Αλεπου
Μεταξύ πολλών άλλων διακρίσεων, με το ‘Έκτορας Μαλό: Η Τελευταία Μέρα της Χρονιάς’ (2018), η ταλαντούχα σκηνοθέτις και σεναριογράφος Ζακλίν Λέντζου, κέρδισε το κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο, πρώτο βραβείο καλύτερης ταινίας μικρού μήκους, στην Εβδομάδα Κριτικής, του 75ου Φεστιβάλ των Καννών. Με το ‘Hiwa’ (2017), δύο χρόνια πριν, διεκδίκησε με αξιώσεις, τη Χρυσό Άρκτο καλύτερης ταινίας μικρού μεγέθους, στην 67η Μπερλινάλε. Από το ξεκίνημά της (με την επαινεμένη πτυχιακή της, ‘Μπλε Δεκατρία’, 2013) η απόφοιτη του London Film School, Ζακλίν Λέντζου, έδειξε πως είναι ικανή να γυρίσει τα φεστιβάλ του κόσμου και να κατακτήσει μια σειρά από βραβεία, καθώς επιπλέον, την αγάπη του κοινού. Αναγνώριση και επιβράβευση, που δεν οφείλεται μονάχα στη σκηνοθετική της κατάρτιση, αλλά και στην εμβριθή της ικανότητα, να αφουγκράζεται τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το δυσλειτουργικό οικογενειακό οικοδόμημα και έπειτα να το αποδίδει – παρουσιάζει, μέσα από μια ποιητική, ευαίσθητη και μη προσποιητή ματιά. Αρκεί κάποιος, να παρακολουθήσει (εκτός φυσικά, από τα προαναφερόμενα έργα) την (περίπου) εξαιρετική σε όλα τα επίπεδα ‘Αλεπού’ (2016), για να διαπιστώσει τον παραπάνω ισχυρισμό. Ταινία, που ανεξάρτητα από το πόσο επιτυχημένη θα είναι η πορεία που θα ακολουθήσει από το σημείο τούτο και μετά, η ήδη αρκετά διακεκριμένη δημιουργός (ας μην ξεχνάμε, πως έφτασε η ποθητή στιγμή για να πραγματοποιήσει το αρκετά πιο δύσκολο, πρώτο μεγάλου μήκους, βήμα της), συνοψίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κεντρική προβληματική που διέπει τα δημιουργήματά της, φανερώνοντας συγχρόνως, τον τόσο ιδιαίτερο τρόπο θεώρησης και παρατήρησής της.
Η εφηβική οργή, η ερωτική αφύπνιση και η οικειότητα των δυσαρμονικών, μη ισόρροπων, οικογενειακών σχέσεων, βρίσκονται εδώ, το ίδιο και η απώλεια ενός κοντινού ανθρώπου (ή κάποιου κατοικίδιου ζώου). Κατάσταση που αναπόφευκτα εξαναγκάζει τα ανήλικα μέλη, να ενηλικιωθούν με εξαιρετικά βίαιο τρόπο. Διαθέτοντας στο πλευρό της, ένα έξοχο επιτελείο νεαρών – πρωτάρηδων ηθοποιών και ικανότατων τεχνικών, η Ζακλίν Λέντζου, καταπιάνεται με ζητήματα που είναι αρκετά δύσκολα για τον καθέναν και αυτό είναι κάτι που το κάνει με στιβαρότητα και μέθοδο που παρά τη δραματικότητα που σοβεί είναι και οπτικά μαγευτική / αισθηματικά γενναιόδωρη: κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του έργου, η κάμερα ακολουθεί με σιγουριά τους ανήλικους ήρωες στο περιβάλλον που διαβιούν και αποτυπώνει εικόνες ωραιότητας. Τόσο σε σχέση με τον δομημένο χώρο (το εσωτερικό ή εξωτερικό του σπιτιού) και τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν (το φως της ημέρας, η αφόρητη ζέστη) όσο και σε συνάρτηση με τη φαιδρή κατάσταση που βιώνουν οι χαρακτήρες (ο χορός, το κατάβρεγμα).
Ένα δυναμικό μονοπλάνο που εκκινεί από τον χώρο του καθιστικού, στο ισόγειο της οικείας και καταλήγει στο δωμάτιο της μητέρας (Νότα Τσερνιάφσκι), στον επάνω όροφο, συστήνει με μια κίνηση, τα πέντε μέλη της οικογένειας (μαζί με τον σκύλο), καθώς επίσης, τις σχέσεις που έχουν αναπτύξει μεταξύ τους. Η (χωρισμένη;) μητέρα ετοιμάζεται να βγει ραντεβού με κάποιον άρρενα, που δεν συμπαθεί ο μεγαλύτερος υιός της Στέφανος (Νίκος Ζεγκίνογλου), τη στιγμή που τα δύο μικρότερα αδέρφια του τελευταίου (Μιχαέλα Χολέζα και Λύσανδρος Κουρούμπαλης), διαβάζουν ένα φανταστικό αφήγημα (έμμεση αναφορά στην αλεπού του αλληγορικού τίτλου της ταινίας) και η σοβαρά άρρωστη σκυλίτσα Λούση (Λίζα), παραμένει αμετακίνητη, λίγο πιο δίπλα τους. Ο Στέφανος αντιδράει στην επιθυμία της μητέρας του να συναντήσει αυτόν τον άνδρα, στάση που τη δείχνει με έντονο τρόπο, παρά το γεγονός, πως πρόκειται για τη γυναίκα που τον έφερε στον κόσμο (δεν είναι μόνο ο βίαιος τρόπος που θα κινηθεί προς το μέρος της, αλλά και εκείνος που θα καπνίσει ένα τσιγάρο, στο μπαλκόνι). Όσο κι αν δείχνει την άρνηση ή και απέχθειά του, πάντως, εκείνη, αν και αναστατωμένη, θα αποχωρήσει ανένδοτη, για να εκπληρώσει το θέλημά της. Στη μόνη σκηνή που εξελίσσεται εκτός της οικείας, η μητέρα εμφανίζεται να οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα το αυτοκίνητό της. Το ξέσπασμα σε κλάματα και η προσπάθειά της να ανάψει ένα τσιγάρο, θα έχουν άσχημη κατάληξη και η Ζακλίν Λέντζου, σωστά προτιμάει να δείξει το πλάνο τούτο και από εκεί και πέρα, να μην απομακρυνθεί από τα όρια του οικήματος. Η αποκοπή του Στέφανου και των αδερφών του από τον εξωτερικό κόσμο (και από το αυτοκινητικό ατύχημα), ενισχύεται και από την άρνηση του θυμωμένου Στέφανου να σηκώσει το τηλέφωνο που χτυπάει συνεχώς.
Μόνος με τα μικρότερα του αδέρφια και την άρρωστη Λούση, ο Στέφανος, δεν θα αφήσει την ευκαιρία της γονικής απουσίας να πάει χαμένη και έτσι μετά από λίγη ώρα, θα καλέσει τη συνομήλικη φίλη του, Στέλλα (Κατερίνα Ζησούδη). Άμα τη αφίξει της, οι τέσσερίς τους, θα επιδοθούν σε μια σειρά από δραστηριότητες που όλες τους τις χαρακτηρίζει η ευλογία, η αθωότητα, η χαριτωμενιά και η ξεγνοιασιά. Για αρκετή ώρα, η Ζακλίν Λέντζου μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας Κωνσταντίνο Κουκούλιο, καταγράφει την καλοκαιρινή ραστώνη, το ξέφρενο παιχνίδι, τα ιδρωμένα ή μουσκεμένα σώματα και τα χαμογελαστά πρόσωπα με τρόπο άμεσο (η κάμερα παραμένει κοντά στους χαρακτήρες) και εκθαμβωτικό (το νερό από το λάστιχο και οι ακτίνες του ήλιου, δημιουργούν ένα θαυμάσιο αποτέλεσμα στην κάμερα). Τοποθετεί τον θεατή, που γνωρίζει ή υποψιάζεται τη δραματική απόληξη, στον μικρόκοσμο των ανήλικων παιδιών και αυτό στην αρχή, προξενεί ανάμεικτα συναισθήματα (στον ίδιο), μια και καλείται να απομονώσει την τραγική γνώση και να απολαύσει τις ανέμελες στιγμές.
Μετά από ένα απολαυστικό μπουγέλωμα σαν και αυτό που παρουσιάζεται στην οθόνη, δεν θα είναι υπερβολή να ειπωθεί πως ο υποψιασμένος θεατής, για μια στιγμή, παρασέρνεται από τα παιδιά και ξεχνάει το ανοιχτό και φλέγον ζήτημα, που λαμβάνει δράση μακριά από την κατοικία. Το ίδιο και όταν οι ανήλικοι χαρακτήρες ξαπλώνουν ο ένας επάνω στον άλλον και χαλαρώνουν στις ξαπλώστρες, κάτω από τον καυτερό ήλιο (από τις λίγες φορές, όπου η κάμερα μένει σταθερή και τους παρακολουθεί από ψηλά) ή όταν ο Στέφανος κατευθύνεται μαζί με τη Στέλλα, στον επάνω όροφο, για να ικανοποιήσουν τις γενετήσιες ορμήσεις τους (το πόσο προσεκτικός και ανεπιτήδευτος είναι ο τρόπος που προσεγγίζονται οι δύο νέοι, σε μια τόσο τρυφερή και ιδιωτική περίσταση, μένει να διαπιστωθεί στην οθόνη). Θαρρείς, πως κάποια ανεξήγητη, υπόγεια ή εσωτερική δύναμη, παρακινεί το μεγαλύτερο αγόρι, να κάνει όσα πράγματα είναι όμορφα και ευχάριστα (με τη φίλη του ή και με τα δύο μικρότερα του αδέρφια), πριν τελειώσει η ημέρα. Εν αγνοία των παιδιών, πραγματώνεται το μεγαλύτερο δράμα και μολονότι, η Ζακλίν Λέντζου το παρακάνει, στην απόπειρά της να δημιουργήσει ένα παράλληλο – προστατευτικό μέρος, που μέχρι ενός εύλογου χρονικού σημείου, κανένας δεν μπορεί να πλησιάσει, αρκετά περισσότερο να εισχωρήσει και να διαταράξει (δεν είναι μόνο το τηλέφωνο που χτυπάει ανελλιπώς, κατά τη διάρκεια της ημέρας, μα και πως ουδείς ενήλικας συγγενής ή φίλος της οικογένειας, δεν επισκέπτεται το οίκημα από τη στιγμή που υπάρχει πρόβλημα), αθροιστικά τα καταφέρνει περίφημα. Η εύθυμη και αμέριμνη διάθεση που επικρατεί, θα αλλάξει ριζικά, άμα τη δύσει του ηλίου, όταν και η Λούση, θα αποβιώσει (ιδανικά κινηματογραφημένες από τον Κωνσταντίνο Κουκούλιο και αυτές, οι ασφαλώς πιο σκοτεινές, χρονικά και συναισθηματικά, σκηνές). Σημείο όπου, ο Στέφανος ως μεγαλύτερος, θα δείξει το πώς αντιμετωπίζει μια τέτοια περίσταση (παρά, τη διαφορετική αντίδραση των μικρών του αδερφών, θα αναλάβει να θάψει το σκυλί, δίχως να περιμένει τη μητέρα του).
Κατά ορισμένο τρόπο, ο θάνατος της Λούση, που λειτουργεί και σε ένα συμβολικό επίπεδο, προετοιμάζει τον Στέφανο και προδιαθέτει τον θεατή, για τη συνέχεια του δράματος. Είναι πάντως, όταν επιτέλους, ο ατιθάσευτος πρωταγωνιστής, επιλέξει να σηκώσει το τηλέφωνο (στιγμή που θα του παρέχει τη δυνατότητα να μάθει τα πολύ κακά νέα), που θα φανερώσει ένα διαφορετικό πρόσωπο, μιας και εκτός από τον χειρισμό της δικής του οδύνης και για το καλό των μικρότερων του αδερφών, θα χρειαστεί να φερθεί (χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση και χρονική καθυστέρηση), περισσότερο σαν ενήλικας (αδερφός και πατέρας, ταυτόχρονα). Παρόλο που σεναριακά εντοπίζονται κάποιες κρίσιμες αστοχίες, μιας και δεν αποφεύγεται η δραματουργική κορύφωση που φλερτάρει και από ένα σημείο και έπειτα, αγκαλιάζει την αφέλεια (αν μη τι άλλο, άμα κάποιος αφαιρέσει τα ποιητικά χαρακτηριστικά της ταινίας και την αντιμετωπίσει με ρεαλιστικό τρόπο), η Ζακλίν Λέντζου δείχνει με αποφασιστικότητα τις διαθέσεις και τις ικανότητές της, σε τούτο το κεκλεισμένων των θυρών, σκληρό οδοιπορικό ενηλικίωσης, που καταφέρνει να δραπετεύσει από την κοινοτυπία, μέσα από τη λυρική του διάσταση. Σε μια ταινία, όπου οι πρωταγωνιστές είναι τα παιδιά, ο Νίκος Ζεγκίνογλου είναι έξοχος στον ρόλο του Στέφανου, τόσο όταν έρχεται σε σύγκρουση με τη μητέρα του όσο και όταν περνάει χρόνο με τα μικρότερα του αδέρφια και ερωτοτροπεί με τη Στέλλα. Τη στιγμή δε, που καλείται να διαχειριστεί το αβάσταχτο αίσθημα της απώλειας και να προστατεύσει του μικρά του αδέρφια, δείχνει και άλλες ερμηνευτικές αρετές. Όσον αφορά την Κατερίνα Ζησούδη, στέκεται επάξια ως Στέλλα, δίπλα στον Στέφανο, παρόλο που ο ρόλος της δεν έχει το βάθος και τη συνθετότητα εκείνου του Στέφανου, ενόσω οι νεαρότεροι, Μιχαέλα Χολέζα και Λύσανδρος Κουρούμπαλης συνυπάρχουν αρμονικά με τους συμπρωταγωνιστές τους.