Καποτε Στο… Χολιγουντ

Στις 9 Αυγούστου του 1969, η αποτροπιαστική δολοφονία της ανερχόμενης ερμηνεύτριας και εγκυμονούσας συζύγου του αναγνωρισμένου σκηνοθέτη Ρομάν Πολάνσκι, Σάρον Τέιτ, καθώς και τεσσάρων φίλων τους (Τζέι Σίμπρινγκ, Άμπιγκεϊλ Φόλγκερ, Βόιτσεχ Φρικόφσκι, Στίβεν Πάρεντ), που είχαν καλεστεί στη βίλα του ζευγαριού στο Λος Άντζελες, από τέσσερα ορκισμένα μέλη της αίρεσης που έμεινε γνωστή ως Οικογένεια Μάνσον (Λίντα Καζάμπιαν, Σούζαν Άτκινς, Τεξ Γουότσον, Πατ Κρενγουίνκελ), θα αναστάτωνε την κοινή γνώμη, ενώ θα έκλεινε με τον πιο σκοτεινό τρόπο μια δεκαετία που συνδέθηκε με την αντικουλτούρα των χίπηδων. Πενήντα έτη μετά, τη στιγμή που ένα σύνολο από ειδησεογραφικά αφιερώματα επανέφεραν στη μνήμη το φρικτό τέλος της Σάρον Τέιτ, και μια σειρά σαν το ‘Mindhunter’ (2017 – ) του συγγραφέα Τζο Πένχολ, προσπάθησε να εμβαθύνει στη ψυχολογία του φόνου, βάζοντας τους δύο πρωταγωνιστές της να επισκέπτονται κάποιους από τους πιο στυγερούς δολοφόνους που έδρασαν στις Η.Π.Α. (μεταξύ των οποίων, τον ιθύνων νου της Οικογένειας Μάνσον, Τσαρλς Μάιλς Μάνσον), μια ταινία ενσωματώνει στο πολυεπίπεδο και υφολογικά πλούσιο σενάριό της, το γεγονός τούτο. Παραχαραγμένο μιας και παρουσιάζεται με μέθοδο που μόνο ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Κουέντιν Ταραντίνο, θα μπορούσε να λογιστεί.

Έχοντας μονοπωλήσει το ενδιαφέρον με υποθέσεις σκηνοθετικής αποχώρησης (ύστερα και από το πέρας μιας ακόμη ταινίας), ο πολυσχιδής δημιουργός, στο ένατό του πόνημα, κάνει μια ακόμη αυτό-αναφορική και εμπνευσμένη κατάδυση στο κινηματογραφικό παρελθόν. Σε προσφιλέστατα είδη (κατασκοπικές ταινίες, σπαγγέτι γουέστερν) και δευτερεύοντα πόστα (κασκαντέρ, καρατερίστες), διαπρεπείς ηθοποιούς (Στιβ Μακ Κουίν, Έντμοντ Ο’ Μπράιαν) και αιρετικούς σκηνοθέτες (Σέρτζιο Κορμπούτσι, Αντόνιο Μαργκερίτι), τηλεοπτικές τάσεις [‘The F.B.I.’ (1965 – 1974), ‘Lancer’ (1968 – 1970)], και ταινίες, όχι ακριβώς ορόσημα (‘Secret Agent Super Dragon’ (1966), ‘Against A Crooked Sky’ (1975)]. Αποτίνει έναν απολαυστικό, απενοχοποιημένο, μα και νοσταλγικό φόρο τιμής στις τελευταίες στιγμές της ονομαζόμενης Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ, που τυχαίνει να είναι και αυτές του κινήματος των χίπηδων, έχοντας στη διάθεσή του ένα ήδη κλασικό δίδυμο ερμηνευτών (Λεονάρντο ντι Κάπριο και Μπραντ Πιτ) και ένα ύψιστου επιπέδου τεχνικών (στη διεύθυνση φωτογραφίας, το μοντάζ και τον σχεδιασμό παραγωγής). Καθώς επιπλέον, το θράσος να σχολιάσει τα κακώς κείμενα μιας βιομηχανίας που ήταν στο μεταίχμιο (είναι ξανά, μετά την κυριαρχία συνδρομητικών υπηρεσιών streaming σειρών και έργων, όπως είναι το Netflix) και να αλλάξει τον ρου μιας ιστορίας τόσο άσπλαχνης όσο είναι εκείνη της κατάληξης της Σάρον Τέιτ και της παρέας της.

Κάποτε στο… Χόλιγουντ’ υποδηλώνει η ονομασία της ταινίας [αναφορά τόσο στο σπαγγέτι γουέστερν ‘Κάποτε στη Δύση’ (1968) όσο και το γκανγκστερικό έπος ’Κάποτε στην Αμερική’ (1984) του Σέρτζιο Λεόνε] και κυριολεκτικά από τα πρώτα λεπτά, ο θεατής μεταφέρεται σε μια εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Με στιγμιότυπα από πολεμικές / περιπετειώδεις ταινίες σαν το ‘The 14 Fists of McCluskey’, που κλείνουν το μάτι στο ‘Άδωξοι Μπάσταρδη’ (2009), γουέστερν σειρές όπως είναι το ‘Bounty Law’, που φέρνουν στη θύμηση το ‘Wanted Dead or Alive’ (1958 – 1961), ή μουσικού περιεχομένου εκπομπές σαν το ‘Hullabaloo’ (1965 – 1966) – αποσπάσματα που σημειωτέον έχουν το ανάλογο φορμά και το κατάλληλο χρώμα, ο Κουέντιν Ταραντίνο κατορθώνει να το κάνει πράξη τούτο και να κερδίσει τις εντυπώσεις. Ο Ρικ Ντάλτον (Λεονάρντο ντι Κάπριο) είναι ένας τυποποιημένος στον ρόλο του κακού, β’ κατηγορίας αστέρας του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, που μολονότι αντιμετωπίζει κρίσιμα προβλήματα αλκοολισμού και η ηλικία του δεν του το επιτρέπει, προσδοκά να του δοθούν παραπάνω επαγγελματικές ευκαιρίες. Στο πλάι του ευρίσκεται, ο σκληροτράχηλος, βετεράνος πολέμου Κλιφ Μπουθ (Μπραντ Πιτ), που φημολογείται πως σκότωσε τη γυναίκα του και ως κασκαντέρ, φροντίζει να τον αντικαθιστά στις επικίνδυνες σκηνές (ή και να κάνει τον σοφέρ του, εφόσον πλέον δεν τον ντουμπλάρει τόσο τακτικά). Ο Ρικ Ντάλτον, εκτός από τα αλκοολούχα ποτά που καταναλώνει και το σχετικά προχωρημένο της ηλικίας, αισθάνεται μια πρόσθετη πίεση που εκπηγάζει από την ολοκληρωτική μεταλλαγή που σημειώνεται στο κινηματογραφικός ύφος των νέων ταινιών. Χαρακτηριστικό είναι πως άμα τη συναντήσει με τον μάνατζερ Μάρβιν Σβαρτς (Αλ Πατσίνο), ο τελευταίος θα τον συμβουλεύσει, να αλλάξει πλεύση. Να πάει δηλαδή, στην Ιταλία και να συνεργαστεί με τον Σέρτζιο Λεόνε που γυρίζει σπαγγέτι γουέστερν. Προτροπή που στο σημείο που τη βλέπουμε, κάθε άλλο παρά θα γίνει αποδεκτή με χαρά (ο Ρικ Ντάλτον θα εκλάβει τη συμβουλή σαν προσβολή και υποβιβασμό).

Παραπάνω αισιοδοξία και ευαρέστηση θα προσφέρει στον Ρικ Ντάλτον, η πληροφορία πως στη χτισμένη σε λόφο, γιομάτη υπερπολυτελείς κατοικίες με περιφανείς ενοίκους, γειτονιά που διαμένει, μετακόμισε ο βραβευμένος σκηνοθέτης και σεναριογράφος Ρομάν Πολάνσκι (Ράφαλ Ζαβιερούκα) με την πεντάμορφη σύζυγό του Σάρον Τέιτ (Μάργκοτ Ρόμπι). Με την επιτυχία του συνταρακτικού θρίλερ ‘Το Μωρό της Ρόζμαρι΄(1968) να είναι ακόμη φρέσκια, ο Ρομάν Πολάνσκι, δίκαια χαρακτηρίζεται ως ένας από τους πιο περιζήτητους δημιουργούς στον κόσμο του κινηματογραφικού θεάματος, ενώ η Σάρον Τέιτ, μετά και από τις συμπαθείς εμφανίσεις της σε δευτεραγωνιστικούς ρόλους, στα κατά τ’ άλλα, μέτρια έργα ‘Η Κοιλάδα με τις Κούκλες’ (1967) και ‘Τα Μυστικά Όπλα των Κατασκόπων’ (1968), χαιρετίζεται ως μία από τις περισσότερο ελπιδοφόρες, νεοφερμένες υπάρξεις στη Μέκκα του κινηματογράφου.

Αν και δεκάδες χαρακτήρες εμφανίζονται στην οθόνη (λιγότερο ή περισσότερο άσημοι και μυθοπλαστικοί), επί της ουσίας, ο Κουέντιν Ταραντίνο μοιράζει τον κινηματογραφικό χρόνο της ταινίας σε τρεις κεντρικούς χαρακτήρες (Ρικ Ντάλτον, Κλιφ Μπουθ, Σάρον Τέιτ) και μέσα από αυτούς παρατηρούμε τους εσωτερικούς μηχανισμούς και τον τρόπο λειτουργίας μιας μεταλλασσόμενης βιομηχανίας. Με σκηνές σαν και εκείνη, όπου το ζεύγος Ρομάν Πολάνσκι και Σάρον Τέιτ επισκέπτεται το κοσμοπλημμυρισμένο και γκλαμουράτο πάρτι στη βίλα του μεγαλοεπιχειρηματία και εκδότη του περιοδικού Playboy, Χιου Χέφνερ ή αυτή όπου ο Κλιφ Μπουθ, τη στιγμή που επισκευάζει την κεραία της τηλεόρασης του Ρικ Ντάλτον, ανακαλεί στη θύμησή του, την επεισοδιακή (και ξεκαρδιστική) συναπάντηση που είχε με τον ηθοποιό και κορυφαίο δάσκαλο πολεμικών τεχνών Μπρους Λι (Μάικ Μο) στα γυρίσματα της σειράς ‘The Green Hornet’ (1967 – 1968), βεβαιώνεται αυτό. Όπως επίσης, την καθημερινότητα και τις ελπίδες των τριών χαρακτήρων. Καθημερινός βίος που είναι μακριά από το συνηθισμένο και προσπάθειες που επικεντρώνονται στο να γίνουν κομμάτι του συστήματος (Σάρον Τέιτ), να παραμείνουν και να εξελιχθούν (Ρικ Ντάλτον) ή ακόμη και να επανέλθουν (Κλιφ Μπουθ). Αν και στην περίπτωση του Κλιφ Μπουθ, το σύνηθες δεν αποτελεί λέξη παντελώς άγνωστη, όπως πιστοποιεί και το υποτυπώδες μέρος που διαμένει με το αφοσιωμένο του κατοικίδιο, ή και οι ασυναφείς με το επάγγελμα του κασκαντέρ εργασίες, με τις οποίες καταπιάνεται.

Μέσα από μια κλιμακοειδή εναλλαγή στιγμιότυπων / παράλληλη τοποθέτηση λήψεων, που κορυφώνεται τη νύχτα, ο Κουέντιν Ταραντίνο, επιτυγχάνει να δείξει τις διαφορετικές βάσεις / σημεία που ευρίσκονται οι τρεις κεντρικοί χαρακτήρες, και έτσι να τους υποβάλλει σε μια καλώς εννοούμενη σύγκριση. Κάτι παρόμοιο κάνει και όταν η Σάρον Τέιτ επισκέπτεται έναν κινηματογράφο, για να δει αν την αναγνωρίζουν οι άνθρωποι που εργάζονται σε τούτον και φυσικά να παρακολουθήσει την ταινία στην οποία συμπρωταγωνιστεί (‘Τα Μυστικά Όπλα των Κατασκόπων’), ενόσω συγχρόνως,  ο Ρικ Ντάλτον, μεταβαίνει σε ένα στούντιο, μιας και εκκινούν τα γυρίσματα του πιλότου της σειράς ‘Lancer’, στην οποία για μια επιπλέον φορά, ερμηνεύει τον ρόλο του κακού. Το ζωηρό αίσθημα ικανοποίησης της Σάρον Τέιτ, βρίσκεται στο απόγειό του, σε όλη τη διάρκεια της σεκάνς, κυρίως στις στιγμές εκείνες που βλέπει τον εαυτό της να παίζει στην ταινία και το κοινό αντιδρά (σωστή η επιλογή να χρησιμοποιηθούν  μεμονωμένα μέρη από την πραγματική ταινία). Απεναντίας, ο Ρικ Ντάλτον, εκτός του ότι θα εκνευριστεί με την Τρούντι Φρέιζερ (Τζούλια Μπάτερς), ένα πολύ πιο ώριμο από την ηλικία του οκτάχρονο κορίτσι που συμπρωταγωνιστεί στη σειρά, ένεκα του πονοκεφάλου που έχει από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, θα ξεχάσει τα λόγια του (κατάσταση απαράδεκτη και εξαιρετικά κακόβολη, που στο καμαρίνι του, θα οδηγήσει σε σοβαρό νευρικό κλονισμό).

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Κουέντιν Ταραντίνο, εκτρέπεται από τον βασικό σκελετό της αφήγησης και δείχνει το πώς παράγονται κινηματογραφικές και τηλεοπτικές εικόνες (πόσω μάλλον, στη συγκεκριμένη ταινία, που βρίθει από ταινίες, σειρές και κάθε λογής εκπομπές), η απόφασή του όμως, να δώσει πλείστο χρόνο στο γύρισμα που έχει να κάνει με τον πιλότο της σειράς ‘Lancer’, κρίνεται εξαιρετική, αφού καταλαμβάνει εξαπίνης τον θεατή, έτσι όπως ποιεί μια ταινία μέσα στην ταινία (σειρά για την ακρίβεια!) και τον τοποθετεί στο εσωτερικό της, δίνει τη δυνατότητα στον Λεονάρντο ντι Κάπριο, να παρουσιάσει το εκτεταμένο εύρος των ερμηνευτικών του ικανοτήτων (τόσο όταν προετοιμάζεται για να υποδυθεί το ρόλο του όσο και όταν τον ερμηνεύει), μα και στον ίδιο να κάνει τον οξυδερκή σχολιασμό του, σε όσα συντελούνται στους κόλπους της κινηματογραφικής βιομηχανίας (η σκηνή με την Τζούλια Μπάτερς, δεν εκθέτει μονάχα τα δεκάδες, κακομαθημένα παιδιά – θαύματα του Χόλιγουντ, ή δεικνύει το πώς το πέρασμα του χρόνου καταστρέφει τις δαφνοστεφανωμένες καριέρες των ηθοποιών, αλλά φέρνει σε παράθεση δύο διαφορετικές γενιές ανθρώπων, που εύκολα δύναται κάποιος να καταλάβει πως πρεσβεύουν και διαφορετικές κατηγορίες υποκριτικής).

Δεν είναι η πρώτη φορά, επίσης, που ο Κουέντιν Ταραντίνο, χτίζει στιγμές γιομάτες ένταση και κορυφώνει με μέθοδο που κανένας δεν μπορεί να προβλέψει. Με τον Κλιφ Μπουθ, να περιφέρεται από δω και από κει, έως ότου έρθει η ώρα να παραλάβει τον Ρικ Ντάλτον από το γύρισμα, ή πηγαίνοντας τον σε αυτό – σε κεντρικούς δρόμους δηλαδή, που κυκλοφορούν ξέγνοιαστα και αδιάφορα, αντιδραστικοί χίπηδες, το αυτοκίνητο που οδηγεί θα παρεκκλίνει από την καθιερωμένη του πορεία, όταν συναπαντήσει για τρίτη συνεχή φορά την Πούσικατ (Μάργκαρετ Κουάλεϊ), μια ωραία και σαγηνευτική, ενδεχομένως κάτω των δεκαοχτώ ετών, παρουσία, που θα του ζητήσει να τη μεταφέρει δωρεάν, στο ράντζο που μένει με την παρέα της (την ακηλίδωτη ακόμη, Οικογένεια Μάνσον) και συμπτωματικά δούλευε και ο ίδιος στο παρελθόν. Σε μια μακροσκελή σκηνή, που βαθμιδωτά οδηγεί σε μια κινδυνώδη κατάσταση, ο Κλιφ Μπουθ, θα φτάσει στο ράντζο (εφόσον πρώτα, η Πούσικατ φλερτάρει μαζί του χωρίς ντροπή), γνωρίσει κάποια από τα μέλη (που θα τον τσεκάρουν, διακριτικά) και απαιτήσει να δει τον άνθρωπο στον οποίο ανήκει ο αγροτικός χώρος. Στο άκουσμα της επιθυμίας του, να δει τον Τζορτζ Σπαν (Μπρους Ντερν), εκείνοι δεν θα χαρούν, αρκετά περισσότερο, η Λινέτ Φρόμμι (Ντακότα Φάνινγκ), που φαίνεται πως τον γνωρίζει καλά και κάνει κουμάντο εκεί. Ο Κουέντιν Ταραντίνο παραπλανεί τον θεατή, έτσι όπως τα συγκεντρωμένα μέλη παρατηρούν τον Κλιφ Μπουθ και αυτός με αργά και σταθερά βήματα κατευθύνεται στο μέρος που είναι ο Τζορτζ Σπαν, τόσο που στο τέλος τον περιμένει άλλη κατάληξη από αυτή που αναμενόταν.

Έμμεσα, η παραπάνω σεκάνς είναι αφιερωμένη σε ένα ακόμη αγριωπά θανατωμένο θύμα της Οικογένειας Μάνσον. Τον κασκαντέρ Ντόναλντ Σέι, που διέμενε στο ράντζο του Τζορτζ Σπαν, έχοντας συμφωνήσει να περιποιείται τα άλογα του τελευταίου, το διάστημα που δεν είχε κάποιο γύρισμα. Τον κασκαντέρ Ντόναλντ Σέι, που ο Τσαρλς Μάνσον και οι πλανεμένοι σύντροφοί του, που στο μεταξύ είχαν μετακομίσει και αυτοί στον ίδιο χώρο, τον εκτέλεσαν ανηλεώς, λίγες ημέρες αφού τους κατέδωσε στην αστυνομία, για τα κλεμμένα φορτηγά που είχαν στη διάθεσή τους. Αναφερόμενος σε ετούτον, πάντως, ο Κουέντιν Ταραντίνο, παίρνει μια μορφή εκδίκησης (ξου και είναι σφοδρός ο τρόπος με τον οποίο φεύγει από το ράντζο ο Κλιφ Μπουθ). Αν και περί αυτού είναι στη σκηνή που λαμβάνει δράση στην έπαυλη του Ρικ Ντάλτον, τη νύχτα της 9ης Αυγούστου του 1969, που πρώτιστα το κάνει. Διαστρεβλώνοντας, ή πιο σωστά και με μεγαλύτερη ακρίβεια διατύπωσης, ξαναγράφοντας κινηματογραφικά την Ιστορία, προς όφελος των ανθρώπων που υπέστησαν κακό, ο ραδιούργος δημιουργός, που άλλαξε όσο ολίγοι το αμερικανικό σινεμά της τελευταίας τριακονταετίας, οδηγείται σε μια αρκετά εξωφρενική, βιαιότατη μα και χιουμοριστική κατακλείδα, που είναι συναφής με ολόκληρη τη φιλμογραφία του, όταν τα τέσσερα χειραγωγημένα μέλη που στέλνει ο Τσαρλς Μάνσον (Ντέιμον Χέριμαν), για να σφαγιάσουν τη Σάρον Τέιτ και την τετραμελή παρέα της, κάνουν το λάθος να εισέλθουν στην έπαυλη που βρίσκεται ένας μεθυσμένος Ρικ Ντάλτον, η φλογερή φίλη του Φραντσέσκα Καπούτσι (Λορένσα Ίσο), ένας μαστουρωμένος Κλιφ Μπουθ και το προστατευτικό κατοικίδιο του. Φινάλε ικανότατο να προξενήσει σωρεία συζητήσεων, καθόσον απομακρύνεται από την πραγματικότητα και που όσοι δεν είναι εξοικειωμένοι με το κατάμαυρο ύφος του Κουέντιν Ταραντίνο, ίσως να ενοχληθούν και να δυσανασχετήσουν.

Τοσούτω μάλλον εφόσον πρόσθετα, η βία ετούτη έρχεται σε σύγκρουση με τον ρομαντισμό με τον οποίο ο σκηνοθέτης εμπλουτίζει κάθε ένα από τα εξαίσια σκηνοθετημένα πλάνα που αφορούν τις σειρές και τις ταινίες, όπου γυρίζονταν. Όμως, η Μέκκα του κινηματογράφου, όπως επίσης, η αντικουλτούρα των χίπηδων, τραυματίστηκαν ανήκεστα από τη δολοφονική δράση της Οικογένειας Μάνσον, και ο Κουέντιν Ταραντίνο, δεν πράττει τίποτα λιγότερο από το να ανταποδώσει το κακό. Να αποκαταστήσει την Ιστορία με τη δική του (ανορθόδοξη και γκροτέσκ) μέθοδο, που όμως τυγχάνει να σέβεται όσο κανένας από όσους τον κατακρίνουν (και είναι σοβαροφανείς), μια αγγελόπλαστη και υποκριτικά υποσχόμενη παρουσία σαν και της Σάρον Τέιτ, που ενώ το Χόλιγουντ την υποδέχθηκε με ανοικτές αγκάλες τούτες έκλεισαν αιφνιδιαστικά, όταν τέσσερις ανελέητοι άνθρωποι υπό τις οδηγίες ενός ψευδοπροφήτη σαν τον Τσαρλς Μάιλς Μάνσον, της έκοψαν με δεκαέξι χτυπήματα με μαχαίρι το νήμα της ζωής.

Με τον τρόπο που η Σάρον Τέιτ, πίστεψε στο αμερικανικό κινηματογραφικό ονείρεμα όσο πρόλαβε να ζήσει, με τον ίδιο ακριβώς, φαίνεται να το κάνει και ο Κουέντιν Ταραντίνο (από το ‘Reservoir Dogs’ (1992) ως το ‘Κάποτε στο… Χόλιγουντ’ (2019)], γι’ αυτό κι ο Ρικ Ντάλτον βλέπει την ύψιστη επιδίωξη που είχε στο ξεκίνημα της ταινίας να γίνεται πραγματικότητα, όταν συναντά τη Σάρον Τέιτ. Ο Κουέντιν Ταραντίνο επίσης, παρά την άφιξη της Φραντσέσκα Καπούτσι, στη βίλα όπου μένει ο Ρικ Ντάλτον, ολοκληρώνει την ταινία του με ένα τελείωμα που δεν προδίδει τη σχέση των δύο μονιασμένων φίλων και αλληλένδετων συνεργατών. Οι Ρικ Ντάλτον και Κλιφ Μπουθ παραμένουν ως το φινάλε μαζί και ετούτο αποτελεί μια ακόμη ηχηρή δήλωση, απέναντι σε ένα σύστημα που στις μέρες μας είναι περισσότερο κυνικό και εγωπαθητικό. Ανεξάρτητα από τους ηθοποιούς και κασκαντέρ που (συν)αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία της προσωπικότητας τούτων, οι Ρικ Ντάλτον και Κλιφ Μπουθ, συνθέτουν ένα δίδυμο, που παραπέμπει σε ένα ντουέτο σαν και εκείνο που συγκρότησαν ο ερμηνευτής Μπαρτ Ρέινολντς με τον κασκαντέρ Χαλ Νίνταμ. Οι Λεονάρντο ντι Κάπριο και Μπραντ Πιτ που χαρακτηρίστηκαν από τον ίδιο τον Κουέντιν Ταραντίνο ως το πιο δυναμικό, ενθουσιαστικό ντουέτο σταρ από την εποχή του Πολ Νιούμαν και του Ρόμπερτ Ρέντφορντ [συνεργάστηκαν στο ‘Το Κεντρί’ (1973)], υποδύονται τους ρόλους τούτους και πραγματικά αμφότεροι καταθέτουν ερμηνείες ολκής. Τέσσερα χρόνια μετά από το ‘Η Επιστροφή’ (2015) την εποποιία που στα 88α βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, χάρισε στον Λεονάρντο ντι Κάπριο το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου, ο ικανός ηθοποιός ερμηνεύει έναν ανασφαλή ηθοποιό που ξεκίνησε τη μακρά καριέρα του στο Κλασικό Χόλιγουντ, μα επειδή τυποποιήθηκε στον ρόλο του κακού και η βιομηχανία αλλάζει με γρηγοράδα, δυσκολεύεται να απαγκιστρωθεί και να βρει τους ρόλους εκείνους που θα τον βοηθήσουν να προοδεύσει.

Κάθε ένα από τα κινηματογραφική ή τηλεοπτικά αποσπάσματα που παρουσιάζονται, κατά τη διάρκεια της ταινίας, δείχνουν έναν άνθρωπο που αν και τυποποιημένος στον ρόλο του κακού είναι δοτικός σε εκείνο που κάνει. Έναν άνθρωπο με αδυναμίες, καθώς δείχνει και η σκηνή όπου κλαίει στον ώμο του Κλιφ Μπουθ, μετά από τη αποκαρδιωτική συνάντηση που θα έχει με τον Μάρβιν Σβαρτς. Έναν άνθρωπο που διψάει για περισσότερη αναγνώριση, μα βλέπει πως η καριέρα του διολισθαίνει διαρκώς. Ο Λεονάρντο ντι Κάπριο, που ασφαλώς ως υποκριτής μοιράζεται κοινά συστατικά με έναν τέτοιο χαρακτήρα, δράττεται της ευκαιρίας, για να ζωντανέψει, τον ναρκισσισμό, τον μόχθο, την ανησυχία, την τέρψη, τη λύπη ή και την  τρέλα ενός προσηλωμένου ερμηνευτή. Και δεν υπάρχει καλύτερο σημείο, για να προβάλλει τις ικανότητές του και τα συναισθήματα τούτα, από όταν υποδύεται τον Κέιλεμπ Ντεκότου.

Τόσο όταν περιμένει να αρχίσει το γύρισμα και ομιλεί με την ανήλικη συμπρωταγωνίστριά του, εξαπολύοντας δηλητηριώδη βέλη όσο και όταν παίρνει μέρος σε τούτο, χάνει τα λόγια του, σταματάει η κινηματογράφηση και οδηγείται σε μια αισθηματική έκρηξη στο καμαρίνι του, που πάντως, του δίνει την ευκαιρία να κάνει την αυτοκριτική του και έτσι να επανέλθει δριμύς και να ξεπεράσει ερμηνευτικά τον εαυτό του, είναι συγκλονιστικός. Κατόπιν τούτου, ο Λεονάρντο ντι Κάπριο, δεν ερμηνεύει μόνο έναν στάσιμο β’ διαλογής ηθοποιό σαν τον Ρικ Ντάλτον που από μόνο του θα ήταν αρκετό για θετικό σχολιασμό, μα με προεξάρχοντα τον Κέιλεμπ Ντεκότου, μια σειρά από λοιπούς χαρακτήρες που όλοι τους δείχνουν τη συνέπεια και τον επαγγελματισμό, με τα οποία υπηρετεί την τέχνη της υποκριτικής. Από κει και πέρα, καθώς λέχθηκε παραπάνω, στενός φίλος και συνεργός του Ρικ Ντάλτον είναι ο Κλιφ Μπουθ και ο Λεονάρντο ντι Κάπριο δείχνει πως έχει αρκετά καλή χημεία με τον Μπραντ Πιτ, για να κάνει πιστευτή τη σχέση τούτη. Άψογο συνταίριασμα, λοιπόν, που προκύπτει από τις έξοχες ερμηνείες και τη συμφωνία χαρακτήρων. Ο τελευταίος, δίχως να έχει αρκετούς ρόλους που να καταγράφονται στη συλλογική μνήμη ως άξιοι αναφοράς, τούτη τη φορά, καταφέρνει να σιγοντάρει τον συμπρωταγωνιστή του, ακόμη και να ξεχωρίσει. Δεν είναι μονάχα τ’ ότι είναι καλογραμμένος ο χαρακτήρας που υποδύεται, ή το πόσο όμορφα δείχνει το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο (και το ακόμη γραμμωμένο κορμί του!) στον φακό, αλλά και τ’ ότι διαθέτει τα προσόντα για να ερμηνεύσει έναν τσαμπουκά, ντόμπρο, λιτόβιο και μονήρη χαρακτήρα σαν τον Κλιφ Μπουθ. Τόση η αρρενωπότητά του, που δεν φοβάται να τα βάλει με μια κομπανία φανατικών ατόμων. Τέτοια η ευθύτητά του, που την εισπράττει ο Ρικ Ντάλτον και τον κρατά κοντά του, μέχρι τέλους. Τόση η αυτάρκειά του, που αρέσκεται στα καθήκοντά του, ακόμη και όταν αυτά έχουν να κάνουν με το φτιάξιμο μιας κεραίας. Τέτοια η απομόνωσή του, που ζει σε ένα τροχόσπιτο, με μόνη συντροφιά τον σκύλο του. Ο Κλιφ Μπουθ, όντας κασκαντέρ και μάλιστα σε εργασιακή ένδεια, είναι το ακριβώς αντίθετο από τον Ρικ Ντάλτον και αυτό κάνει πιο αδιαίρετο το ντουέτο. Υφίσταται μια εξισορρόπηση, ανάμεσα στους δύο, μιας και από τη μια είναι οι υψηλοί στόχοι και η αγωνία επίτευξης τούτων (Ρικ Ντάλτον) και από την άλλη η αποδοχή της πραγματικότητας και η απόλαυση μιας πιο απλής ζωής (Κλιφ Μπουθ).

Αν και γράφτηκαν διάφορα για τον ρόλο της Μάργκοτ Ρόμπι, ως επί το πλείστον αρνητικά, εφόσον αυτός δεν καταλαμβάνει πολύ κινηματογραφικό χρόνο ή δεν έχει αρκετά διαλογικά σημεία, το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι πως ναι μεν οι κριτικές ευσταθούν, όμως, στις σκηνές αυτές που εμφανίζεται, κλέβει την παράσταση, τόσο με το παγκαλόμορφο πρόσωπο και την ντελικάτη κορμοστασιά όσο και με το έντονο αίσθημα ευχαρίστησης και την πίστη στην αίσια έκβαση των πραγμάτων, που φαίνεται πως έφερε και η αδικοχαμένη Σάρον Τέιτ.

Κινηματογραφημένο σε φιλμ 35 χιλιοστών (Kodak Vision3 200T 5213, Vision3 500T 5219), γεγονός που δεν συνηθίζεται στις μέρες μας, ή 8 και 16 χιλιοστών (Kodak Ektachrome 100D 7294 / 7285), για τις βίντατζ, ασπρόμαυρες ταινίες και σειρές, με Panavision σφαιρικούς και αναμορφικούς φακούς (περιλαμβανομένης της νέας σειράς Τ, για αρκετά κοντινές λήψεις και μεγαλύτερη αντίθεση και ανάλυση), το ‘Κάποτε στο.. Χόλιγουντ’, δείχνει συνάμα ρετρό και σύγχρονο. Για μια περισσότερο καθαρή εμφάνιση, που όμως παραπέμπει στην εποχή, ο διευθυντής φωτογραφίας Ρόμπερτ Ρίτσαρντσον πέτυχε ένα υψηλό κορεσμό των χρωμάτων με υπαινιγμούς από μπλε ή βαθύτερους τόνους, ενώ εξουδετέρωσε τους κόκκους του φιλμ, και τη θαμπάδα που προκαλούν. Επίσης, χάρη στη νέα τεχνολογία και το μεθοδικό χειρισμό τούτης, μπόρεσε να ομαλοποιήσει τη μετάβαση από τη μυθοπλασία στην πραγματικότητα (το γύρισμα του πιλότου της σειράς ‘Lancer’), από το παρελθόν στο παρόν (το στιγμιότυπο που ο Κλιφ Μπουθ, αναπολεί τα γυρίσματα της σειράς ‘The Green Hornet’), από το φως στο σκοτάδι (η επίσκεψη του Κλιφ Μπουθ στο ράντζο του Τζορτζ Σπαν), μα και να καταγράψει μέσα από κάθε είδους πλάνο (γκρο, μεσαίο και μακρινό) ή κίνηση της κάμερας (πανοραμίκ, κονίρ πλονζέ και κυκλική) με αποστομωτικό τρόπο τους φωτισμένους με νέον δρόμους της Λεωφόρου Σάνσετ Μπούλεβαρντ, τα μεστωμένα πρόσωπα των δύο του πρωταγωνιστών και μια επουράνια παρουσία σαν και εκείνη της Μάργκοτ Ρόμπι. Διαθέτοντας τα περισσότερα απότομα κοψίματα από οποιαδήποτε ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο και μια διαδοχικότητα εύρυθμη, χάρη στην οποία εναλλάσσονται με ομαλότητα λήψεις από δύο ή περισσότερες δράσεις που εξελίσσονται στον ίδιο χρόνο, αλλά σε διαφορετικό χώρο, το μοντάρισμα του μοντέρ Φρεντ Ρασκίν, αν και στις μακρόσυρτες σεκάνς είναι λίγο ανοικονόμητο, είναι καλό. Πολλώ δε μάλλον εφόσον, έχει να εντάξει και μια σειρά από κινηματογραφικά ή τηλεοπτικά προγράμματα του παρελθόντος με ανομοιογενές φορμά και χρώμα στην εικόνα (το ‘Bounty Law’ ή το ‘Hullabaloo’), να συνταιριάξει τη φαντασία με την πραγματικότητα (η σκηνή που η Σάρον Τέιτ επισκέπτεται τον κινηματογράφο, για να δει  την ταινία που παίζει), να αναδείξει σημαντικές λεπτομέρειες της συγκεκριμένης εποχής (αφίσες, δίσκοι ή αντικείμενα), και να εναλλάξει μια σειρά από διαφορετικά κινηματογραφικά είδη σε μια σκηνή (το στιγμιότυπο που εξελίσσεται στο ράντζο του Τζορτζ Σπαν και το καταληκτικό στη βίλα του Ρικ Ντάλτον).

Ένας καλά μελετημένος και άριστα επιτελεσμένος σχεδιασμός παραγωγής, κατορθώνει να ζωντανέψει το Λος Άντζελες των τελών της δεκαετίας του ’60. Η μεγαλύτερη πρόκληση για τη σχεδιάστρια παραγωγής Μπάρμπαρα Λινγκ, ήταν να πάρει άδεια για την αποκατάσταση τμημάτων της Λεωφόρου Σάνσετ Μπούλεβαρντ. Όταν τούτο παρά τις αρχικές επιφυλάξεις έγινε δυνατό, μαζί με τη διακοσμήτρια Νάνσι Χέι και το λοιπό συνεργείο, φρόντισαν ώστε εμβληματικά κτίσματα, σαν τους κινηματογράφους Pussycat και Aquarious, το δισκοπωλείο Peaches Records & Tapes, το βιβλιοπωλείο Larry Edmunds, και τα εστιατόρια Taco Bell και Musso & Frank Grill, να αναπαλαιωθούν επαρκώς. Εφάμιλλο λίφτινγκ έγινε και στη γειτονιά Γουέστγουντ Βίλατζ (ο κινηματογράφος Bruin και το εστιατόριο Hamburger Hamlet). Άλλοι χώροι πάλι, όπως το ράντζο όπου διέμενε η Οικογένεια Μάνσον, κατασκευάστηκαν εκ του μηδενός. Για τις ανάγκες της ταινίας, επίσης, δημιουργήθηκαν πλατό που παραπέμπουν σε αληθινές εκπομπές της δεκαετίας του ‘60 (‘The Green Hornet’) ή και πλασματικές (‘Lancer’). Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, πως επιστρατεύθηκαν αντικείμενα από την προσωπική συλλογή του σκηνοθέτη (αφίσες, κούπες), ενώ ο γραφίστας και εικονογράφος Στίβεν Τσόρνυ μα και οι καλλιτέχνες Ρενάτο Κασάρο και Μάρτιν Ντουχόβιτς, σχεδίασαν τις αφίσες που αφορούν τις κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές παραγωγές, στις οποίες έχει εμφανιστεί ο Ρικ Ντάλτον.

Share