Blade Runner 2049

Το 1982, τρία έτη μετά από την κλειστοφοβική και αγωνιώδη αναμέτρηση της Έλεν Ρίπλεϊ και του υπόλοιπου πληρώματος του Νοστρόμο με ένα από τα πιο ανατριχιαστικά εξωγήινα πλάσματα στην ιστορία του κινηματογράφου (‘Άλιεν: Ο επιβάτης του διαστήματος‘, 1979), ο Άγγλος σκηνοθέτης Ρίντλεϊ Σκοτ επανακαθόρισε και πάλι τους κανόνες του φανταστικού πεδίου, διασκευάζοντας εξαιρετικά στην κινηματογραφική οθόνη, ‘Το Ηλεκτρικό Πρόβατο‘ (1968), τη μετα-αποκαλυπτική νουβέλα του πιονέρου της επιστημονικής φαντασίας, Φίλιπ. Κ. Ντικ. Οι περιπέτειες του Ρικ Ντέκαρντ, ενός αστυνομικού καταζητούμενων ανδροειδών, σε ένα κατεστραμμένο από τον πυρηνικό όλεθρο Λος Άντζελες, θα μεταφέρονταν ελεύθερα και ευφάνταστα από τον σπουδαίο σκηνοθέτη, στο ‘Blade Runner‘, και παρά την υποτονική επίδοση στα ταμεία ή τον βαθμολογικό διχασμό των κριτικών, το πέρασμα του χρόνου θα δικαίωνε την προσπάθεια (η ταινία θα αναγνωριζόταν ως μια από τις σημαντικότερες του είδους). Θα ήταν τέτοια η τόλμη στο αισθητικό της ύφος και τον τρόπο που αναπαρίστανται οι μελλοντικές πόλεις, που μια σειρά από άλλες δημιουργίες θα επηρεάζονταν συθέμελα [το ‘Ghost in the Shell‘ (1995) ή το ‘Gattaca‘ (1997)], το κυβερνοπανκ λογοτεχνικό ρεύμα θα εμπλουτιζόταν, ένα νέο κινηματογραφικό υβρίδιο θα αναπηδούσε από την πρόσμειξη της επιστημονικής φαντασίας και του φιλμ νουάρ (Tech Noir). Και όλα τα παραπάνω, τη στιγμή που παρουσιάστηκε το πως μπορεί μια ταινία να διερευνήσει πιο σύγχρονες και περίπλοκες ιδέες, τέτοιες που έχουν να κάνουν με τους κλάδους της πληροφορικής και της βιολογίας (η τεχνητή νοημοσύνη και ο γενετικός χειρισμός, αντίστοιχα) και να τις συνδιαλέξει με βαθιά φιλοσοφικά και θεολογικά ζητήματα (γύρω από τη μνήμη, την ενσυναίσθηση ή το θάνατο).

Τριανταπέντε χρόνια μετά, και αφού προηγήθηκαν διαβουλεύσεις που συμπεριλάμβαναν, απορρίψεις και ματαιώσεις, το ‘Blade Runner’ επιστρέφει με μια παραδειγματική συνέχεια (‘Blade Runner 2049‘), που από τη μια, επιτυγχάνει να σεβαστεί το δυστοπικό περιβάλλον και την υποστασιακή θεώρηση του αρχικού μέρους και από την άλλη, να προσαρμοστεί στη σημερινή περίοδο, να εμβαθύνει περισσότερο και να ατενίσει με διορατικότητα το μέλλον. Μπορεί στη σκηνοθεσία, να μη βρίσκεται ο Ρίντλεϊ Σκοτ (επέλεξε να αναβιώσει το φρικαλέο σύμπαν της ‘Alien’ μυθολογίας με δύο κατώτερες συνέχειες), όμως, τη θέση του έρχεται να καλύψει ένας από τους πιο ικανούς σκηνοθέτες της εποχής. Ο Καναδός σκηνοθέτης Ντενί Βιλνέβ, αφού έδειξε τι μπορεί να κάνει στο απαιτητικό είδος της επιστημονικής φαντασίας, με τη μεγαλεπήβολη, πολυεπίπεδη και φιλοσοφημένη ‘Άφιξη‘ (2016), τολμά κάτι που είναι ακόμη πιο δύσκολο από τη στιγμή που αποτελεί συνέχεια, μιας εκ των κορυφαίων ταινιών.

Το στοίχημα για τον Ντενί Βιλνέβ τεράστιο από τη στιγμή που πέρα από το να ικανοποιήσει τις προσδοκίες των θεατών (της αρχικής ταινίας), το μπάτζετ για τη συνέχεια ξεπέρασε τα 150.000.000 δολάρια. Ποσό όπου εάν συνυπολογιστούν και οι διαφημιστικές δαπάνες με δυσκολία καλύφτηκε από την έξοδο της αναμενόμενης ταινίας στις αίθουσες του κόσμου. Η πλειονότητα των κριτικών, πάντως, εν αντιθέσει με το πως αντιμετώπισαν οι συνάδελφοί τους, την ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ το 1982, στάθηκαν στο πλευρό του από την πρώτη στιγμή. Και αυτό μόνο αυτόδηλο δεν θα πρέπει να θεωρείται, αφού το τελευταίο διάστημα αρκετές συνέχειες ή επανεκκινήσεις δοκιμασμένων κινηματογραφικών συνταγών έχουν κατακλύσει τις αίθουσες, με ελάχιστες πραγματικά ευχάριστες, ανανεωτικές εκπλήξεις [το ‘Mad Max: ο Δρόμος της Οργής‘ (2015), αποτελεί μια από αυτές)]. Συνέχεια, που ναι μεν, δεν ξεπερνά το πρώτο μέρος και καταλήγει σε ένα διεκπεραιωτικό φινάλε, στέκεται όμως, στο δυσθεώρητο ύψος των περιστάσεων και αποζημιώνει το συνεπές κοινό: ένα σύνολο ανθρώπων, που δεν επιζητά μόνο ανούσια δράση και καταιγισμό από εντυπωσιακά οπτικά και ηχητικά εφέ. Στο ‘Blade Runner 2049’, η διεύθυνση φωτογραφίας είναι εκστατική, τα σκηνογραφικά στοιχεία εύφορα σε ιδέες, τα αρχιτεκτονικά περιβάλλοντα ποικίλα. Είναι όμως, και κάποιοι από τους δεύτερους χαρακτήρες ενδιαφέροντες, ενώ ο πρωταγωνιστής ακολουθεί μια βραδύκαυστη και δαιδαλώδη διαδρομή, η οποία πέραν του μυστηρίου, είναι και ιδιαίτερα συλλογιστική.

Μετά τον Ρικ Ντέκαρντ, του πρώτου ‘Blade Runner’, ένας ακόμη Μπλέιντ Ράνερ (ή ντετέκτιβ επικηρυγμένων ανθρωποειδών) πραγματοποιεί την κινηματογραφική του εμφάνιση, και οι σεναριογράφοι Χάμπτον Φάντσερ και Μάικλ Γκριν κάνουν την εύστοχη κίνηση να βάλουν στη θέση του ένα ανδροειδές. Ο Κ (Ράιαν Γκόσλινγκ) είναι ένα προηγμένο και πειθαρχημένο ανθρώπινο προσομοίωμα (ρεπλίκα), που έχει επιφορτιστεί τον άχαρο ρόλο να εντοπίζει και να εξολοθρεύει παλαιότερα μοντέλα, για λογαριασμό του αστυνομικού τμήματος του Λος Άντζελες. Βρισκόμαστε στο 2049, τριάντα χρόνια μετά, από τη συναισθηματική εμπλοκή και τις εξεγερσιακές διαθέσεις, που παρουσίασαν κάποια από τα βιομηχανοποιημένα πρότυπα (σειρά Nexus-6) και εικοσιπέντε από την κατάρρευση των παγκόσμιων οικοσυστημάτων. Η Tyrell Corporation, που στο μεσοδιάστημα, είχε χρεοκοπήσει, με επικεφαλής τον μεγιστάνα στον τομέα της βιοτεχνολογίας Νιάντερ Γουάλας (Τζάρεντ Λίτο), έχει επανακάμψει αισθητά. Συνέβαλλε σε τούτο, τ’ ότι παρασκεύασε συνθετικά γεωργικά προϊόντα που προστάτεψαν την ανθρωπότητα από τη λιμοκτονία, καθώς και τ’ ότι δημιούργησε μια καινούργια γενιά συνθετικών (σειρά Nexus-9), τέτοια που να ανταποκρίνεται αδιαμαρτύρητα στις προσταγές των προϊστάμενων (τα ανανεωμένα απεικάσματα αποτελούν ιδιοκτησία των ανθρώπων).

Όπως συμβαίνει και με τον ντετέκτιβ Κ, όπου ακολουθεί συγκεκριμένες διαταγές και κάθε φορά που τις επιτελεί, δίνει αναφορά στην υπολοχαγό Τζόσι (Ρόμπιν Ράιτ). Οι έρευνες του Κ, τον έχουν οδηγήσει σε μια ακόμη αποστολή εντοπισμού και εξολόθρευσης. Στόχος τούτη τη φορά, ο Σάπερ Μόρτον (Ντέιβ Μπαουτίστα), ένα ανδροειδές προηγούμενης τεχνολογίας (σειρά Nexus-8), που εδώ και χρόνια, ζει απομονωμένο σε μια αγροικία. Αρχική σεκάνς που είχε σχεδιαστεί, για να εκκινεί το πρώτο ‘Blade Runner’ και να συστήνει τον χαρακτήρα που υποδυόταν ο Χάρισον Φορντ, μα δεν προτιμήθηκε και έχει προσαρμοστεί κατάλληλα, ώστε να πράττει το ίδιο, για τον χαρακτήρα που ερμηνεύει ο Ράιαν Γκόσλινγκ. Στην περιοχή αυτή, πάντως, ο Κ, πέρα από τον βάρβαρο τρόπο με τον οποίο θα ολοκληρώσει την αποστολή του (η βίαιη απόσπαση του βολβού του ενός ματιού του διωκόμενου), θα ανακαλύψει και μια ενταφιασμένη βαλίτσα. Το περιεχόμενο της οποίας, θα αναστατώσει την υπολοχαγό Τζόσι, από τη στιγμή που θα δείξει, πως εμπεριέχει τα οστά μιας γυναίκας – ρεπλίκας που πέθανε, λόγω επιπλοκών στη γέννα. Όσο ασύλληπτο και αν φαντάζει το να έχει συμβεί κάτι τέτοιο, όλα πιστοποιούν πως είναι γεγονός. Από φόβο μήπως η γνώση γίνει επικίνδυνο όπλο, που μπορεί να οδηγήσει σε πόλεμο με τις ρεπλίκες που ζουν στο περιθώριο, θα ζητήσει από τον ντετέκτιβ που δουλεύει γι’ αυτήν, να αφανίσει τα αποδεικτικά στοιχεία. Παρά την ανάθεση, όμως, ο Κ θα επιλέξει να κατευθυνθεί πρώτα στα κεντρικά γραφεία της Tyrell Corporation (απρογραμμάτιστος και απροειδοποίητος πηγαιμός, που φανερώνει σημάδια καχυποψίας).

Η είσοδος του Κ, στον χώρο της Tyrell Corporation, συνοδεύεται από εικόνες εκθαμβωτικής ομορφιάς, έτσι όπως το κιτρινωπό ημίφως κυριαρχεί στον χώρο, το νερό κατοπτρίζεται στις ευθυγραμμισμένες επιφάνειες και η ζεν οργάνωση του αρχιτεκτονήματος αποκαλύπτεται σταδιακά (κορύφωμα αποτελεί η μεγάλη και αραιά επιπλωμένη πλατφόρμα που βρίσκεται το γραφείο του Νιάντερ Γουάλας και η γεωμετρική εγκοπή, στο εσωτερικό της οποίας, έχει τοποθετηθεί η ρεσεψιόν). Ο Κ θα συναντήσει τη Λαβ (Σίλβια Χοκς), μια ρεπλίκα με αυστηρό παρουσιαστικό, που ακολουθεί απαρεγκλίτως τις υποδείξεις του Νιάντερ Γουάλας, και μαζί θα κατευθυνθούν στην αίθουσα που βρίσκονται συγκεντρωμένα τα δεδομένα της εταιρίας. Παρά την έλλειψη πλείστων στοιχείων (λόγω του παγκόσμιου μπλακάουτ, που είχε συμβεί, πριν από ολίγα χρόνια, καταστράφηκε ένας τεράστιος αριθμός τυπωμένων ή και ψηφιακών αρχείων), η Λαβ, θα βρει ορισμένες σημαντικές πληροφορίες για τη γυναίκα που αναζητά ο Κ. Όπως, ότι πρόκειται για τη Ρέιτσελ, μια ρεπλίκα πειραματικού χαρακτήρα (σειρά Nexus-7), που διατηρούσε στενές σχέσεις με τον ντετέκτιβ Ρικ Ντέκαρντ. Η πληροφόρηση αυτή, θα ενισχύσει την ανορθόλογη πιθανότατα, να κυοφορούσε και να έφερε στον κόσμο ένα παιδί.

Ύστερα από αυτές τις αποκαλύψεις, ο Κ θα αποχωρήσει από το μέρος για να ανερευνήσει περαιτέρω την υπόθεση, ενώ ο υποχθόνιος Νιάντερ Γουάλας, που επιθυμεί να επωφεληθεί από τα πλεονεκτήματα της δυνατότητας αυτής, θα αναθέσει στη Λαβ, την παρακολούθηση του Κ και τον εντοπισμό του απόγονου της Ρέιτσελ. Η απεσταλμένη του, δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει το δολοφονικό της μένος, όταν θα επισκεφθεί το αστυνομικό τμήμα για να υφαρπάξει τα κόκαλα της Ρέιτσελ και να μάθει το που ακριβώς βρίσκεται ο Κ. Στο μεταξύ, η επιστροφή του τελευταίου, στο μέρος που εντοπίστηκαν τα οστά, εκτός από τη φανέρωση μιας χρονολογίας, θα φέρει στην επιφάνεια και μια παιδική του θύμηση, η οποία σχετίζεται απόλυτα με αυτή. Όταν θα ελέγξει τη συγκεκριμένη ημερομηνία, στα ελλιπέστατα αρχεία του μητρώου γεννήσεων, θα βρει πως δύο άτομα διαφορετικού φύλου φέρουν το ίδιο DNA, από τα οποία μόνο το αγόρι έζησε. Και είναι σε αυτό το σημείο, που γίνεται πιο ενδιαφέρον το ‘Blade Runner 2049’, όταν ο Κ αρχίζει να πιστεύει στο ενδεχόμενο να είναι αυτός το παιδί και η ανάμνηση που έχει να μην είναι εμφυτευμένη, μα εξ ολοκλήρου δική του. Η επίσκεψη σε μια χωματερή, θα περιπλέξει και άλλο τα πράγματα από τη στιγμή που θα περιπλανηθεί σε γνώριμα μέρη και θα βρει ένα πράγμα (το ξύλινο άλογο), που διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στα ονειρέματα που βλέπει. Μέσα από τούτη τη συμπτωματολογία, οι σεναριογράφοι δίνουν ελπίδα στον ήρωά μας, πως ίσως να είναι κάτι περισσότερο από αυτό που ήδη είναι.

Στο μελαγχολικό προσωπείο του Κ καθρεφτίζεται η βαθύτατη ανάγκη του, να πιστέψει πως είναι άνθρωπος. Μπορεί ως ρεπλίκα, να έχει κάποια αυτονομία, όμως, τούτη είναι μερική, καθώς διέπεται από απαγορεύσεις, περιορισμούς και ανέσεις που είναι πλασματικές. Ο Κ, εκτός από το να υπακούει στις εντολές της υπολοχαγού Τζόσι, ζει σε ένα μικρό διαμέρισμα με μοναδική συντροφιά τη γλυκύτατη και όμορφη Τζόι (Άνα ντε Άρμας). Ένα αναπτυγμένο τρισδιάστατο ολόγραμμα, που ικανοποιεί κάθε πεθυμιά του ιδιοκτήτη της. Είναι τόσο καλή η Τζόι, που εκτός από δραστηριότητες που έχουν να κάνουν με το νοικοκύρεμα του σπιτιού,  λέει στον Κ, αυτό ακριβώς που θέλει να ακούσει (ενίοτε, όπως στην περίπτωση του παιδιού της Ρέιτσελ, αυτό λειτουργεί παραπλανητικά). Η ειδική συσκευή (αναβάθμιση λογισμικού), που θα της κάνει δώρο, ώστε να παρίσταται σε οποιοδήποτε σημείο, εκτός από το εσώτερο του διαμερίσματος, δείχνει το δικό της όριο ελευθερίας. Η ανταμοιβή της, τ’ ότι εξελίσσεται μέσα από αυτή τη σχέση και μαθαίνει να αγαπά. Όσον αφορά την τελευταία, σε μια εξόχως σκηνοθετημένη σεκάνς, η Τζόι θα δώσει τη δυνατότητα στον Κ, να βιώσει την ευχαρίστηση της σαρκικής σύνδεσης. Μαζί με τη Μάριετ (Μακένζι Ντέιβις), μια εκδιδόμενη ρεπλίκα, θα αποτελέσουν ένα ιδιόρρυθμο τρίγωνο, που καταργεί τα όρια και τις συμβάσεις του είδους.

Η Τζόι εκφράζει την τελειότητα, κάτι που είναι εξιδανικευμένο, μα όχι πραγματικό. Η πικρή συνειδητοποίηση του ότι η Τζόι, δεν είναι τίποτα επιπλέον από ένα προχωρημένο λογιστικό πρόγραμμα, θα γίνει όταν ο Κ βρεθεί μπροστά από ένα τεραστίων διαστάσεων ολόγραμμα. Παρόλα αυτά, ο τρόπος που θα σταματήσει η Τζόι να παρέχει τις υπηρεσίες της είναι, αν μη τι άλλο, σπαρακτικός. Από τις πιο ενδιαφέρουσες υποπλοκές της ταινίας, που εκτός από το να δείξει το πλαίσιο κάτω από το οποίο διαβιεί η πρωταγωνιστική ρεπλίκα, συμβάλλει στο να πιστέψει ο Κ, πως είναι ασυνήθιστος. Πεποίθηση που θα ενισχυθεί ακόμη περισσότερο, όταν επισκεφθεί τη Δρ. Άννα Στελλίνε (Κάρλα Τζούρι), μια σχεδιάστρια ονείρων, που λόγω του ανίσχυρου ανοσοποιητικού της συστήματος, βρίσκεται εγκλεισμένη σε ένα περίκλειστο και αποστειρωμένο μέρος που μεταμορφώνεται αναλόγως, κάθε φορά που η επιστήμονας επιθυμεί να απαθανατίσει μια στιγμή (σε καταπράσινο δάσος ή σε ολοσκότεινο δωμάτιο, για να φωτογραφίσει ένα έντομο και το σβήσιμο μιας γενέθλιας τούρτας, αντίστοιχα). Η Δρ. Άννα Στελίνε, με τη βοήθεια κάποιων ειδικών σφαιριδίων, θα προβάλλει την ανάμνηση του Κ, και μολονότι θα τον διαβεβαιώσει, πως απαγορεύεται να μεταφυτεύονται ανθρώπινες αναμνήσεις σε ανδροειδή, η αντίδρασή της θα δείξει, πως τούτο απέχει παρασάγγας από την αλήθεια. Από το σημείο αυτό και έπειτα, ο Κ δεν θα δραπετεύσει μόνο, επειδή θέλει να λύσει το μυστήριο που συνοδεύει την ταυτότητα του παιδιού, αλλά και γιατί καταδιώκεται.

Η Δρ. Άννα Στελλίνε, εκτός από απαραίτητη παρουσία για την εξέλιξη της ταινίας, κατά μια έννοια, αποτελεί το συμπληρωματικό αντίθετο του Νιάντερ Γουάλας, και ως προς αυτή τη διαπίστωση, δεν συνηγορούν μόνο οι χώροι στους οποίους βρίσκονται και οι δυο (φωτεινός και λευκός της επιστήμονος, σκοτεινός και κίτρινος του μεγιστάνα), μα και οι πράξεις τους. Δημιουργοί αμφότεροι, απολαμβάνουν τα επιτεύγματά τους, είτε με ελεγχόμενο θαυμασμό και συγκίνηση (Δρ. Άννα Στελλίνε), είτε με αταραξία και ασυγκράτητη αλαζονεία (Νιάντερ Γουάλας). Σαν άλλη, ανώτερη πνευματική οντότητα, ο τελευταίος, φιλοσοφεί και ομιλάει κρυπτικά, παραγνωρίζοντας, πως τα θαυμαστά δημιουργήματά του (οι ρεπλίκες), μπορεί να επαναστατήσουν και να ανατρέψουν τα φθονερά σχέδια που μπορεί να έχει, για το μέλλον της ανθρωπότητας. Η Δρ. Άννα Στελλίνε, από την άλλη, με τις γήινες εικόνες που φτιάχνει και αιχμαλωτίζει, ενθυμίζει από τι συστατικά είναι φτιαγμένα τα ομορφότερα ονειρέματα, ότι δηλαδή, είναι πολυτιμότερο και πλέον τείνει να εκλείψει ή έχει εξαφανιστεί οριστικά. Η δική της ματιά, εκτός από ανθρώπινη και παρηγορητική είναι και περισσότερο διαυγής και ακτινοβόλα. Δεν είναι αδόκητο, άλλωστε, που στο πρόσωπό της, διακρίνονται μεσσιανικά στοιχεία από τις ρεπλίκες που παραμονεύουν στα υπόγεια και ετοιμάζονται να εξεγερθούν.

Αν και το αφηγηματικό σκέλος που αφορά τα συνθετικά ανθρώπινα αντίγραφα, που ζουν απομακρυσμένα και ετοιμάζονται να αντιδράσουν στον προκαθορισμένο καταναγκασμό, είναι μικρό σε διάρκεια και σχηματικά αποδομένο (απαράμιλλη είναι η επεξηγηματική ως και απλουστευτική συνομιλία του Κ με έναν αντιπρόσωπο του επαναστατικού κινήματος), τουλάχιστον, παρέχει μια άλλη διάσταση, περισσότερο συλλογική και συνειδησιακή, σε όλα όσα έχουν προηγηθεί. Οι περιθωριοποιημένες ρεπλίκες έχουν και αυτές δικαιώματα και τη συναίσθηση να αντιληφθούν πως αυτά, όχι μόνο καταπατώνται συστηματικά, αλλά πως και οι ίδιες θεωρούνται ευκόλως αντικαταστάσιμες από τη στιγμή που δεν είναι ανθρώπινες, η τεχνολογία αναπτύσσεται, και έχουν οριστεί να υπηρετούν έναν πολύ συγκεκριμένο σκοπό. Γι’ αυτό και στο πρόσωπο του αινιγματικού γόνου, βλέπουν μια υβριδική οντότητα, που θα έλθει και θα τους απαλλάξει από όλα τα δεινά της ανθρωπότητας, ενώ σε εκείνο του Κ, το βιομηχανοποιημένο ανθρώπινο πανομοιότυπο, που διαθέτει τις ικανότητες (σωματικές και νοητικές), για τους βοηθήσει στην ανισομερή τους μάχη. Συνεπώς, η σωτηρία και αφύπνιση του Κ, δεν θα πραγματοποιηθεί από αλτρουιστικούς και αλληλέγγυους λόγους, αλλά επειδή προσβλέπουν στη συνεισφορά του. Και είναι ευχής έργων, διότι, οι εξελίξεις θα είναι τόσο κατακλυσμικές, που ενώ εκ πρώτης όψεως, φαίνονται απογοητευτικές (σε συνάρτηση με το παιδί που προσδοκούσε να είναι ο Κ), θα κατορθώσουν να δώσουν καινούργιο περιεχόμενο (αληθινό αυτή τη φορά), μέσα από μια εκούσια παρακινδυνευμένη ενέργεια, που έχει διττή σημαντικότητα: αφενός για τις ρεπλίκες, που βρίσκονται σε θέση αμυντικής προσμονής και αφετέρου, για τον ίδιο, που επιθυμεί να αισθανθεί ζωντανός, διαφορετικός και αναγκαίος.

Ως εκ τούτου, την επόμενη φορά που θα συναντηθεί ο Κ με τον ντετέκτιβ Ρικ Ντέκαρντ, θα είναι για καλό και πιο σαφή σκοπό από τη στιγμή που ο πρώτος, θα προτάξει το συλλογικό συμφέρον με τον δικό του τρόπο (παρά τις οδηγίες των στασιαστών, θα διακινδυνεύσει να σώσει έναν πατέρα, για να τον επανασυνδέσει με το χαμένο του παιδί).  Μπορεί στο αρχικό αντάμωμα, ο πρώην ντετέκτιβ, να μην υποδέχθηκε με τον πιο γκαρδιακό και φιλικό τρόπο τον νεότερο διάδοχό του (τον κυνήγησε, για να τον σκοτώσει) και όταν επήλθε ανακωχή, να μην πρόλαβαν να γνωριστούν καλύτερα (οι αδίστακτοι εκπρόσωποι της Tyrell Corporation, έφθασαν με αγριωπές διαθέσεις), τώρα που ο Κ βρέθηκε στην άκρη του νήματος, όμως, και έχουν απαντηθεί πολλά από τα ερωτήματα, τούτο είναι κάτι που συμβαίνει απρόσκοπτα. Η υπαρξιακή διαδρομή του ήρωά μας, παρά το όποιο προσωπικό αντίτιμο, δεν θα μπορούσε να καταλήξει πιο ταιριαστά, εφόσον θα λάβει την καθοριστική απόφαση να πράξει κάτι που αντίκειται στις κατευθυντήριες προτάσεις και χαρακτηρίζεται από θάρρος και τρυφερότητα.

Σε μια ταινία που σε μεγάλο βαθμό βιώνεται με τις αισθήσεις, η εικόνα παίζει πρωτεύοντα ρόλο. Πολλώ μάλλον όταν πρόκειται για ταινία επιστημονικής φαντασίας που εξελίσσεται, σε ένα (πολύ κοντινό) μέλλον, όπου η τεχνολογία είναι κυρίαρχη και οι επιπτώσεις από την καταστροφή των οικοσυστημάτων φανερές. Τ’ ότι τα ποικιλόμορφα αστικά περιβάλλοντα της ταινίας δημιουργήθηκαν από αεροφωτογραφίες που προέρχονται από την Πόλη του Μεξικού, την πόλη του Λας Βέγκας, της ερήμου Μοχάβι και των ηφαιστειογενών τοπίων της Ισλανδίας, δίνει έναν ασύγκριτα ρεαλιστικό τόνο στο τελικό αποτέλεσμα. Ήδη, πάντως, από τις πρώτες σκηνές, ο Ντενί Βιλνέβ και το τεχνικό του επιτελείο, έχουν φροντίσει να δείξουν το οπτικό μεγαλείο της ταινίας και να καταστήσουν σαφές, πως οι εναλλαγές στα χρώματα συντελούν στο ταξίδι που προσφέρει η ταινία. Ο διευθυντής φωτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς, στην πιο φιλόδοξη (και πιθανώς καλύτερη) του δουλειά, ποιεί μια σειρά από συγκλονιστικά και πρωτόφαντα περιβάλλοντα, τέτοια που επιτυγχάνουν να τοποθετήσουν τον θεατή στον μετα-αποκαλυπτικό και ερεβώδη τους κόσμο, να αξιοποιήσουν τις καινούργιες τεχνολογίες και να ανακαθορίσουν το αναμεμειγμένο είδος. Συμπυκνωμένοι υδρατμοί δημιουργούν μια θαμπερή ατμόσφαιρα σε ολόκληρη την πόλη του Λος Άντζελες, η οποία διαρρηγνύεται από αμέτρητες εκπεμπόμενες δεσμίδες φωτός. Αντιμετώπιση που λόγω του χαμηλού φωτισμού και των αρκετά έντονων αντιθέσεων τονίζει και τον νουάρ χαρακτήρα της ταινίας. Χαμηλά νέφη παρατηρούνται και στην αγροικία, εκεί όπου τίποτα άλλο δεν διακρίνεται, εκτός από την οικία, το θερμοκήπιο ή το νεκρωμένο δέντρο και ελλοχεύει ένα καθοριστικής σημασίας μυστικό. Το κίτρινο χρώμα συνδιαλέγεται αρμονικά με τις περίτεχνες σκιάσεις που προξενεί το φως, όταν προσκρούει στο νερό, στις τσιμεντένιες επιφάνειες του εμβληματικού κτιρίου, που στεγάζεται η Tyrell Corporation, επιδεικνύοντας σοφία, εξισορρόπηση και δυναμισμό.

Πολύ πιο εφιαλτική είναι η κατάσταση σε περιβάλλοντα όπως είναι εκείνο του Σαν Ντιέγκο (το σκούρο καφέ συνυπάρχει με το γκρίζο σε μια πόλη που έχει μετατραπεί σε χώρο ταφής, κάθε λογής απορριμμάτων) και το Λας Βέγκας (η κόκκινη σκόνη έχει σκεπάσει τα πάντα στο πέρασμά της, μεταβάλλοντας την άλλοτε φαντασμαγορική πόλη σε απαγορευμένη ζώνη). Τραχιές χρωματικές αποδόσεις και ημι-σκοτεινοί φωτισμοί σε αναγνωρίσιμες περιοχές, που κατοπτρίζουν την τρομαχτική κατάσταση στην οποία έχουν επέλθει, ύστερα από την πλήρη απορρύθμιση των οικοσυστημάτων (το σύνολο των φυτικών και ζωικών ειδών, έχει χαθεί). Ο Ρότζερ Ντίκινς απεικονίζει με δυσοίωνο τρόπο τη μελλοντική τοπογραφία της Αμερικής, ακόμη και όταν αχνοφωτίζει ένα τρυφερό ενσταντανέ στο μπαλκόνι του Κ ή μια καταδίωξη, ανάμεσα σε διακοπτόμενα ολογράμματα, στο μπαρ ενός εγκαταλελειμμένου ξενοδοχείου.

Είτε με θεατρικούς προβολείς και παλιομοδίτικα φώτα χώρου, είτε με LED πανέλα οροφής, LED Strip λωρίδες και προπαντός, κατάλληλα κατασκευασμένα Ring Lights, ο Ρότζερ Ντίκινς δημιουργεί ένα αποτέλεσμα με διαφορετικές χρωματιστές ατμόσφαιρες, που εξυπηρετεί τα προαναφερθέντα περιβάλλοντα. Ταυτόχρονα, όπως υπονοήθηκε και από τη μέθοδο με την οποία διαθλάται ο φωτισμός στα κεντρικά γραφεία της Tyrell Corporation, εξίσου πολύτιμη είναι και η μελέτη που έγινε, αναφορικά με το πως αξιοποιούν οι αρχιτέκτονες τον φωτισμό (φυσικό ή τεχνητό), στις οικοδομές που φέρουν πλάκες σκυροδέματος. Ούτως ή άλλως, στο ‘Blade Runner 2049’, η αρχιτεκτονική έχει την τιμητική της, τόσο σε μακροσκοπικό επίπεδο (σχεδιασμός πόλεων) όσο και σε μικροσκοπικό (σχεδιασμός καθημερινών αντικειμένων και επίπλων). Ο Ντένις Γκάσνερ, στην καλλιτεχνική διεύθυνση, εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες της τεχνολογικής προόδου και παρουσιάζει ένα μέλλον που δε δείχνει μόνο πιο εξελιγμένο, αλλά και περισσότερο ζοφερό: φωτισμένα με λάμπες LED λογότυπα και τριών διαστάσεων ολογράμματα που λειτουργούν ως διαφημιστικά ξεπροβάλλουν από κάθε πιθανό σημείο του βροχερού, θεοσκότεινου και πυκνοδομημένου αστικού τοπίου. Μια μεγαλούπολη που εκπέμπει μεγαλύτερη απομόνωση και σκληρότητα σε σύγκριση με την προηγούμενη ταινία, μιας και η κατάσταση στον κόσμο έχει επιδεινωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ο σκηνογράφος συλλαμβάνει τούτο το αίσθημα αποθάρρυνσης και βιαιότητας, στις παγερές επιφάνειες και τις αιχμηρές γωνίες των πολυώροφων κτιρίων (Λος Άντζελες), στους στοιβαγμένους σωρούς των ηλεκτρονικών απορριμμάτων (Σαν Ντιέγκο), στα μνημειώδη και επιβλητικά αγάλματα ενός ακόλαστου πολιτισμού (Λας Βέγκας). Η προτίμηση δε να αποφευχθεί η χρήση της CGI τεχνολογίας και να χρησιμοποιηθούν λεπτομερειακά κατασκευασμένες μακέτες, προσδίδει μια άλλη ποιότητα, πολύ πιο αληθοφανής και χειροποίητη από τη συνηθέστερη ψηφιακή.

Η επινοητικότητα του σχεδιαστικού τμήματος της ταινίας, φυσικά και δεν εξαντλείται στο πως εμφανίζεται το αναβαθμισμένο αιωρούμενο αυτοκίνητο (Spinner 2.0), σε ένα ψηφιακό εργαλείο που χρησιμοποιείται για μανικιούρ, στα ημιδιάφανα σφαιρίδια που λειτουργούν ως αποθηκευτικοί χώροι μνήμης και στα διαφορετικού τύπου όπλα που κουβαλούν κάποιοι από τους χαρακτήρες, μα ξεδιπλώνεται σε ολόκληρο το εύρος της, στον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνονται τα φωτεινά κύματα που ανακλώνται από ένα αντικείμενο. Ποτέ άλλοτε, τα τρισδιάστατα ολογράμματα δεν είχαν τέτοια ποικιλία και τακτική παρουσία και τούτο είναι ενδεικτικό και των επερχόμενων τεχνολογικών εξελίξεων. Πιστά αντίγραφα με ανεπτυγμένη νόηση, που δεν περιορίζονται στην ανθρώπινη κλίμακα (το γιγάντιο ολόγραμμα που δείχνει με τεντωμένο το δάχτυλο τον Κ) και όταν συμβαίνει αυτό, δύναται με μια αναβάθμιση της γλώσσας προγραμματισμού να αποκολληθούν από τη συσκευή που τα περιορίζει (η Τζόι). Κλείνοντας, σε συνθετικό επίπεδο, ενώ η μουσική είναι αναγκαιότατη για την ολοκλήρωση της αισθητικής και αισθηματικής εμπειρίας, σε μια φουτουριστική δημιουργία, καθώς είναι αυτή, το σάουντρακ που συνέθεσε ο πολυπράγμονας Χανς Τσίμερ μαζί με τον Μπέντζαμιν Γουόλφις δεν καταφέρνει να αφήσει ένα σημάδι τόσο ισχυρό όσο κατόρθωσε εκείνο  που έγραψε ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, για την πρώτη ταινία. Η αιφνιδιαστική αντικατάσταση του Γιόχαν Γιόχανσον, αρχικού υπεύθυνου για το μουσικό σκορ, λίγο πριν το ‘Blade Runner 2049’ βγει στις αίθουσες, εγείρει πολλά ερωτήματα. Αίσθησή μου είναι, πως προτιμήθηκε η επένδυση στη νοσταλγία, με αποτέλεσμα οι ικανότατοι συνεχιστές να μην απομακρύνονται ιδιαίτερα από την αισθητική που όρισε ο Βαγγέλης Παπαθανασίου (‘2049‘ και ‘Tears in the Rain‘). Σε μερικές περιπτώσεις, πάντως, η κατάληξη είναι φαεινή, πολύ περισσότερο όταν αναμειγνύεται με τα δικά τους συνθετικά γνωρίσματα (‘Flight to LAPD‘ και ‘Blade Runner‘).

Share