Στη Γη Του Αγριου Μελιου

Από τα αρχαία χρόνια, ο κλάδος της μελισσοκομίας κατέχει περίοπτη θέση στον πολιτισμό της βαλκανικής χερσονήσου και της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου (όπως συνηγορούν και τα σωζόμενα γραπτά του Έλληνα φιλόσοφου και επιστήμονα Αριστοτέλη). Είναι τέτοια η ποικιλία των δασικών εκτάσεων (από ποώδη φυτά και άγρια λουλούδια μέχρι κωνοφόρα δέντρα), που έχουν καταστήσει την παραγωγή μελιού πλεονέκτημα για αρκετές βουνίσιες κοινότητες. Ειδικότερα, στη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας (εκείνη που εκτείνεται ως επί το πλείστον στην επικράτεια τριών γειτονικών κρατών), η δραστηριότητα τούτη έχει μια ξεχωριστή πτυχή: την ύπαρξη ενός υποείδους μελισσών σαν την apis mellifera macedonica (κοινώς, μακεδονική μέλισσα). Ενός υποείδους μελισσών το οποίο θυμίζει τη apis mellifera carnica (κοινώς, καρνιολική μέλισσα) και όπου ο πληθυσμός της κινδυνεύει να εξαφανιστεί από την ολοένα και πιο τακτική παρουσία των τελευταίων, ή και του εισαγόμενου, ιταλικού υποείδους apis mellifera ligustica (κοινώς, ιταλική μέλισσα). Σύμφωνα με την παράδοση, οι μέλισσες αυτές εκτρέφονταν σε κωνικές κυψέλες που ήταν κατασκευασμένες από άχυρο, βουρλιά και λάσπη, σε μακρόστενα κούτσουρα από ξύλα οξιάς, καστανιάς και ερυθρελάτης και σε εσοχές στους εξωτερικούς τοίχους των σπιτιών και των κήπων, που καλύπτονταν από διάτρητες σανίδες. Στην τωρινή εποχή, μονάχα ολιγάριθμοι μελισσοκόμοι εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τις αρχέγονες τούτες πρακτικές, παρότι όσοι το κάνουν ισχυρίζονται πως το μέλι είναι εξαιρετικής ποιότητας και πως οι μέλισσες αναπτύσσουν μεγαλύτερη αντοχή στα παθογόνα βακτηρίδια. Ανάμεσά τους και η μέσης ηλικίας Ατίτζε, θυγατέρα μιας οικογένειας Τούρκων – γεροντοκοπέλα με βάση την παράδοση της μουσουλμανικής μειονότητας επειδή είναι το τελευταίο παιδί της οικογένειας αυτής, που ζει σε ένα εγκαταλελειμμένο χωριό της νοτιοανατολικής Βορείου Μακεδονίας, φροντίζοντας την κατάκοιτη, 85χρονη μητέρα της. 

Οι Λιουμπομίρ Στεφάνοφ και Ταμάρα Κοτέφσκα ανακάλυψαν την Ατίτζε (αν και η ίδια λέει σε συνέντευξη που παραχώρησε σε κάποιον Κορεάτη δημοσιογράφο από το Λονδίνο πως, «Δεν την εντόπισαν εκείνοι. Τους βρήκε αυτή.»), όταν έκαναν έρευνα στο μέρος που μένει, με απώτερο σκοπό να γυρίσουν ένα περιβαλλοντικό ντοκιμαντέρ μικρού μεγέθους για τον ποταμό Μπρεγκαλνίκα. Τον δεύτερο μεγαλύτερο της Βορείου Μακεδονίας, που κάθε δέκα χρόνια αλλάζει τη φυσική του διαδρομή με αποτέλεσμα να επηρεάζονται τα χωριά που τον περιβάλλουν. Οι δύο σκηνοθέτες συζήτησαν με διάφορους κατοίκους – αγροκαλλιεργητές, όμως, όταν συναπάντησαν την Ατίτζε και άκουσαν μέρος της ιστορίας της, αποφάσισαν να παραμείνουν για καιρό μαζί της και να καταγράψουν την καθημερινότητά της στον φακό.

Τρία χρόνια διήρκεσαν τα γεμάτα αντιξοότητες γυρίσματα σε αυτή την δυσπρόσιτη περιοχή της Βορείου Μακεδονίας και το αποτέλεσμα ανταμείβει την επιλογή των δύο υποσχόμενων σκηνοθετών, καθώς και την προσπάθεια των δύο ικανών διευθυντών φωτογραφίας (Σαμίρ Λιούμα και Φέιζμι Ντάουτ) από τη στιγμή που μέσα από τη σχέση μιας αφοσιωμένης κόρης με τη βαρύτατα άρρωστη μητέρα της, αλλά προπαντός, μέσα από τη διασύνδεση αυτής της γυναίκας με τις χιλιάδες μέλισσες που συντηρεί, φέρνει την καλώς εννοούμενη παράδοση, με ανεπιτήδευτη και αφοπλιστική μέθοδο σε πρώτο πλάνο. Σε μια περίοδο κατά την οποία, η παραδοσιακή μελισσοκομία κοντεύει να εξαλειφθεί (εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, της μεταναστευτικής μελισσοκομίας, της αυθαίρετης συλλογής μελιού και του γεγονότος ότι οι παραδοσιακές κυψέλες δεν μετακινούνται) και η υγεία των μελισσών, και διάφορων άλλων επικονιαστών, διαταράσσεται από τα γενετικώς τροποποιημένα φυτά και τα φυτοφάρμακα όπου χρησιμοποιούνται στη βιομηχανική γεωργία, απειλώντας τη συστηματική καλλιέργεια της γης και τη διατήρηση της εξισορρόπησης του οικοσυστήματος (Σύνδρομο Κατάρρευσης Μελισσών ή Αποικιών ονοματίστηκε το φαινόμενο που οδήγησε στον αφανισμό τεράστιων πληθυσμών μελισσών, σε πρώτο στάδιο στις Ηνωμένες Πολιτείες, το φθινόπωρο του 2006), οι ξεπερασμένες και υψηλών απαιτήσεων, μα αποδεδειγμένα αποτελεσματικές απόπειρες παραγωγής και συγκομιδής μελιού μιας ακατάβλητης γυναίκας μελισσοκόμου (μιας από τις τελευταίες σε ολόκληρη την Ευρώπη), που είναι και μέθοδοι για να περισώσει τις μέλισσες που της αναλογούν και έτσι να διαφυλάξει ή αποκαταστήσει τη φυσική ισορροπία από μια τέτοια επέμβαση, κάνουν μια δημιουργία σαν και το ‘Στη Γη του Άγριου Μελιού’ σημαντική και απαραίτητη. Αρκετά περισσότερο καθόσον τούτο επιτυγχάνεται, δίχως ευτυχώς να είναι επεξηγητικό το σενάριο, παρεμβατική η μέθοδος παρατήρησης και καταγγελτικός ο τόνος.

«Μισό για εμένα και μισό για εσάς», ακούγεται να λέει στο ξεκίνημα της ταινίας, η άτρομη Ατίτζε, όταν επισκέπτεται μια αποικία μελισσών που βρίσκεται πίσω από μια στοιβάδα από λίθους, σε κάποιο απόκρημνο μέρος της περιοχής, για να πάρει την πολτώδη και ζαχαρώδη ουσία τους. Ουσιώδης και υποδειγματική φράση που λειτουργεί και ως μότο για την ταινία από τη στιγμή που συμπυκνώνει το νόημά της και επαναλαμβάνεται κατά τη διάρκειά της. Ήδη από αυτό το εντυπωσιακά κινηματογραφημένο στιγμιότυπο, η Ατίτζε, δεικνύει το πόσο εξοικειωμένη είναι με τις μέλισσες (δεν φοβάται να της αντιμετωπίσει, αφού ξέρει ακριβώς τι να κάνει για να αποφύγει τα οδυνηρά τους τσιμπήματα) και συγκρατημένη (δεν παίρνει παραπάνω μέλι από όσο χρειάζονται οι μέλισσες), το ίδιο και στις σκηνές που ακολουθούν, έξω από το ημιφώτιστο και φτωχικό οίκημα που διαμένει μαζί με την ασθενική μητέρα της.

Μια υπερήλικη μητέρα που χρειάζεται συνεχώς τη φροντίδα της, μιας και εκτός του ότι δεν βλέπει καθόλου από το ένα της μάτι και δεν ακούει καλά από κανένα από τα δύο της αυτιά, δεν μπορεί να σταθεί όρθια και να εξυπηρετηθεί. Μοιράζοντας τον χρόνο της, ανάμεσα στις δραστηριότητες που αφορούν τη μελισσοκομία και τη μέριμνα της μητέρας της, οι ημέρες, οι εβδομάδες και οι μήνες περνούν σε αυτή την παραμελημένη και ανεκμετάλλευτη γωνία της Βορείου Μακεδονίας: ένα από τα (περίπου) δέκα τουρκόφωνα χωριά που ερήμωσαν τη δεκαετία του 1950, μετά από τη συμφωνία όπου υπέγραψε η Τουρκία με τη Γιουγκοσλαβία και δεν κατοικήθηκαν εκ νέου από τότε με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν δρόμοι, ηλεκτρικό ρεύμα και πόσιμο νερό. Τη ρουτίνα και την επανάληψη τούτης της σχεδόν μοναστηριακής ζωής μονάχα η ολιγόωρη επίσκεψη της Ατίτζε στην υπαίθρια αγορά στην πόλη των Σκοπίων μπορεί να διακόψει. Και αυτό βέβαια, μόνο και μόνο για να παζαρέψει και να πουλήσει για ολίγα χρήματα, το ασύγκριτης ποιότητας μέλι που συγκεντρώνει με φειδώ από τις μέλισσες και εν συνεχεία να αγοράσει προϊόντα μεγαλύτερης ή πιο μικρής αναγκαιότητας (μπανάνες πλούσιες σε φυτικές ίνες ή μια βαφή μαλλιών). Εκτός και αν πρόκειται, για την περίοδο του καλοκαιριού, μια εποχή του έτους που είθισται να καταφθάνει η πολυμελής οικογένεια του Χουσεΐν. Πέρα από τη σύζυγό του, Λιούτβι, από ακόμη επτά μέλη αποτελείται η οικογένεια του Χουσεΐν (κανένα από αυτά δεν έχει ενηλικιωθεί), και επειδή αυτή είναι πατριαρχική και αγροκαλλιεργητική, σχεδόν όλοι τους οφείλουν να υπακούουν στις υποδείξεις του πατέρα και να απασχολούνται με τις απαιτούμενες κτηνοτροφικές ή και γεωργικές δραστηριότητες.

Πιο συγκεκριμένα, άμα τη αφίξει της οικογένειας, η κατάσταση ακινησίας και γαληνέματος που επικρατούσε έως εκείνο το σημείο στο ορεινό χωριό, διασαλεύεται συθέμελα, και αυτό γίνεται αισθητό ακόμη και όταν προσπαθούν να τοποθετήσουν στο έδαφος το τροχόσπιτο που μετακινεί το αγροτικό τους όχημα. Είναι τόσο απειθής και αυθόρμητη η λειτουργία της οικογένειας, που δεν μπορούν να φέρουν εις πέρας κάποια εργασία δίχως να συνοδεύεται από εκνευρισμό και διαμαρτυρίες. Απουσία δε κάποιου ειδικά καταρτισμένου προσωπικού, και ακατάλληλη ως προς αυτό που είναι επιφορτισμένη να κάνει, ώστε να κυλήσουν όλα με ομαλότητα. Αρκεί κανείς να παρακολουθήσει μια σκηνή σαν και αυτή που διαδραματίζεται με τα βοοειδή ζώα που έχουν στην κυριότητά τους, για να κατανοήσει του λόγου το αληθές. Από κει και πέρα, τούτη την αιφνιδιαστική αναστάτωση φυσικά, την εισπράττει και η Ατίτζε, όπου πάντως, λόγω της έλλειψης επικοινωνίας με άλλους ανθρώπους, της συμπάθειας που τρέφει για τα ανήλικα παιδιά της οικογένειας και του γεγονότος πως είναι καλοπροαίρετος και άθικτος άνθρωπος, αν μη τι άλλο σε πρωταρχική φάση, την αποδέχεται αδιαμαρτύρητα.

Δίχως να κουράζουν και να πλατειάζουν, οι Λιουμπομίρ Στεφάνοφ και Ταμάρα Κοτέφσκα, αφιερώνουν πολύ χρόνο στο να δείξουν το πώς συμβιώνουν τα εννέα μέλη της οικογένειας. Τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούν και συναλλάσσονται με την Ατίτζε, καθώς επίσης το πόσο διαφορετικά αντιλαμβάνονται το περιβάλλον που επισκέπτονται προσωρινά και τις αγροκαλλιεργητικές δραστηριότητες. Συνεπακόλουθα, δημιουργείται μια ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση ανάμεσα σε τούτους και την πρωταγωνίστρια. Πολλώ δε μάλλον όταν παρά την όχι και τόσο επιτυχημένη ασχολία με τα βοοειδή (χαρακτηριστικό είναι πως αρκετά από τα νεότερα θα αρρωστήσουν και θα πεθάνουν, σε κάποιο σημείο της ταινίας) ο Χουσεΐν δεν καθυστερεί να εκφράσει το ενδιαφέρον του και για τη μελισσοκομία. Ασφαλέστατα έχει να θρέψει οκτώ ανθρώπους και η βασική του απασχόληση δεν επαρκεί για να ικανοποιήσει τις κυριότερες βιοτικές τους ανάγκες, όμως, ο τρόπος που ξεκινάει να το κάνει, λόγω άγνοιας, ανυπομονησίας ή και υπεροψίας, δεν θυμίζει σε τίποτα τούτον της Ατίτζε. Δεν είναι μονάχα τα αρκετά πιο σύγχρονα μέσα που επιλέγει (αντί για αυτοσχέδιες κωνοειδείς κυψέλες από φυσικά υλικά χρησιμοποιεί τυποποιημένα πατώματα κυψελών με πλαισιώματα), αλλά και η πιο άγαρμπη και απόμακρη προσέγγιση (βιαστικές κινήσεις και δυνατές λαλιές, τη στιγμή που η Ατίτζε επιστρατεύει το ελαφρύ της χάδι και τραγουδάει ένα παραδοσιακό τραγούδι). Γι’ αυτό και τόσο ο ίδιος όσο και κάθε ένα από τα παιδιά του, θα δεχθούν δεκάδες επίπονα τσιμπήματα από τις αιτιολογημένα εξαγριωμένες μέλισσες, ενώ η Ατίτζε, απολύτως κανένα.

Μολονότι λοιπόν, παρουσιάζονται δύο οικογένειες που ανήκουν στην ίδια τάξη, αυτές δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν πιο πολύ μεταξύ τους από όσο βλέπουμε επί της οθόνης. Και όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, η παροδική γειτνίασή τους, θα αρχίσει να έχει αρνητική επίδραση στην καθημερινότητα της ηρωίδας. Δεν είναι τόσο η φασαρία που κάνουν – το εναντίον, αυτή ως ένα αναγκαίο βαθμό γίνεται δεκτή με μεγάλη ευχαρίστηση – όσο η επιπόλαια ενασχόληση του Χουσεΐν με την μελισσοκομία που θα της δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα. Και αυτό γιατί εκτός των όσων προαναφέρθηκαν, η συναναστροφή του τελευταίου με κάποιον διαμεσολαβητή – έμπορο, θα τον κάνει να μην ακολουθήσει τις συμβουλές που θα του δώσει η Ατίτζε. Τις συστάσεις που κατά κύριο λόγο έχουν να κάνουν με την ισοζυγισμένη απόκτηση μελιού, προκειμένου οι μέλισσές του, και κατ’ επέκταση και οι δικές της, να κατορθώσουν να επιζήσουν, και έτσι να είναι σε θέση να παράγουν μέλι και στο εγγύς μέλλον. Μπροστά στο κάθε άλλο παρά αμελητέο οικονομικό δέλεαρ, και παρά τις  όποιες αντιστάσεις, ο Χουσεΐν, θα παραβιάσει τον κανονισμό του μισού – μισού. Αυτόν που ακολουθεί με πιστότητα η Ατίτζε και έτσι δεν προκαλεί ζημιά στη λειτουργία των κυψελών.

Κατά ορισμένο τρόπο, η σύγκρουση του εκσυγχρονισμού και της παράδοσης, του γρήγορου και απροκάλυπτου κέρδους με τον παραγωγικό μετριασμό και την ποιότητα, της έλλειψης προνοητικότητας και της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, συναντάει το ισοδύναμό της από τον τρόπο με τον οποίο η Ατίτζε και ο Χουσεΐν παίρνουν ένα θαυμάσιο προϊόν όπως το μέλι. Πόσο κρίμα για έναν άδολο και ευσυνείδητο χαρακτήρα σαν την Ατίτζε, που ο Χουσεΐν, δεν δεικνύει καμία εγκράτεια και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να καταστραφούν οι κυψέλες που φυλάσσει στην τοιχοποιία της αυλής της (επειδή, θα βιαστεί και δεν θα εφαρμόσει την ίση κατανομή, οι μέλισσές του θα επιτεθούν στις δικές της). Πόσο μάλλον που ο Χουσεΐν, κάτω από τις πιέσεις του διαμεσολαβητή – εμπόρου, δε θα περιοριστεί στο μέλι που παίρνει από τις δικές του μέλισσες, μα θα επισκεφθεί με καταστροφικές διαθέσεις, κάθε επικράτεια που ζουν μέλισσες. Σαν να μην έφταναν οι αλόγιστες αυτές ενέργειες, που αποδιοργανώνουν το οικοσύστημα και προκαλούν και πρόβλημα επιβίωσης στην Ατίτζε, η κατάσταση της υγείας της μητέρας της, θα επιδεινωθεί τόσο που θα θέσει άλλα δεδομένα στη διαμονή της. Με το καλοκαίρι να παραχωρεί τη θέση του σε πιο παγερές εποχές και την εννεαμελή οικογένεια να αποχωρεί, αφήνοντας αποκαΐδια πίσω της, η Ατίτζε καλείται να αντιμετωπίσει έναν πιο δυσμενή χειμώνα και ως προς αυτό συνηγορεί τόσο το σφοδρό ψύχος και τα άγρια ζώα που καιροφυλακτούν όσο και η ολιγοστή συγκομιδή μελιού και η πορεία της υγείας της μητέρας της. Όμως, θαρρείς πως τίποτα δεν δύναται να γονατίσει τούτη την γυναίκα, ούτε ακόμη και ο βιολογικός θάνατος του πιο πολυαγάπητου προσώπου, ή και αν το κάνει, αυτή βρίσκει τη δύναμη να σηκωθεί ξανά όρθια. Να κλείσει έναν κύκλο και να συνεχίσει πιο ελεύθερη και συνειδητοποιημένη το μοναχικό και αντίξοο ταξίδι της. Χωρίς να θυσιάσει τα ιδανικά και τις ευαισθησίες της. Σε μια ανέγγιχτη από τις τεχνολογικές εξελίξεις περιοχή που ταλαιπώρησε με πλείστους τρόπους τους σκηνοθέτες και τους συνοδούς διευθυντές φωτογραφίας τους.

Ένεκα των έκτακτων δεδομένων που επικρατούσαν στη διάρκεια του τριετούς γυρίσματος, μόνο τρεις (ή το πολύ τέσσερις) ημέρες συνεχόμενα μπορούσαν να παραμείνουν στο χωριό. Πράγμα που σημαίνει, για όσο έφταναν οι προμήθειες και άντεχαν τις ακρότατες συνθήκες. Περί τις τετρακόσιες ώρες υλικού συγκεντρώθηκαν από τις οποίες προτιμήθηκαν ενενήντα λεπτά, όμως το αληθινό επίτευγμα του μοντέρ Ατάνας Γκεοργκίεφ δεν είναι η μεθοδολογία που ακολούθησε προκειμένου να επιλέξει μέσα από το μεγάλο σε έκταση υλικό, μα τ’ ότι το ένωσε και παρουσίασε με τρόπο που δίνεται η εντύπωση πως τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας / ανθρώπινης ιστορίας και περιβαλλοντικού ζητήματος, καταλύονται. Η ίδια η επιλογή των ερχόμενων από διαφορετικές σχολές και υπόβαθρα συν-σκηνοθετών να μην υπάρχει κλασική εξιστόρηση και να μην ληφθούν συνεντεύξεις συντέλεσε σε ετούτο. Καθώς, βέβαια, και η νατουραλιστική τακτική με την οποία οι δύο διευθυντές φωτογραφίας αποτύπωσαν τα γεγονότα (χωρίς δαπανηρές κάμερες, φωτογραφικά φίλτρα ή ευρυγώνιους φακούς). Ελλείψει παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και με εξαίρεση τη συνδρομή ορισμένων κεριών και μιας ξυλόσομπας, οι Σαμίρ Λιούμα και Φέιζμι Ντάουτ, αξιοποίησαν στο έπακρο το φυσικό φως, παρέχοντας ένα οπτικό αποτέλεσμα που ακροβατεί ανάμεσα στις σκιές και τις ηλιαχτίδες, και που συλλαμβάνει τις περιβαλλοντικές ποιότητες ανάλογα με την ώρα της ημέρας και την περίοδο του έτους με αψιμυθίωτο τρόπο. Εξαιρουμένης τέλος, μιας σκηνής που γυρίστηκε με όχι επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (το εναέριο, εναρκτήριο στιγμιότυπο), όλες οι άλλες λήψεις είτε έγιναν με τη χρησιμοποίηση φακού στατικά τοποθετημένου είτε με μια κάμερα ανά χείρας. Ακόμη και εκείνες που φέρνουν στο προσκήνιο τον εκθαμβωτικά όμορφο, αλλά και ιδιαίτερα επικίνδυνο για τους ίδιους, μικροσκοπικό κόσμο των μελισσών.

Share