Dogman

Στις 18 Φεβρουαρίου του 1988, στην ιστορικά πολυεθνοτική και υποβαθμισμένη κοινότητα Μαλιάνα, που ευρίσκεται νοτιοδυτικώς της Ρώμης, ο τριανταδυάχρονος Πιέτρο ντε Νέγκρι (γνώριμος και με το ρομανικό προσωνύμιο ‘Ερ Κανάρο’, επειδή διέθετε επιχείρηση φύλαξης σκύλων), όντας υπό την επήρεια υπερβολικής ποσότητας κοκαΐνης, οδήγησε με δολερότητα στο κατάστημά του, τον εικοσιεπτάχρονο, σεσημασμένο κακοκοποίο Τζιανκάρλο Ρίτσι, έναν εξαιρετικά θερμοκέφαλο και εθισμένο στην κοκαΐνη άνθρωπο, με τον οποίο είχε ανοικτούς λογαριασμούς και αφού τον παγίδευσε, του επέφερε αλλεπάλληλα δολοφονικά χτυπήματα και τον βασάνισε με φρικώδη τρόπο. Βασιζόμενος ελαφρά σε αυτό που χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα που συνέβησαν στην Ιταλία μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου (αν και η δημοσιοποίηση του πορίσματος των ιατροδικαστών, έδειξε πως τα περισσότερα από τα βασανιστήρια που ισχυρίστηκε στην κατάθεσή του ο Πιέτρο ντε Νέγκρι, λόγω της θαμπωμένης του κρίσης από την ασύμμετρη κατανάλωση της ναρκωτικής ουσίας και της εκδικητικής, ακατάσχετής του ορμής, τα φαντασιώθηκε), ο δις βραβευμένος με το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στις Κάννες, Ιταλός παραγωγός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος Ματέο Γκαρόνε, χωρίς να υπογράφει τη σπουδαιότερη δημιουργία του, εγκαταλείπει την ημι-αποτυχημένη, εικαστικά μεγαλόπρεπη, αλλά αφηγηματικά πολύλογη περιδίνησή του, στα φανταστικά διηγήματα της ναπολιτάνικης παράδοσης (‘Το Παραμύθι των Παραμυθιών’, 2015) και το υπέρ του πρέποντος απλοποιημένο φλερτάρισμά του με το λαϊκό σινεμά και την καυστική κωμωδία (‘Reality’, 2012), για να επιστρέψει στο ζοφερό και ρεαλιστικό περιβάλλον της αριστουργηματικής, αφηγηματικά πολυεπίπεδης και υφολογικά ντοκιμαντερίστικης ταινίας, που του προσέφερε σημαντική αναγνώριση (‘Γόμορρα’, 2008).

Μέσα από ένα πιο λιτό και επικεντρωμένο πάντως, απαλλαγμένο από κάθε τι παραπανήσιο σενάριο που έγραψε μαζί με τους οικείους του συνεργάτες Μάσιμο Γκαουντιόζο και Ούγκο Τσίτι, και μια ενδοσκοπική και τεταμένη σκηνοθετική ματιά, ο Ιταλός δημιουργός, εισχωρεί στο παρηκμασμένο και ασφυκτικό περιβάλλον των περιχώρων της Νάπολης (τα γυρίσματα δεν έγιναν στα πέριξ της Ρώμης!) και παρουσιάζει την ιστορία ενός φαινομενικά άδολου και ήσυχου ανθρώπου που οδηγείται στο βδελυρό έγκλημα, αφού πρώτα, μαζί με τη διάψευση των ονείρων του και την αδυνατότητα διαφυγής από το μέρος αυτό, έχει δεχθεί την άρνηση της αποδοχής από τον κοινωνικό του περίγυρο και προπαντός, την ασύδοτη εκμετάλλευση από τον άνθρωπο που επανειλημμένα τον τρομοκρατούσε και τον χρησιμοποιούσε, για να ικανοποιήσει την εξάρτησή του στα ναρκωτικά και τα κάθε λογής παραβατικά του σχέδια.

Ο μικροκαμωμένος, συχνά χαμογελαστός και καλοδιάθετος Μαρτσέλο (Μαρτσέλο Φόντε), εκτός του ότι επιδιώκει την καθημερινή επαφή με τους άλλους ανθρώπους (στην τρατορία, το σφαιριστήριο ή το γήπεδο ποδοσφαίρου) και μολονότι διαζευγμένος, λατρεύει την κόρη του Αλίντα (μαζί της καταστρώνει πολυδάπανα ταξίδια, που μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν υποβρύχιες καταδύσεις) είναι ένας χαρισματικός κομμωτής σκύλων και αυτό είναι κάτι που φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο τιθασεύει και περιποιείται ένα πελώριο και ορμητικό πιτ μπουλ, στην εναρκτήρια σεκάνς της ταινίας. Σε τούτο, το επί της ουσίας εγκαταλειμμένο από τον κρατικό μηχανισμό, ιταλικό προάστιο, τίποτα δε δείχνει κατάλληλο να συγκλονίσει την επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα του Μαρτσέλο. Τίποτα, εκτός από την ενοχλητική και απειλητική παρουσία του Σιμόνε (Εντοάρντο Πέσε), ενός γιγαντόσωμου πρώην μποξέρ με αχαλιναγώγητα, υπερβίαια ένστικτα, που είναι και τακτικός του πελάτης, μιας και εκτός από τις αναφερόμενες, κοινωνικές / νόμιμες δραστηριότητες, διακινεί και μικρές ποσότητες κοκαΐνης. Ο Σιμόνε, δεν είναι ότι παρενοχλεί μόνο τον Μαρτσέλο (καθόσον θα φανερωθεί, τρομοκρατεί απερίφραστα ολάκερη τη γειτονιά), όμως, στον τελευταίο, εξαιτίας της ήρεμης ιδιοσυστασίας και της βραχύσωμης κατασκευής, επιτυγχάνει να επιβάλλεται με τρόπο που είναι εύκολος. Είτε επειδή, εκ των πραμάτων, δεν μπορεί να αναμετρηθεί μαζί του είτε από το δέος του ως προς αυτόν και την αναγκαιότητά του να τα έχει καλά με έναν άνθρωπο που είναι πιο ανθεκτικός από τον ίδιο, ο Μαρτσέλο υποδουλώνεται και ακολουθεί τις επιταγές του Σιμόνε, τόσο όταν εκείνος του ζητά επίμονα να του δώσει κοκαΐνη, τη στιγμή που στον χώρο εργασίας του παρίσταται και η πολυαγάπητή του κόρη όσο και όταν κυριολεκτικά τον αρπάζει από τη μέση του δρόμου και τον εξαναγκάζει να συμμετάσχει σε κάποια ληστεία.

Μολονότι, πάντως, το παρουσιαστικό και η συμπεριφορά του Μαρτσέλο ξεγελούν, μιας και δείχνουν ένα πράο και καλοσυνάτο πλάσμα, που συνταράσσεται και δεν μένει άπραγο στο άκουσμα της είδησης του αποτρόπαιου βασανισμού ενός κατοικίδιου ζώου, σαν και αυτού της ληστείας (η σκηνή με την επιστροφή του στον χώρο του εγκλήματος και τη διάσωση του σκύλου είναι απολύτως αντιπροσωπευτική), από τη στιγμή που πουλάει κάποιες ποσότητες κοκαΐνης και ζητάει οικονομικό μερίδιο, ύστερα από την επιβεβλημένη συμμετοχή του στη ληστρική ενέργεια, αυτός δεν είναι εντελώς αφελής και άμοιρος ευθυνών. Τ’ ότι το μερτικό που λαμβάνει είναι πενιχρό, ή και σε ορισμένες περιπτώσεις ισούται και με μηδενικό (όταν ο Σιμόνε εισέρχεται στο κατάστημά του Μαρτσέλο, και του ζητά με επιτακτικό τρόπο να του χορηγήσει κοκαΐνη, παρά την παρουσία της θυγατέρας του τελευταίου, επιπροσθέτως, δεν θα τον πληρώσει), δείχνει το πώς τον αντιμετωπίζει ο γιγαντόσωμος  και αμείλικτος άνδρας.

Με τον Σιμόνε να μην μετεωρίζεται, στο αν θα προξενήσει ζημιά σε ένα από τα μηχανήματα που βρίσκονται στην αίθουσα με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια ή και στο αν θα σπάσει τη μύτη κάποιου από τους ανθρώπους που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα αυτής της γειτονιάς και του μικρόκοσμου του Μαρτσέλο (του ιδιοκτήτη του τοπικού εστιατορίου, για την ακρίβεια), γρήγορα, η συζήτηση των αγανακτισμένων κατοίκων της φτωχικής περιοχής, θα φτάσει σε διαφορετικό επίπεδο, μιας και ορισμένοι από αυτούς, δεν θα διστάσουν να εκφράσουν την επιθυμία τους, να αναθέσουν σε κάποιον επαγγελματία άνθρωπο, να τον δολοφονήσει. Και έχει ενδιαφέρον, γιατί ενώ στο κουβεντολόι όλοι θα εκφραστούν (είτε θετικά είτε αρνητικά) προς την πρόταση αυτή, ο Μαρτσέλο, θα παραμείνει εμφαντικά άφωνος. Στάση που κατά πως θα φανερωθεί και μετά από τον συμπτωματικό τραυματισμό του Σιμόνε (ενδεχομένως, από τους προμηθευτές, που λήστεψε και πλήγωσε, ελάχιστα πριν από τη δολοφονική τούτη επίθεση) αποκαλύπτει και μια διάθεση να τον προστατέψει. Πράγματι, αν και ο ήρωάς μας, θα έχει την ευκαιρία του (για δεύτερη, συνεχόμενη φορά, μετά από το περιστατικό με τους προμηθευτές), εκείνος, όχι μόνο δεν θα τον εγκαταλείψει αιμόφυρτο και μισολιπόθυμο, μα θα τον μαζέψει με περίσσεια στοργή (η μεταχείριση και το βλέμμα του, επάνω στη μηχανή του Σιμόνε, λένε αρκετά, περί αυτού) και θα τον οδηγήσει στην οικεία της κεραυνόπληκτης και έξαλλης μάνας του, όπου θα κληθεί να αναλάβει και την ιατρική του περίθαλψη. Σε όλο αυτό το διάστημα, ο Ματέο Γκαρόνε, που γνωρίζει άριστα πώς να ενορχηστρώνει σκηνές με σφοδρότητα, παρέχει μερικά από τα πιο βίαια στιγμιότυπα της ταινίας, τα οποία όμως, δεν περιορίζονται στην αποθέωση της σωματικής βίας, μιας και σε στιγμές σαν και εκείνη, κατά τη μεταφορά του τραυματισμένου Σιμόνε ή και κατά την επίσκεψή τους στο στριπτιτζάδικο, διαθέτουν και μια αισθαντικότητα, που δείχνουν κάτι παραπάνω από μια σχέση υποταγής.

Ακόμη και όταν η ικανοποιητική καθημερινότητα του Μαρτσέλο (κομμάτι της οποίας είναι και η δημοτικότητά του), θα απειληθεί, μετά από την απαίτηση του Σιμόνε, να του δώσει τα κλειδιά του καταστήματός του, για να ληστέψει το αντικριστό κοσμηματοπωλείο, εκείνος, παρά την αρχική του άρνηση (σε μια σκηνή με τεράστια ψυχολογική πίεση), εν τέλει, δεν θα αντιδράσει με τον τρόπο που κάποιος θα περίμενε σε μια τόσο κακόβολη συνθήκη: με το να μείνει ακλόνητος στις αρχές του, να ενημερώσει τον ιδιοκτήτη του κοσμηματοπωλείου που είναι και φίλος του ή να απευθυνθεί αμέσως, στην αστυνομία. Μάλιστα, μολονότι ο Σιμόνε, θα τον χρησιμοποιήσει με μέθοδο που θα τον παγιδεύσει, θα φτάσει σε τέτοιο σημείο, που θα προτιμήσει να επιφορτιστεί τη βαρύτατη ευθύνη του εγκλήματος και να καταδικαστεί σε ένα χρόνο στέρησης της προσωπικής του ελευθερίας από το να τον υποδείξει σαν δράστη.

Στο δεύτερο και καλύτερο σκέλος του ‘Dogman’ ο τόνος γίνεται πολύ πιο σκοταδερός και το ύφος πιο δραματικό και τούτο είναι κάτι που το πιστοποιούν και οι καιρικές συνθήκες που επικρατούν. Για λόγους δε αφηγηματικής οικονομίας και σφιχτοδεμένης δραματουργίας, το κομμάτι που έχει να κάνει με το κλείσιμο του Μαρτσέλο στη φυλακή, ο Ματέο Γκαρόνε, το παραλείπει και με σκηνές σα και αυτή, όπου συνοφρυωμένος κατευθύνεται στο κελί του, το αφήνει στη φαντασία του θεατή. Έναν χρόνο μετά από την καταδίκη του, ο Μαρτσέλο, θα επιστρέψει στη γεννήτορά του, τίποτα όμως, εκτός από τη σχέση του με τη λατρεμένη του κόρη και τον αφοσιωμένο του σκύλο, δεν θα είναι το ίδιο. Αναμενόμενα, άμα τη αφίξει του στο οικιστικό σύνολο, θα δεχθεί την εριστική συμπεριφορά των περίοικων και πρώην φίλων του (κατά βάση, του ακόμη αγριεμένου ιδιοκτήτη του διαρρηγμένου κοσμηματοπωλείου) και είναι αυτό το αντίκρισμα που σε συνδυασμό με την υποδειγματική στάση που επέδειξε ο ίδιος υπό τις χειρότερες δυνατές συνθήκες και την οικονομική του ανάγκη (η επιχείρηση που είχε, με τον εγκλεισμό του, φυσικά και έκλεισε) που θα τον κάνουν να προσδοκά σε μια αντάμωση με τον Σιμόνε. Η απουσία του τελευταίου, στις πρώτες σκηνές της ανάκτησης της ελευθερίας του Μαρτσέλο, προκαλεί μια δικαιολογημένη προσμονή, όχι μόνο στον ίδιο, μα και στον θεατή, η οποία κορυφώνεται, όταν ακούγεται ο τόσο αναγνωρίσιμος θόρυβος που κάνει η μοτοσικλέτα του. Πολύ καλά κινηματογραφημένη η σκηνή, που ο Μαρτσέλο τρέχει στο περίπου αδειανό από κόσμο τοπίο, για να προλάβει τον Σιμόνε, μιας και κατορθώνει να μεταδώσει τη εύθραυστη συναισθηματική του κατάσταση και την αναπόφευκτη μεταλλαγή (την ανυπομονησία, θα διαδεχθεί η απόγνωση, όταν εκείνος τον δει και τον προσπεράσει).

Παρά την προσπάθειά του, να αρχίσει από το μηδέν, σε ένα μέρος που είναι ανεπιθύμητος από όλους (θα ανοίξει και πάλι τον χώρο που λειτουργούσε σαν κομμωτήριο σκύλων, αυτή τη φορά, για τη διαμονή των συγκεκριμένων ζώων), το δυσβάσταχτο αίσθημα της αδικίας, θα αρχίσει να σιγοτρώει τον Μαρτσέλο. Πολλώ μάλλον όταν αποφασίσει να επισκεφθεί τον Σιμόνε και συναντήσει την απροθυμία του στο άκουσμα του χρηματικού ποσού που θεωρεί πως δικαιούται από την αποκλειστική ανάληψη της ευθύνης της ληστείας. Το ξέσπασμα του Μαρτσέλο στη μοτοσικλέτα του Σιμόνε, αν και δείχνει μια μικρή αλλαγή, συνάδει ακόμη με τον χαρακτήρα που ήδη γνωρίζαμε και σε καμία περίπτωση δε συγκρίνεται με την πολύ πιο αγριωπή ανταπόδοση του Σιμόνε. Θα είναι τέτοια η τελευταία όμως, που εκτός του ότι θα οξύνει και άλλο τα αρνητικά αισθήματα του Μαρτσέλο ως προς αυτόν, όταν θα βρεθεί υπό την επίδραση αλογάριαστης ποσότητας κοκαΐνης, τη συσσωρευμένη δυσαρέστηση και την καταπάτηση της αξιοπρέπειάς του, θα την εξωτερικεύσει με την πιο αποκρουστική μέθοδο.

Από τη στιγμή που το ‘Dogman’ του Ματέο Γκαρόνε βασίζεται ελεύθερα στη συνταρακτική ιστορία του Πιέτρο ντε Νέγκρι και λειτουργεί και σαν μια σύγχρονη, κοινωνική παραβολή, ο Ιταλός σκηνοθέτης, πολύ σωστά απομακρύνεται και παρουσιάζει τη δική του εκδοχή σε μια έκβαση που επιδέχεται δύο ή και περισσότερες ερμηνείες. Ούτως ή άλλως, στις προθέσεις του, κύριο επιδιωκόμενο, δεν ήταν να προκαλέσει με τη γλαφυρότητα της σωματικής βίας, αλλά με τη ψυχολογική, και αυτό είναι κάτι που το κατορθώνει, όχι μόνο στο σκληρό και σε ισόποσες αναλογίες, ποιητικό και αλληγορικό τελείωμα, μα σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Παράλληλα, αποτελεί ευχής έργων, που ο Ματέο Γκαρόνε ανακάλυψε από καθαρή τύχη τον σχεδόν άπειρο Μαρτσέλο Φόντε (σε κάποια παράσταση φυλακισμένων, όπου ο ίδιος αν και επιστάτης του ιδρύματος, αντικατέστησε κάποιον κρατούμενο που αρρώστησε βαριά) και του εμπιστεύτηκε τον κύριο ρόλο και αυτό δεν έχει να κάνει μονάχα με τη χαρακτηριστική, εξωτερική του εμφάνιση, μα και με το εκφραστικότατό του προσωπείο. Ο Μάρτσελο Φόντε, που φυσικά πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα παρακολούθησε εντατικά μαθήματα για το πώς να μεταχειρίζεται τα σκυλιά που συμμετέχουν στην ταινία, ερμηνεύει με απαράμιλλο τρόπο τον Μαρτσέλο και τούτο είναι κάτι που γίνεται περισσότερο ευδιάκριτο, στις σκηνές εκείνες που παραμένει λιγομίλητος ή σιωπηλός. Στα στιγμιότυπα που κατά βάση διαμοιράζεται με τον επίσης καλό (αν και σε έναν ρόλο σχηματικά γραμμένο και αχαρτογράφητο) Εντοάρντο Πέσε, σε εκείνα που μπορεί να είναι μονάχος του, όμως η σκιά του Σιμόνε παραμονεύει και ετοιμάζεται να ξεπροβάλει και σε εκείνα που τον αποζητά με θέρμη, για να κατευνάσει την ανυπόφορη οργή και την απογοήτευσή του. Μικρόσωμος και μειλίχιος ο πρώτος, θηριώδης και ευέξαπτος ο δεύτερος, συνθέτουν ένα ιδιόρρυθμο, διαμετρικά αντιθετικό ζευγάρι, που η σχέση του δεν αφορά μόνο αυτή του εξουσιαστή και του υπηκόου, αλλά παραπέμπει και σε εκείνη που διαμορφώνεται ανάμεσα σε έναν άγριο σκύλο και τον δαμαστή του. Αν μη τι άλλο, έως το σημείο, που εξαιτίας και των περιστάσεων, ο ίδιος ο Μαρτσέλο μετατρέπεται στο ζώο εκείνο που χρειάζεται επειγόντως εξημέρωση, αφού δεν μπορεί να αναγνωριστεί η θυσία του, να αποδράσει από το άγονο μέρος και να υπομείνει την αβάσταχτη μοναξιά του.

Ο Ματέο Γκαρόνε, με την αρωγή του διευθυντή φωτογραφίας Νικολάι Μπρουέλ, φέρνει σε πρώτο πλάνο τη συγκρουσιακή τούτη σχέση (ως επί το πλείστον με την κάμερα στο χέρι, για να είναι πιο πρακτική και άμεση η απόδοση) τη στιγμή που στην περίπτωση του Μαρτσέλο, ενώ αποκαλύπτει τον κλιμακούμενο εσωτερικό του κόσμο, ανάλογα με την κατάσταση που αυτός βρίσκεται φωτίζει και καταλλήλως (στο πρώτο σκέλος, κυριαρχούν οι φωτεινοί τόνοι, ενώ στο δεύτερο, οι περισσότερο σκοτεινοί). Συνάμα, ο καταξιωμένος κινηματογραφιστής, πέρα από τα κοντινά, δεν φοβάται να επιστρατεύσει το ανοιχτό πλάνο και να εκμεταλλευτεί τις καιρικές και δομικές συνθήκες που επικρατούν σε τούτο, μιας και μετατρέπει σε ισότιμο πρωταγωνιστή το ενδιαφέρον, φυσικό και αρχιτεκτονικό περιβάλλον, που διαδραματίζεται η τραγική ιστορία. Μπορεί ο τόπος που γεννήθηκε και έζησε ο Πιέτρο ντε Νέγκρι να ήταν η Μαλιάνα, όμως, για τις ανάγκες του γυρίσματος, επιλέχθηκε η αντίστοιχα μαρασμώδης και σκανδαλωδώς δομημένη περιοχή Κόπολα: ένας μη αδειοδοτημένος οικισμός που χτίστηκε από 2 αδέρφια, στις ακτές της Καμπανίας, τη δεκαετία του 1960, ως παραλιακό καταφύγιο για εύπορους επισκέπτες και κατοίκους, αλλά πια έχει περίπου εγκαταλειφθεί. Ακολούθως, η ερημική ακτογραμμή, τα καθημαγμένα κτίρια και οι απόκοσμοι δρόμοι, αξιοποιούνται και όπου είναι απαραίτητο τροποποιούνται (από τον αρμόδιο για το σχεδιασμό της παραγωγής Ντιμίτρι Καπουάνι και τον σκηνογράφο Μάσιμο Παουλέττο), με τρόπο που να αποκρίνεται στην αίσθηση του καταδικασμένου και του άφευκτου, που διατρέχει τον κορμό της ταινίας.

Share