Λαμπεντουζα

Σε μια ιδιαίτερα τεταμένη και απαισιόδοξη περίοδο, κατά την οποία, από τη μια πλευρά, οι βίαιες μετατοπίσεις τεράστιων πληθυσμιακών ομάδων (από την Υεμένη μέχρι τη Σομαλία και από τη Λιβύη μέχρι τη Συρία), δεν λένε να κοπάσουν, όσο η παντελής έλλειψη βασικών αγαθών και οι εμφύλιες συρράξεις μαίνονται στις χώρες αυτές, και από την άλλη, η ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική επιβάλλει ολοένα και μεγαλύτερες περικοπές σε δεδουλευμένα, συντάξεις ή κοινωνικά επιδόματα και μετά τον ασύδοτο τραπεζικό δανεισμό ακολουθείται το ανελέητο μονοπάτι της περιουσιακής υφαρπαγής, ταινίες μυθοπλασίας, όπως το ‘Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ‘ του Κεν Λόουτς (2016) ή τεκμηρίωσης, όπως το ‘Φωτιά στη Θάλασσα‘ του Τζιανφράνκο Ρόζι (2016), κρίνονται πιο αναγκαίες από ποτέ. Πόσο μάλλον, όταν η Ευρώπη, αντί να ακολουθήσει μια πολιτική (κοινωνική / οικονομική) διαφορετική και πιο ανθρώπινη στο εσωτερικό της και να βοηθήσει τους απελπισμένους πρόσφυγες που καταπλέουν (στην ιταλική Λαμπεντούζα ή την ελληνική Λέσβο), οχυρώνει τα σύνορά της (Σλοβενία, Ουγγαρία, Κροατία, Σερβία, ΠΓΔΜ) και επιλέγει να εκπροσωπηθεί από ανθρώπους, οι οποίοι σκόπιμα, καλλιεργούν κλίμα ξενοφοβίας και ισλαμοφοβίας – ατμόσφαιρα που εντείνουν φυσικά και οι τρομοκρατικές επιθέσεις από εξτρεμιστές ισλαμιστές σε διάφορες περιοχές της ηπείρου. Δεν είναι όμως, μονάχα η τέχνη του κινηματογράφου, που προσπαθεί να αφουγκραστεί, να καταγράψει και να επικοινωνήσει αυτή την τόσο άτεγκτη και δυσοίωνη πραγματικότητα, με απώτερο στόχο την ευαισθητοποίηση και τον προβληματισμό, αλλά και άλλες περιπτώσεις καλλιτεχνικών έργων, που ανήκουν για παράδειγμα, στον χώρο των παραστατικών τεχνών.

Μια τέτοια περίπτωση είναι και η ‘Λαμπεντούζα‘ (2015), που έγραψε ο Βρετανός θεατρικός συγγραφέας Άντερς Λουστγκάρτεν, μετά από επιθυμία του φημισμένου θεάτρου του Σόχο. Έργο το οποίο γράφτηκε στο πλαίσιο ενός αφιερώματος για το σύγχρονο πολιτικό θέατρο και ο αντίκτυπός του υπήρξε τέτοιος, που όχι μόνο επαναλήφθηκε στο Hightide Festival, το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, αλλά έναν χρόνο μετά το φιλόξενο Θέατρο του Νέου Κόσμου και ο πάντα δραστήριος και οξυδερκής σκηνοθέτης Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, ανέλαβαν την ελληνική του μεταγραφή (στην αρκετά καλή μετάφραση βρίσκεται, η Αγγελική Κοκκώνη με συνεργάτιδα την Κοραλία Σωτηριάδου) με αντίστοιχα σημαντική επιτυχία. Διαθέτοντας ένα ικανοποιητικό πρωταγωνιστικό δίδυμο (Αργύρης Ξάφης και Χαρά – Μάτα Γιαννάτου), η παραστατική δύναμη του πρωτότυπου κειμένου μεταφέρεται αμετάβλητη στο σανίδι και ο θεατής βιώνει μια εμπειρία, που παρά το οδυνηρό της περιεχόμενο και μερικές ενστάσεις γι’ αυτή την προσαρμογή, στο τελείωμα, συγκινεί αβίαστα και σκορπίζει απλόχερα ελπίδα.

Ο Αργύρης Ξάφης ερμηνεύει έναν Ιταλό που ζει στη Λαμπεντούζα της Ιταλίας και η Χαρά – Μάτα Γιαννάτου μια Κινεζοεγγλέζα, που διαβιώνει στο Μπίστον της Μεγάλης Βρετανίας. Ο ένας είναι ψαράς και περισυλλέγει ανθρώπινα πτώματα εκτός από ψάρια, ενώ η άλλη είναι υπάλληλος σε κάποια ιδιωτική εταιρεία είσπραξης καταναλωτικών δανείων και φοιτήτρια. Άνθρωποι από πολύ χαμηλά κοινωνικά στρώματα αμφότεροι, μπορεί να έχουν γεννηθεί σε διαφορετικές περιοχές της Ευρώπης, το παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό σύστημα όμως, τους αναγκάζει να κάνουν πράγματα ασύλληπτα, για να επιβιώσουν. Η οικονομική ανέχεια, ο φυλετικός ρατσισμός και ο κοινωνικός εκτοπισμός δεν αφορά μόνο τους εξαθλιωμένους πρόσφυγες, που καταφέρνουν να φτάσουν με φρούδες ελπίδες στη Γηραιά Ήπειρο, μα και αυτούς που είναι υπήκοοι κρατών, φαινομενικά πιο εύρωστων, δίκαιων, προοδευτικών και ανεπτυγμένων, και αυτό είναι κάτι που γίνεται διακριτό από την πρώτη στιγμή στο κείμενο, που έγραψε ο Άντερς Λουστγκάρτεν. Μοιρασμένο σε δύο ισόποσα και ισοβαρή σκέλη, το εν λόγω θεατρικό, μπορεί στο άκουσμα του τίτλου να δίνει την εντύπωση, πως εξελίσσεται εξ ολοκλήρου στο μεγαλύτερο νησί των Πελάγιων Νήσων (τη ξακουστή Λαμπεντούζα), όμως, κάτι τέτοιο μόνο κατά ένα μέρος συμβαίνει (το υπόλοιπο διαδραματίζεται στο Μπίστον, το όχι και τόσο γνωστό προάστιο της πόλης του Ληντς) και πιο πολύ λειτουργεί σαν έναυσμα, για να αναδείξει πρόσθετες προεκτάσεις του ίδιου προβλήματος. Το γεγονός αυτό κάνει το έργο πιο αποτελεσματικό και ενδιαφέρον, αρκετά περισσότερο, όταν διαθέτει στον πυρήνα του, δύο χαρακτήρες, οι οποίοι αν και θεωρούνται Ευρωπαίοι πολίτες ζουν στο κοινωνικό περιθώριο, βιώνοντας τις καταστρεπτικές συνέπειες της άνισης παγκόσμιας κατανομής του πλούτου (απόρροια της οποίας είναι και τα αθρόα προσφυγικά – μεταναστευτικά ρεύματα).

Στη μια από τις ιστορίες, πάντως, το περιεχόμενο δικαιώνει τον γεωγραφικό προσδιορισμό της ονομασίας του έργου, μιας και η δράση λαμβάνει μέρος στο πολύπαθο νησί της Ιταλίας. Ο Στέφανο έχει διδαχθεί να εφαρμόζει την τέχνη του ψαρέματος από τους προγόνους του (ομοίως, και οι πιο πολλοί κάτοικοι αυτού του απομακρυσμένου μέρους). Οι καταιγιστικές εξελίξεις των τελευταίων ετών, όμως, έχουν υποχρεώσει τον ίδιο να (ανα)προσαρμοστεί σε μια κατάσταση τόσο δραματική, που ξεπερνάει το ανθρώπινο μέτρο: χιλιάδες μετανάστες συρρέουν από χώρες της Αφρικής και της Ασίας, για ένα καλύτερο μέλλον και αρκετοί από δαύτους δεν καταφέρνουν να φτάσουν σώοι στην ακτή, μιας και πνίγονται στα ανοιχτά της Λαμπεντούζας. Κατά μια έννοια, σε μεγάλο βαθμό, τα ψάρια και η αταραξία της νησιωτικής ζωής έχουν αντικατασταθεί από τα νεκρά κορμιά των προσφύγων και την αναστάτωση που προξενεί, η είδηση του εντοπισμού κάποιας παραφορτωμένης και μισοβυθισμένης βάρκας.

Ο Στέφανο αναπολεί το ένδοξο παρελθόν της Λαμπεντούζας και εκφράζει την απογοήτευσή του για τον φτωχικό βίο που διάγει, στην αρχική σκηνή. Δεν αργεί, όμως, να επικρίνει τόσο την ανεπαρκή στάση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων όσο και την επιλογή των προσφύγων να κάνουν ένα ταξίδι τόσο επικίνδυνο όσο είναι τούτο, για να φτάσουν σε μια Ευρώπη, που δεν τους θέλει και έχει τα δικά της οικονομικά προβλήματα. Θα μπορούσε να ειπωθεί, πως στο πρόσωπο του Στέφανο καθρεφτίζεται ο μέσος Ευρωπαίος (όχι, η πιο μισαλλόδοξή του μορφή), που βλέπει με αγωνία και επιφύλαξη μια τόσο μεγάλη ανθρώπινη εισροή. Εξαιτίας του επαγγέλματός του, όμως, παρουσιάζει ένα πιο ανθρώπινο προσωπείο. Χαρακτηριστικό είναι πως εκφράζει τη βαθύτατη λύπη του, όταν ανασύρει από τη θάλασσα νεαρούς άνδρες και μικρά παιδιά. Οι περιγραφές, για τα άψυχα σώματα σοκάρουν (η διαβρωτική επίδραση του θαλασσινού νερού, το πόσο ελαφριά είναι τα σώματα των ανήλικων τέκνων). Συνάμα, ο Στέφανο αναδεικνύει και μια ακόμη παράμετρο, αυτή που θέλει την οικογένειά του και την υπόλοιπη κοινωνία, να συνηθίζει ή να αδιαφορεί στην ιδέα του θανάτου. Ο Στέφανο βιώνει μια σκληρή καθημερινότητα, την ένταση της οποίας δεν την μετριάζει κάποιος. Κατάσταση, η οποία θα αλλάξει συθέμελα, όταν ο Ιταλός ψαράς συναντήσει τον Μοντίμπο έναν νεαρό μετανάστη από την Αφρική. Ο Στέφανο παρά την όποια προκατάληψη ή και ενδοιασμό, θα ζητήσει τη βοήθειά του τελευταίου, για να επισκευάσει τη βάρκα του. Ενέργεια που θα του δώσει τη δυνατότητα να δει έναν πρόθυμο και αξιόλογο άνθρωπο, καθώς επίσης, να λάβει το πιο άσπιλο και ανεπιτήδευτο χαμόγελο. Θα είναι τόσο κατακλυσμιαία η γνωριμία του με αυτόν τον μετανάστη, που θα τον κάνει να αναθεωρήσει όλα όσα πίστευε και να θέσει σε κίνδυνο ακόμα και τη ζωή του, για να τον εξυπηρετήσει, όποτε οι συνθήκες το απαιτήσουν.

Μπορεί σε σημεία το εξεζητημένο καλλιτεχνικό ύφος, να επισκιάζει τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να εμφανίζεται ένας φτωχός Ιταλός ψαράς, ο Αργύρης Ξάφης, όμως, αποδίδει με επάρκεια τα αφηγηματικά του μέρη. Μετρημένος στις κινήσεις και τις εκφράσεις του στην αρχή, δεν αργεί να ξετυλίξει το ταλέντο του, όταν περιγράφει με ευφράδεια την κατάσταση των νεκρών σωμάτων που συναντά, ο Στέφανο. Το ίδιο και όταν ο ψαράς ασκεί κριτική στην Ευρώπη, εκθέτει τα κυκλώματα διακίνησης μεταναστών ή προβληματίζεται για τους λόγους που οδηγούν τους ανθρώπους στην προσφυγιά. Είναι όμως, όταν γνωρίζει τον μετανάστη Μοντίμπο, που προσεγγίζει και άλλες συναισθηματικές περιοχές (πέρα από τον θυμό και τη λύπη) και σκιαγραφεί με ολοκληρωμένο τρόπο τον χαρακτήρα του ήρωά του. Στη δε σεκάνς της θαλασσοταραχής, αποδεικνύεται σε διηγητή ολκής, έτσι όπως χρησιμοποιεί το σώμα, το πρόσωπο ή τη φωνή, για να αφηγηθεί τη βιαιότητα της φουρτουνιασμένης περιπέτειας.

Όσον αφορά, τη δεύτερη, παράλληλη ιστορία της ‘Λαμπεντούζας’, το θεατρικό κοινό, όπως επισημάνθηκε και προηγουμένως, μεταφέρεται νοερά στο μακρινό Μπίστον της Μεγάλης Βρετανίας. Εκεί, η Ντενίζ έχει αναλάβει τον άχαρο εργασιακό ρόλο, να επισκέπτεται όσους έχουν δανειστεί χρήματα, χωρίς να τα επιστρέψουν. Μεγαλωμένη σε ένα από τα πιο φτωχά προάστια, από μια Αγγλίδα μητέρα, που δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ πραγματικά για την κόρη της και έναν Κινέζο πατέρα που δεν γνώρισε, έχει σκληραγωγηθεί αρκετά, για να καταφέρει να αποδράσει από το γενέθλιο περιβάλλον. Τόσο, που όταν επισκέπτεται τους ανθρώπους που χρωστούν, δεν δείχνει κανέναν οίκτο στα πρόσωπά τους. Η Ντενίζ, μάλιστα, δε διστάζει να επικρίνει τους δανειολήπτες που έχουν λάβει υπερβολικά ποσά, από τη στιγμή που δεν έχουν τη δυνατότητα να ανταπεξέλθουν. Άλλωστε, η ίδια δεν προέβη ποτέ σε μια παρόμοια κίνηση και εργάζεται, για να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπέστατη διαβίωση και να πληρώσει τις σπουδές της. Συγχρόνως, έχοντας βιώσει τον ρατσισμό, λόγω της μεικτής της εμφάνισης, εκδηλώνει την απέχθειά της, σε όλους όσους συμπεριφέρονται με τρόπο απαξιωτικό στους μετανάστες, ενώ όσο και αν δείχνει, πως μισεί τη μητέρα της, δεν παύει να την υποστηρίζει, κάθε φορά, που πρόκειται να εξεταστεί από την υγειονομική επιτροπή, για να εξασφαλίσει το χορηγούμενο ποσό της αναπηρίας. Την κυνικότητα με την οποία έχει μάθει να εργάζεται και να συναναστρέφεται με τους ανθρώπους, θα αλλάξει η συνάντησή της με την Καρολίνα, μια Πορτογαλέζα μητέρα, που έχει καθυστερήσει να πληρώσει κάποιο ποσό. Στο πρόσωπο τούτης της γυναίκας θα βρει έναν άνθρωπο, για να συνομιλήσει εγκάρδια και ειλικρινά (για πρώτη φορά στον βίο της). Θα είναι τέτοια η επίδραση της Καρολίνας, στον εσώτερο κόσμο της Ντενίζ, που η τελευταία θα επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητες και τις πεθυμιές της.

Η Χαρά – Μάτα Γιαννάτου δεν ξεχωρίζει ερμηνευτικά με τον τρόπο που το κάνει ο Αργύρης Ξάφης, ούτως ή άλλως, η ηρωίδα που υποδύεται δεν αποβλέπει στη συμπάθεια του κοινού, μέσα από κάποια πράξη αγάπης και αλτρουισμού. Στέκεται όμως, και εκείνη στο ύψος των περιστάσεων, ενώ για όσους δεν την έχουν παρακολουθήσει ξανά στο θέατρο, πιθανώς, να αποτελέσει μια ευχάριστη έκπληξη. Αυστηρή, απόμακρη και άκαρδη, προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα στον θεατή, όσο ως Ντενίζ, περιγράφει το πλαίσιο στο οποίο ενηλικιώθηκε, τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τους ανθρώπους και την άποψη που έχει για τη μητέρα της. Θα χρειαστεί να φτάσει κανείς, στο καθοριστικό εκείνο σημείο της συνάντησης με την Καρολίνα, για να προσπελάσει μαζί με την τελευταία, τον περίκλειστο κόσμο της Ντενίζ. Στιγμή, η οποία δίνει την ευκαιρία στη νεαρή ηθοποιό, να ψηλαφίσει και εκείνη με τη σειρά της, πιο ευαίσθητες και τρυφερές πτυχές του ρόλου της.

Πέρα, πάντως, από το καθαυτό περιεχόμενο των ιστοριών και τις σπουδαίες ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών, ξεχωρίζει και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε επί σκηνής το εν λόγω ανέβασμα. Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, η αφήγηση της ιστορίας με τον Ιταλό ψαρά εναλλάσσεται με εκείνη της ιστορίας με την Κινεζοεγγλέζα υπάλληλο και τούτο είναι κάτι που απαιτεί συγκεκριμένη διαχείριση, τόσο για εκείνον που εξιστορεί όσο και γι’ αυτόν που σωπαίνει. Συνακόλουθα, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος μεταβαίνει με φυσικό και ομαλό τρόπο από τη μια αφήγηση στην άλλη (υπάρχει μια ροή, η οποία, παρά την κατ’ επανάληψη διαδοχή, δεν διασπάται) και εκμεταλλεύεται όλο τον χώρο της σκηνής (όχι, μόνο τα σκηνικά αντικείμενα που βρίσκονται πάνω σε αυτή, αλλά και τις ελεύθερες περιοχές). Λαμβάνοντας υπόψη, πως η κίνηση ή η στάση των ηθοποιών παίζει σημαντικό ρόλο, καθόσον κατοπτρίζει το σημείο που ευρίσκονται και το πως αισθάνονται οι ήρωες που ερμηνεύουν, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος κάνει τις απαραίτητες τοποθετήσεις. Κάθε φορά, που ο ένας από τους δύο ερμηνευτές αναλαμβάνει να συνεχίσει την ατομική του διήγηση, ο άλλος περνά προσωρινά στο περιθώριο: είτε κάθεται γονυπετής και αγκαλιάζει κάποιον κορμό είτε κοντοστέκεται στα πλάγια και μετακινείται στο πίσω μέρος της σκηνής. Επιπροσθέτως, είναι τέτοια η δομή των ιστοριών, που περισσότερο αποσκοπεί στον συγχρονισμό τους, τη στιγμή της απόδοσής τους, παρά στην παράθεσή τους με βασικό σκοπό να φανερωθούν οι όποιες διαφορές τους. Η μια ιστορία δεν επηρεάζει και δεν παρεμβαίνει στην ανάπτυξη της άλλης, όπερ σημαίνει, πως οι δύο ήρωες δεν συναντιούνται και δεν αλληλεπιδρούν. Παρόλα αυτά, σε δύο σκηνές θα βρεθούν σε απόσταση αναπνοής (τόσο κοντά, που είναι σαν να ασκούν επίδραση ο ένας στον άλλον). Όταν, δηλαδή οι ήρωες που υποδύονται εκδηλώσουν τη μοναξιά που βιώνουν και αντιληφθούν, πως η καλοσύνη βρίσκεται σε πρόσωπα, που επ’ ουδενί δεν υπολόγιζαν.

Στην παράσταση που σκηνοθέτησε ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος δεν είναι τα πάντα ιδανικά, βέβαια, όπως ούτε στο ίδιο το κείμενο που συνέγραψε ο Άντερς Λουστγκάρτεν. Στην πρώτη περίπτωση, η κεκτημένη ταχύτητα σε μερικά σημεία, δεν επιτρέπει σε όλα τα αφηγηματικά μέρη να φτάσουν καθαρά στον θεατή, ενώ στην δεύτερη, η κατάληξη των δύο ιστοριών ναι μεν προσφέρει μια αχτίδα φωτός, τούτο όμως, συντελείται με υπερβολικό τρόπο. Ακόμη κι έτσι όμως, η παράσταση στέκεται σε καλό επίπεδο και η θέασή της κρίνεται επιβεβλημένη, κυρίως, από τη νεότερη γενιά. Τέλος, σχετικά με τα τεχνικά στοιχεία της παράστασης, στους φωτισμούς, ο Σάκης Μπιρμπίλης φεγγίζει τη σκηνή του θεάτρου, ανάλογα με τον εκάστοτε αφηγητή (συνήθως, ένα ημίφως καλύπτει εκείνον που σιωπά), χωρίς αυτό να σημαίνει, πως απουσιάζουν οι στιγμές, που ολόκληρη η σκηνή υπόκειται στο ίδιο επίπεδο έντασης. Αξίζει να επισημανθεί, πως χάρη στις στοχευμένες φωτοσκιάσεις και την ολόλευκη επιφάνεια που έχει τοποθετηθεί στο βάθος, η ιστορία αναδεικνύεται (όταν, επί παραδείγματι, ο Αργύρης Ξάφης περιγράφει την τρικυμία, το είδωλό του σχηματίζεται στο πανί αυτό). Ταυτόχρονα, η Μαγδαλινή Αυγερινού δημιουργεί ένα αχρονικό μέρος (αρμοστό για να συνυπάρξουν δύο ιστορίες), στο οποίο κορμοί δέντρων κυριαρχούν (την κατασκευή του σκηνικού ανέλαβε ο Σωκράτης Παπαδόπουλος). Δεν χωράει αμφισβήτηση, πως αυτοί οι κορμοί, παραπέμπουν στα ανθρώπινα κουφάρια, που ξεβράζει η θάλασσα, ούτε πως ο τρόπος με τον οποίο οι δύο χαρακτήρες παρίστανται ανάμεσα σε αυτά, τους κάνει να δείχνουν σαν ζωντανά στοιχειά. Ο δε Σταύρος Γασπαράτος συνθέτει μερικά υπαινικτικά θέματα, τα οποία, αφενός, βοηθούν στην εύρυθμη αλλεπαλληλία των αφηγήσεων και αφετέρου, χάρη στην επιδέξια χρήση του νέι (Χάρης Λαμπρινός) και του τσέλου (Αναστάσιος Μυσιρλής), δημιουργεί μια αγωνιώδης ατμόσφαιρα, ταιριαστή σε στιγμιότυπα, που η φύση φανερώνει το πόσο αδυσώπητη είναι.

Share