Αποδημητικα Πουλια

Στην Αγκαλιά του Φιδιού’ (2015), την τρίτη μεγάλου μήκους δημιουργία του, ο Σίρο Γκέρα, δικαιολογημένα κέρδισε τον θαυμασμό των θεατών και των κριτικών, φτάνοντας μέχρι το σημείο να διεκδικήσει το όσκαρ στην κατηγορία της καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας στην 88η Τελετή Απονομής της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (υποψηφιότητα που αποτέλεσε και την πρώτη, για την άσημη κινηματογραφικά, λατινογενή χώρα). Τρία χρόνια ύστερα από τη μυσταγωγική περιήγηση στα βάθη του Αμαζονίου, που χρησιμοποιούσε μια ασυνήθιστη και δυσπρόσιτη, υφολογική και δραματουργική φόρμα, για να μιλήσει, για την αλαζονική και μισαλλόδοξη στάση των κατ’ επίφαση πολιτισμένων, λευκών αποικιοκρατών, ο Κολομβιανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος πραγματοποιεί το επόμενο, φαινομενικά αρκετά πιο δύσκολο, σκηνοθετικό του βήμα και το αποτέλεσμα καταλήγει να είναι το ίδιο ή και παραπάνω συγκλονιστικό, από τη στιγμή που ένα ολόκληρο κινηματογραφικό είδος (το γκανγκστερικό), συναπαντιέται και αναμειγνύεται επιτυχημένα με το εθνογραφικό σινεμά. Δεκάδες επιρροές από τις πιο αξιομνημόνευτες κινηματογραφικές (‘Ο Νονός’, 1972 και ο ‘Ο Σημαδεμένος’, 1983) ή τηλεοπτικές (‘The Sopranos’, 1999 – 2007 και ‘Narcos’, 2015 – 2017) στιγμές παρατηρούνται στα ‘Αποδημητικά Πουλιά’ (εκτός από τα κοινά θεματικά στοιχεία, η ίδια η διάρθρωση και ανάπτυξη της πλοκής είναι τέτοια που παραπέμπει σε τοιούτες), οι οποίες όμως, αφήνουν ένα ολότελα ξεχωριστό αποτύπωμα, έτσι όπως προσαρμόζονται από τους σεναριογράφους Μαρία Καμίλα Αρίας και Ζακ Τουλμόν Βιντάλ και ενορχηστρώνονται από τον Σίρο Γκέρα και την παραγωγό και σκηνοθέτη Κριστίνα Γκαλέγκο (η ταινία αποτελεί σκηνοθετική σύμπραξη των δύο καλλιτεχνών), σε ένα περιβάλλον που ζουν ανεξάρτητα, μα και αποκομμένα, εθνοτικές ομάδες με ιδιαίτερα κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά.

Από τους απομείναντες αυτόχθονες πληθυσμούς των κατάφυτων διαμερισμάτων Βάουπες και Γκουαϊνία του Αμαζονίου και τη ματαιόδοξη απόπειρα των ανθρωπολόγων, εθνολόγων, εξερευνητών Θίοντορ Κοχ Γκρούνμπεργκ και Ρίτσαρντ Έβανς Σούλτς, να βρουν ένα σπάνιο, παραισθησιογόνο φυτό με θεραπευτικές ιδιότητες, σε διαφορετικές περιόδους (το 1909 και το 1940) της ‘Αγκαλιάς του Φιδιού’, ο Σίρο Γκέρα μεταφέρεται στα τέλη της δεκαετίας του 1960, διατρέχοντας μια δωδεκαετία, στη σχεδόν εξ ολοκλήρου άνυδρη Λα Γκουατζίρα, στα ‘Αποδημητικά Πουλιά’. Την αυτεξούσια περιοχή που συνορεύει με την Καραϊβική Θάλασσα και τη Βενεζουέλα, βορειοδυτικώς της Κολομβίας και ζει η φυλή των Γουαγιού, το χρονικό διάστημα που έμεινε γνωστό και ως Bonanza Marimbera (1976 – 1985), λόγω της απότομης και τεράστιας ολβιότητας που προήλθε από την εκτός νόμου εμπορία ναρκωτικών ουσιών.

Στηριζόμενα σε πραγματικά γεγονότα που έχουν να κάνουν, όχι μόνο με τη ραγδαίο άνοδο, αλλά και με τις ολέθριες συνέπειες της άνομης παραγωγής / διακίνησης της μαριχουάνας, σε μια περιοχή της Κολομβίας, που θεωρείτο τόπος ιερός, και χωρισμένα σε πέντε κεφάλαια ή τραγούδια (‘Άγριο Χόρτο’, ‘Οι Τάφοι’, ‘Ευημερία’, ‘Ο Πόλεμος’, ‘Λίμπο’) που αναπαράγουν τη μακρά ιστορία της περήφανης φυλής των Γουαγιού, σχολιάζουν τα τεκταινόμενα επί της οθόνης και προικονομούν τη δραματική συνέχεια, τα ‘Αποδημητικά Πουλιά’, ευθύς εξαρχής δείχνουν τις προθέσεις τους και μια σκηνοθετική ματιά που δεν έχουμε ξαναδεί σε έργο με εφάμιλλη θεματολογία. Στην εναρκτήρια σκηνή, που συστήνει τα βασικότερα πρόσωπα της ιστορίας, όλοι οι γηγενείς της περιοχής έχουν συγκεντρωθεί, για να παρακολουθήσουν ένα χορευτικό τελετουργικό (γιόνα). Μέσα από τη ορμητικότητα ενός χορού που προσομοιάζει τις κινήσεις των πουλιών, η νεαρή Ζαΐντα (Ναταλία Ρέγιες), περιφέρει την ωραιότητά της, δείχνοντας συγχρόνως, τη δυναμική της, ιδίως όταν προθυμοποιείται να χορέψει μαζί της, ο πιο μεγάλος ηλικιακά Ραπαγιέτ (Χοσέ Ακόστα), που τη διεκδικεί. Στη χορευτική παράθεση που ακολουθεί, μεταδίδεται ολόκληρη η ένταση της εθιμοτυπικής διαδικασίας, το ίδιο και ο τρόπος με τον οποίο ο Ραπαγιέτ εκδηλώνει το ερωτικό του ενδιαφέρον. Σαν απότοκο, στο τελείωμα του εξαιρετικά κινηματογραφημένου χορού (σημαντική η αρωγή του διευθυντή φωτογραφίας Νταβίντ Γκαλέγκο, καθώς και του μοντέρ Μιγκέλ Σβερντφίνγκερ), ο άνδρας θα ζητήσει σε γάμο την κοπέλα, η κοινωνική του θέση όμως, θα σταθεί (παροδικό) εμπόδιο.

Στη μητριαρχικά οργανωμένη, αρχέγονη φυλή των Γουαγιού, η Ζαΐντα είναι θυγατέρα της Ούρσουλα (Καρμίνα Μαρτίνες), μιας αξιοσέβαστης γυναίκας που ερμηνεύει τα όνειρα, ενώ ο Ραπαγιέτ είναι ανιψιός του Περεγκρίνο (Χοσέ Βιθέντε Κότες), που ναι μεν, ασκεί τον ρόλο του μαντατοφόρου, όμως, συγκριτικά με την Ούρσουλα, υπολείπεται. Μη ενθουσιασμένη από την απαίτηση του Ραπαγιέτ, η Ούρσουλα, θα βάλει αυστηρούς όρους (θα ζητήσει μια μεγάλη περιουσία), για να επιτρέψει στην κόρη της, να γίνει γυναίκα του. Ένα προφητικό, σκοτεινό ονείρεμα της Ζαΐντα, που δεν μπορεί να ερμηνευθεί αμέσως από την Ούρσουλα, δίνει το στίγμα του, λίγο προτού, η δράση μεταφερθεί σε άλλο πεδίο, εκεί όπου ο Ραπαγιέτ, θα έρθει για παρθενική φορά σε επαφή με το εμπόριο της μαριχουάνας. Στο παραθαλάσσιο κομμάτι της Λα Γκουατζίρα, μέσω του ευεπίφορου και παραστρατημένου φίλου του Μοϊσές (Τζον Ναρβάες), ο Ραπαγιέτ θα γνωρίσει ένα νεαρό ζευγάρι Αμερικανών χίπηδων, που όταν δεν κηρύσσει τα αντικομουνιστικά του ιδεώδη, καπνίζει χόρτο. Ο Ραπαγιέτ, θα προσφερθεί να τους βρει μια ποσότητα, και για τον σκοπό αυτό, θα επισκεφτεί τον ισχυρό ξάδερφό του Ανίμπαλ (Χουάν Μαρτίνεθ), που καλλιεργεί τεράστιες ποσότητες χόρτου, στις φυτείες του.

Σε μια περίοδο, όπου οι νέοι άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες, εξέφραζαν την έμπρακτη αντίθεσή τους, στην καταναλωτική κοινωνία, η ουσία αυτή βρήκε πρόσφορο έδαφος, για να συντροφεύσει τις αντιδράσεις και τις αναζητήσεις τους (η αντικουλτούρα των χίπηδων). Μπροστά στην παρουσιαζόμενη ευκαιρία και προκειμένου να ικανοποιήσει την υπέρμετρη επιθυμία της Ούρσουλα και έτσι, να κάνει γυναίκα του την όμορφη Ζαΐντα, ο Ραπαγιέτ, θα κερδίσει την εμπιστοσύνη του Ανίμπαλ και θα συνεργαστεί με τον Μοϊσές, στην κερδοφόρα αγοραπωλησία της μαριχουάνας. Τι κι άμα προέρχεται από τη φυλή των Γουαγιού και μια τέτοια ενασχόληση με τον τρόπο που γίνεται είναι ξένη και ανεπίτρεπτη ως προς τα ιδανικά τοιούτης, εκείνος θα επιδοθεί με ασύγκριτη επιτυχία στο παραεμπόριο και θα κατορθώσει να αποκτήσει όσα του ζήτησε η Ούρσουλα. Κατόπιν τούτου, ο Ραπαγιέτ θα παντρευτεί και θα αποκτήσει έναν υιό με τη Ζαΐντα κι έτσι, για ένα μικρό διάστημα, θα ζήσει ευτυχισμένος, τη στιγμή που η Ούρσουλα, σαν πιο σοφή και διορατική, ευθύς αμέσως, θα δει με ανησυχία τον γρήγορο πλουτισμό και τη στενή συνεργασία του Ραπαγιέτ με τον φίλο του Μοϊσές, που αποκαλείται ‘αλιχούνα’ (με έτερα λόγια, άνθρωπος που έχει απομακρυνθεί από τα ήθη και τα έθιμα της φυλής του – που έχει εκφαυλιστεί από τα υλικά αγαθά). Παρά τις συνεχόμενες νουθετήσεις και τις προειδοποιήσεις της, πάντως, ο Ραπαγιέτ θα ακολουθήσει το μονοπάτι που έχει προτιμήσει. Ο Σίρο Γκέρα και η Κριστίνα Γκαλέγκο, καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της καιροσκοπικής διαδρομής, δεν ξεχνούν τον ντόπιο άνθρωπο και τις ακραίες συνθήκες κάτω από τις οποίες παρευρίσκεται στην απομακρυσμένη Λα Γκουατζίρα, και τούτο το πιστοποιεί τόσο η πορεία των συμβάντων όσο και η κινηματογράφηση του φυσικού περιβάλλοντος και  των κοινώς παραδεδεγμένων αντιλήψεων κοινωνικής συμβίωσης. Εν ολίγοις, το παράνομο εμπόριο καταγράφεται, μέχρι το σημείο, που δεν παραμερίζονται τα παραπάνω ζητούμενα.

Στο δεύτερο κεφάλαιο, που τιτλοφορείται ‘Οι Τάφοι’, πέρα από τον παράπλευρο σκοπό που επιτελούν τα μέρη όπου τοποθετούνται οι νεκροί (θα αποτελέσουν το μέρος που κρύβονται τα όπλα και τα χρήματα), ο θάνατος παραμονεύει σε κάθε πιθανό σημείο, και έτσι έχει και νόημα κυριολεκτικό. Μπορεί να ξεκινάει με έναν φυσικό (αυτόν του αγαπητού συζύγου της Ούρσουλα), όμως, στη συνέχεια αποτελεί αποτέλεσμα της μη ικανής διαχείρισης κρίσιμων καταστάσεων από τα εμπλεκόμενα μέρη και την ανταπόδοση του κακού και της βλάβης: ο Μοϊσές θα δολοφονήσει δύο από τους Αμερικανούς συνεργάτες, υπεροπτική στάση που θα οδηγήσει σε σκληρά αντίποινα. Με αποδέκτη της αντεπίθεσης, τον Ανίμπαλ και την ομάδα του, ο Ραπαγιέτ θα βρεθεί σε δυσχερή θέση, όσον αφορά τη στάση που θα πρέπει να δείξει απέναντι στον Μοϊσές, τον άνθρωπο που εκτός από εγγύς συνεργάτης είναι και φίλος του.

Το δίλημμα τούτο επιτρέπει να διαφανούν, ακόμη περισσότερο, οι διαφορές του Μοϊσές με τον Ραπαγιέτ και τα υπόλοιπα μέλη της φυλής, μιας και ο έκλυτος και προκλητικός του βίος, έρχεται για μια ακόμη φορά στο προσκήνιο και σε ευθύτατη αντιπαράθεση με τους άλλους. Παρόλο που η δραματουργική εξέλιξη, αναμενόμενα οδηγεί σε μια ειδεχθέστατη απόφαση, ο τρόπος με τον οποίο υλοποιείται αυτή, καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή. Από εκεί και πέρα, οι ριζικές αλλαγές που θα επιφέρει το όλο και πιο επικερδές εμπόριο της μαριχουάνας στη ζωή της οικογένειας, κατοπτρίζονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, την περίοδο της επίπλαστης ευμάρειας, όταν και οι έριδες έχουν παύσει, μετά το ισορροπητικό ξεκαθάρισμα και οι πρωταγωνιστές έχουν μεταφερθεί από τα φτωχικά ρανσέριας (καλύβες που διαθέτουν στέγες από κάκτους ή φοίνικες, τοίχους από ένα μίγμα που περιέχει λάσπη, σανό ή αποξηραμένο ζαχαροκάλαμο και στοιχειώδη εξοπλισμό) σε μια τσιμεντένια έπαυλη με όλες τις πλουσιοπάροχες ανέσεις στο εσώτερό της (ειρωνικά, καταμεσής της ερήμου). Η αναμέτρηση του παλιού τρόπου ζωής με τον μοντέρνο κορυφώνεται και βρίσκει προσωρινά κερδισμένο τον δεύτερο, στο τρίτο κεφάλαιο (αυτό, της ‘Ευμάρειας’), αρκετά περισσότερο, αφού οι δυνατότητες που προσφέρουν οι πακτωλοί χρημάτων, είναι τέτοιες, που μπορούν να αλλοιώσουν οποιουσδήποτε γηγενείς. Ο φόβος της μόλυνσης των πάτριων εδαφών από τις δραστηριότητες που συσχετίζονται με την παράνομη οικονομική δραστηριότητα, και η επίγνωση των επακόλουθων, σοβαρότατων συνεπειών, περνούν σε δεύτερη μοίρα, μιας και η ενεργητική ανάμειξη του Ραπαγιέτ, δεν λαμβάνει υπόψη, τέτοιες παραμέτρους. Παρά την προειδοποιητική και άτεγκτη συμπεριφορά της Ούρσουλα, που εκτός του ότι ερμηνεύει τα προμηνύματα, ως ένα σημαντικό βαθμό κινεί τα νήματα, η οικογένειά της, θα παρασυρθεί από τα προσοδοφόρα κατορθώματα του Ραπαγιέτ και έτσι, θα διαφθαρεί ολοκληρωτικά.

Πέρα από το εξεζητημένο αρχιτεκτόνημα, τα περίτεχνα έπιπλα ή τα κάθε λογής αντικείμενα που είναι κατασκευασμένα από πολύτιμα μέταλλα, η παρακμή (ηθική και πνευματική) της οικογένειας, φαίνεται και από τη μέθοδο με την οποία έχει διαπαιδαγωγηθεί ο Λεονίντας (Γκρέιντερ Μέσα). Ο μεγαλύτερος υιός της οικογένειας, που πλέον βρίσκεται στην εφηβεία, δείχνει πως δεν μπορεί να βρει τη θέση του σε ένα πατροπαράδοτο περιβάλλον με πλείστες ανέσεις, πολλώ μάλλον, να κατανοήσει πως αποτελεί τον πρώτο κληροδόχο της περιουσίας και τον συνεχιστή μιας παράδοσης. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί πως ο κακομαθημένος νεαρός συμπεριφέρεται, σαν τον δολοφονημένο φίλο του Μοϊσές, δηλαδή, έναν κάθε άλλο παρά τιμητικά χαρακτηριζόμενο ‘αλουχίνα’. Όσο κι αν προσπαθούν να τον συμμορφώσουν οι γονείς και η γιαγιά του, εκείνος δείχνει να μην συνετίζεται, εφόσον αντιτάσσεται έντονα.

Κορύφωμα της ατίθασης και παρορμητικής συμπεριφοράς του, θα αποτελέσει η στάση που θα παρουσιάσει, όταν αποφασίσουν να επισκεφτούν την οικογένεια του νεκρού Ανίμπαλ (για την επιμνημόσυνη τελετουργία του τελευταίου). Σαν να μην έφτανε, η επίδειξη ισχύος και πλούτου που θα κάνει σε έναν αποσβολωμένο σωματοφύλακά του, θα προσεγγίσει με φλύαρο και προσβλητικό τρόπο τη χήρα – σύζυγο του Ανίμπαλ. Θα είναι τέτοια η ύβρις, που ο θείος της θιγόμενης γυναίκας, θα απαιτήσει την υποδειγματική τιμωρία του νεαρού. Σε ένα μέρος, που παρά την άφευκτη αλλοτρίωση που επιφέρει το χρήμα, οι παραδόσεις και η ιεραρχία εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο, το θίξιμο της υπόληψης της οικογένειας, δεν μπορεί να μείνει αναπάντητο. Ούτε πάντως, να διαρραγεί και η ισορροπία ανάμεσα στις δύο συνεργαζόμενες οικογένειες, με το να μην υπάρξει προσπάθεια από την πλευρά εκείνης του Λεονίντας, να βρεθεί άμεσα λύση, για να κατευναστούν τα πνεύματα. Το πόσο ασεβής και αλαζόνας είναι ο γόνος του Ραπαγιέτ, φαίνεται πάντως και όταν θα του δοθεί η δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα στο να ζητήσει συγχώρεση και να εκπληρώσει την κύρωση, εφόσον θα προτιμήσει το δεύτερο. Θαρρείς πως στο δικό του σύστημα αξιών, δεν έχει θέση η παραδοχή του λάθους, παρομοίως και η αυτοσυγκράτηση των ενορμήσεων και η συνειδητοποίηση των επιπτώσεων των ασυλλόγιστων ενεργειών. Σαν σε αρχαία ελληνική τραγωδία, ο αμετανόητος Λεονίντας, αντί για παραδειγματισμό, θα ωφεληθεί της τιμωρίας του και θα ακολουθήσει τα πρωτόγονα ένστικτά του, για να ικανοποιήσει τις ορέξεις του. Σημείο ευαίσθητο, που σωστά, οι δύο σκηνοθέτες αφήνουν εκτός πλάνου, μιας και δεν θα ταίριαζε με τον τρόπο που αποτυπώνεται αθροιστικά, η βιαιότητα στην ταινία: δεν είναι ότι δεν υφίσταται, αλλά ότι ακόμη κι όταν προτιμάται η απευθείας καταγραφή από την τήρηση μιας απόστασης, δεν γίνεται με τρόπο που να δείχνει την επιδίωξη της φθηνής πρόκλησης.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο, που το προτελευταίο μέρος των ‘Αποδημητικών Πουλιών’, φέρει τον βαρύγδουπο τίτλο ‘Ο Πόλεμος’, μιας και από την οριακή αυτή στιγμή και έπειτα, οι δύο διασυνδεδεμένες – συμπραττόμενες φατρίες (καταγωγικά και επαγγελματικά), θα έρθουν σε έμπλεη ρήξη, που στόχο θα έχει την επικράτηση της πιο ανθεκτικής από αυτές (ή εκείνης που θα έχει τις κατάλληλες γνωριμίες και το πλεονέκτημα της αιφνιδιαστικής επίθεσης). Θα είναι τέτοια η σφοδρότητα της σύγκρουσης, που ανθρώπινα θύματα θα υπάρξουν και από τις δύο πλευρές. Αναμφίβολα, σε τούτη την τόσο εκδικητική, αιματοβαμμένη διένεξη, από τη στιγμή που μονάχα μια φατρία έχει σκιαγραφηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό από τους δύο σεναριογράφους, παρά την ηθική βλάβη και τη σεξουαλική παρενόχληση που προκλήθηκε από τον απαράδεκτο Λεονίντας, ο θεατής συντάσσεται με την οικογένεια της Ούρσουλα.

Η ταπείνωση της τελευταίας από τους αποκαλούμενους πρεσβύτερους ή αγγελιαφόρους, θα είναι απαράμιλλη (θα χάσει τον σεβασμό και τα δικαιώματα που της έδιναν οι μαντικές της ικανότητες), προκειμένου να έχει τη βοήθειά τους. Τίποτα, δεν μπορεί να συναγωνιστεί όμως, με το συναίσθημα που προκαλεί η απώλεια πολύ κοντινών ανθρώπων, πόσο μάλλον εκείνων, που λόγω μικρής ηλικίας, δεν έφταιξαν σε κάτι. Στο ενδιάμεσο εκείνο στάδιο, που η Καθολική Εκκλησία ονομάζει και Λίμπο, οι ψυχές αυτές (που κουβαλούν τις αμαρτίες των μεγαλύτερων), είναι σε μια αέναη και βασανιστική κατάσταση προσδοκίας και αναμονής. Στο τελευταίο μέρος της ταινίας, οι περιπτώσεις των τριών τέκνων της οικογένειας (νεκρών ή ζωντανών, μένει να διαπιστωθεί στην οθόνη), δίνουν την αφορμή στους δύο σκηνοθέτες να αποδώσουν το μέρος τούτο, και μέσα από έναν εύστοχο, μεταφυσικό παραλληλισμό, να κάνουν το σχόλιο τους, όχι μόνο, για όσους αδίκως πληρώνουν τα αμαρτήματα των άλλων, μα και για τ’ ότι η ροπή προς τα υλικά αγαθά σε συγκερασμό με την ανήθικη συμπεριφορά, μπορεί να μεταβάλλει ένα παραδοσιακό τρόπο ζωής που παρά τις δυσκολίες ή τις αλλαγές, επιβίωσε, για αιώνες. Σαν αποτέλεσμα, η σκηνή με το νεαρότερο μέλος της ξεκληρισμένης οικογένειας, στοιχειώνει τη θύμηση του θεατή, έτσι όπως περιφέρεται μονάχο, σε εκτάσεις που δεν γνωρίζει πώς να αξιοποιήσει και να επιβιώσει. Τη στιγμή που, μέσα από την τυχαία συνάντηση με τον κτηνοτρόφο και το σπαρακτικό τραγούδι που ακολουθεί, προϊδεάζει για την κάθε άλλο παρά καθησυχαστική και αισιόδοξη, μελλοντική συνέχεια, τούτης της φυλής (αρκεί να αναλογιστεί κανείς, πως τα τελευταία χρόνια, χιλιάδες παιδιά έχουν πεθάνει και περισσότερες ζωές κινδυνεύουν από την ελάττωση των φυσικών πόρων, τη χρησιμοποίηση άλλων που είναι παντελώς ακατάλληλοι και την κυβερνητική αδιαφορία και εγκατάλειψη).

Από το ορμητικό ξεκίνημα ως το ποιητικό φινάλε, τα μεγάλα και ξηρά τμήματα της ερήμου, στην επικράτεια της Λα Γκουατζίρα, κινηματογραφούνται εντυπωσιακά από τον διευθυντή φωτογραφίας Νταβίντ Γκαλέγκο. Πιο συγκεκριμένα, οι αποχρώσεις του κίτρινου, του καφέ και του ερυθρού του εδάφους, κυριαρχούν στις σκηνές που εξελίσσονται στην περιοχή που ζει η Ούρσουλα και η οικογένειά της και δημιουργούν ένα θαυμαστό οπτικό αποτέλεσμα, κάθε φορά που συνδιαλέγονται με τον καταγάλανο ουρανό και το εκτυφλωτικό φως ή με το κοκκινωπό μιας παραδοσιακής ενδυμασίας και το λευκό ενός τσιμεντένιου οικοδομήματος. Συνάμα, το πράσινο των δέντρων και των φυτών ή το γκρίζο της ομίχλης, έχουν τον πρώτο λόγο σε αυτές που εκτυλίσσονται στις καλά προστατευόμενες εκτάσεις που καλλιεργείται η μαριχουάνα, δημιουργώντας μια αντίθεση με το αμμώδες και απόμερο, κύριο τοπίο. Πέραν τοιούτου, σε μια ταινία που δανείζεται συστατικά από τον εθνογραφικό κινηματογράφο, η λεπτομερειακή παρουσίαση του καθιερωμένου τρόπου ζωής του αυτόχθονος πληθυσμού, αποτελεί βασικότατο επιδιωκόμενο. Μέσα από τον παραδειγματικό σχεδιασμό παραγωγής (Αντζέλικα Περέα) και την επιμελημένη σεναριακή προσέγγιση (Μαρία Καμίλα Αρίας και Ζακ Τουλμόν Βιντάλ), ένας μαγνητικός χορός σαν το Γιόνα ή μια κηδεία και μια μνημοσύνη διαδικασία, σαν και αυτή του πατέρα της Ζαΐντα και του Ανίμπαλ, αντίστοιχα, βρίθουν από τέτοιες πληροφορίες, καταφέρνοντας ταυτόχρονα, να ενταχθούν αρμονικά στην αφήγηση. Επιπλέον, καθοριστικής σημασίας, για την επίτευξη του παραπάνω στόχου, αποδεικνύεται,  ο ηχητικός σχεδιασμός (Κλάους Λίνγκε, Κάρλος Γκαρσία, Μάρκο Σαλαβάρια) και η μουσική επένδυση (Λεονάρντο Χέιμπλουμ). Ο ήχος των εντόμων και των ριπών του ανέμου στηρίζει την εικόνα και συνυπάρχει ή εναλλάσσεται με τον ρυθμό που δίνουν ανεξοικείωτα όργανα της φυλής των Γουαγιού. Τέλος, σε ένα καστ που μετέχουν πλείστοι ερασιτέχνες ηθοποιοί, εκείνη που διακρίνεται περισσότερο, δεν θα μπορούσε παρά να είναι η Καρμίνα Μαρτίνεζ.

Share