Επομενος Σταθμος, Ουτοπια
Ο Απόστολος Καρακάσης ύστερα από τον εξομολογητικό περίπατο στον κατάφυτο, ‘Εθνικό Κήπο‘ (2009) που κατέκτησε και το Βραβείο Κοινού στο 11ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, παρακολουθεί και καταγράφει την πρωτάκουστη για τα ελληνικά δεδομένα προσπάθεια κατάληψης και αυτοδιαχείρισης του εργοστασίου της ΒΙΟ.ΜΕ. (Βιομηχανικής Μεταλλευτικής) στη Θεσσαλονίκη από έναν μικρό, μα αποφασισμένο αριθμό, απλήρωτων και σε επίσχεση εργασίας, απασχολουμένων (70 εκ των οποίων μόνο οι 26 ακολούθησαν τη δικαστική οδό). Ο σκηνοθέτης, δίχως να γνωρίζει τι επρόκειτο πραγματικά να συμβεί (όπως και οι εργαζόμενοι, άλλωστε) βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στο διαφιλονικούμενο σημείο (2013), γεγονός που του επέτρεψε να αποτυπώσει την απόπειρα αυτή και να συνθέσει ένα χρήσιμο κινηματογραφικό χρονικό. Το τολμηρό εγχείρημα ανάκτησης και επαναλειτουργίας του εργοστασίου με κανόνες απόλυτης αυτοδιάθεσης, άμεσης δημοκρατίας και έμπρακτης αλληλεγγύης, αποτυπώνεται με εύληπτο και ουσιαστικό τρόπο στο 90λεπτο ντοκιμαντέρ (η κάμερα προσεγγίζει τους εργαζόμενους και αφουγκράζεται την εύθραυστη ψυχολογία, που προσδιορίζει τις απροπαρασκεύαστες επιλογές τους), το οποίο μπορεί να υπολείπεται από ενδιαφέροντα τεχνάσματα (τακτικά φλερτάρει επικίνδυνα με την τηλεοπτική αισθητική) και στο φινάλε να παρατίθεται με ταχύτατο τρόπο η μέχρι στιγμής έκβαση του αποτελέσματος (τίθεται θέμα για το αν έπρεπε να προσπεραστούν τόσο περιληπτικά, σημαντικά γεγονότα), δεν παύει όμως να κρίνεται ως μια ευπρόσδεκτη συμπύκνωση, αντιπροσωπευτική της ιδέας της αυτοδιαχείρισης, που αδιαλείπτως τοποθετεί στο επίκεντρο τον ανθρώπινο παράγοντα.
Όπως, οι παρορμητικοί και ως ένα βαθμό ανυποψίαστοι εργαζόμενοι που καταγράφει, έτσι και ο ίδιος ο σκηνοθέτης επιχειρεί κάτι πραγματικά άξιο λόγου: να συλλάβει στον φακό μια μη πραγματοποιήσιμη, ιδανική κατάσταση. Η επιχειρηματική, αντικαπιταλιστική συνθήκη που οραματίζονται οι εργαζόμενοι της καταλυμένης ΒΙΟ.ΜΕ. (οι αποφάσεις να λαμβάνονται κατόπιν ψηφοφορίας, να μην ενυπάρχουν ανώτεροι, να πληρώνονται όλοι με τα ίδια ποσά, να παράγουν και να πωλούν φθηνά, οικολογικά προϊόντα μέσα από ένα ανεξάρτητο δίκτυο αγοραπωλησίας) μόνο σαν ουτοπία θα μπορούσε να ιδωθεί, τη στιγμή που απ’ ότι φαίνεται και στην πράξη κάτι τέτοιο μόνο αβασάνιστο και αυτονόητο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί. Ωστόσο και μόνο που μεσούσης της οικονομικής κρίσης, κάποιοι (λίγοι) άνθρωποι επέλεξαν αυτό το τόσο κακοτράχαλο και απρόβλεπτο μονοπάτι από την παραίτηση και την απελπισία λειτουργεί με παραδειγματικό (εμψυχωτικό) τρόπο και για χιλιάδες άλλους, που βρέθηκαν στην ίδια ή ακόμη χειρότερη συγκυρία. Πόσο μάλλον, όταν ετούτο καταφέρνει να αναδείξει πτυχές και δυνατότητες της προσωπικότητάς τους, που ποτέ δε διανοήθηκαν πως διέθεταν.
Η λεπτομερέστατη κινηματογραφική αφήγηση της προσπάθειας αυτής, ξεκινάει τις ημέρες που οι απλήρωτοι εργαζόμενοι αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα δικά τους χέρια (Οκτώβριος 2013) και κλείνει μετά από 1 χρόνο, όταν και κατατέθηκε η αίτηση για σύσταση Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης (Φεβρουάριος 2014). Μια τέτοια πορεία φυσικά και δεν ακολουθήθηκε αιφνίδια ή αγόγγυστα, ενώ αξίζει να αναφερθεί πως είχε προηγηθεί η καθυστέρηση / διακοπή των πληρωμών (Μάιος 2011) και οι επαναλαμβανόμενες, 48ωρες απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζομένων, που αντίκρισαν μια ανένδοτη και ζημιωμένη από τη μητρική σύμπραξη (Φίλκερμαν – Τζόνσον, ένας κατασκευαστικός ελληνοβρετανικός όμιλος, όπου επικεφαλής και πρόεδρος του ελληνικού τμήματος ήταν ο Γιώργος Φιλίππου) εργοδοσία (διευθύνουσα σύμβουλος ήταν η Χριστίνα Φιλίππου), μέχρι να προχωρήσουν σε επίσχεση της εργασίας, κατάληψη του εργοστασίου και κατάσχεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του. Ο δεδομένος όμιλος, όσο και αν υπήρξε ιδιαίτερα επικερδής (1982 – 2009), με τη σφοδρή εμφάνιση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης (ή κρίση των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου), συμπαρέσυρε και τον κατασκευαστικό τομέα με αποτέλεσμα την τριετία 2009 – 2011 να ελαττωθεί σημαντικά η παραγωγή των κεραμικών πλακιδίων, της τσιμεντοκονίας και των υπόλοιπων δομικών υλικών που παρασκευάζονταν στο εργοστάσιο της Βιομηχανικής Μεταλλευτικής. Εντούτοις, δεν ήταν μόνο αυτός ο λόγος, που το εργοστάσιο οδηγήθηκε σε κατάρρευση και η εταιρεία σε αδυναμία καταβολής των εργασιακών της οφειλών, αλλά και οι λανθασμένοι χειρισμοί [τα επενδυτικά ανοίγματα την τετραετία 2004 – 2008 και ο ανοικονόμητος δανεισμός της θυγατρικής (ΒΙΟ.ΜΕ.) το 2010].
Μέσα σε ένα τόσο επισφαλές περιβάλλον, η αιφνιδιαστική κίνηση των εργαζομένων μόνο ως απελπισμένη δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Ακόμη κι αν κάποιος την κατηγορήσει ως τέτοια όμως, ξεχνάει κάτι πιο πολύτιμο. Την τολμηρή βούληση μιας μερίδας ανθρώπων, όχι μόνο να διεκδικήσουν τα δεδουλευμένα τους και να αποκαταστήσουν την αδικία, αλλά και να εξακολουθήσουν να δουλεύουν σε πείσμα της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, της νομικής κωλυσιεργίας και την κυβερνητικής απαξίωσης. Από την πρώτη στιγμή που εισέρχονται στο εργοστάσιο αυτό και προσπαθούν να βγάλουν άκρη με τα εναπομείναντα δομικά υλικά (τα οποία θα επανεξετάσουν και θα ανταλλάξουν για να πάρουν χρήσιμα υλικά), διαφαίνεται η ασυγκράτητη αυτή προδιάθεση. Όσο και αν δεν γνωρίζουν πως θα τα καταφέρουν και στην αρχή είναι μόνοι, εκείνοι θα ριχτούν στο απροσδιόριστο εγχείρημα και θα επιχειρήσουν να αντιδράσουν στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα που προτάσσει την ανεργία ως άφευκτη οδό. Ο Απόστολος Καρακάσης παρακολουθεί τον ενθουσιασμό των πρώτων συνεδριάσεων και την προσπάθεια να παράγουν κάποια διαφορετικά προϊόντα, κατάλληλα για να πωληθούν.
Επί της ουσίας, γίνεται μάρτυρας – καταγραφέας μιας διαδικασίας που προάγει τον γόνιμο διάλογο (συζητήσεις που καταλήγουν σε ψηφίσματα), το δημιουργικό πνεύμα (πειράματα που κύριο στόχο έχουν την παραγωγή αγαθών οικείας χρήσης) και τον εργασιακό ακτιβισμό (αυτοδιαχείριση και αυτοοργάνωση). Καταστάσεις πρωτόγνωρες για την πλειοψηφία των εμπλεκόμενων εργαζομένων δηλαδή, όπου μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν μάθει να επιτελούν συγκεκριμένες εργασίες και να ακολουθούν διαταγές. Γίνεται όμως και ισορροπιστής αυτής της διαδικασίας μιας και δεν είναι ελάχιστες οι φορές, που η αντίρρηση (για το αν μπορούν να λειτουργήσουν σαν πωλητές) και η έλλειψη εμπιστοσύνης (που αφορά τον τρόπο με τον οποίο φυλάχθηκε το ποσό που συγκεντρώθηκε από την αρχική, αλληλέγγυα συναυλία) ή το συναίσθημα της βαράθρωσης (όταν οι εβδομάδες παρέρχονται και τα αποτελέσματα είναι αποκαρδιωτικά) κατακλύζουν την οθόνη. Ο τρόπος που διαχειρίζεται αυτές τις ψυχολογικές εναλλαγές πάντως, σκηνοθετικά είναι υποδειγματικός, μιας και καμία στιγμή δεν εκπίπτει στην ευκολία της εκμετάλλευσης της αρνητικής συμπεριφοράς που επιδεικνύουν ορισμένοι (αν και κάποιες πρόσθετες, έτερες απόψεις δεν θα ήταν μεμπτές, καθότι θα παρουσίαζαν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα). Απεναντίας, τις παρουσιάζει με τρόπο τέτοιο, που ευνοείται η κατασκευή ενός εξιδανικευμένου περιβάλλοντος (ουτοπία). Όση οξυθυμία κι αν επέλθει, οι εργαζόμενοι (υπάρχει μια σύγχυση για τον επακριβή, διαρκώς μεταβλητό, συμμετέχοντα αριθμό) βρίσκονται εκεί για να δείξουν πως θα κοπιάσουν, μα στο τέλος θα τα καταφέρουν.
Με προεξάρχοντα τον συμπαθέστατο Μάκη Αναγνώστου (αν και η ιεραρχία δεν έχει καμία απολύτως θέση εδώ) που έχει αναλάβει την αντιπροσώπευση και το επικοινωνιακό σκέλος, οι ρηξικέλευθες δραστηριότητες των εργαζομένων γρήγορα θα βρουν την ανταπόκριση, την υποστήριξη, την προβολή και την καθοδήγηση που τόσο έχουν ανάγκη από μια σημαίνουσα μερίδα ανθρώπων που ξεπερνάει τα περιορισμένα όρια της Ανατολικής Θεσσαλονίκης και της Ελλάδας. Τα αρχικά ταξίδια ανά την επικράτεια θα τελεστούν για να πληροφορήσουν το ανύποπτο κοινό, για την ύπαρξη και τον τρόπο που λειτουργεί η πρώτη αυτοδιαχειριζόμενη βιομηχανία στη χώρα, για να διαφημίσουν τα καθαριστικά προϊόντα οικιακής χρήσεως και να τα προσφέρουν σε κάποια συμφέρουσα τιμή, για να παρουσιάσουν, σε τελική ανάλυση, τα προτερήματα που έχει η μεταστροφή στην εργατική αυτοδιάθεση και να προτάξουν ένα καλύτερο και αναμφισβήτητα πιο δίκαιο παραγωγικό μοντέλο. Απώτερο μέλημα, όμως, δεν θα μπορούσε παρά να είναι η εγκαθίδρυση ενός επεκταμένου πλέγματος αλληλεγγύης που θα ενεργεί προς όφελος του εργοστασίου. Μόνο με την αμέριστη υποστήριξη των θέσεων και των αιτημάτων του εργοστασίου από την κοινωνία θα μπορούσε η αυτόνομη απόπειρα της ΒΙΟ.ΜΕ. να έχει επιτυχή κατάληξη και να απαλλαχθεί από κάθε αποφατική παρέμβαση.
Πράγματι, η στάση της κοινωνίας και των αριστερών κινημάτων υπήρξε παραδειγματική και αρκούντως υποστηρικτική. Κορωνίδα αποτέλεσε η ίδρυση της Πρωτοβουλίας Αλληλεγγύης (Αθήνα) ή και της Ανοιχτής Πρωτοβουλίας Αλληλεγγύης (Θεσσαλονίκη) στον δίκαιο αγώνα της ΒΙΟ.ΜΕ., που φρόντισαν να οργανώσουν μια σειρά από εκδηλώσεις (συναυλίες – πάρτι οικονομικής ενίσχυσης, συζητήσεις – παρουσιάσεις του εγχειρήματος, ολιγοήμερες δράσεις και κινητοποιήσεις συμπαράστασης έξω από τα δικαστήρια ή και το ίδιο το εργοστάσιο) και να συσπειρώσει πολιτικούς παράγοντες (η δημοτική κίνηση ‘Θεσσαλονίκη Ανοιχτή Πόλη’, το παράρτημα ‘Εργατικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ’, οι δυνάμεις της ‘ΑΝΤΑΡΣΥΑ’, όχι όμως και το ΚΚΕ που από την πρώτη στιγμή εναντιώθηκε στην πρωτοβουλία). Συνάμα, δεν απουσίασε η συμπαράταξη με λοιπές, αδικημένες κοινωνικές ομάδες (οι 595 απολυμένες καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών) και η ταύτιση με ανάλογες, εκκολαπτόμενες προσπάθειες (η απόπειρα αυτοτέλειας της ‘Εφημερίδας των Συντακτών‘). Στο ντοκιμαντέρ του Απόστολου Καρακάση πολλά από τα παραπάνω παραλείπονται, μιας και εκτός του ότι δεν είναι λίγες οι δράσεις που σημειώθηκαν, επιλέγονται οι πιο αντιπροσωπευτικές. Εκείνες που επηρέασαν την αυτοδιοικούμενη προσπάθεια και καθόρισαν τα πρώτα ασταθή βήματα του σωματείου των εργατοϋπαλλήλων της Βιομηχανικής Μεταλλευτικής (αντιπρόσωποι του ριζοσπαστικού κινήματος ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση), αλλά και αυτές που προσφέρουν απαραίτητο υλικό για να προκληθούν μετακινηματογραφικές συζητήσεις (εκπρόσωποι του κοινοβουλίου, είτε αυτοί πηγάζουν από το αντιπολιτευόμενο είτε από το κυβερνών κόμμα).
Αποτυπώνεται, η συμβουλευτική επίσκεψη του γραμματέα (Ραούλ Γκοντόι) του σωματείου της εξαιρετικά επιτυχημένης προσπάθειας αυτοδιαχείρισης, που πραγματοποιήθηκε σε ένα από τα πιο ιστορικά και προσοδοφόρα εργοστάσια δομικών υλικών της Λατινικής Αμερικής (στην αργεντίνικη κεραμοποιεία Ζανόν, η οποία έγινε σημείο έντονων και ιδιαίτερα βίαιων αντιπαραθέσεων), τον Μάιο του 2013. Οι κοινές συνιστώσες, τόσο όσον αφορά τον αρχικό, παραγωγικό χαρακτήρα των δύο εταιρειών όσο και της άκαμπτης επιθυμίας για αυτονομία (λόγω της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και υπαγωγής των εταιρειών σε καθεστώς χρεοκοπίας) θα εμπνεύσουν τον σεβασμό στα μέλη της ΒΙΟ.ΜΕ. που παραβρέθηκαν στην ενδιαφέρουσα συζήτηση. Πόσο μάλλον, όταν επί 11 χρόνια, το παράδειγμα της Ζανόν συνεχίζει να εμπνέει ανάλογες διαχειριστικές πρωτοβουλίες σε όλο τον κόσμο. Το γεγονός, θα καταστήσει σαφές στους παρευρισκόμενους πως μόνο με απόλυτη εμπιστοσύνη και ισομερή καταμερισμό των όποιων αρμοδιοτήτων θα καταφέρουν να φτάσουν στο επιθυμητό, ουτοπικό αποτέλεσμα. Έναν χρόνο αργότερα, η παρουσία μιας άλλης προσωπικότητας θα αποσπάσει, όχι μόνο την προσοχή των εργαζομένων της ΒΙΟ.ΜΕ., αλλά και των μέσων ενημέρωσης (γεγονός θεμιτό).
Η Ναόμι Κλάιν, η ονομαστή ακτιβίστρια, δημοσιογράφος και συγγραφέας του πολύκροτου ‘Δόγματος του Σοκ‘, ξεναγήθηκε στις εγκαταστάσεις του εργοστάσιου, γνώρισε ορισμένους από τους εργαζομένους και συνομίλησε με πλήθος ανήσυχων – αλληλέγγυων επισκεπτών, όχι μόνο για τις απάνθρωπες επιπτώσεις ενός ανεξέλεγκτου νεοφιλελευθερισμού, αλλά και για όσες γεννιούνται στα πιο απρόσμενα σημεία και κάτω από τις πιο δυσχερείς συνθήκες, προτάσσοντας ένα εναλλακτικό, οικονομικό μοντέλο, παραγωγικής διαχείρισης (ΒΙΟ.ΜΕ.). Δεν είναι πάντως μόνο, επειδή κάποιοι παρευρέθηκαν στο εργοστάσιο (εκ των οποίων και ο Πρόεδρος της πρώην Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος από το πόστο αυτό υποστήριξε σθεναρά την προσπάθεια), αλλά και τα ταξίδια που πραγματοποίησαν οι ίδιοι που γιγάντωσαν το αίσθημα της αλληλοϋποστήριξης. Πιο σπουδαία στιγμή, θα πρέπει να θεωρηθεί το εξωστρεφές ταξίδι στο Βερολίνο. Η συμμετοχή του Μάκη Αναγνώστου, όχι μόνο στο φόρουμ συζήτησης, αλλά και στην αντικαπιταλιστική, πολυμορφική πορεία στους δρόμους της γερμανικής πρωτεύουσας είναι συγκινητική και θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μια μεγάλη επιβράβευση για τον αγώνα όλων των εργαζομένων του σωματείου. Κατόπιν τούτου, έναν χρόνο μετά τη λειτουργία της παρθενικής, αυτοδιαχειριζόμενης βιομηχανικής μονάδας στην Ελλάδα (2014), συζητήθηκε με σοβαρότητα και ακριβολογία, η πρόταση για να μετατραπεί σε ΚΟΙΝ.Σ.ΕΠ. (Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση), με την πιθανότητα να αποκτήσει ένα πλατύ νομοθετικό πλαίσιο που θα τις επιτρέπει να παράγει και να εξάγει τα προϊόντα (είχαν προηγηθεί συναντήσεις με τον Υφυπουργό Εργασίας Βασίλη Κερκέρογλου). Σημειωτέον, το υπάρχον νομικό σύστημα της Ελλάδας δεν επιτρέπει την αυτοδιαχείριση και παρά τις βεβαιώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, η θεσμοθέτηση μιας τέτοιας μορφής παρέμεινε ουτοπική, όταν ο τελευταίος ανέλαβε με θριαμβευτικό τρόπο τη διακυβέρνηση της Ελλάδας (2015).
Η δικαστική αίτηση για επαναφορά του εργοστασίου στην πρότερη εργοδοσία, περιέπλεξε ακόμη περισσότερο το ήδη θαμπερό τοπίο, ενώ επανειλημμένα οδήγησε στις αίθουσες των δικαστηρίων τους αγωνιζόμενους και ανυποχώρητους εργαζομένους της ΒΙΟ.ΜΕ. Δεν ήταν μόνο το χρονικό και ψυχικό κόστος, αλλά και η αμεταμέλητη συμπεριφορά της τελευταίας διευθύνουσας συμβούλου του εργοστασίου. Η Χριστίνα Φιλίππου είχε καταδικαστεί δύο φορές από το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης (για 123 και 43 μήνες φυλάκιση, αντίστοιχα) μιας και μετά τη χρεοκοπία της Φίλκερμαν – Τζόνσον (2011) εγκατέλειψε το εργοστάσιο χωρίς να αποπληρώσει τα χρωστούμενα δεδουλευμένα των εργαζομένων. Ταυτόχρονα, είχε αφήσει ένα κάθε άλλο παρά αδιάφορο χρέος στο Δημόσιο (ΔΕΗ Α.Ε., ΕΥΑΘ Α.Ε.), το οποίο μετά από την κατάληψη και λειτουργία της μονάδας, αλλά και τη δυσχέρεια στο να γίνει μια ευνοϊκή, νομοθετική αναθεώρηση, το επωμίζονταν οι εργαζόμενοι της Βιομηχανικής Μεταλλευτικής.
Η Χριστίνα Φιλίππου καταλαμβάνει σημαντικό κινηματογραφικό χρόνο και αυτό είναι κάτι που προσμετρείται στα πολύ θετικά του ντοκιμαντέρ. Η παρουσία της δίνει τη δυνατότητα στο κοινό να εισακούσει και την άλλη, αντιτιθέμενη πτυχή και το ντοκιμαντέρ να αποκτήσει ένα πιο συγκροτημένο και σαφέστατα περισσότερο αμερόληπτο περιεχόμενο. Ο Απόστολος Καρακάσης παρουσιάζει τη θέση της πρώην αρμόδιας, της βιομηχανικής μονάδας, χωρίς να την κατακρίνει ή να την εκθέτει, η ίδια η (εργοδοτική) στάση που έχει κρατήσει είναι αρκετή για να γίνει αυτό. Από την πρώτη στιγμή που εμφανίζεται δείχνει πρόθυμη να συγκρουστεί με τους καταπατητές και να ακολουθήσει μέχρι τέλους τη δικαστική οδό. Μολονότι, οφείλει χρήματα στους μέχρι πρότινος εργαζομένους της, όπως και στο ίδιο το κράτος ή τρίτους (το σύνολο των χρεών ανέρχεται σε εκατομμύρια ευρώ), δεν δείχνει αρκετό για να αμβλύνει το σκοπό της, όχι όσο αντιμετωπίζει και εκείνη με τη σειρά της σαν προσωπικό στοίχημα το να καταφέρει να ανακαταλάβει τη βιομηχανία που άλλοτε διεύθυνε. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που προσδοκά είναι να μην μπορέσουν οι εργαζόμενοι να διαχειριστούν το εργοστάσιο με τον ριζοσπαστικό, παράτυπο τρόπο που το επιθυμούν. Οι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποιεί είναι μετριασμένοι αποκρύπτοντας την ειλικρίνεια των σκέψεων της, το ίδιο και ο νηφάλιος τρόπος με τον οποίο μιλάει. Δεν είναι όμως, μόνο η Χριστίνα Φιλίππου, αλλά και ο σύνδικος (έχει οριστεί με βάση τον ισχύοντα κανονισμό για να χειρισθεί την πτωχευτική διαδικασία), που έχει μερίδιο ευθύνης στη στάση που κρατάει το δικαστήριο. Συνακόλουθα, η πρόταση για εκποίηση των ποικίλων περιουσιακών στοιχείων της πτωχευμένης Φίλκερμαν (ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται και το διαμφισβητούμενο εργοστάσιο της ΒΙΟ.ΜΕ.), δείχνει και τα μετρημένα περιθώρια του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου (ο εργαζόμενος μειονεκτεί).
Το τελευταίο είναι κάτι που επισημαίνεται, αλλά δεν αναλύεται επαρκώς στο συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ και κάτι τέτοιο δεν θα ήταν επιλήψιμο εάν τους τελευταίους μήνες δεν υπήρχε η ανησυχία για μια ενδεχόμενη αστυνομική επέμβαση (είτε για κατάσχεση του παράνομου προϊόντος είτε για απελευθέρωση της καταλυμένης μονάδας). Παρά τα όποια προβλήματα (οικονομικής, νομικής, μέχρι και συνεργατικής φύσεως) που είδαν πως εμπεριέχει μια τόσο μεγαλεπήβολη και πρωτοφανής πρωτοβουλία ή τις απειλές που δέχονται (εντολή διακοπής του ρεύματος), οι εργαζόμενοι επιχείρησαν το ακατόρθωτο. Χωρίς να έχουν την παραμικρή, ακτιβιστική τριβή, δημιούργησαν ένα ταμείο αλληλεγγύης, ανακατέλαβαν το εργοστάσιο στο οποίο εργάζονταν, κατάσχεσαν τα υλικά – μηχανήματα, δημιούργησαν εκ του μηδενός τα δικά τους προϊόντα (οικολογικά καθαριστικά οικιακής χρήσης), διαμόρφωσαν ένα εθνικό δίκτυο αλληλεγγύης – υποστήριξης. Με απλά λόγια επέδειξαν αγωνιστικά αντανακλαστικά, πραγμάτωσαν εργασίες που δεν ακολουθούσαν την παραδοσιακή γραμμή παραγωγής και επιδόθηκαν στην προώθηση – προβολή, όχι μόνο των προϊόντων που παρήγαγαν, αλλά και της ιδέας της αυτοοργανωτικής διαχείρισης που θα έπρεπε να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση ή έστω επιλογής σε εφάμιλλες περιπτώσεις. Γι’ αυτό το λόγο, το αυτοδιευθυνόμενο εργοστάσιο της ΒΙΟ.ΜΕ. αποτελεί ένα σύμβολο προσμονής και αυταπάρνησης ενάντια στη λαίλαπα της κοινωνικής καταστροφής, το οποίο πέρα από κάθε πτωχευτικό κώδικα, οφείλει να προστατευθεί από τις διαθέσεις μιας ανεύθυνης εργοδοσίας και να περάσει με νόμιμες, μεταρρυθμιστικές διαδικασίες στα χέρια των εργαζομένων. Κατ’ αυτή την έννοια, πέρα από ένα απολαυστικό χρονικό, το ντοκιμαντέρ δεν λειτουργεί μόνο σαν μηχανισμός καταγραφής για την προσπάθεια αυτή, αλλά και ως μοχλός πίεσης προς μια τέτοια κατεύθυνση. Μπορεί η αντικαπιταλιστική ουτοπία να καθυστερεί να φτάσει, η διαδρομή όμως, μέχρι τη μερική ή και ολοκληρωτική αθέτηση των προσδοκιών δείχνει πως βρίσκεται, έστω και εικονικά, εκεί.