Μαμα, Γυρισα

Προσανατολισμένος ήδη από τα εναρκτήρια κινηματογραφικά του βήματα, σε ένα σινεμά κοινωνικού περιεχομένου, ο συγγραφέας, ερμηνευτής και θεατρικός σκηνοθέτης Δημήτρης Κατσιμίρης, που πρώτα σπούδασε κι εργάστηκε ως κοινωνικός λειτουργός (επαγγελματική εμπειρία που μέχρι στιγμής, κρίνεται σημαντικότατη στις δημιουργικές τους προσπάθειες), μετά από τα πολυταξιδεμένα και βραβευμένα σε διεθνή και εγχώρια φεστιβάλ, ‘Γενέθλια’ (2016), την πρώτη του ολοκληρωμένη μικρού μήκους ταινία, που είχαν για πρωταγωνιστές τον Μάριο (Θωμάς Χαβιανίδης), έναν νέο με σοβαρή εγκεφαλική παραλυσία και τη μητέρα του Νίκη (Αριέττα Μουτούση), μια γυναίκα βιοπαλαίστρια, και τοποθετούσαν τη δράση σε κάποιο φτωχικό διαμέρισμα της Αθήνας, την ημέρα των εικοστών δεύτερων γενεθλίων του πραγματικά γενναίου άρρενα, διευρύνει και μεταφέρει την κοινωνική του προβληματική, σε κάποια άγνωστη, επαρχιακή περιοχή, για να καταδείξει πως η αρμονική συνύπαρξη και η αποδοχή της διαφορετικότητας, παρά τους μακροχρόνιους αγώνες της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και τους αναμφισβήτητα προοδευτικούς βηματισμούς που έχουν σημειωθεί, αποτελεί κάτι που σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτονόητο, κατά μείζονα λόγο, για τα διεμφυλικά άτομα και δεν υφίσταται καλύτερος τρόπος για να το πραγματώσει αυτό, από την επιστροφή στον γενέθλιο τόπο ενός τέτοιου ατόμου, εξαιτίας του ενταφιασμού ενός οικογενειακού μέλους.

Παραπέμποντας θεματικά, στη βραβευμένη με το όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, ‘Μια Φανταστική Γυναίκα’ (2017) του Χιλιανού σκηνοθέτη και σεναριογράφου Σεμπαστιάν Λελιό (έργο που συμπτωματικά, κυκλοφόρησε ελάχιστους μήνες πρωτύτερα από το ‘Μαμά, Γύρισα’), η δεύτερη μικρού μήκους ταινία του Δημήτρη Κατσιμίρη, μπορεί να έχει στη θέση του αποθανόντος, τη μητέρα της διεμφυλικής γυναίκας (και έτσι φυσικά, να απουσιάζει το όποιο ερωτικό ενδιαφέρον) και έναν ιδιαίτερα σκληρό και απαισιόδοξο ρεαλισμό (αντί για σουρεαλιστικές, εμψυχωτικές πινελιές), που ενθυμίζει τα πιο χαρακτηριστικά μελοδράματα του Γερμανού σκηνοθέτη, σεναριογράφου και ερμηνευτή Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, στη σύντομη διάρκειά της, θέτει πάντως, το ίδιο απαιτητό και ακανθώδες ζήτημα. Την επιθυμία ενός συμφιλιωμένου με το εσωτερικό του ανθρώπου, να θρηνήσει ένα αρκετά κοντινό του πρόσωπο με τους δικούς του κανόνες και την αρκούντως επιθετική αντίδραση που συναντά η τολμηρή του απόφαση από το συγκεντρωμένο πλήθος, ακόμη και σε μια τόσο θρηνητική και σεβάσμια στιγμή όσο είναι αυτή του τελευταίου αποχωρισμού ενός τέτοιου ανθρώπου.

Όπως δηλώνει και ο τίτλος της ταινίας, η επιλογή της πρωταγωνίστριας (Εύα Κουμαριανού), να αποχαιρετήσει τη νεκρή της μητέρα σε ένα περιβάλλον τόσο αφιλόξενο όσο είναι τούτο, αποτελεί ταυτόχρονα και επιστροφή στον τόπο που εγκατέλειψε, πριν από σαράντα χρόνια. Εκ νέου και πιθανώς, επιβεβλημένος (από το οικογενειακό καθήκον) γυρισμός, που φυσικά, θα είναι πρόσκαιρος. Ο Δημήτρης Κατσιμίρης, μέσα από μια δυναμική σκηνοθεσία (από την είσοδο στο νεκροταφείο ως το σημείο που τελείται η κηδεία και είναι μαζεμένος ο κόσμος, ο φακός ακολουθεί αδιάκοπα την αποφασιστική γυναίκα, διαγράφοντας μια πορεία γεμάτη ένταση) και μια κατανοητή ιστορία (η ηρωίδα έχει συγκεκριμένο υπόβαθρο και λόγους που επιστρέφει στο άξενο μέρος), επιτυγχάνει να δείξει όλα τα παραπάνω και να τοποθετήσει τον θεατή στη θέση της πρωταγωνίστριας. Σε λιγότερο από τρεισήμισι λεπτά της ώρας και περίπου δίχως κανένα ίχνος διαλόγων σημείων ή άλλης παρέμβασης (πέρα από τους ήχους του φυσικού περιβάλλοντος, μόνο το σκόπιμο ερώτημα που θέτει ο αδερφός της γυναίκας και η επαναλαμβανόμενη, κυκλωτική μελωδία του μυστηριώδους καλλιτέχνη λΑΜΠΕΡΟύκ, που ξεκινάει αιφνίδια, πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους, ακούγονται) και επεξήγησης [αρκεί μια αποχρωματισμένη οικογενειακή φωτογραφία στα χέρια της ηρωίδας και το απαισιόδοξο, γνώριμο απόφθεγμα του Ιρλανδού λογοτέχνη, ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Σάμιουελ Μπέκετ (“Είσαι στη Γη, δεν υπάρχει θεραπεία γι’ αυτό”), στο ξεκίνημα της ταινίας, για να προϊδεάσουν], η διεμφυλική γυναίκα εισπράττει με τον πλέον βίαιο και απάνθρωπο τρόπο, την απόρριψη μια οικογένειας και κατ’ επέκταση, τη μισαλλοδοξία ενός ολάκερου χωριού, και παρότι συντελείται κάτι τέτοιο, εκείνη κατορθώνει να ξαναβρεί το εσωτερικό σθένος, να σηκωθεί πληγωμένη και πάλι όρθια και προτού αποχωρήσει, να τους αντικρύσει κατάματα.

Στο σημείο αυτό, κρίνεται απαραίτητο να αναφερθεί, πως η πρωταγωνιστική παρουσία της ηθοποιού, χορεύτριας και εμβληματικής προσωπικότητας (ιδίως, για τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα) Εύας Κουμαριανού, στον επίμαχο, αβανταδόρικο ρόλο, αποτελεί μια αρκετά επιτυχημένη προτίμηση. Η διάσημη διεμφυλική καλλιτέχνιδα, πέρα από το εντυπωσιακό και στιβαρό της παρουσιαστικό, κουβαλάει προσωπικά βιώματα που δεν απέχουν ιδιαίτερα από εκείνα της ηρωίδας που υποδύεται στο ‘Μαμά, Γύρισα’: εκτός από τη βία που βίωσε στα παιδικά ή και πιο ενήλικα της χρόνια, στο αναμορφωτήριο, τη φυλακή ή και το πεζοδρόμιο, και η ίδια είχε δεκαετίες να συναντήσει τη μητέρα της και όταν αυτό συνέβηκε, εκείνη την απαρνήθηκε με απερίφραστο τρόπο. Αυτή την αδυσώπητη, βιωμένη πραγματικότητα (του παραγκωνισμού, της χλεύης και της αποδοκιμασίας), η Εύα Κουμαριανού, την κουβαλάει με εμφατικό τρόπο στην ταινία. Μπορεί ο ρόλος της να είναι βραχυχρόνιος και σιωπηλός και ως τέτοιος να μην έχει τεράστιες απαιτήσεις, όμως εκείνη καταφέρνει να συγκλονίσει. Αρκεί ένα εκφραστικό και διαπεραστικό της βλέμμα, λίγο πριν το ανοιχτό φινάλε της ταινίας (αποκαρδιωτικό, μα συγχρόνως, δηλωτικό) που συνοψίζει, το δύσκολο παρελθόν του ρόλου που ερμηνεύει (και αναμφίβολα, της ίδιας της Εύας Κουμαριανού), τη φρίκη που βίωσε, κατά την επίσκεψή της στην τελετή του ενταφιασμού της μητέρας της από τους αγροίκους παριστάμενους (μεταξύ των οποίων και ο κάθε άλλο παρά αγαπητός και καλοκάγαθος αδερφός της), μα προπαντός, τον υπερήφανο και αγέρωχο τρόπο με τον οποίο αποφασίζει να αποσυρθεί, για να κλέψει τις εντυπώσεις και να προσδώσει άλλο βάθος στη θαυμάσια μικρού μήκους δημιουργία του κοινωνικά ευσυνείδητου και καλλιτεχνικά ελπιστικού Δημήτρη Κατσιμίρη. Μιας ταινίας που από την ημέρα που παρουσιάστηκε στο 40ο Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας ως σήμερα, έχει κατορθώσει να βρει τη θέση που δικαίως της αναλογεί (δίπλα στα καλύτερα εγχώρια κινηματογραφικά δείγματα, κατά της ομοφοβίας και της τρανσφοβίας).

Share