Προσωπα & Ιστοριες

Με το μεγάλης διάρκειάς της ντεμπούτο (‘La Pointe Courte’, 1956), θεμελίωσε και εισήγαγε νέους αφηγηματικούς κανόνες, τέτοιους που δικαιολογημένα το χαρακτηρίζουν πρόδρομο του Νέου Κύματος (γνωστού και ως Νουβέλ Βαγκ). Με τη δεύτερη της προσπάθεια (‘Η Κλεό από τις 5 έως τις 7’, 1962), συνέχισε με εξίσου ανατρεπτική διάθεση την αναζήτησή της στη μυθοπλαστική φόρμα, υπογράφοντας μια από τις ομορφότερες και πιο αντιπροσωπευτικές ταινίες του ρηξικέλευθου γαλλικού κινήματος. Για μια πολυσχιδή καλλιτέχνιδα (σκηνοθέτη, σεναριογράφο, παραγωγό, μοντέρ, φωτογράφο και ηθοποιό) σαν την ελληνικής καταγωγής Ανιές Βαρντά, το πέρασμα στο ευρύτερο και πιο διεξοδικό πεδίο της τεκμηρίωσης, φάνταζε μονόδρομος, πολύ περισσότερο αφού μέσα από αυτό μπορούσε να προσεγγίσει καλύτερα και πιο αποτελεσματικά όλα όσα την απασχολούσαν. Έχοντας πάντα, στο επίκεντρό της, τον άνθρωπο και το περιβάλλον που ζει αυτός (κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό), η Γαλλίδα δημιουργός, εκτός του ότι πειραματίστηκε παντοιοτρόπως με τις δυνατότητες του μέσου, φιλοτέχνησε και παρουσίασε μια σειρά από πορτρέτα, που άσχετα από το αν είναι λιγότερο ή περισσότερο γνωστό το πρόσωπο που απεικονίζουν είναι όλα τους ενδιαφέροντα. Από το ασπρόμαυρο φωτογραφικό κολάζ στην Κούβα του Φιντέλ Κάστρο (‘Salut les Cubains’, 1963) και τις μαζικές διαδηλώσεις για την απελευθέρωση του συνιδρυτή των Μαύρων Πανθήρων Χιούι Νιούτον (‘Black Panthers’, 1966), μέχρι τους καταστηματάρχες της οδού Daguerre στο Παρίσι (‘Daguerréotypes’, 1976) και τους ανθρώπους που αναζητούν σε κάθε λογής σημεία θησαυρούς (‘The Cleaners and I’, 2000) το στρατευμένο εναλλάσσεται με το καθημερινό με τρόπο που ναι μεν είναι ιδιόμορφος (αφηρημένος και έμμετρος), μα συγχρόνως, ουσιώδης.

Και με το προσωπικό όμως, στις περιπτώσεις που η Ανιές Βαρντά επέλεξε να διεισδύσει στο  παρελθόν και να δείξει κομμάτια από τούτο. Είτε επειδή θέλησε να αποτίσει φόρο τιμής σε κοντινά της πρόσωπα, που έχουν αποβιώσει (‘The World of Jacques Demy’, 1995) είτε γιατί επιθύμησε να αφουγκραστεί συγκεκριμένα στιγμιότυπα μέσα από τις πολυαγαπημένες της ακροθαλασσιές (‘The Beaches of Agnes’, 2008). Πρόσθετα, τ’ ότι στα ογδόντα οκτώ της έτη, παρά τις αναπόφευκτες επιπτώσεις του γήρατος, απέδειξε πως παραμένει επαγγελματικά ακατάβλητη, πνευματικά εύστροφη και συναισθηματικά γενναιόδωρη, δεν θα πρέπει να προξενεί καμία εντύπωση. Όχι, όταν μιλάμε για έναν άνθρωπο σαν την Ανιές Βαρντά και το αποτέλεσμα είναι τόσο έξοχο όσο είναι εκείνο που συναντά κάποιος παρακολουθώντας το ‘Πρόσωπα & Ιστορίες’, το ντοκιμαντέρ που συν-σκηνοθέτησε μαζί με το Γάλλο φωτογράφο και αρτίστα του δρόμου, που φέρει το καλλιτεχνικό (και προστατευτικό) ψευδές όνομα JR.

Τριάντα τριών ετών ο τελευταίος, εκπρόσωπος μιας ολότελα διαφορετικής γενιάς και μιας κατηγορίας καλλιτεχνών, που αντιλαμβάνεται δημιουργικά και με μη περιοριστικό τρόπο τη δημόσια επικράτεια (σύμφωνα με τα λεγόμενα και τα πεπραγμένα του JR, ‘αποτελεί την πιο απέραντη γκαλερί τέχνης’), κατόρθωσε να διακριθεί μέσα από τα γιγαντιαία, ασπρόμαυρα, φωτογραφικά πορτρέτα που τοποθετούνται σε εξωτερικές κτιριακές επιφάνειες και άλλες υπαίθριες κατασκευές. Από τα προσωπεία νέων σε ηλικία ανθρώπων, που προέρχονται από περιοχές που αποτέλεσαν τμήμα ενός ουτοπικού κοινωνικού προγράμματος στέγασης στο Παρίσι (‘Portrait of a Generation’, 2004 – 2006) ή εκείνα των αντιτασσόμενων Ισραηλινών και Παλαιστινίων, που τοποθετήθηκαν εν είδει προσεταιρισμού σε διάφορες πόλεις και στο ντροπιαστικό τείχος που χωρίζει την Παλαιστίνη από το Ισραήλ (‘Face 2 Face’, 2007) και των χιλιάδων γυναικών που αγωνίζονται με ρωμαλεότητα και αξιοπρέπεια σε ορισμένες από τις πιο επικίνδυνες και υποβαθμισμένες γειτονιές του Ρίο ντε Τζανέιρο (‘Women are Heroes’, 2008 – 2010), μέχρι την πραγματοποίηση ενός μεγαλεπήβολου σχεδίου, που του παρείχε τη δυνατότητα να συμπεριλάβει μια σειρά από δεκάδες περιοχές ανά την υφήλιο (‘Inside Out Project’, από το 2011 έως και τις ημέρες μας) στο ανεξοικείωτο, μα προσφιλές, καλλιτεχνικό του όραμα και μεμονωμένες, ακτιβιστικές δράσεις, καθώς είναι αυτή που υλοποιήθηκε στα περιφραγμένα σύνορα των Ηνωμένων Πολιτειών και του Μεξικού, η μέθοδος με την οποία τα υπερμεγέθη φωτογραφικά πορτρέτα του JR αγκαλιάζουν τις όψεις των οικοδομημάτων ή των λοιπών δομών και περνούν τα καίρια μηνύματα που εμπεριέχουν είναι απαράμιλλος.

Κατά μια έννοια, παρά τη διαφορά της ηλικίας, το μέσο έκφρασης και την κοσμοθεωρία του καθενός, οι αφηγήσεις των απλών και καθημερινών ανθρώπων, αποτέλεσαν το εφαλτήριο, για την αναπάντεχη καλλιτεχνική συνεργασία της Ανιές Βαρντά και του JR. Προηγουμένως, η Ροζαλί Βαρντά, η κόρη της πρωτοποριακής σκηνοθέτιδας και παραγωγός του ‘Πρόσωπα & Ιστορίες’, έφερε σε επαφή τους δύο φαινομενικά αντίθετους καλλιτέχνες, μιας και αυτοί δεν είχαν συναντηθεί ξανά στο παρελθόν. Και καθώς φαίνεται και στο ντοκιμαντέρ, οι δυο τους, όχι μόνο γνωρίστηκαν και αντάλλαξαν ποικίλες απόψεις, μα αλληλοσυμπληρώθηκαν δημιουργικά με επινοητικό και ολοκληρωμένο τρόπο στο ανθρωποκεντρικό οδοιπορικό που πραγματοποίησαν με το φωτογραφικό φορτηγάκι του JR. Από τον Νότο μέχρι τον Βορρά της Γαλλίας, η Ανιές Βαρντά και ο JR περιπλανηθήκαν με σκοπό να σταματήσουν σε απόμακρα χωριά, να συναντήσουν τους κατοίκους των περιοχών τούτων, να κουβεντιάσουν μαζί τους, να καταγράψουν στην κάμερα κάποιες από τις πιο ιδιαίτερες ιστορίες και στο τέλος να τους φωτογραφήσουν και να αποτυπώσουν τα πορτρέτα τους στα πιο πιθανά ή απίθανα σημεία.

Ήδη από την επίσκεψή τους, σε μια οικιστική ζώνη του Βορρά, περιοχή που κάποτε ζούσαν ανθρακωρύχοι και τώρα πεισματικά απομένει ένας κάτοικος και μάλιστα γυναίκα (η Ζανίν), διαφαίνονται οι διαθέσεις των σκηνοθετών: να προβάλλουν ανθρώπους της εργατιάς, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αντιστέκονται και παραμένουν πιστοί στα ιδανικά τους, να κάνουν την απαραίτητη διασύνδεση ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν που κουβαλούν και στο τέλος, να τους κάνουν να αισθανθούν περηφάνια, μέσα από τα φωτογραφικά τους πορτρέτα. Σαν μια ύστατη προσπάθεια να διατηρηθεί η Ιστορία, προτού επέλθει η λήθη (το χωριό επρόκειτο να κατεδαφιστεί), η Ανιές Βαρντά και ο JR δεν τιμούν μονάχα τη Ζανίν, που το υπερασπίζεται με την παραμονή της, αλλά και τους ανθρώπους που έζησαν κάποτε στα σπίτια αυτά. Για το σκοπό αυτό, παλιές φωτογραφίες ανθρακεργατών συγκεντρώνονται και τοποθετούνται στις τούβλινες προσόψεις των κτισμάτων, συνενώνοντας με αυτή τη μέθοδο το παρελθόν με το παρόν. Λιγότερο συγκινησιακή, πάντως, είναι η επόμενη συνάντηση που θα έχουν, όταν θα επισκεφθούν το αγρόκτημα ενός καλλιεργητή. Το γεγονός ότι χάρη στις δυνατότητες της αυτοματοποιημένης τεχνολογίας, ο άνθρωπος αυτός επιτελεί μόνος όλες τις δραστηριότητες σε μια έκταση δυο χιλιάδων στρεμμάτων, προκαλεί την εντύπωση της Ανιές Βαρντά. Πολύ περισσότερο όταν της επιτρέπει να κάνει την απαραίτητη σύγκριση με το παρελθόν και να συνειδητοποιήσει, το πόσο μοναχική έχει γίνει, μια άλλοτε κουραστική, χρονοβόρα και πολυέξοδη, μα συλλογική δουλειά. Το ορατό από μεγάλη απόσταση, σχεδόν αιωρούμενο πορτρέτο σε κάποια κτιριακή εγκατάσταση του κτήματος, δείχνει πάντως, έναν άνθρωπο που έχει αποδεχθεί τη μοναχική φύση του εκσυγχρονισμένου του επαγγέλματος.

Άλλα πορτρέτα, όπως είναι αυτό της νεαρής σερβιτόρας με την ομπρέλα που από τη στιγμή της τοιχοκόλλησης, θα γίνει το πιο αναγνωρίσιμο πρόσωπο ενός παραθαλάσσιου χωριού, ή εκείνο ενός κοινωνικώς ανένταχτου άνδρα που λαμβάνει την πιο χαμηλή σύνταξη, δίχως να έχει εργαστεί ποτέ και ζει σαν βασιλιάς στο φτωχικό του καταφύγιο, δείχνουν πως αντλούν έμπνευση από την ομορφιά και την απλότητα. Από την άλλη, σε μια περισσότερο συλλογική προσπάθεια, η Ανιές Βαρντά και ο JR, θα επισκεφτούν ένα εργοστάσιο υδροχλωρικού οξέος και εκεί θα φωτογραφήσουν τις δύο ομάδες των υπεύθυνων ασφαλείας. Η φωτογράφηση και τοποθέτησή τους στον τοίχο, θα γίνει με τρόπο παιχνιδιάρικο, τόσο που θαρρείς πως οι δύο διαφορετικές βάρδιες συναντιούνται (η μια ομάδα υψώνει και γέρνει τα χέρια της προς την άλλη και έτσι η επιλογή, να τοποθετηθούν τα ομαδικά πορτρέτα το ένα δίπλα στο άλλο, δίνει την αίσθηση αυτή). Και σε αυτή την περίπτωση πάντως, θα βρουν το πρόσωπο εκείνο που η συγκυρία θα τους δώσει το έναυσμα, να δημιουργήσουν ένα αποκλειστικό πορτρέτο (ο κατασυγκινημένος, ολιγόλογος, υπεύθυνος ασφαλείας που βγαίνει σε συνταξιοδότηση).

Το ίδιο ομαδική είναι και η μετάβαση σε μια κατασκευαστικά ανολοκλήρωτη περιοχή (στο Pirou – Plage της Νορμανδίας, που αποκαλείται και χωριό φάντασμα) και η φωτογράφηση των ανθρώπων που διαβιούν, λίγο πιο μακριά από τούτη. Η τοποθέτηση των προσώπων σε ορισμένα από τα μισοτελειωμένα κτίρια δίνει μια διάσταση, η οποία δίχως αμφιβολία είναι περισσότερο ευχάριστη και σκερτσόζικη (και άρα, πιο ζωντανή), έτσι καθώς τα περιμετρικά κομμένα προσωπεία στοιβάζονται σε κτίσματα που αν και δεν κατοικήθηκαν επίσημα ποτέ, τακτικώς αποτέλεσαν πόλο έλξης καλλιτεχνών του δρόμου, κινηματογραφιστών και άλλων άστατων ή ασύμβατων αρτιστών. Τ’ ότι, η Ανιές Βαρντά και ο JR εναλλάσσουν αντιθετικές έννοιες (το ατομικό με το ομαδικό, το ευφραντικό με το συγκινητικό, το παρελθοντικό με το σημερινό) είναι κάτι που προσμετρείται στα πολύ θετικά του ντοκιμαντέρ και πιστοποιείται περίτρανα, όταν μετά από μια δράση σαν την προαναφερόμενη (και καθώς διαπιστώθηκε και σε αυτή στο εργοστάσιο υδροχλωρικού οξέος), καλούνται να επιμεληθούν το πορτρέτο ενός συμπαθέστατου ταχυδρομικού διανομέα, που επί σειρά ετών συνήθιζε να παραδίδει την αλληλογραφία με το ποδήλατό του (τη στιγμή που τώρα το πράττει πιο εύκολα, μια και χρησιμοποιεί ένα φορτηγό αυτοκίνητο). Καθόλη τη διάρκεια του ‘Πρόσωπα & Ιστορίες’, το πέρας του χρόνου και ότι αυτό επιφέρει, αντικατοπτρίζεται, τόσο μέσα από τις τεχνολογικές εξελίξεις και τη βελτίωση του τρόπου ζωής όσο και μέσα από τις συνέπειες του γήρατος στα ανθρώπινα σώματα ή τη φθορά των οικοδομημάτων από την ερήμωση και τούτο είναι κάτι που βεβαιώνεται και από τον ταχυδρόμο και το μέρος στο οποίο ζει και δραστηριοποιείται.

Δεν είναι όμως, μόνο ο άνθρωπος, που το αποτέλεσμα της φωτογραφικής του αποτύπωσης τοποθετείται σε κάποια εξωτερική επιφάνεια με τους τρόπους που επισημάνθηκε, αλλά και τα ζώα (για την ακρίβεια, τα θαλάσσια πλάσματα και οι αίγαγροι). Στην περίπτωση δε, των αγριοκάτσικων, μέσα από δύο κτηνοτροφικές μονάδες αντιπαραβάλλεται ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο λειτουργούν αυτές. Εξαιτίας της συγκρουσιακής φύσης των αρσενικών ζώων και προκειμένου να υπάρξουν λιγότεροι τραυματισμοί και απώλειες (όπερ σημαίνει, να είναι μεγαλύτερο το κέρδος για την επιχείρηση), στην πρώτη μονάδα, ακολουθείται μια αμφίλογη παρέμβαση (το κάψιμο των οστεωδών εκφύσεων στο κεφάλι των νεαρών ζώων), χωρίς δεύτερο συλλογισμό. Η προτίμηση της Ανιές Βαρντά στο πρόσωπο της κτηνοτρόφου της δεύτερης μονάδας, της ζωοκόμου δηλαδή, που εκτός του ότι δεν εφαρμόζει μια μέθοδο που λειτουργεί ενάντια στη φύση των ζώων, δεν χρησιμοποιεί ούτε εξελιγμένα συστήματα (χαρακτηριστικός ο χειρωνακτικός τρόπος με τον οποίο συγκεντρώνει σε καθημερινή βάση το γάλα), γίνεται παραπάνω από οφθαλμοφανής, όταν επιλέγεται να φωτογραφηθεί ένα δικό της αγριοκάτσικο, για να τοποθετηθεί σε κάποιο σημείο της κτηνοτροφικής μονάδας.

Από τη Ζανίν, την πρώτη ηρωίδα της ταινίας, που λειτουργεί σαν ζωντανή υπενθύμιση ενός εργατικού παρελθόντος και δεν εγκαταλείπει το μέρος που διαβιεί, μέχρι την κτηνοτρόφο που διαχειρίζεται με φρονιμότητα και ταπεινότητα την κτηνοτροφική της μονάδα ή τις τρεις συντρόφους των λιμενεργατών, που αναμετρώνται καθημερινά με τις προκαταλήψεις, μιας και ζουν και εργάζονται σε ανδροκρατούμενα περιβάλλοντα, λίγο πριν το τέλος της ταινίας,  οι γυναίκες ξεχωρίζουν και έχουν την τιμητική τους. Και δεν υπάρχει πιο υπέροχος τρόπος, για να αποδοθούν οι δέουσες τιμές από τα φωτογραφικά τους πορτρέτα. Αρκεί κάποιος να δει τον τρόπο με τον οποίο οι δύο καλλιτέχνες επιλέγουν να δείξουν τις τρεις γυναίκες που βρίσκονται πίσω από τους λιμενεργάτες, για να το αντιληφθεί αυτό (τα τοτεμικά πορτρέτα τους, έτσι καθώς τοποθετούνται στα σωριασμένα σε στοίβες μεταλλικά κιβώτια, εκτός του ότι κόβουν την ανάσα, τραβούν την προσοχή για όλους τους σωστούς λόγους). Είναι όμως, κατά κύριο λόγο, η Ανιές Βαρντά, που με τη σταθερή της παρουσία, όλα αυτά τα χρόνια (ας μην ξεχνάμε πως υπήρξε η μοναδική γυναίκα σκηνοθέτης της Νουβέλ Βαγκ), και φυσικά τον τρόπο με τον οποίο περιδιαβαίνει τη Γαλλία και στη συγκεκριμένη ταινία τεκμηρίωσης, που αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης. Την κινητήρια δύναμη, δηλαδή, για αυτές και για πολλές ακόμη γυναίκες. Φύση ανήσυχη, ασυμβίβαστη και ως ένα βαθμό ακατάτακτη, παρά τα ογδόντα οκτώ της έτη και κάποια μικροπροβλήματα (κινητικά ή οφθαλμολογικά), εκείνη βρίσκει ακόμη το σθένος, μιας και χαίρει άκρατης πνευματικής υγείας, ενόσω διαθέτει και τη σε βάθος εμπειρία των πραγμάτων, για να συνεχίσει να το πράττει. Ασφαλώς, ο τριάντα τριάχρονος JR, που βρίσκεται στον ηλικιακό αντίποδα και σφύζει από δημιουργικές σκέψεις και μια αχαλιναγώγητη ορμή για την πραγματοποίηση τούτων, επέδρασε αναζωογονητικά.

Τίποτα από όλα αυτά, δεν θα είχε υλοποιηθεί όμως, αν η ίδια δεν ένιωθε την ανάγκη, εκτός από τις γυναίκες και τους απλούς πολίτες που συναντά τυχαία, στα πιο απρόσμενα σημεία της γαλλικής υπαίθρου, να αποχαιρετήσει ανθρώπους που τη σημάδεψαν. Πολυαγάπητους ανθρώπους που είτε έχουν αποχωρήσει από καιρό (Γκι Μπουρντέν, Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν) είτε διανύουν την τελευταία και κρισιμότερη περίοδο του αναγνωρισμένου τους βίου (Ζαν Λικ Γκοντάρ). Στο τελευταίο σκέλος του ‘Πρόσωπα & Ιστορίες’, ο κινηματογραφικός φακός εστιάζει στη μικροκαμωμένη και με ευγένεια παρουσία της Ανιές Βαρντά. Ότι ξεκίνησε ως γενικό και συμπεριλάμβανε πλήθος άγνωστων και ανώνυμων ανθρώπων και μια ευφορική διάθεση, σταδιακά μετασχηματίζεται σε κάτι που είναι πιο προσωπικό και συναισθηματικά φορτισμένο. Δεν είναι ότι η ταινία χάνει το αβίαστο χιούμορ και τη θετική ενατένιση, όμως επειδή, κατά τη διάρκειά της, υφίσταται και ένας αναλογισμός, για μια σειρά από ζητήματα  (τα γηρατειά, ο θάνατος, η λησμονιά και η εγκατάλειψη) αναπόφευκτα καταλήγει και εκεί.

Σε μια από τις πιο συγκινησιακές και οπτικά ασύγκριτες στιγμές της ταινίας, η Ανιές Βαρντά περιφέρεται σε μια ακτή της Νορμανδίας, που έχει επισκεφτεί ξανά στο παρελθόν μαζί με έναν από τους πιο καλούς της φίλους, τον Γάλλο προβοκάτορα καλλιτέχνη και φωτογράφο μόδας Γκι Μπουρντέν. Η επιθυμία της να τον τιμήσει, με το να ξεδιαλέξει μαζί με τον JR μια φωτογραφία του από το αρχείο της (τέτοια που να προσαρμόζει στο γερμανικό καταφύγιο που έχει σωροβολιαστεί από τον υπερυψωμένο βράχο στον αμμώδη γιαλό), αποδεικνύεται αρκετά πιο δύσκολη αποστολή, εφόσον δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια το ύψος της περιοδικής ανόδου της στάθμης του υδάτινου στοιχείου. Τ’ ότι θα βρεθεί αυτό το πορτρέτο και θα προσαρμοστεί κατάλληλα, δίνει χαρά στην Ανιές Βαρντά και τον JR και προκαλεί τον θαυμασμό στον θεατή, έτσι καθώς τοποθετείται σε έναν στιβαρό όγκο που προέρχεται από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και χρησιμοποιήθηκε για αρκετά πιο σκοταδερούς και εχθρικούς λόγους. Μονάχα που παρά την προσπάθεια να προσδώσουν τιμές σε έναν τόσο σημαντικό καλλιτέχνη και σπουδαίο φίλο, τα στοιχεία της φύσης δείχνουν πως έχουν άλλες διαθέσεις, όταν επιστρέφουν στην παραλία, λίγες ώρες μετά. Μπορεί η έννοια του εφήμερου να είναι γνώριμη, για έναν καλλιτέχνη του δρόμου σαν τον JR, η διαπίστωση πως η φωτογραφία έχει εξαφανιστεί από την επιφάνεια του γερμανικού καταφυγίου τόσο πρώιμα, όμως, προξενεί στεναχώρια. Και ανατριχίλες, όταν η Ανιές Βαρντά υπονοεί, πως το ντοκιμαντέρ μπορεί να μην κατορθώσει να ολοκληρωθεί. Οι οποίες ενισχύονται από τον θόρυβο του μανιασμένου ανέμου και τη σαρωτική παρουσία της αμμώδους παραλίας, που είναι σαν να ετοιμάζεται να καταπιεί τους δύο διερχόμενους δημιουργούς. Σημείο που δείχνει πως δεν αρκεί η καλή διάθεση και η σωστή επιλογή και προσαρμογή μιας μεγάλης φωτογραφίας, για να επιτύχει κάποιος έναν τέτοιο σκοπό σε αυτή την περιοχή που ευρίσκεται κατά μήκος της θάλασσας.

Συνάμα δείχνει, πως η πολυπράγμων Ανιές Βαρντά, δεν απέχει πολύ από το να συναντήσει ξανά τον αγαπητό της φίλο και αυτό δεικνύεται και από τη σκηνή που διαδραματίζεται σε ένα από τα πιο μικρά, αθέατα και απομακρυσμένα νεκροταφεία στον κόσμο (το κοιμητήριο Montjustin). Εκεί, όπου δύο ακόμη αρκετά καλοί φίλοι της Ανιές Βαρντά έχουν θαφτεί, μιας και από καιρό έχουν εγκαταλείψει τα εγκόσμια (ο Γάλλος Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν, ένας από τους πιο σημαντικούς φωτογράφους του 20ου αιώνα και πατέρας της φωτοδημοσιογραφίας και η δεύτερη σύζυγός του η επίσης φωτογράφος Βελγίδα Μάρτιν Φρανκ). Μέρος απόλυτα αρμοστό, το νεκροταφείο Montjustin, για να ερωτηθεί η Ανιές Βαρντά από τον JR, για το αν φοβάται τον θάνατο. Από έναν άνθρωπο σαν και εκείνη, που μετράει ήδη πολλές απώλειες και έχει ζήσει μια γεμάτη και δημιουργική ζωή, το να απαντήσει με αφοπλιστικό τρόπο, πως δεν το νομίζει, και αν και το σκέφτεται αρκετά, το περιμένει, μοιάζει σαν ιδανική απάντηση.

Η αναφορά της Ανιές Βαρντά σε έναν ακόμη φίλο της, ίσως αυτόν με τον οποίο συνδέθηκε περισσότερο, δεν θα μπορούσε παρά να τελείται από τα πρώτα λεπτά της ταινίας (περί του πρωτοπόρου Γάλλου σκηνοθέτη, σεναριογράφου, ηθοποιού και κριτικού κινηματογράφου Ζαν Λικ Γκοντάρ, η κουβέντα). Τ’ ότι αποφασίζει μαζί με τον JR να επαναλάβουν με τον δικό τους τρόπο μια αξέχαστη σκηνή από μια ταινία σαν το ‘Μια Ξεχωριστή Συμμορία’ του 1964 (αυτή, που οι παραβατικοί πρωταγωνιστές της ταινίας, τρέχουν σε κάποια από τις αίθουσες στο μουσείο του Λούβρου) αναντίρρητα συμβάλει, ώστε η ταινία να προσφέρει, εκτός από μια σκηνή που είναι κινηματογραφικά αναφορική και ένα στιγμιότυπο που χαρακτηρίζεται από χιούμορ (η Ανιές Βαρντά κάθεται σε ένα αναπηρικό αμαξίδιο, το οποίο ο JR σπρώχνει με μεγάλη ταχύτητα, στην ίδια αίθουσα που γυρίστηκε και η σεκάνς από την ταινία του Ζαν Λικ Γκοντάρ).  Εντούτοις, όσο ευδιάθετη είναι αυτή η σκηνή, άλλο τόσο δεν είναι εκείνη που εξελίσσεται στο Ρολλέ. Η απόφαση της Ανιές Βαρντά και του JR, να επισκεφτούν τον Ζαν Λικ Γκοντάρ στην ελβετική πόλη που διαβιεί τα τελευταία σαράντα χρόνια, δεν θα έχει ευοίωνη κατάληξη. Όχι, από τη στιγμή που ο τόσο επιδραστικός, μα και αλλοπρόσαλλος καλλιτέχνης, παρά το καθορισμένο ραντεβού, δεν θα τους υποδεχθεί στην οικία του. Ο Ζαν Λικ Γκοντάρ, θα ξυπνήσει μνήμες στην Ανιές Βαρντά, αναμνήσεις που εμπλέκουν και τους συντρόφους τους (ένα θαυμάσιο σαββατοκύριακο που είχαν περάσει οι τέσσερις τους σε μια βίλα κοντά στη Νίκαια), η στάση του πάντως, παρά τον περιπαικτικό της χαρακτήρα (θα της αφήσει ένα κρυπτογραφημένο σημείωμα στη τζαμένια εξώπορτά του οικήματος), θα στεναχωρήσει την Ανιές Βαρντά (συναισθηματική κατάσταση δυσάρεστη, η οποία σε μια τόσο προχωρημένη ηλικία και για τους δύο, δεν αφήνει αρκετά περιθώρια, για κάποια συμφιλίωση ή αλλαγή).

Το τελείωμα της ταινίας βρίσκει το αξιοζήλευτο σκηνοθετικό και πρωταγωνιστικό ντουέτο, μπροστά από τη Λίμνη της Γενεύης: καθισμένοι σε ένα παγκάκι, εκτός του ότι αγναντεύουν το πανέμορφο μέρος, προσπαθούν να διαχειριστούν την επίπτωση που έχει η απαράδεκτη στάση του Ζαν Λικ Γκοντάρ, στον συναισθηματικά επιρρεπή χαρακτήρα της Ανιές Βαρντά. Και είναι χάρη στη συμπεριφοριστική που θα επιδείξει ο JR, που θα επιστρέψει και πάλι το χαμόγελο στα χείλια της σκηνοθέτιδας. Η προσπάθεια της Ανιές Βαρντά να πείσει τον JR να βγάλει τα μαύρα του γυαλιά σε πολλά σημεία της ταινίας και να της δείξει το πρόσωπό του, βρίσκει αντίκρισμα, όταν το πράττει από μόνος του και μάλιστα, σε μια στιγμή που υπάρχει ανάγκη. Αρκετές φορές, η Ανιές Βαρντά συνέκρινε το καλά προφυλαγμένο παρουσιαστικό του JR με εκείνο του Ζαν Λικ Γκοντάρ και έχει αληθινό ενδιαφέρον, γιατί μέσα από μια τόσο απρόβλεπτη συνθήκη, ο στενός της συνοδοιπόρος σε αυτό το καλλιτεχνικό εγχείρημα είναι σαν να ευρίσκει τη θέση του στην καρδιά της Ανιές Βαρντά και να τον αντικαθιστά. Μπορεί να μην γνωρίζονταν, πριν αποφασίσουν να κάνουν κάτι, τόσο δημιουργικά πολύπλευρο και απαιτητικό μαζί, όμως, ύστερα από δεκαοχτώ μήνες που διήρκεσε η εκτεταμένη περιήγηση (κατά μήκος, μιας όχι και τόσο προβεβλημένης Γαλλίας), κατόρθωσαν να υπερκεράσουν με οξυδέρκεια και ευθυμία τις διαφορές (οι συγκριτικές αναφορές στο ύψος, την ταχύτητα και την όραση είναι μόνο ορισμένες από τούτες), να βρουν ένα σημείο δημιουργικής επαφής (η συνήθειά τους να φέρνουν μη ονομαστούς ανθρώπους στο προσκήνιο μέσα από την τέχνη τους) και να έρθουν πραγματικά πιο κοντά (οι εκμυστηρεύσεις της Ανιές Βαρντά). Μπορεί ο προσωπικός βίος του JR να μην αποκαλύπτεται όσο θα έπρεπε όμως, ο τρόπος με τον οποίο υποστηρίζει και ακολουθεί την Ανιές Βαρντά φανερώνει έναν άνθρωπο με τρυφερότητα και κατανόηση. Χαρακτηριστικά που συντελούν, ώστε το ταξίδι τους, πέρα από τις στοχευμένες και θεαματικές τους δράσεις, να είναι συνεργατικά πλήρες και συναισθηματικά ισόρροπο.

Share