’ αυτόν, διότι η εμφάνιση του είναι ασυνήθιστη.
Ακολουθώντας το θαρραλέο παράδειγμα του μεγαλύτερου αδελφού, τα υπόλοιπα αδέλφια δεν θα μείνουν αμέτοχα ή ανεπηρέαστα. Θα αρχίσουν να πραγματοποιούν, μεθοδευμένες, ομαδικές εξορμήσεις (αποδράσεις). Έτσι, από το διαμέρισμα (φυλακή) και τη μυθοπλαστική διέξοδο (ψευδαίσθηση) του κινηματογράφου, θα καταλήξουν στις δαιδαλώδεις λεωφόρους και το ανυπέρβλητο πεδίο του ανοιχτού ορίζοντα (ελευθερία). Αυτή η περιδιάβαση θα γίνει διστακτικά και συνεσταλμένα και βασικό προτέρημα θα έχει, να διερευνηθούν τα όρια, οι κανόνες και οι δυνατότητες του πραγματικού κόσμου, σε σχέση πάντοτε με τον δικό τους. Η κοινωνική αποξένωση τους έχει κάνει μετρήσιμο κακό και τα αδέλφια αποδεικνύουν πόσο δύσκολο είναι να ακολουθήσουν μια κοινωνικώς αποδεκτή συμπεριφορά και να ενταχτούν. Σε μια χαρακτηριστική σκηνή, θα παραβρεθούν για πρώτη φορά σε παραθαλάσσια ζώνη: εκεί, το αταίριαστο παρουσιαστικό και η ενθουσιώδης συμπεριφορά από την επαφή με το υγρό στοιχείο, θα προκαλέσει τα αδιάκριτα βλέμματα των ομογενοποιημένων λουόμενων.
Η επιβίβαση σ’ ένα βαγόνι του τραίνου ή η εισχώρηση στον κινηματογράφο θα είναι μικρές πράξεις επανάστασης – κοινωνικής ενσωμάτωσης. Παρά τις όποιες δυσκολίες προσαρμογής ή την αδυναμία αντιμετώπισης μιας απρόβλεπτης κατάστασης (αδικαιολογήτως απουσιάζει από το ντοκιμαντέρ ένα αντίστοιχο παράδειγμα), τα αδέλφια θα προσπαθήσουν και ως ένα βαθμό, θα καταφέρουν να σπάσουν τα ασφυκτικά δεσμά της οικογενειακής αιχμαλωσίας. Αναπόφευκτα, η υπερπροστατευτική διάθεση των γονέων, θα σταματήσει να λειτουργεί με ανασταλτικό – απαγορευτικό τρόπο, στην προσπάθεια που καταβάλλουν τα νεαρά αδέλφια για να βιώσουν πρωτόγνωρες, αληθινές εμπειρίες. Στο σημείο αυτό, τα συναισθήματα των εύθραυστων αγοριών, καταγράφονται με αφοπλιστική ειλικρίνεια στον κινηματογραφικό φακό της Κρίσταλ Μοζέλ, το ίδιο και η στάση και η συμπεριφορά των ακατάλληλων γονέων. Η σκηνοθέτης, αν και γίνεται παραπάνω από αντιληπτό, πως είναι με το μέρος των παιδιών – θυμάτων, πραγματοποιεί μια αξιέπαινη προσπάθεια για να κατανοήσει τα αψυχολόγητα κίνητρα των γονιών. Η συνεισφορά τους όμως, θα είναι αποσπασματική και συγκαλυμμένη.
Ο πατέρας, φύσει μοναχικός άνθρωπος, θα αργήσει πολύ για να εμφανιστεί στην κάμερα. Όσα θα ομολογήσει, περισσότερο δυσχεραίνουν την ήδη επιδεινωμένη του θέση, παρά την βοηθούν. Η απουσία μεταμέλειας, επειδή εξακολουθεί να πιστεύει, πως ότι έκανε ήταν για το καλό των παιδιών του είναι ανατριχιαστική και δικαιολογεί την αποστροφή που νιώθει ο μεγαλύτερος γιος, γι’ αυτόν. Ως γονιός, δεν πάλεψε αρκετά για τα παιδιά του, προτίμησε να υφαρπάξει τα επιδόματα και να επαναπαυτεί σε μια φυλακή που ο ίδιος οραματίστηκε και επέβαλλε στην οικογένεια του. Τ’ ότι νόμισε, πως με αυτό τον τρόπο πραγματοποιεί κάποια πράξη απελευθέρωσης από τα καπιταλιστικά δεινά, αποδεικνύει το μέγεθος της σύγχυσης, τη στιγμή που τους οδήγησε σε μια μεγαλύτερη φυλακή και δεν προνόησε, ώστε τα παιδιά του να αποκτήσουν τα κατάλληλα εφόδια για να αντιμετωπίσουν τον κόσμο που υποτίθεται πως αντιμαχόταν. Από κοντά και η σύζυγος και συνοδοιπόρος, που τον ερωτεύτηκε για τον ανυπόταχτο χαρακτήρα του. Μοναχικός τύπος και η ίδια, δεν επέδειξε κανέναν ουσιαστικό ενδοιασμό στο να γεννήσουν επτά παιδιά και να τους επιβάλλουν τις αντικομφορμιστικές τους ιδέες. Μόνο που αυτή αντιλαμβάνεται πόσο κακό έχει προξενήσει, ζητάει συγγνώμη για τις πράξεις της, και προσπαθεί να αλλάξει κάποια πράγματα που αφορούν και την ίδια.
Η εξοικείωση των γονιών με μια λοξή, πνευματική και κοινωνική θεώρηση των πραγμάτων, δίνει στην ιστορία έναν αιρετικό χαρακτήρα. Ο τρόπος με τον οποίο έχει αποκλειστεί αυτή η οικογένεια και τα εθιμοτυπικά που ακολουθεί δίνουν αυτή την εντύπωση. Τ’ ότι, ο πατέρας συμπεριφέρεται σαν να επρόκειτο για τον Κρίσνα (ινδουιστική θεότητα), ενώ η σύζυγος και τα παιδιά (που έχουν παρεμφερή ονόματα) με τα μέλη μιας θρησκευτικής οργάνωσης, δεν μπορεί να εκληφθεί σαν ένα αθώο στοιχείο γνωριμίας στην έναρξη του ντοκιμαντέρ. Αυτή η επιρρέπεια σε πρόσωπα και καταστάσεις, χαρακτηρίζει με έντονο τρόπο την απομονωμένη οικογένεια: έρχεται για να προσδώσει, ιδιαίτερα, ψυχικά ή πνευματικά χαρακτηριστικά και να συμπληρώσει την προσωπική τους ανεπάρκεια. Είναι γεγονός, πάντως, πως μέσα από το αρχειακό υλικό που έρχεται στην επιφάνεια από την Κρίσταλ Μοζέλ, υπάρχει η πεποίθηση, πως όλα όσα συμβαίνουν γίνονται με καλοδιάθετο τρόπο και πως τα άτομα της οικογένειας συνυπάρχουν ειδυλλιακά (όσο ισορροπημένη μπορεί να είναι, η παιδική αιχμαλώτιση, ένας αλκοολικός και αποξενωμένος πατέρας και μια εθελοτυφλούσα μητέρα). Η ενηλικίωση των νεαρών αγοριών, όμως, και η προδιαγεγραμμένη αφύπνιση των καταδυναστευμένων τους αναγκών, δείχνει πως κάτι τέτοιο, όσο χαριτωμένο κι αν φαντάζει, δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ. Οι γονείς, πραγματοποιήσανε την ετερόμορφη τους επιλογή και απομονώθηκαν από την κοινωνία, τα παιδιά όμως, δεν μπορούν να υπομείνουν άλλο αυτή την περιοριστική και στατική απόφαση, ούτε να υποδύονται διαρκώς κινηματογραφικούς ρόλους. Πρέπει να βγουν στον πραγματικό κόσμο, να βρουν τον εαυτό τους και να διεκδικήσουν, όσα οι γονείς τους στέρησαν. Και απ’ ότι φαίνεται, στο φινάλε, υπάρχει η ένδειξη πως θα τα καταφέρουν.
Η Κρίσταλ Μοζέλ, αναλαμβάνει να δείξει την ασύλληπτη ιστορία αυτής της οικογένειας και έτσι από την απόλυτη ασημότητα και ανωνυμία να τους γνωρίσει ολόκληρος ο κόσμος. Τα καταφέρνει περίφημα και δείχνει πως διαθέτει εκείνο το διακριτικό άγγιγμα, ώστε να μην φέρει σε δύσκολη θέση, καμία εμπλεκόμενη πλευρά. Τα στιγμιότυπα που κινηματογραφεί, δείχνουν την εμπιστοσύνη που αισθάνονται όλα τα μέλη της οικογένειας στο πρόσωπο της σκηνοθέτιδας. Επιπρόσθετα, η μέθοδος που ακολουθεί, καταλήγει σ’ ένα αποτέλεσμα που δεν υπαγορεύει. Αφήνει τον θεατή να κρίνει, αν θα καταδικάσει τους γονείς / εξωραΐσει τα θύματα ή αν θα προτιμήσει την οικογενειακή συμφιλίωση. Ασφαλώς και δίνει περισσότερο χρόνο στα ανήλικα μέλη, μιας και ο αμφιλεγόμενος τρόπος διαπαιδαγώγησης τα επηρεάζει με επιζήμιο και καθοριστικό τρόπο, ενώ ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας διαδραματίζεται όταν παίρνουν την ενεργητική απόφαση να αντιμετωπίσουν τον κόσμο. Στο τέλος, αρκετά ερωτήματα θα παραμείνουν αναπάντητα, αυτό το ντοκιμαντέρ όμως, δεν δημιουργήθηκε για να παρουσιάσει το πόρισμα κάποιας ακριβόλογης έρευνας, ούτε για να εξιστορήσει με απόλυτη καθαρότητα τα γεγονότα. Υφίσταται μια μυθοπλαστική, αφηγηματική ελευθερία, στοιχείο που προσθέτει και δεν αφαιρεί από τη συνολική αποτίμηση του ντοκιμαντέρ. Είναι τόσο απρόβλεπτη η ιστορία άλλωστε, που επιδέχεται αυτόν τον τρόπο κινηματογράφησης και το δημιουργικό, παράλληλο μοντάζ, λειτουργεί προς τούτην, ακριβώς, την κατεύθυνση. Το αρχειακό υλικό (παρελθόν) εναλλάσσεται εξαιρετικά με τις λήψεις (παρόν) που τράβηξε η σκηνοθέτης. Μια διαρκής αντιπαραβολή, ανάμεσα στην εικόνα του παρόντος και εκείνη του παρελθόντος, στην πραγματικότητα και την αναπαράσταση, στην απελευθέρωση και τον εγκλεισμό, στη συναναστροφή και τη μοναχικότητα. Αντίθετα σχήματα που διαπερνούν την ιστορία και μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τη φύση αυτών των ανθρώπων.