Η Οψη Της Σιωπης

Δύο χρόνια μετά την αριστουργηματική ‘Πράξη του Φόνου‘ (2012), το ντοκιμαντέρ δηλαδή, που αναπαριστούσε με πρωτόγνωρο και συνταραχτικό τρόπο τις αποτρόπαιες πράξεις που σημειώθηκαν στην Ινδονησία την περίοδο 1965 – 66 (μαζική και μεθοδική εκκαθάριση των κομμουνιστικών στοιχείων), δίνοντας τον λόγο στους ίδιους τους δολοφόνους (κατά κύριο λόγο, ακροδεξιοί που συμμετείχαν σε παραστρατιωτικούς οργανισμούς και συνεργάζονταν άρρηκτα με το στρατιωτικό καθεστώς) ο σκηνοθέτης Τζόσουα Οπενχάιμερ επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος (στην περιφέρεια της Ινδονησίας), για να πραγματοποιήσει κάτι που είναι το ίδιο παρακινδυνευμένο και συγκλονιστικό. Όπερ σημαίνει, να παρακολουθήσει μια παθούσα οικογένεια, να καταγράψει στον κινηματογραφικό φακό τον ολέθριο αντίκτυπο που είχαν τα εγκλήματα επάνω της, να επιδιώξει να τη φέρει σε επαφή με ορισμένους από τους αμεταμέλητους και υπερήφανους δολοφόνους και μέσα από αυτές τις απροσδόκητες συναντήσεις, να δει εάν μπορεί να επέλθει κάποια μορφή (ηθικής) δικαίωσης ή ειρήνευσης και να αποκαταστήσει την αλήθεια. Απόπειρα, αν μη τι άλλο απαιτητική, πολλώ δε μάλλον, αν αναλογιστεί κανείς πως, όπως και στην περίπτωση της προγενέστερής του δημιουργίας, ο κίνδυνος ήταν ολοζώντανος, τόσο για το ντόπιο συνεργείο όσο και για την οικογένεια που πρωταγωνιστεί: οι δολοφόνοι παραμένουν ατιμώρητοι, θεωρούνται ήρωες στην Ινδονησία και έχουν αναλάβει σπουδαία κυβερνητικά αξιώματα, τη στιγμή που τα θύματα, βρίσκονται στην αφάνεια και συνεχίζουν να λοιδορούνται και να κακομεταχειρίζονται, παντοιοτρόπως.

Ενώ, στην ‘Πράξη του Φόνου’ πάντως, απουσίαζε ο συνδετικός κρίκος – το σημείο ταύτισης του θεατή (οι πρωταγωνιστές ήταν όλοι δολοφόνοι, που μόνο αποστροφή προκαλούσαν), στην ‘Όψη της Σιωπής‘ υφίσταται και κάνει την εμπειρία θέασης πολύ πιο συναισθηματική. Με όχημα τον Άντι, τον εναπομείναντα γιο της οικογένειας Ρουκούν, που κατά τη διάρκεια της στυγερής δικτατορίας του στρατηγού Σουχάρτο, έχασε το πρωτότοκο της παιδί (Ραμλί), ο Τζόσουα Οπενχάιμερ κοιτάζει τη μικρότερη εικόνα, για να αποκαλύψει μέσα από αυτή τις αγριότητες που συντελέστηκαν σε εθνικό επίπεδο και στοίχησαν τη ζωή σε περισσότερους από 1.000.000 Ινδονήσιους υπηκόους. Όχι, ότι και σε αυτό το ντοκιμαντέρ, τον λόγο δεν τον παίρνουν και πάλι οι δολοφόνοι (πιο πολύ για να αυτοεπαινεθούν και να δικαιολογήσουν τις ενέργειές τους, παρά για να ζητήσουν συγχώρεση), τούτη τη φορά όμως, ακούγεται και η άλλη πλευρά. Εκείνη, που ποτέ δεν της επιτράπηκε να εκφραστεί μέσα από κάποιο μέσο, πολύ περισσότερο, να ανταμειφθεί με ηθικό ή υλικό τρόπο, για όσα φρικαλέα συνέβησαν.

Ο θεατής ακολουθεί μια πορεία που είναι επίπονη και βασανιστική για τον πρωταγωνιστή της ταινίας. Τέτοια που απαιτεί από τον Άντι να επιδείξει τεράστια αποθέματα θάρρους και αταραξίας. Προηγουμένως, πάντως, γνωρίζει τον τελευταίο, μέσα από την οικογένειά του και λήψεις που δείχνουν μια φτωχική, ταλαίπωρη και απλή καθημερινότητα. Το λιπόσαρκο σώμα, του κατάκοιτου, τυφλού και κωφού πατέρα, περιθάλπεται με υποδειγματική θέρμη και εγκαρδιότητα από την κατάκοπη μητέρα, σε μια λιτή, σχεδόν απογυμνωμένη κατοικία, που την περικλείει η απαράμιλλη ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα, στον φακό εμφανίζονται τα δύο χαριτωμένα, ανήλικα του παιδιά, το ένα μάλιστα σε στιγμιότυπο που αποκαλύπτει το πως διδάσκονται στο σχολείο το πρόσφατο παρελθόν της χώρας και το πως το αντικομουνιστικό μένος δηλητηριάζει αναιδώς τη νέα γενιά. Πενήντα χρόνια μετά τον κατατρεγμό και την εξόντωση χιλιάδων κομμουνιστών και κάθε λογής αντιφρονούντων, οι Ινδονήσιοι που προέρχονται από τις τάξεις των παθόντων, εξακολουθούν να θεωρούνται μη επιθυμητοί και να στιγματίζονται ανεπανόρθωτα, ομοίως και τα παιδιά αυτών. Παρά τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις, την επακόλουθη εξαναγκαστική παραίτηση του στρατηγού Σουχάρτο το 1998, τις διαδοχικές συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και τη μεταβίβαση σε ένα πολίτευμα που είναι πολύ πιο δημοκρατικό (Προεδρική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία), τα παιδιά αυτά δεν δικαιούται να έχουν τα ίδια δικαιώματα ή εφάμιλλες προοπτικές ανέλιξης με τους απόγονους των εκπροσώπων και των υποστηρικτών του στρατιωτικού καθεστώτος.

Ο Τζόσουα Οπενχάιμερ, όμως, δεν ενδιαφέρεται να δείξει περισσότερο από όσο χρειάζεται τις πρακτικές με τις οποίες ενεργεί, το καλά προστατευόμενο και επιδέξια προσαρμόσιμο, στρατιωτικό καθεστώς στην καθημερινή ζωή των Ινδονήσιων πολιτών μέχρι τις ημέρες μας, και το δικαιολογημένο, συσσωρευμένο μίσος της ακούραστης μητέρας, για την αγιάτρευτη καταστροφή που τη βρήκε, όσο τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά η νεότερη γενιά, απέναντι σε ότι προκαλεί και συντηρεί αυτή την εμπάθεια. Η τραγική διαπίστωση, πως οι δολοφόνοι κυκλοφορούν ελεύθεροι και οι ίδιοι δεν μπορούν να αντιταχθούν και να ακολουθήσουν τη δικαστική οδό (σε μια χαρακτηριστική σκηνή, οι υπόλοιποι χωρικοί από φόβο υποκρίνονται μπροστά στην κάμερα, πως δεν ενθυμούνται τι είχε επιτελεστεί στην ευρύτερη περιοχή την επίμαχη, θεοσκότεινη περίοδο) σε συνδυασμό με την προθυμία του σκηνοθέτη να γυρίσει μια ταινία τεκμηρίωσης σαν και αυτή, θα δώσουν την ευκαιρία στον Άντι Ρουκούν να έρθει σε επαφή με αυτούς. Όχι για να τους ανταποδώσει τη συμφορά ή για να τους κατηγορήσει, μα για να τους αντικρίσει κατάματα, να τους αποκαλύψει ποιος είναι και να τους δώσει τη δυνατότητα να μετανιώσουν για τα φρικώδη και αποκρουστικά εγκλήματα που διέπραξαν.

Η αντάμωση με κάθε έναν από τους υπεύθυνους της δολοφονίας του αδερφού του, δεν θα αργήσει να συμβεί επί της οθόνης. Μετρώντας τις διαθλαστικές ανωμαλίες του οφθαλμού ως οπτικός και κατασκευάζοντας ή προτείνοντας βοηθήματα όρασης, βρίσκει την πρόφαση για να επισκεφθεί κάποιους από αυτούς. Ιδιότητα που δημιουργεί μια βαθύτατη ειρωνεία, καθ’ ότι οι δολοφόνοι που επισκέπτεται αδυνατούν ή δεν επιθυμούν να δουν την αλήθεια. Συνεπακόλουθα, στα ερωτήματα που θα θέσει στον πρώτο από τους εκτελεστές, θα έρθει αντιμέτωπος με την υπερβολική αντίδραση και την αμυντική συμπεριφορά του. Εκτός από την παραδοχή των εγκλημάτων και την ομολογία, πως έπινε μέχρι και το αίμα των θυμάτων του (για να μην τρελαθεί και να αισθανθεί πιο δυνατός), θα χαρακτηρίσει ως πολιτική (και επομένως, επικίνδυνη) την επιμονή του Άντι Ρουκούν σε ορισμένα ζητήματα. Όπως, το για ποιον λόγο έκοψε το στήθος μιας γυναίκας, λίγο προτού τη δολοφονήσει από τη στιγμή που σύμφωνα με τους ανυπόστατους ισχυρισμούς του, όλα τους τα θύματα τα εκτελούσαν, με μια (μόλις) κίνηση. Σε αντίστοιχα δύσκολη θέση, θα παραβρεθεί και όταν αντιμετωπίσει τον φθονερό και αποφασιστικό διοικητή των κομάντο Ακσί. Σε ένα ανησυχαστικό σημείο αυτής της συνάντησης, ο επικεφαλής θα ζητήσει να μάθει, το ονοματεπώνυμό του, καθώς επίσης, την περιοχή που διαμένει η οικογένειά του. Στιγμιότυπο, που επιβεβαιώνει τον κίνδυνο που προαναφέρθηκε και το πόσο απαραίτητο κρίθηκε να παρθούν προληπτικά μέτρα, για την ομαλή και ασφαλή διεξαγωγή του κινηματογραφικού γυρίσματος. Ο Άντι Ρουκούν, πάντως, θα είναι κατά το δυνατόν, ψύχραιμος και ειλικρινής, ως προς τους λόγους που επέλεξε την απόκρυψη της ταυτότητάς του, γεγονός που θα δυσαρεστήσει τον συγκεκριμένο δολοφόνο.

Ο ίδιος εκτελεστής, λίγο αργότερα, και όσο η ολιγόλεπτη ανταλλαγή γνωμών κορυφώνεται, δεν θα διστάσει να τον προϊδεάσει για το τι θα ήταν ικανός να του κάνει αν είχε συλληφθεί κατά τη διάρκεια του στρατιωτικού πραξικοπήματος, ενώ συνάμα, σαν να μην ήταν αρκετό τούτο, θα τον χαρακτηρίσει και μυστικό συνεργό των κομμουνιστών, λόγω των ερωτήσεων που του κάνει. Σκηνές, οι οποίες, ηλεκτρίζουν την κινηματογραφική οθόνη με την ευθύτητα με την οποία τίθενται οι εκατέρωθεν τοποθετήσεις. Είναι τόσο διακριτικά, μα στοχευόμενα τα ερωτήματα που θέτει ο Άντι Ρουκούν και τόσο απροκάλυπτα απειλητικές και μοχθηρές οι απαντήσεις που δίνει ο διοικητής,  που το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε παρά να δείχνει έντονο και για τον θεατή. Πόσο μάλλον, όταν ο μοντέρ του έργου (Νιλς Παγκ Αντερσεν) έχει τοποθετήσει τα κοντινά πλάνα με τρόπο που δίνουν την αίσθηση πως μονομαχούν. Σε κάθε περίπτωση και σε αυτή, όπως και στην πρώτη προσέγγιση, ο Άντι Ρουκούν, όχι μόνο δεν θα λάβει κάποια συγγνώμη, μα θα απειληθεί και θα εισπράξει την περιφρόνηση και τη χλεύη.

Μέσα από τις παραπάνω και τις επόμενες συναντήσεις φαίνεται, επίσης, πως οι εκτελεστές διαθέτουν σημαντικά δημόσια πόστα, τέτοια που δεν περιορίζονται σε θέσεις στον στρατό. Για παράδειγμα, ο επόμενος που συναντά είναι εκπρόσωπος του νομοθετικού σώματος και φροντίζει μέσα από τους κανόνες που συντάσσει και υπηρετεί, να προστατεύει τον εαυτό του και όλους όσους σχετίζονται με τις φρικιαστικές πράξεις του παρελθόντος. Μάλιστα, θα συμβουλεύσει τον Άντι Ρουκούν να ξεχάσει το παρελθόν και να αποδεχθεί πως ο λαός δεν έχει πρόβλημα μαζί τους, καθ’ ότι τους ψηφίζει αδιαμαρτύρητα. Τοποθετήσεις αμφίσημες, που κάνουν σαφές, πως δεν υπάρχει καμία απολύτως πιθανότητα να επέλθει δικαιοσύνη. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν η ηθική είναι μια ξένη ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, στρεβλή ιδιότητα, που δεν εξυπηρετεί τους εναγόμενους. Σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και απρόβλεπτα σημεία της ταινίας, ο Άντι Ρουκούν θα επισκεφθεί τον αδερφό της μητέρας του, ο οποίος θα αποδειχθεί πως βρισκόταν στις υπηρεσίες του στρατιωτικού καθεστώτος. Αυτό που προκαλεί εντύπωση, δεν είναι τόσο το ότι υπήρξε δεσμοφύλακας στο μέρος που στέλνονταν και φυλάσσονταν, μέχρι να εκτελεστούν οι φερόμενοι ως κομμουνιστές ή ότι η ίδια η αδερφή του δεν ήξερε τον ρόλο του, όσο το ότι δεν αντιλαμβάνεται, πως επειδή δεν τους δολοφόνησε ο ίδιος δεν σημαίνει, πως δεν έχει και αυτός ουσιαστικό μερίδιο ευθύνης στη γενοκτονία που συντελέστηκε. Πολύ διεισδυτικό σημείο, μιας και αναπτύσσεται τέτοια διαλεκτική, που δεν αφήνει πολλά περιθώρια στον θείο του Άντι Ρουκούν και όμως, εκείνος ευρίσκει τον τρόπο να νίψει τας χείρας του, να δηλώσει παντελή άγνοια και να απαρνηθεί οποιαδήποτε σχέση με τα εγκλήματα, ακόμη κι αν τούτα αφορούν τον ίδιο του τον ανιψιό.

Εξίσου αποκαλυπτικές και καίριες, πάντως, έστω και για διαφορετικούς λόγους θα είναι και οι τελευταίες δύο συναντήσεις. Στην πρώτη από αυτές, ο Άντι Ρουκούν συναντά έναν ακόμη εκτελεστή, μόνο που αυτή τη φορά αυτός δεν είναι μόνος, μιας και μαζί του παρίσταται και η θυγατέρα του. Ο δολοφόνος, αν και με εμφανή προβλήματα υγείας, δεν θα καθυστερήσει να ομολογήσει τις απεχθείς ενέργειές του. Το ενδιαφέρον όμως έγκειται, στο ότι η κόρη του δείχνει να μην γνωρίζει τι λεπτομέρειες και το μέγεθος τούτης της βαναυσότητας. Τι στιγμή, που ο πατέρας της αναφέρει, πως έπινε το αίμα των κατακρεουργημένων θυμάτων του, ο κινηματογραφικός φακός καταφέρνει να συλλάβει τον τρόμο της νεαρής κοπέλας, ενώ όταν ο Άντι Ρουκούν, δηλώνει πως ένα από τα θύματα, υπήρξε ο αδερφός του, και τη συγκίνηση αυτής. Παρόλο που ο πατέρας της θα ζητήσει να διακοπεί η συνάντηση και να αποχωρήσει, αυτή θα επιμείνει να συνεχιστεί λίγο ακόμη και να παραμείνει. Και είναι ευτυχές, γιατί στο φινάλε οι δύο απόγονοι, αν και προέρχονται από αντίθετα στρατόπεδα θα αγκαλιαστούν.

Κατά συνέπεια, πέρα από την αποκάλυψη μέρους της ζοφερής αλήθειας και την αναζήτηση μιας ορισμένης μορφής δικαίωσης για τα πολλές χιλιάδες θύματα μέσα από τη ψυχοφθόρα και ακροσφαλή διαδρομή που ακολουθεί ο Άντι Ρουκούν, σε δύο περιπτώσεις, ο Τζόσουα Οπενχάιμερ καταφέρνει και κάτι επιπλέον, που είναι εξίσου σημαντικό: να φέρει σε επαφή τους απογόνους των θυτών με εκείνον ενός θύματος, να καταγράψει τις αντιδράσεις τους και να τους δώσει την ευκαιρία να συμφιλιωθούν. Ακόμη κι αν οι εκτελεστές – πατεράδες, δεν δείχνουν σημάδια μεταμέλειας είναι αν μη τι άλλο ενθαρρυντικό, που τα παιδιά αυτών, που αποτελούν και το μέλλον του νησιωτικού συμπλέγματος, καταλαβαίνουν πως κάτι δεν πάει καλά και πως πιθανώς τα πράγματα να μην είναι έτσι ακριβώς, όπως τα διδαχθήκανε. Η αναγνώριση, μπορεί να μην έρχεται από τις απαντήσεις των αποκτηνωμένων δολοφόνων, καταφθάνει όμως, από τις αντιδράσεις των ενήλικων τέκνων. Στην τελευταία δε συνάντηση, στην πιο απαιτητική και ευαίσθητη από όλες όσες αναφέρθηκαν, ο Άντι Ρουκούν θα έρθει σε επαφή με την οικογένεια του (αποθανόντος) πραγματικού δολοφόνου του αδερφού του και το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε παρά να είναι σπαραχτικό. Παρακολουθώντας μαζί με τον πρωταγωνιστή, καθ’ όλη τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ, ένα βίντεο – ντοκουμέντο (υλικό, που τραβήχτηκε το 2003 από τον Τζόσουα Οπενχάιμερ και του έδωσε την έμπνευση μαζί με άλλα παρόμοια βίντεο που γύρισε την ίδια περίοδο, να δημιουργήσει χρόνια μετά και όταν οι συνθήκες ήταν καλύτερες τα δύο ανεξάρτητα, μα αλληλοσυμπληρούμενα ντοκιμαντέρ), που δείχνει δύο από τους πιο αδίστακτους εκτελεστές των κομάντο Ακσί, με τον τρόπο που είδαμε και στην ‘Πράξη του Φόνου’ (οι δολοφόνοι περιδιαβαίνουν, τις όχθες του ποταμού Σνέικ, καυχιόνται για τα αιμοβόρικα κατορθώματά τους και αναπαριστούν ορισμένους από τους φόνους που διέπραξαν), ο θεατής γνωρίζει τον φονιά του αδερφού του Άντι Ρουκούν.

Η λεπτομερέστατη περιγραφή σε σημείο του βίντεο, του τρόπου με τον οποίο σφάγιασε τον αδερφό του Άντι Ρουκούν, συγκλονίζει τόσο τον ίδιο όσο και τον θεατή (που παρακολουθεί από την τηλεόραση του ήρωα την ανατριχιαστική εξιστόρηση). Το ίδιο, όμως, συμβαίνει και όταν, η οικογένεια του δολοφόνου, μαθαίνει για τα εγκλήματα του συζύγου – πατέρα και τις παρουσιάζεται απόσπασμα από το βιντεοσκοπημένο υλικό. Δεν είναι όλες οι αντιδράσεις των γόνων ίδιες (ένας υιός θα εξοργιστεί και θα ανησυχήσει για την υγεία της μητέρας του), ενώ ένας άλλος θα σιωπήσει επιδεικτικά, εκείνο που βγαίνει όμως, από τη συνάντηση είναι πως αντιλαμβάνονται, έστω και μερικώς, το κακό που προκάλεσε ο αγαπητός τους πατέρας. Στο τέλος, η συγχώρηση που θα ζητήσει η μητέρα (δεν πείθει εντελώς, πως δεν γνώριζε για τα εγκλήματα του συζύγου της) είναι ικανή να κάνει τον ήρωα να αποχωρήσει δικαιωμένος.

Το κλείσιμο της ταινίας, μπορεί να μην αποζημιώνει τον Άντι Ρουκούν όσο θα προσδοκούσε κάποιος (όπερ θα συνεπαγόταν, πως κάθε ένας από τους συνεντευξιαζόμενους εκτελεστές θα παραδεχόταν την ευθύνη που του αναλογεί και θα ζητούσε συγγνώμη), αναμφισβήτητα πάντως, αφήνει τον ήρωα σε μια πιο ικανοποιητική και (εξ)ισορροπημένη κατάσταση από αυτή που βρισκόταν πρότερα. Ούτως ή άλλως, το ζήτημα της συγχώρεσης είναι ακανθώδες και πολυδιάστατο. Δεν είναι δύσκολο μονάχα από τη μεριά των θυτών να την προσφέρουν, αλλά και από την πλευρά των θυμάτων να την αποδεχθούν (κάθε φορά, που η μητέρα του πρωταγωνιστή παρουσιάζεται στην κάμερα, καταριέται τους αιμοσταγείς και βάρβαρους δολοφόνους του πρώτου της παιδιού, ενόσω δηλώνει, πως δεν επρόκειτο να δεχθεί καμία δήλωση μεταμέλειας από δαύτους). Σε μια πολυβασανισμένη χώρα, όπου η δικαιοσύνη δεν παρευρίσκεται στο πλευρό των κοινωνικά ανίσχυρων και των πολιτικά καταδιωκόμενων, οι θύτες εξακολουθούν να απολαμβάνουν την πλήρη κάλυψη της και η ιστορία διδάσκεται με κατασκευασμένο και παραπλανητικό τρόπο, ακολουθώντας τις συνήθεις προπαγανδιστικές πρακτικές του παρελθόντος, ταινίες καθώς είναι, η ‘Όψη της Σιωπής’, θεωρούνται έκτακτες και χρήσιμες, μιας και βοηθούν τον φτωχό, απαρατήρητο και καταδυναστευμένο κόσμο της Ινδονησίας να βγει από την πολύχρονη σιωπή που του έχει επιβληθεί. Παράλληλα, ελλείψει επαρκών οπτικοακουστικών τεκμηρίων από αυτή την τόσο σκοτεινή και αυταρχική περίοδο, δίνει τη δυνατότητα και στον δυτικό κόσμο να αντικρίσει την κεκαλυμμένη αλήθεια και να κατανοήσει πως η ευθύνη για τις κάθε λογής βαναυσότητες, βαραίνει ένα κάθε άλλο παρά αμελητέο κομμάτι του (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστραλία).

Κατά μια έννοια, η ριψοκίνδυνη διαδρομή που ακολουθεί ο Άντι Ρουκούν, χρησιμοποιείται για να βγουν πολλές χιλιάδες άνθρωποι από την κοινωνική αορατότητα και την ανασφάλεια που τους δημιουργεί, η νομιμοποίηση της αδικίας, της εγκληματικότητας και του ανήθικου τρόπου ζωής. Η συνάντησή του με τους αμετανόητους δολοφόνους, δεν είναι εξευμενιστική μονάχα για τον ίδιο (τουλάχιστον, σαν διαδικασία), αλλά και για κάθε Ινδονήσιο πολίτη που βρίσκεται στην ίδια δεινή θέση και θα επιθυμούσε να πράξει κάτι ανάλογο (αν και δεν είναι ολίγοι όσοι θα προτιμούσαν τον δρόμο της ανταπόδοσης του κακού, αν δεν φοβόντουσαν για τη μοίρα της οικογένειάς τους). Γι’ αυτό δεν προκαλεί καμία απολύτως εντύπωση, που ο ίδιος αντιμετωπίζεται σαν εθνικός ήρωας στην ιδιαίτερη του πατρίδα (χαίρει της εκτίμησης της συντριπτικής πλειονότητας του ινδονησιακού λαού και των μέσων ενημέρωσης). Το ότι μπόρεσε να απεγκλωβιστεί από το ασφυκτικό πλαίσιο της ανωνυμίας με το να συμμετάσχει στην ‘Όψη της Σιωπής’ δεν σημαίνει βέβαια, πως ζει απόλυτα ελεύθερος και ασφαλής: μαζί με την οικογένειά του έχει μετακομίσει και διαβιεί σε διαφορετική περιοχή της χώρας, ενώ μια ομάδα πέντε ανθρώπων εργάζεται επί εικοσιτετραώρου βάσεως, ώστε να εξασφαλίσει πως δεν θα τους τύχει κάποιο κακό. Τίποτα, πάντως, από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί, αν η καλλιτεχνική επιτυχία της ταινίας δεν ήταν τέτοια, που να παρείχε μια (τρόπον τινά) ασυλία στον ίδιο και την οικογένειά του. Πέρα από τη συγκομιδή πλήθους σημαντικών διακρίσεων από φεστιβάλ και ενώσεις κριτικών, τόσο ‘Η Όψη της Σιωπής’ όσο και ‘Η Πράξη του Φόνου’, προτάθηκαν για όσκαρ στην κατηγορία του ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους (όπου, όμως, δεν κατόρθωσαν να κερδίσουν). Προβολή και επιβράβευση που συνέβαλε καθοριστικά στο να παραδεχθεί, η ινδονησιακή κυβέρνηση, την επιτέλεση αξιόποινων πράξεων και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας την περίοδο 1965 – 66. Όχι, ότι κάτι τέτοιο είναι ικανοποιητικό, σε συνδυασμό όμως, με όσα λέχθηκαν και τον διάλογο που έχει ξεκινήσει, δείχνει τη δυναμική και την επίδραση του εξαίρετου κινηματογραφικού εγχειρήματος του Τζόσουα Οπενχάιμερ.

Share