Suntan

Το στερεοτυπικά εκτυφλωτικό, καταγάλανο, καυτό ελληνικό καλοκαίρι αποθανατίζεται στο νέο κινηματογραφικό πόνημα του πάντα ενδιαφέροντα, Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, όχι μόνο για να (ανα)δείξει τον ακτινοβόλο και ηδονιστικό τρόπο ζωής μιας παρέας θελκτικών, νεαρών παραθεριστών, αλλά και τη σκοτεινιά που κρύβει ένας μοναχικός, παραμελημένος μεσήλικας, όταν του δίδεται η ψευδεπίγραφη ή παρεξηγήσιμη ευκαιρία να ζήσει τη χαμένη νεότητα και να δώσει σαρκική υπόσταση στις πιο ανικανοποίητες, ερωτικές του επιθυμίες. Πέντε χρόνια μετά το αιφνιδιαστικά εκρηκτικό, προβοκατόρικο, ‘Wasted Youth‘ (2011), που περιπλανήθηκε ανούσια επάνω σε μια σανίδα σκέιτμπορντ στους πυρακτωμένους δρόμους της σύγχρονης αθηναϊκής πραγματικότητας (εμπνευσμένο από την αποτρόπαια δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου), η παραδοσιακά συγκρουσιακή, νεανική ηλικία, ενηλικιωμένη, ανεξάρτητη μα το ίδιο επιπόλαια, επανέρχεται στο προσκήνιο σ’ ένα ολότελα διαφορετικό και αναμφίβολα πιο άσεμνο περιβάλλον (Αντίπαρος). Η σεξουαλική, χυδαία απελευθέρωση (νέα γενιά) και η ερωτική, ρομαντική παρόρμηση (παλιότερη), αναμετρώνται κάτω από τον αιγαιοπελαγίτικο, τυφλό ήλιο. Μπορεί να αναδεικνύεται, πρόσκαιρος νικητής η πρώτη, κάτι τέτοιο συντελείται όμως, μέχρι να την αντικαταστήσει μια επόμενη, αντίστοιχα θεόμορφη και σμιλεμένη γενιά. Ο 40χρονος, Αργύρης Παπαδημητρόπουλος με την αμέριστη συμβολή του Χρήστου Καραμάνη στην απαστράπτουσα διεύθυνση φωτογραφίας, τον συγκλονιστικό Μάκη Παπαδημητρίου στον πρωταγωνιστικό ρόλο, τη σαγηνευτική, πρωτοεμφανιζόμενη Έλλη Τρίγγου που υποδύεται το αντικείμενο του πόθου, σκηνοθετεί και συνυπογράφει (με τον σκηνοθέτη, Σύλλα Τζουμέρκα), ένα ψυχολογικό δράμα που χρησιμοποιεί προσχηματικά την πυρακτωμένη σεξουαλικότητα και τη μυωπική επιπολαιότητα μιας νέας γενιάς για να μιλήσει για την αδιαπέραστη, υπαρξιακή κρίση ενός καταθλιπτικού και ανεπαρκή μεσήλικα.

Ο ερχομός του Κωστή στο όμορφο νησί της Αντιπάρου θα γίνει μες το καταχείμωνο. Γιατρός στο επάγγελμα θα αναλάβει τα αποκλειστικά πλεονεκτήματα του περιφερειακού ιατρείου, την ώρα που στο νησί διαμένουν λίγοι κάτοικοι. Μην έχοντας εναλλακτική επιλογή θα έρθει σε επαφή με τους μόνιμους οικιστές (σε μια χριστουγεννιάτικη γιορτή) και θα ακολουθήσει την απελπιστική, επαναλαμβανόμενη ραθυμία που συντροφεύει αυτή την περίοδο το νησί (στο δωμάτιο του σπιτιού). Συνετά, ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, ξεκινάει κατ’ αυτό τον τρόπο για να γνωρίσει ο θεατής, το αποξενωμένο περιβάλλον και τον μοναχικό χαρακτήρα του Κωστή και αυτό είναι κάτι που το πράττει, παρουσιάζοντας το συνοπτικό αυτό κομμάτι (εν είδει εισαγωγής), λίγο πριν πέσει ο υπερμεγέθης, κατακίτρινος τίτλος της ταινίας. Με το που θα συμβεί αυτό, το σκηνικό μεταβάλλεται ολοκληρωτικά: το καλοκαίρι έχει φθάσει, ο ήλιος καίει ακατάπαυστα και χιλιάδες τουρίστες (ξένοι ή ντόπιοι) έχουν κατακλύσει το νησί.

Suntan_1

Μια ενεργητική και ευδιάθετη, πενταμελής παρέα τουριστών θα επισκεφθεί το ιατρείο του Κωστή, όταν θα χρειαστεί την περίθαλψη του για τον ελαφρύ τραυματισμό της Άννας (Έλλη Τρίγγου). Για πρώτη φορά μετά από αρκετούς μήνες (ή μήπως και χρόνια;), η μοναχικότητα του Κωστή θα φωτιστεί από τη θέρμη αυτής της τόσο διασκεδαστικής παρέας. Μια όχι και τόσο αγαθή πρόσκληση από την πλευρά της 21χρονης Άννας, θα γίνει το εφαλτήριο που θα κινητοποιήσει τον Κωστή και θα τον βγάλει από τη μίζερη και αδρανή του καθημερινότητα. Μοιρασμένο σε δύο σκέλη, έτερων ψυχολογικών διαστρωματώσεων και συναισθηματικών χρωματισμών, το πρώτο μισό της ταινίας, επικεντρώνεται στη γνωριμία του Κωστή με τούτη την παρέα και το τολμηρό μονοπάτι που αποφασίζει να ακολουθήσει για να πλησιάσει την Άννα. Ο σκηνοθέτης, αφουγκράζεται τον ενθουσιασμό του τραγικοκωμικού χαρακτήρα και παρουσιάζει με απροσποίητο και ορμητικό τρόπο τη συνάντηση δυο εντελώς διαφορετικών κοσμοθεωριών. Γιατί περισσότερο από τη σεκάνς που λιάζονται γυμνοί στην αμμουδιά του κάμπινγκ, είναι το στιγμιότυπο που συζητάνε στην ταβέρνα που φέρνει σε μειονεκτική θέση και προκαλεί με τις προχωρημένες ερωτικές αποκαλύψεις, τον Κωστή (‘Glory Hole’). Ακόμη κι έτσι, ο ήρωας θα βρει τον τρόπο για να αναδειχθεί και να γίνει αγαπητός από την παρέα.

Σε μια κομβική σκηνή, θα ξεπεράσει τα όρια του προσποιητού καθωσπρεπισμού, έτσι όπως τον επιτάσσει η ηλικία του (η απροσδόκητη εμφάνιση ενός παντρεμένου, συμβιβασμένου συσπουδαστή – ο χαρακτήρας του Σύλλα Τζουμέρκα) ή η ανεκτικότητα της φαλλοκρατικής ετεροκανονικότητας (η ενοχλητική παρουσία ενός αδέσμευτου, αναξιοπρεπούς ντόπιου – το πρόσωπο του Γιάννη Τσορτέκη)  και θα επιλέξει ένα ξέγνοιαστο, απενοχοποιημένο, χρονικό γύρισμα. Όσο μπορεί βέβαια, γιατί ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα μπορέσει να μετριάσει όλα τα ταμπού που τον ταλανίζουν (το ιερό φιλί που μοιράζονται ισότιμα τα μέλη της παρέας, η εξοικείωση με τα γυμνωμένα κορμιά). Αντιμετωπίζοντας τον σαν χαριτωμένο αξιοπερίεργο (και όχι από ευσπλαχνία), η ομάδα, θα τον κάνει παραδεκτό και θα περάσουν μαζί ορισμένες εξωφρενικές βραδιές. Όλες οι σκηνές στη θρυλική ντίσκο της Αντιπάρου (‘La Luna’) είναι θαυμάσια σκηνοθετημένες και δείχνουν τον πυρετό της ξημεροβραδιασμένης, καλοκαιρινής διασκέδασης και των ανεξάντλητων, τρεχούμενων ποσοτήτων αλκοόλ, ενώ ο τρόπος που αντιπαραβάλλεται το ημίγυμνο, χοντρό, τριχωτό, κάτασπρο κορμί του Κωστή με τα ακάλυπτα, λεπτοκαμωμένα, ξυρισμένα, μαυρισμένα σώματα της παρέας, δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα επικοινωνία (μια αντιπαράθεση), ανάμεσα στο νεότερο και το παλαιωμένο, το προσεγμένο και το ακαλλώπιστο, το ανεπαίσχυντο και το ντροπαλό, το επιθυμητό και το αγύρευτο.  Ο Κωστής, ορέγεται το σώμα, την ενέργεια και την ελευθεριότητα της νεότητας και μέσα από μια δυσανάλογη αλλά θαρραλέα κινητοποίηση προσπαθεί να τα προσεγγίσει.

Suntan_2

Θα κάνει όμως, το ατόπημα να ενδώσει στην ελαφρότητα της παρέας και να ερωτευθεί την Άννα και αυτό είναι κάτι που θα το πληρώσει ακριβά. Στο δεύτερο μισό, η φυσιογνωμία της ταινίας, ενώ δεν χάνει κάτι από την κατοπτρική ανάκλαση του φωτεινού ηλίου, στην καρδιά της γίνεται πιο σκοτεινή. Αρκετά πιο ενδιαφέρον από το πρώτο μέρος, μιας και σταδιακά, ο ήρωας βυθίζεται στα ενδόμυχα της ταλαιπωρημένης του ύπαρξης και αυτοκαταστρέφεται, περιέχει εικόνες που από την μια προκαλούν την κατανόηση του κοινού (όποτε μεθοκοπάει μονάχος ή με ανθρώπους που δεν αρέσκεται να συναναστρέφεται), από την άλλη όμως, και την αγανάκτηση του (όταν παραμονεύει απειλητικά έξω από τις σκηνές και τις ντουζιέρες). Ο Κωστής, ανήμπορος να διακρίνει την αληθοφάνεια από τη ψευδαίσθηση, το περιγέλασμα από την υπευθυνότητα, τα όρια της νιότης από εκείνα της δικής του ηλικίας, θα φθάσει στα άκρα. Όχι από μνησικακία ή επειδή θέλει να πληγώσει πραγματικά κάποιον, αλλά διότι δεν μπορεί να εγκαταλείψει εκείνην που τον αφύπνισε και έδωσε ξανά ουσιαστικό περιεχόμενο στον μονότονο και απελπισμένο του βίο. Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, ξέρει ακριβώς, πιο είναι το ιδανικό σημείο για να αντιστρέψει την εξωραϊσμένη εικόνα που παρουσιάζει η προσωρινή εκπλήρωση του πολυπόθητου ονείρου. Σαν ξύπνημα από ερωτική φαντασίωση, που μόλις τα δύο παλλόμενα, ανομοιόμορφα σώματα πλησιάσουν πολύ κοντά (αισθαντικά σκηνοθετημένη η ερωτική συνεύρεση, χωρίς να γίνεται υπερβολικά προκλητική), η οπτασία της Άννας θα εξαφανιστεί, γεγονός που θα παγιδεύσει τον περίλυπο Κωστή, στα περίχωρα του κάμπινγκ και τον εφιάλτη του εαυτού του. Η πρωταρχική φορά που θα την αποζητήσει θα είναι χαρακτηριστική, όχι όμως τόσο θλιβερή όσο οι επόμενες που θα επακολουθήσουν.

Η αδιάλλακτη πίστη με την οποία αναζητάει / διεκδικεί καθημερινά την Άννα θα εξαντλήσει τη συμπάθεια και την ανταποκρισιμότητα της επανεμφανισμένης, πενταμελούς παρέας. Οι τελευταίοι, ενώ αποδεχόντουσαν με ευχαρίστηση τις μπύρες που τους παρέδιδε ο Κωστής, όπως και την παρουσία του άλλωστε, τώρα επιδεικνύουν προστατευτικά αντανακλαστικά και τον αντιμετωπίζουν σαν ένα αντικείμενο που έπαψε να είναι αστείο και έγινε βαρετό. Ο Κωστής όμως, δεν μπορεί να ξαναγυρίσει στο δυσάρεστο δωμάτιο όπου διαμένει, ούτε στα πληκτικά μπαράκια με τους ξαναμμένους ντόπιους. Έχει βαυκαλιστεί από τη φιληδονία του παραθαλάσσιου κάμπινγκ και την ασυγκράτητη διασκέδαση που προσφέρει μέχρι πρωίας, το γειτονικό κλαμπ, μα προπαντός έχει ξελογιαστεί από το πανέμορφο πρόσωπο της Άννας. Το ξεσκέπασμα της ορθότητας (σε μια σκηνή όπου ο κινηματογραφικός φακός ανυψώνεται ψηλά και διαβαίνει τις καλαμιές που χωρίζουν τον Κωστή με την Άννα, ενόσω συνομιλούν), θα τον πληγώσει ανεπανόρθωτα και αυτό είναι κάτι που δε θα μπορέσει να το διαχειριστεί. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ψυχολογικής μεταστροφής, το σενάριο αναπτύσσεται με μέθοδο, οδηγώντας με μαθηματικά ακρίβεια τον ήρωα μας στην απόλυτη, ερωτική παραφροσύνη.

Suntan_3

Ο Μάκης Παπαδημητρίου υποδύεται τον 42χρονο Κωστή, έναν απαιτητικό πρωταγωνιστικό ρόλο που σε καθοριστικό βαθμό στηρίζει στις πλαδαρές του πλάτες, την ταινία του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου. Αναγνωρισμένος από τους ρόλους του στο θεατρικό σανίδι (κυρίως τους κωμικούς), αναλαμβάνει να ερμηνεύσει έναν χαρακτήρα με πλείστες δραματουργικές διακυμάνσεις. Από την πρώτη στιγμή που φανερώνεται στον κάμερα, το σκυθρωπό βλέμμα και οι χαμηλόφωνες εκφράσεις δίνουν το στίγμα για το ψυχικό σημείο στο οποίο βρίσκεται. Η συναισθηματική εναλλαγή που θα φέρει το τουριστικό, ελληνικό καλοκαίρι στο νησί της Αντιπάρου θα παρασύρει και τον Κωστή με τον διαπεραστικό τρόπο που μια αγγελόπλαστη παρουσία θα τον κοιτάξει στα μάτια. Το ενδιαφέρον του αδρανοποιημένου χαρακτήρα θα αναζωπυρωθεί και αυτό είναι κάτι που θα το αποδείξει σε όλες τις επικείμενες συναντήσεις με την κοπέλα που τον ενδιαφέρει. Ο Κωστής ξεπερνά με διακριτικότητα και περηφάνια τον αρχικό του δισταγμό (το να κάνει μπάνιο ή ηλιοθεραπεία στην παραλία των γυμνιστών) και επιδίδεται στον φοιτητικό ηδονισμό που επιτάσσει η παρέα (στα μαγαζιά που μεθοκοπούν και χορεύουν). Η μέθοδος με την οποία, μεταμορφώνεται ο Κωστής,  από ένα απόμακρο σε ένα ενεργητικό ον στα χέρια του Μάκη Παπαδημητρίου γίνεται απολαυστική, είναι όμως, ο τρόπος με τον οποίο δείχνει πως έχει ερωτευτεί (την Άννα) που τον κάνει να φαίνεται τόσο αδείλιαστος και αφοπλιστικός. Ο ηθοποιός γνωρίζει πως να υποδυθεί έναν χαρακτήρα που τον κατακλύζει και στη συνέχεια, ισοπεδώνει ο έρωτας (σπαρακτικός κατά την εξομολόγηση του). Συνεπακόλουθα, θα διαβεί κάθε επιτρεπόμενο όριο και θα δείξει τη σκοτεινή πλευρά αυτού του χαρακτήρα, προσφέροντας μια ολοκληρωμένη, υποδειγματική ερμηνεία με την οποία μπορεί κανείς να εντοπίσει, πλείστα σημεία συναίσθησης, ταύτισης ή και απώθησης.

Πλησίον του βρίσκεται μια πρωτοεμφανιζόμενη, σφιχτοδεμένη ομάδα, εγχώριων και ξένων, ευπαρουσίαστων ηθοποιών (Έλλη Τρίγγου, Μιλού Φαν Χρούσεν, Ντίμι Χαρτ, Χαρά Κότσαλη, Μάρκους Κόλεν), εκ των οποίων διακρίνεται, η Έλλη Τρίγγου που υποδύεται το αισθησιακό, ασυναγώνιστο πλάσμα που θα ερωτευτεί παράφορα, ο Κωστής. Ορισμένοι, καταξιωμένοι Έλληνες ηθοποιοί, όπως η Μαρία Καλλιμάνη, ο Γιάννης Τσορτέκης, ο Παύλος Ορκόπουλος ή και σκηνοθέτες, όπως ο Γιάννης Οικονομίδης και ο Σύλλας Τζουμέρκας, έχουν μικρότερους ρόλους που συντηρούν τη λοιπή δράση. Παράλληλα, ο Χρήστος Καραμάνης στη διεύθυνση φωτογραφίας, συλλαμβάνει τον εκθαμβωτικό, καλοκαιρινό ήλιο, προσδίδοντας κιτρινωπές αποχρώσεις στις σκηνές που εκτυλίσσονται στην παραλία (σε αρκετές περιπτώσεις πάντως, το κίτρινο ξεφτίζει και υποκαθίσταται από ένα λευκό που είναι ενοχλητικό) και τον βραδινό, αχαλίνωτο παλμό, μέσα από πράσινους και μπλε φωτισμούς στη ντίσκο ‘La Luna’. Αξίζει να σημειωθεί πως ο πλασματικός, ακόλαστος χαρακτήρας της ταινίας δεν θα μπορούσε να έχει ωραιότερη σκηνή από αυτή που εξελίσσεται τη νύχτα στην παραλία, (μοναδική πηγή φωτός είναι τα καπνογόνα που μετακινούν χορεύοντας, οι γυμνοί διασκεδαστές) και την εντύπωση αυτής της ηδονικής φαντασίωσης ενισχύουν πρόσθετα στιγμιότυπα, τα οποία κόβονται και συνενώνονται στο μοντάζ από τον Ναπολέοντα Στρατογιαννάκη: η σεκάνς με τη γλώσσα και το μάτι εντυπώνεται στη μνήμη, όπως συνολικά, οι εικόνες κατά τις οποίες παραβάλλεται η ηδυπαθής παρουσία της Άννας και ο μαγνητισμένος τρόπος με τον οποίο την παρατηρεί, ο Κωστής. Ένα μουσικό σκορ από παλιότερες, διαχρονικές επιτυχίες (ροκ, φανκ, ντίσκο, ποστ πανκ), πλαισιώνει ηχητικά την ταινία, η οποία δίχως να υπολείπεται από τεχνικές ατέλειες ή σεναριακές υπερβασίες, κατορθώνει να αισθανθεί την ιδιοσυγκρασιακή ψυχοσύνθεση ενός μεσήλικα που ευρίσκεται σε υποστασιακή κρίση και να τον συνοδεύσει στις ημιφωτισμένες ατραπούς που επιβάλλει η υποταγή στη σεξουαλικότητα της απελθούσας, λαμπερής νιότης.

Share