Το Μεγαλο Σορταρισμα
Ως το δραματικό χρονικό ενός προαναγγελθέντος (προσωρινού) θανάτου, θα μπορούσε να ιδωθεί η προβλεπόμενη από μια ικανότατη, πονηρή ομάδα μικροεπενδυτών, κατάρρευση του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος, έτσι όπως αυτή ξεκίνησε από την υπερεκτιμημένη ασφάλεια των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων και κορυφώθηκε με τους λανθασμένους, αποκρυπτικούς χειρισμούς των μεγάλων τραπεζικών ομίλων και των εξαγορασμένων οίκων αξιολόγησης. Ο Άνταμ ΜακΚέι, όμως, σκηνοθέτης μερικών χοντροκομμένων αμερικανικών κωμωδιών (‘Ο Παρουσιαστής: Ο Θρύλος Του Ron Burgundy‘ το 2004 και του ‘Αδέλφια Για.. Κλάματα‘ το 2008), διασκευάζει το αποκαλυπτικό, σαρδόνιο μυθιστόρημα του οικονομικού συντάκτη και αναγνωρισμένου, ευυπόληπτου συγγραφέα, Μάικλ Λιούις (μεταξύ των έργων που έχει εκδώσει είναι και τα βιογραφικά, αθλητικά δράματα ‘Moneyball‘ το 2003 και ‘The Blind Side‘ το 2006, αμφότερα διασκευάστηκαν επιτυχώς για τον κινηματογράφο) με ύφος απροσδόκητα χιουμοριστικό. Όπως τελικά αξίζει να παρακολουθήσει κανείς την προκλητική καπιταλιστική σαπουνόφουσκα πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί ολόκληρο το τραπεζικό (και όχι μόνο) σύστημα και την αθεράπευτη παραφροσύνη που συντροφεύει όλους όσους κινούνται συγκαλυμμένα για να το συντηρήσουν και να επωφεληθούν. Διότι, μπροστά στο εύκολο και άμεσο κέρδος που μπορεί να εξασφαλίσει ένα γενναιόδωρο σορτάρισμα ή ένα κυμαινόμενο δάνειο, ο συνυπολογισμός των απολεσθέντων ανθρώπινων ζωών, όσο ψυχρό και απερίφραστα κυνικό και αν ακούγεται, δεν μπορεί να σταθεί αποτρεπτικός παράγοντας.
Η αζύγιαστη χρηματοπιστωτική κρίση έχει αρχίσει να τροφοδοτεί μια σειρά από αξιόλογες αμερικανικές ταινίες που όλες τους προσπαθούν να αποτυπώσουν τον προχειροφτιαγμένο καμβά πάνω στον οποίο στηρίχτηκε το αμερικανικό όνειρο και ένας εξωφρενικός, ασύδοτος τρόπος ζωής. Από τις απεγνωσμένες προσπάθειες που καταβάλλουν οι ανήθικοι υπάλληλοι της Lehman Brothers για να περιμαζέψουν την κατάσταση, λίγες ώρες πριν το ξέσπασμα της κρίσεως, στο περίκλειστο, ‘Ο Δρόμος Του Χρήματος‘ (2011) και τη φρενιτιώδη, ασταμάτητη πορεία προς την κορυφή της εξαπάτησης του πολυεκατομμυριούχου χρηματιστή Τζόρνταν Μπέλφορτ στο εκκωφαντικό, ‘O Λύκος της Wall Street‘ (2013) ή τις πραγματικές επιπτώσεις που ενείχε η στεγαστική κρίση στη ζωή των καθημερινών ανθρώπων και πως αυτές δύναται να μετατρέψουν τα αθώα θύματα σε επίδοξους θύτες στο καταγγελτικό, ‘99 Σπίτια‘ (2015), το βρώμικο χρήμα και η επενδυτική αποχαλίνωση κυριαρχούν, οι άνθρωποι μετατρέπονται σε καθυποταγμένες οντότητες που είτε εξαχρειώνονται και επωφελούνται είτε παραμένουν στο περιθώριο και δυσανασχετούν, ενώ το σύστημα παρουσιάζεται εξόχως ευπροσάρμοστο και ανθεκτικό κάθε φορά που αυτό βρίσκεται στον προθάλαμο της απόλυτης κατάρρευσης.
Καμία όμως, ταινία δεν έχει επιχειρήσει να παρουσιάσει και να επεξηγήσει με κατανοητούς όρους, όπως και με έναν ημι-ντοκιμενταρίστικο τρόπο το ευρύτερο πλαίσιο πάνω στο οποίο τα τραπεζικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα λειτούργησαν πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης. ‘Το Μεγάλο Σορτάρισμα‘, επιχειρεί να το κάνει και το αποτέλεσμα του κρίνεται, όχι μόνο ικανοποιητικό, αλλά και πρωτοφανές αιχμηρό και τολμηρό για ταινία που προέρχεται από μια κινηματογραφική βιομηχανία που λειτουργεί με ανάλογους, οικονομικούς όρους και συνήθως χρηματοδοτεί έργα (προϊόντα) που φλερτάρουν έντονα με τον διδακτισμό και την ψευδεπίγραφη επίφαση της καταξίωσης (αμερικάνικο όνειρο). Στηριζόμενο σε αληθινά γεγονότα, έτσι όπως τα κατέγραψε η ιδιοφυής πένα του Μάικλ Λιούις στο ομώνυμο βιβλίο και τα διασκεύασε κινηματογραφικά το σεναριογραφικό ντουέτο, Άνταμ ΜακΚέι – Τσαρλς Ράντολφ, ‘Το Μεγάλο Σορτάρισμα’, χρησιμοποιεί ένα πρωτοκλασάτο καστ ηθοποιών (Στιβ Κάρελ, Κρίστιαν Μπέιλ, Ράιαν Γκόσλινγκ, Μπραντ Πιτ), και μια υποδειγματική ένωση λόγου και εικόνας (στο μοντάζ, ο Χανκ Κόργουιν) για να αφηγηθεί την παρασκηνιακή ιστορία μιας μερίδας μικροεπενδυτών που ανακάλυψαν το πόσο επισφαλές ήταν το άλλοτε πανίσχυρο στεγαστικό οχυρό της αμερικανικής οικονομίας και επιχείρησαν να ευεργετηθούν από τον υπολογισμό και το ποντάρισμα επάνω στη διαφαινόμενη κρίση. Επειδή, το σορτάρισμα του τίτλου, όπως μας ενημερώνει λίγο μετά την αρχή της ταινίας, ο άνθρωπος που αντιλήφθηκε και επένδυσε πάνω στη δυσθεώρητη φούσκα (Μάικλ Μπέρι) δεν είναι τίποτα άλλο από την αγορά ομολόγων που αφορούν ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια με διακυμαινόμενο επιτόκιο.
Τα δάνεια αυτά, είχαν πολύ υψηλό επιχειρηματικό κίνδυνο μιας και χορηγούνταν ασύδοτα και χωρίς τις απαραίτητες εγγυήσεις, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι δανειολήπτες να μην είναι συνεπείς στις δανειακές τους υποχρεώσεις και να δημιουργηθεί ένα δυσαναπλήρωτο και διαρκώς διογκούμενο κενό στο τραπεζικό σύστημα της χώρας. Η ταινία ξεκινάει το 2004 και δείχνει το πως ο διορατικός και ακοινώνητος, Μάικλ Μπέρι (Κρίστιαν Μπέιλ) ιδιοκτήτης μιας μικρής επενδυτικής επιχείρησης μπόρεσε να αντιληφθεί και να εκμεταλλευθεί το κενό. Η σκηνή που πηγαίνει σε έναν κολοσσό (Goldman Sachs) για να μετατρέψει σε ομόλογα τα δάνεια αυτά και να αγοράσει τους τίτλους, μπορεί να προκαλεί την ειρωνεία και τον οίκτο των υπευθύνων, δείχνει όμως ταυτόχρονα, το πόσο ανυποψίαστοι και βέβαιοι ήταν για την ανταποδοτικότητα και την ακινησία του συστήματος. Η αιφνιδιαστική είδηση σε κάποιους, φιλόδοξους επενδυτικούς κύκλους, πως ο Μάικλ Μπέρι, οδηγήθηκε σ’ αυτή την παράτολμη επένδυση θα βρει και μιμητές. Το δεξιοτεχνικό μοντάζ, φροντίζει να μας συστήσει και τους υπόλοιπους βασικούς χαρακτήρες της ταινίας και κάθε φορά που το πράττει, εκτός του ότι εξελίσσει την ιστορία, προβάλει και κάποια στοιχεία της εκκεντρικής τους προσωπικότητας.
Ο Γκρεγκ Λίπμαν (Ράιαν Γκόσλινγκ), κορυφαίο τραπεζικό στέλεχος της Deutsche Bank AG θα είναι εκείνος που θα αντιληφθεί πρώτος, αυτή τη μεγαλεπήβολη ευκαιρία αγοραπωλησίας. Τυχοδιώκτης και κερδοσκόπος, καθώς είναι, δε θα υποτιμήσει την πιθανότητα να ευσταθεί η χρυσοφόρα θεωρία του Μάικλ Μπέρι. Συνυπολογίζοντας, όχι μόνο το ισχυρό ενδεχόμενο, αλλά και τα ακριβή ποσοστά απολαβής, θα επισκεφθεί μια άλλη μικρή επενδυτική εταιρεία στην οποία μετέχει, ο οξύθυμος και κυκλοθυμικός, διαχειριστής κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου, Στιβ Έισμαν ή όπως ονοματίζεται και στην ταινία Μαρκ Μπάουμ (Στιβ Κάρελ). Ο τελευταίος, έχοντας από καιρό απολέσει κάθε εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα και μην μπορώντας να διαχειριστεί την ανισορροπία της εύθραυστης ψυχολογίας του (μετά και από την αυτοκτονία του αδερφού του) θα βρει ένα σοβαρό κίνητρο για να επικεντρωθεί σ’ έναν προσοδοφόρο στόχο. Στην αρχή με επιφυλακτικότητα στην πορεία όμως με χαρακτηριστική βεβαιότητα θα ακολουθήσει τον ριψοκίνδυνο δρόμο που θα του υποδείξει ο Γκρεγκ Λίπμαν και θα πείσει τους συναδέλφους του να αγοράσουν ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια από ένα παράρτημα της Morgan Stanley. Ταυτοχρόνως, δύο φιλόδοξοι νεαροί, Τσάρλι Λέντλει (Τζον Μαγκάρο) και Τζέιμι Μάι (Φιν Γουίτροκ), έχοντας κατορθώσει να δημιουργήσουν τη δική τους εταιρεία με μόλις 100.000 δολάρια και το χαμηλό ρίσκο που ενέχει το να επενδύεις σε γεγονότα που είναι θεωρητικά μηδαμινό να πραγματωθούν, αντιλήφθηκαν την ανεπάρκεια των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και επιχείρησαν, όπως και οι προηγούμενοι επενδυτές να στοιχηματίσουν ενάντια στα ρυπαρά στεγαστικά δάνεια που κυκλοφορούσαν. Το δίδυμο θα κατορθώσει να πείσει τον οικιοθελώς συνταξιοδοτημένο τραπεζίτη, Μπεν Χόκετ ή όπως αναφέρεται και στην ταινία Μπεν Ρίρκερτ (Μπραντ Πιτ), να συνδράμει στην εταιρεία που έχουν δημιουργήσει και οι γνώσεις, όπως και οι γνωριμίες του, θα αποδειχθούν επικερδείς.
Παρακινημένοι από τον ενθουσιασμό της επένδυσης και τις αντενδείξεις που πηγάζουν από τη μη τελεσφόρηση αυτής (στην πραγματικότητα το σορτάρισμα είναι μια αναντικατάστατη μορφή εξάρτησης) οι χαρακτήρες της ταινίας θα διακρίνουν αυτό που ελάχιστοι δύναται να δουν. Η κάθε άλλο παρά από συμβατικότητα και κοινωνικότητα, συμπεριφορά τους (ο κάθε ήρωας είναι απρόβλεπτος και έχει τα δικά του διαπροσωπικά κενά), δεν θα τους εμποδίσει από το να βρεθούν σε περίοπτο σημείο. Όλοι οι παραπάνω χαρακτήρες και αρκετοί ακόμη που δεν αναφέρονται στο παρόν κείμενο θα επενδύσουν στην πιθανότητα να καταρρεύσει το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα. Τ’ ότι θα ρισκάρουν με μαθηματική βεβαιότητα, επειδή οι ραδιούργες τράπεζες και στη συνεχεία, οι απερίσκεπτοι καταναλωτές ζουν σε μια διαρκή ασυδοσία δεν μετατρέπει σε πιο αγνά τα κίνητρα τους, ούτε αποκρύπτει την κερδοσκοπική τους προδιάθεση. Όχι τη στιγμή που και αυτοί θα θησαυρίσουν με τρόπο εξίσου ανήθικο με την τραπεζική στεγαστική δανειοδότηση, στις πλάτες εκατομμυρίων Αμερικανών πολιτών.
Όσο και αν ο Μπεν Ρίρκετ, έχει αποτραβηχτεί και ζει έναν πιο ανθρώπινο και φυσιολατρικό βίο, όταν θα συνειδητοποιήσει πως η υπόθεση των νεαρών επενδυτών (Τσάρλι Λέντλει και Τζέιμι Μάι) στηρίζεται στη λογική, παρά τους ηθικούς του φραγμούς θα συμμετάσχει. Στο φινάλε, θα αποχωρήσει επιστρέφοντας στην περιβαλλοντική του απομόνωση, αφού πρώτα εξασφαλίσει ένα διόλου αμελητέο ποσό (80.000.000 εκατομμύρια δολάρια). Τουλάχιστον, οι νεόκοποι συνεργάτες του, όταν θα δουν πως οι τράπεζες ανθίστανται και κινδυνεύουν να ζημιωθούν από την επένδυση, ναι μεν θα επισκεφθούν τα γραφεία της, Wall Street Journal, για δημοσιοποίηση της τραπεζικής κατάλυσης αυτό όμως θα γίνει για οικονομικούς λόγους. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο Μαρκ Μπάουμ, μολονότι θα δείξει ένα πιο αμφίσημο προσωπείο που ενίοτε φλερτάρει και με την καταγγελτική ομιλία (στην ιδιωτική συγκέντρωση κατά την οποία παρίστανται οι βασικότεροι υπαίτιοι της παγκόσμιας οικονομικής κατάρρευσης) και διαρκώς συγκρούεται με μια επίφαση ηθικής, την ιδανική στιγμή θα βάλει στο (ήδη γεμάτο) χαρτοφυλάκιο του 750.000.000 εκατομμύρια δολάρια. Σε μια πολύ χαρακτηριστική σεκάνς και ενόσω η καθίζηση κωλυσιεργεί, μιας και οι τράπεζες έχουν επινοήσει έναν ακόμη τρόπο για να αντισταθούν και να απομυζήσουν ότι μπορούν (μετασχηματίζοντας – μεταπουλώντας τα δηλητηριώδη δάνεια με το συνθετικό εγγυημένο χρεωστικό ομόλογο), τα πράγματα θα αποσαφηνιστούν ακόμη πιο πολύ. Ο Μαρκ Μπάουμ θα επισκεφθεί κάποια από τις γνωστές εταιρείες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας για να πληροφορηθεί τον λόγο που αυτές καθυστερούν να βαθμολογήσουν με αρνητικό πρόσημο τα ασθενή, σχεδόν χρεωκοπημένα, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (εξαγορά των υψηλών οικονομικών δεικτών από τις τράπεζες). Όταν, θα εμφανίσει επικριτικά ψήγματα, η υπεύθυνη συνομιλήτρια θα τον τοποθετήσει στη θέση του, ενθυμίζοντας του πως και τα δικά του κίνητρα δεν συνηγορούν πως είναι αθώος.
Κάθε χαρακτήρας, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, φλερτάρει με την κερδοφορία και δείχνει να παρακινείται από το συμφεροντολογικό θέλγητρο της οικονομικής καταστροφής. Είναι η άτεγκτη και ανέγνοιαστη στάση των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και μια πραγματικότητα που εξακολουθεί να δείχνει το ίδιο αδυσώπητη και αντιπαραγωγική με τότε, που τους κάνει να φαίνονται λίγο πιο συμπαθητικοί. Ο Άνταμ ΜακΚέι, παρουσιάζει τους αμφιλεγόμενους του χαρακτήρες διατηρώντας την κατάλληλη απόσταση. Δεν τους κατακρίνει, ούτε όμως και τους υπερασπίζεται (με εξαίρεση, κάποιες σκηνές που αφορούν τον χαρακτήρα του Μαρκ Μπάουμ). Οι υπολογισμένες, διακινδυνευμένες πράξεις, καταδεικνύουν και την εσωτερική τους υπόσταση. Ούτως ή άλλως, το να καταπιάνεσαι μ’ ένα τόσο ψηλό διακύβευμα μπορεί να περιέχει και το ενδεχόμενο της εταιρικής χρεοκοπίας (στη περίπτωση του Μάικλ Μπέρι). Η οριστική γνωμοδότηση πάντως, για το αν είναι καλή η στάση των βασικών χαρακτήρων, τι στιγμή που κλυδωνίζεται συθέμελα το σύστημα κι αυτοί πλουτίζουν, απόκειται στον θεατή.
Όλοι οι ηθοποιοί συντείνουν, ώστε να ρίξουν περισσότερο φως στο επενδυτικό παρασκήνιο και να φωτίσουν τα σκοτεινά κίνητρα. Το ίδιο κάνει και ο σκηνοθέτης – (συν)σεναριογράφος της ταινίας. Εκτός από το αφηγηματικό πλαίσιο που κυρίως αφορά την αρχή ή το τέλος της ταινίας και ουδέποτε γίνεται καταχρηστικό, ο Άνταμ ΜακΚέι, επιστρατεύει παραπάνω μέσα για να κάνει προσιτό σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο το επίκαιρο, αντικαπιταλιστικό κείμενο του Μάικλ Λιούις. Πολλές φορές, οι ήρωες σταματούν τη δράση (σπάνε τον τέταρτο τοίχο) για να αποκαλύψουν μια άγνωστη πλευρά του χαρακτήρα τους ή για να αναφέρουν κάποια σεναριακή αυθαιρεσία. Άλλες φορές, ο σκηνοθέτης επιστρατεύει με διασκεδαστικό τρόπο, έκτακτες εμφανίσεις αναγνωρίσιμων προσώπων για να εξηγήσουν απλούστερα τους οικονομικούς όρους. Έτσι, από την οθόνη παρελαύνει η αιθέρια ηθοποιός, Μάργκοτ Ρόμπι, για να αναλύσει μέσα από μια αφρώδη μπανιέρα το εγγυημένο χρεωστικό ασφάλιστρο, ο ευφάνταστος σεφ, Άντονι Μπουρντέν για να μιλήσει την ώρα που μαγειρεύει για τη δομή ενός C.D.O και η νεαρή τραγουδίστρια, Σελίνα Γκόμεζ για να εξηγήσει παίζοντας ρουλέτα τη μέθοδο με την οποία λειτουργεί ένα συνθετικό C.D.O. Επιπρόσθετα, ένα τελευταίο στοιχείο που αξίζει να λογιστεί είναι πως το ρυθμικό, σφιχτοδεμένο μοντάζ συνεχώς αντιπαραβάλλει αντιπροσωπευτικές εικόνες που σαρκάζουν το παραπλανητικό αμερικάνικο όνειρο και την οικονομική αυθαιρεσία που περιλάμβανε αυτό. Δημιουργείται έτσι, ο κατάλληλος καμβάς, ο οποίος σε κάποιες περιπτώσεις συμπληρώνεται και από μερικά, εκκωφαντικά τραγούδια.
Όσον αφορά το ερμηνευτικό επιτελείο αυτό είναι καταπληκτικό. Ο Κρίστιαν Μπέιλ, σ’ έναν εξαίσιο δεύτερο ρόλο, ερμηνεύει τον αντικοινωνικό μα ευφυή γιατρό που εγκατέλειψε τον κλάδο της ιατρικής για να καταπιαστεί επιτυχώς με τις επενδύσεις. Στα χέρια του, ο Μάικλ Μπέρι, μετατρέπεται σ’ εκείνο το χαμηλόφωνο, αποτραβηγμένο πλάσμα που υπολογίζει με θρησκευτική ευλάβεια πως η στεγαστική φούσκα βρίσκεται προ των πυλών για να εκραγεί. Προβληματικός χαρακτήρας που του αρέσει να μονολογεί – φιλοσοφεί, ενώ κάθε φορά που καταβυθίζεται στους μαθηματικούς του υπολογισμούς, το κάνει με την υπόκρουση ακραίας μουσικής. Ο πυρετός του σορταρίσματος και οι ανθρώπινες θυσίες που προϋποθέτει τούτο, δεν θα μπορούσαν να αποτυπωθούν καλύτερα από τη γεμάτη ένταση και νεύρο σκηνή που ασκείται στα ντραμς. Οι Τζον Μαγκάρο και Φιν Γουίτροκ, στους ρόλους των Τσάρλι Λέντλει και Τζέιμι Μάι αντίστοιχα, αποτελούν ένα υπέροχο, υπερκινητικό ζευγάρι. Οι δύο ερμηνείες είναι αλληλένδετες και υποστηρικτικές. Διαθέτουν τόση φρεσκάδα, ενέργεια και πονηριά, όση ακριβώς χρειάζεται για να πείσουν ως αδιάκοπα ανερχόμενοι επενδυτές. Σε παρόμοιο μήκος ορμητικότητας, με λίγο μεγαλύτερο κομπασμό που δικαιολογείται από την ηλικία και την επαγγελματική σταδιοδρομία, ο Ράιαν Γκόσλινγκ στον ρόλο του οπορτουνιστή, Γκρεγκ Λίπμαν. Ο συγκεκριμένος ηθοποιός έχει αναλάβει και το αφηγηματικό κομμάτι της ταινίας. Από την άλλη, ο Μπραντ Πιτ στον ρόλο του Μπεν Ρίρκερτ είναι αυτός ο τραπεζίτης, που δεν κρύβει την απέχθεια που αισθάνεται για το σύστημα που υπηρετούσε, το πράττει όμως, με τρόπο νηφάλιο, έτσι ώστε να δικαιολογείται και η φυσιολατρική μεταστροφή στη ζωή του. Εκείνος που ξεχωρίζει όμως, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον είναι ο Στιβ Κάρελ, στον ρόλο του Μαρκ Μπάουμ. Ο γνωστός, κωμικός ηθοποιός, υποδύεται με απολαυστικό τρόπο, έναν νευρωτικό και ανεξέλεγκτο άνθρωπο. Ο χαρακτήρας του κουβαλάει ένα πιο δραματικό παρελθόν που τον έχει κατακρημνίσει. Γι’ αυτό και κάθε φορά που χάνει τον έλεγχο, ο Στιβ Κάρελ, δράττεται της ευκαιρίας για να αναδείξει την προβληματική του πτυχή. Η τελευταία, μπορεί να χαρακτηριστεί και δισυπόστατη, μιας και δεν είναι λίγες οι στιγμές, που δείχνουν έναν άνθρωπο που ακροβατεί μεταξύ ακεραιότητας (καταγγελία) και ασωτίας (επένδυση).