Ο Γιοχαν Γιοχανσον Μεσα Απα 3 + 1 Εμβληματικα Κινηματογραφικα Σκορ

Αναντίρρητα, ο αιφνίδιος θάνατος του 48χρονου Ισλανδού συνθέτη Γιόχαν Γιόχανσον, στις 9 Φεβρουαρίου 2018, σόκαρε και στεναχώρησε το μουσικόφιλο (και κινηματογραφόφιλο) κοινό και τούτο σε καμία περίπτωση, δεν έχει να κάνει με το ‘μικρό’ της ηλικίας του. Από το 1987, όταν και ξεκίνησε να δραστηριοποιείται μουσικά με την proto-shoegaze μπάντα Daisy Hill Puppy Farm, ως και το 2018, όπου και απεβίωσε, ολοκληρώνοντας προηγουμένως, τρία κινηματογραφικά σκορ (για τα ‘Mandy’ του Πάνος Κοσμάτος, ‘The Mercy’ του Τζέιμς Μαρς, ‘Mary Magdalene’ του Γκαρθ Ντέιβις), ο πολυπράγμων και οξυδερκής καλλιτέχνης μπόρεσε να καταπιαστεί επιτυχημένα με δεκάδες εγχειρήματα, που αφορούν ένα ευρύτατο φάσμα καλλιτεχνικών περιοχών (το θέατρο, τον χορό, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση) και να ξεχωρίσει από το σωρό, επειδή, συνταίριαξε εμπνευσμένα την παραδοσιακή ενορχήστρωση με τα ηλεκτρονικά μέσα, δεν αδιαφόρησε για τα αισθήματα των ακροατών και ασχολήθηκε με σκοτεινές θεματικές (η μοναξιά, ο θάνατος, η απόγνωση) με τρόπο που είναι ελεγειακός. Αφήνοντας στην άκρη, σημαδιακά προσωπικά δισκογραφήματα, όπως είναι, το ‘Englabörn’, 2002 (μια σουίτα στηριζόμενη στη μουσική που δημιουργήθηκε για το ομώνυμο θεατρικό, στην οποία αφού έγραψε τα έγχορδα όργανα, έπειτα τα επεξεργάστηκε με ψηφιακό τρόπο, επανασυναρμολογώντας τις αυθεντικές συνθέσεις) ή το ‘IBM 1401, A User’s Manual’, 2006 (ορχηστρική μουσική, που αποτίνει φόρο τιμής, στον μηχανικό της IBM και προγραμματιστή μπαμπά του, στην οποία συμπεριέλαβε ήχους που παράγονται από τις ηλεκτρομαγνητικές εκπομπές του IBM 1401) και το ‘Orphee’, 2016 (σύγχρονη κλασική μουσική που εμπνέεται ελαφρά από την εξήγηση του Οβίδιου για το μύθο του Ορφέα και ακολουθεί μια συνθετική προσέγγιση, παρόμοια με αυτή των πειραματιστών έργων μουσικής δωματίου), στον παρόν κείμενο, γίνεται μια αποτίμηση των σημαντικότερων κινηματογραφικών του επιτευγμάτων.

Μπορεί η κινηματογραφική του απασχόληση να ξεκινάει από το 2000 και το ‘The Icelandic Dream’ του Ρόμπερτ Ίνγκι Ντάγκλας, θα χρειαζόταν να περιμένει κάποιος, μέχρι το μακρινό 2013 και τη συνεργασία του με τον Καναδό σκηνοθέτη Ντενί Βιλνέβ στο ‘Prisoners’, για να γίνει γνωστός και σε αυτό το πεδίο. Στην πραγματικότητα, η κινηματογραφική του πορεία, συνταυτίστηκε με τον οραματιστή δημιουργό, μιας και ανέλαβε να ντύσει, κάθε μια από τις κατοπινές ταινίες του (έως ένα σημείο και το ‘Blade Runner 2049, 2017, πρόταση η οποία, λίγους μήνες πριν κυκλοφορήσει η ταινία στις αίθουσες, δεν προτιμήθηκε) φτάνοντας μέχρι τις υποψηφιότητες των πιο μεγάλων βραβείων. Ο Γιόχαν Γιόχανσον πέθανε πρόωρα, όμως, τέσσερα σάουντρακ πιστοποιούν, πως είχε να προσφέρει πολλά ακόμη, σε έναν χώρο όπου ιδίως στις χολιγουντιανές παραγωγές, είθισται να επιλέγεται το τετριμμένο και το ασφαλές.

Η Θεωρία των Πάντων (2014, Back Lot Records)

Εμπνεόμενος από τη συνταραχτική ιστορία του σπουδαίου Βρετανού, θεωρητικού φυσικού, κοσμολόγου και συγγραφέα Στίβεν Χόκινγκ, ο Γιόχαν Γιόχανσον δημιουργεί ένα μελωδικό, σχεδόν παραμυθένιο, κινηματογραφικό σάουντρακ (διόλου τυχαίο που υπήρξε υποψήφιο τόσο για τη χρυσή σφαίρα όσο και για το όσκαρ καλύτερης μουσικής). Δεν θα ήταν και λίγο το να ισχυριστεί κάποιος, πως οι μελωδικές γραμμές των συνθέσεων του, διαπερνούν την ατμόσφαιρα ενός αναμενόμενα σκηνοθετημένου βιογραφικού δράματος και εκτινάσσονται στις πολυσύνθετες διακλαδώσεις μιας τόσο αξιοθαύμαστης και ευφυέστατης νοημοσύνης. Είναι τόσο αμετάβλητη η θέληση για ζωή του εν λόγω ανθρώπου και τέτοιο το ψυχολογικό υποστήριγμα που είχε από την πρώτη του σύντροφο (Τζέιν Χώκινγκ), που δεν θα μπορούσε να εμπεριέχει ένα λιγότερο αισθαντικό μουσικό υπόβαθρο από τη στιγμή που ανέλαβε, ο Ισλανδός καλλιτέχνης. Αν και σταθερός στις ρομαντικές (‘Domestic Pressures’) και ονειρικές (‘The Dreams That Stuff Is Made Of’) προτάσεις, δεν δείχνει να περιορίζεται από αυτές, μιας και κάνει άνοιγμα και σε άλλες που είναι περισσότερο πολυκύμαντες (‘Cavendish Lab’) και αφαιρετικές (‘A Spacetime Singularity’). Συνεπακολούθως, από τη συμφωνική ευδαιμονική κατάσταση της αρχικής μουσικής σύνθεσης (‘Cambridge 1963’) μέχρι και την ανατριχιαστική πιανιστική κατακλείδα (‘Epilogue’), η κινηματογραφική βιογραφία για τον Στίβεν Χόκινγκ υπογραμμίζεται και ολοκληρώνεται με τον πιο ενδιαφέροντα και αντιπροσωπευτικό τρόπο.

Προτεινόμενα κομμάτια: ‘Domestic Pressures’, ‘Α Game Of Croquet‘, ‘The Dreams That Stuff Is Made Of‘, ‘Camping‘, ‘Daisy, Daisy‘  

Sicario: Ο Εκτελεστής (2015, Varese Sarabande)

Ήδη, από το αμετάβλητα αυξανόμενο ‘Armoυred Vehicle’, το κυκλωτικά ερεβώδες ‘Beast’, και το ρυθμικά τεταμένο ‘Border’, τις τρεις πρώτες συνθέσεις, δηλαδή, ο Γιόχαν Γιόχανσον συντονίζεται με τον αδυσώπητο κόσμο που περιγράφει η ταινία και δίνει το στίγμα του: οι συνθέσεις βασίζονται περισσότερο στην κρούση και απώτερο σκοπό έχουν τη δημιουργία ατμόσφαιρας, γεγονός που προϋποθέτει τον αρμοστό ηχητικό σχεδιασμό και επεξεργασία. Ηχογραφώντας τμηματικά μια ορχήστρα εξήντα πέντε ατόμων, που χρησιμοποιεί τύμπανα (τομ, στρατιωτικά) και κάθε λογής έγχορδα και πνευστά, δημιουργεί ένα αγωνιώδες σκορ, το οποίο σε συγκερασμό με την ένταση  στη σκηνοθεσία του Ντενί Βιλνέβ και τη σκοταδερή φωτογραφία του Ρότζερ Ντίκινς, σταδιακά εγκλωβίζει τον θεατή. Η αγωνία χτυπάει κόκκινο με συνθέσεις, σαν το ‘Convoy’, ενόσω σε άλλες, καθώς είναι, το καταχθόνιο ‘Tunel Music’, δίδεται η ισχυρή εντύπωση της συμμετοχής στην υπόγεια διαδρομή, που κάνουν τα καρτέλ των ναρκωτικών. Απορίας άξιον, πως μέσα από το ‘Desert Music’ ή το ‘Melancholia’, ακόμη και ένα τόσο ασφυκτικό περιβάλλον, ο Γιόχαν Γιόχανσον, καταφέρνει να το ενδύσει με λίγη από τη γνώριμη, θλιμμένη ωραιότητα που τον διακρίνει (πολύτιμη η αρωγή του βιρτουόζου στο μπάσο ή την κιθάρα Skuli Sverrisson στο πρώτο κομμάτι και της βιολοντσελίστας Hildur Gudnadottir, στο δεύτερο). Εκ των πραγμάτων, πάντως, σε μια ταινία σκοτεινής θεματικής με λίγες πιθανότητες διαφυγής, σαν το Sicario: Ο Εκτελεστής, οι συνθέσεις πετυχαίνουν τον στόχο τους, επειδή είναι προσανατολισμένες σε αυτήν την κατεύθυνση. Καθηλωτικό από το πρώτο ως και το τελευταίο δευτερόλεπτο, το δύσληπτο σκορ που δημιούργησε ο Ισλανδός συνθέτης, προσφέρει μια εμπειρία που ναι μεν είναι τρομακτική, μα συνάμα και αξέχαστη.

Προτεινόμενα κομμάτια: ‘Beast’, ‘Desert Music’, ‘Surveillance’,  ‘Tunnel Music’, ‘Alejandro’s Music

Η Άφιξη (2016, Deutsche Grammophon)

Ο Γιόχαν Γιόχανσον συνεργάζεται ξανά με τον Ντενί Βιλνέβ και ποιεί, όχι μονάχα ένα από τα καλύτερα μουσικά σκορ τη χρονιά της κυκλοφορίας του (που σκανδαλωδώς αγνοήθηκε από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου), αλλά και ένα από τα πιο αντισυμβατικά που ακούστηκαν σε ταινία επιστημονικής φαντασίας. Ο συνθέτης παρακολούθησε, βήμα προς βήμα, τη διαδικασία της δημιουργίας της ταινίας και τούτο είναι κάτι που γίνεται ορατό, όχι μόνο από το περιεχόμενο, αλλά και από το πόσο άρρηκτα συνδεδεμένες είναι οι συνθέσεις με τις εικόνες (‘Arrival’). Συνάμα, είχε τη δημιουργική ελευθερία να πειραματιστεί με τους ήχους, τους βόμβους, τα όργανα και τις φωνές (‘Transmutation At A Distance’). Ο συνολικός ηχητικός σχεδιασμός αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της μουσικής, και όχι κάτι ανεξάρτητο ή συμπληρωματικό (‘First Encounter’) και η φωνή ένα δυναμικό, ευέλικτο πολυεργαλείο που εναρμονίζεται με τις απαιτήσεις αυτές (‘Non-Zero-Sum Game’). Σε αντίθεση, λοιπόν, με τις περισσότερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας και τα πομπώδη ορχηστρικά θέματα που διαθέτουν, ενυπάρχει φωνητική μουσική (χορωδιακά σύνολα και μονωδιακά μέρη), όχι με τον παραδοσιακό τρόπο, παρά με εκείνον που η φωνή αντιμετωπίζεται, όπως ακριβώς, ένα μουσικό όργανο (‘Heptapod B’, ‘Rise’). Κατόπιν τούτου, αποτελεί ευτύχημα, που ο ανήσυχος καλλιτέχνης, κατόρθωσε να ερμηνεύσει με τους δικούς του όρους, τον λόγο των εξαιρετικά αναπτυγμένων πλασμάτων (‘Decyphering’), ούτως ή άλλως, ένα από τα βασικότερα θέματα της εξαιρετικής ταινίας είναι η επικοινωνία και η μέθοδος με την οποία επιτυγχάνεται αυτή.

Προτεινόμενα κομμάτια: ‘Arrival’, ‘Heptapod B‘, ‘First Encounter‘, ‘Principle Of Least Time‘, ‘Decyphering

Mandy (2018, Lakeshore Records)

Σε συμπαραγωγή του ίδιου του Γιόχαν Γιόχανσον και του Αμερικανού παραγωγού Ράνταλ Ντανν, εκείνο που λογαριάζεται ως η τελευταία δουλειά του, δεν περιλαμβάνεται στη λίστα τούτη, μόνο επειδή αποτελεί το κύκνειο άσμα του, μα και επειδή, είναι ένα εξαίρετο δείγμα δουλειάς. Αναλαμβάνοντας να επενδύσει μουσικά και ηχητικά τις εξωπραγματικές εικόνες ενός θεοσκότεινου και παρανοϊκού b-movie ανοσιουργήματος (ή και αριστουργήματος!), σαν και το έργο του Πάνος Κοσμάτος, ο Γιόχαν Γιόχανσον, επιστρατεύει όλη την τέχνη του και ποιεί ένα σκορ που τον πηγαίνει μακρύτερα, έτσι όπως συνταιριάζει με αξιοθαύμαστη ισορροπία, μια σειρά από διαφορετικά είδη (μπλακ μέταλ, ντουμ, άμπιεντ). Με την αρωγή του Ράνταλ Ντανν [παραγωγού μεταξύ άλλων ονομάτων, των πειραματιστών Sunn O)))] και του Στίβεν Ομάλι στην κιθάρα [κιθαρίστα των Sunn O)))], να γίνεται παραπάνω από αισθητή σε ουκ ολίγες συνθέσεις, ο Γιόχαν Γιόχανσον, ναι μεν προσφέρει αισθαντικές στιγμές σαν το ‘Mandy Love Theme’ ή υπερβατικές σαν το ‘Death and Ashes’, μεταπηδά όμως, και σε πεδία που είναι πιο δυναμικά και μεταλίζοντα, καθώς δείχνουν τα φασαριόζικα και βραδύκαυστα ‘Black Sculls’ και ‘Temple’. Κι επειδή πρόκειται, για μια ταινία που εξελίσσεται το 1983, δεν θα μπορούσαν να λείπουν και εκείνες οι στιγμές που χωρίς να είναι λιγότερο θορυβώδης ή περιπετειώδης η μουσική, τον πρώτο λόγο τον έχουν μελωδίες και ρυθμοί που παράγονται από συνθεσάιζερ (‘Forging the Beast’). Με τούτα και με κείνα, στο τελευταίο πόνημά του, ο Γιόχαν Γιόχανσον, αφήνει στην άκρη τις απαιτήσεις των μεγάλων παραγωγών και κινείται, με τρόπο που όπως σημάνθηκε, από τη μια υπηρετεί το παραισθητικό και αιματηρό όραμα του σκηνοθέτη και από την άλλη επιτρέπει στο δικό του, να κατευθυνθεί σε άγνωρα μέρη.

Προτεινόμενα κομμάτια:Seeker of the Serpent’s Eye’, ‘Mandy Love Theme’, ‘Death and Ashes’, ‘Dive-Bomb Blues’, ‘Children of the New Dawn’

Share