1917

Έχοντας καταπιαστεί (δύο φορές) σκηνοθετικά με ένα φραντσάιζ σαν του Τζέιμς Μποντ – με τρόπο μάλιστα που ιδίως, στην πρώτη ταινία (‘Skyfall’, 2012), αναβάθμισε καλλιτεχνικά και εκτόξευσε εμπορικά – ο σκηνοθέτης και παραγωγός Σαμ Μέντες, μετά την ολοκλήρωση των τζεϊμσμποντικών υποχρεώσεών του, αποσύρθηκε για ένα χρόνο από τα κινηματογραφικά πράγματα. Χρόνο που τον αξιοποίησε δημιουργικά με την άλλη του μεγάλη συμπάθεια, το θέατρο και όπου όταν ξεκουράστηκε και τροφοδότησε επαρκώς και πάλι τις μπαταρίες του, δρομολόγησε μια ιδέα που τον απασχολούσε από καιρό: την πραγμάτωση μιας ταινίας που λαμβάνει δράση στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και που εμπνέεται από τα προσωπικά βιώματα του νομπελίστα μυθιστοριογράφου παππού του Άλφρεντ Μέντες, έτσι όπως αυτά καταγράφηκαν στη βιογραφία  που εκδόθηκε το 2002 (‘Autobiography of Alfred H. Mendes, 1897-1991’). Με τις ταινίες που κινηματογραφούνται τα τελευταία χρόνια και έχουν να κάνουν με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο να είναι ελάχιστες (αν μη τι άλλο, συγκριτικά με εκείνες που αφορούν την παγκόσμια σύγκρουση που λίγα χρόνια μετά τον ακολούθησε), ύστερα και από την 100η του επέτειο, ο Σαμ Μέντες, αισθάνθηκε πως υφίσταται ο κίνδυνος να λησμονηθεί η σημαντικότητα αυτού (εκτός του ότι σηματοδότησε την πρώτη εκτεταμένη διεθνή αναμέτρηση του 20ου αιώνα με εκατομμύρια νεκρούς ή τραυματίες, είναι ο πρώτος βιομηχανικός / αυτοματοποιημένος πόλεμος και αυτός που ανασυγκροτήθηκαν κατά πολύ τα σύνορα της ευρωπαϊκής ηπείρου). Αισθάνθηκε, επίσης, πως σε μια τόσο εύθραυστη και μεταβατική παγκόσμια συνθήκη, καθώς είναι αυτή που διαβιούμε, καλό θα ήταν να γίνουν οι όποιες ιστορικές αναγωγές και συγκρίσεις, για να αποφευχθούν τα χείριστα στο μέλλον.

Χρησιμοποιώντας με τεράστια επιδεξιότητα και τέχνη (αμέριστη η συμβολή του διευθυντή φωτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς, όπως και του μοντέρ Λι Σμιθ), μια αποπλανητική τεχνική (την ψευδαίσθηση του αδιάλειπτου μονοπλάνου) που πρώτος εισήγαγε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ (‘Η Θηλιά’, 1948) και πριν λίγα χρόνια, δοκίμασε πολύ αποτελεσματικά ο Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου [Birdman ή (Η Απρόσμενη Αρετή της Αφέλειας), 2014), o Σαμ Μέντες, θέλησε να ομιλήσει με τη δική του μέθοδο, για τον χαρακτηριζόμενο και ως Μεγάλο Πόλεμο (δεν είναι τυχαίο που για πρώτη φορά στη μακροετή σταδιοδρομία του συνέγραψε το σενάριο – μαζί με τη σεναριογράφο Κρίστι Γουίλσον-Κερν). Να αναπαραστήσει μια στιγμή στον χρόνο, με τέτοια αμεσότητα και ρεαλισμό, που κάνει τον πόλεμο να δείχνει ζωντανός και απειλητικός. Γι’ αυτό και παρότι το ‘1917’, συγκαταλέγεται στο (αντι)πολεμικό είδος, φέρει και στοιχεία κλειστοφοβικής ταινίας τρόμου: η πλούσια σε ένταση και αγωνία οπτική του στρατιώτη που μετακινείται και κρύβεται σε ορύγματα ή επιχώσεις, για να προστατευτεί και να επιβιώσει.

Μπορεί να μην πρόκειται για ένα ολοκαίνουργιο ‘Ουδέν Νεότερο από το Δυτικό Μέτωπο’ (1930) ή και για ένα νέο ‘Σταυροί στο Μέτωπο’ (1957), όμως ο Σαμ Μέντες, βοηθούντος της τεχνολογίας και των καταρτισμένων του συνεργών, επιτυγχάνει να μεταφέρει τη δραματική εμπειρία από το πεδίο της μάχης με κινηματογραφικό τρόπο που λιγοστές ταινίες σχετικής θεματολογίας έχουν τολμήσει προηγουμένως. Την αρκετά παρακινδυνευμένη εμπειρία που βίωσε, καθώς αναφέρθηκε και ο παππούς του σκηνοθέτη, στη Μάχη του Πασεντάλε. Όταν, λόγου χάριν, ένα κρύο και ομιχλώδες σούρουπο, τον Οκτώβριο του 1917, μετά από σφοδρή απάντηση των Γερμανών στην προσπάθεια των Βρετανών να ανακαταλάβουν ένα κρίσιμης σημασίας φλαμανδικό χωριό, επιφορτίστηκε να διανύσει μια πολύ μεγάλη απόσταση στην ουδέτερη επικράτεια εδάφους (γνώριμη ως No Man’s Land), δίχως να γίνει αντιληπτός από τα αντίπαλα στρατεύματα, για να ανιχνεύσει τις θέσεις όσων συμπολεμιστών του επέζησαν. Προσωπική ιστορία που μέχρι ένα επίπεδο αποτέλεσε τον κεντρικό κορμό του σεναρίου του ‘1917’. Προσωπική ιστορία που όπως και τα γενικά γεγονότα, προβάλλεται τροποποιημένη, μιας και στόχος της ταινίας του Σαμ Μέντες, δεν υπήρξε να αποδοθεί με απόλυτη ορθότητα η ιστορική αλήθεια, μα περισσότερο, η αίσθηση της αβεβαιότητας και του κατεπείγοντος. Η αίσθηση του να βρίσκεται κάποιος στο πεδίο της μάχης και να μην είναι καθόλου ασφαλής. Η αίσθηση του να πιστεύει ένας στρατιώτης σε κάτι που είναι κατά πολύ ανώτερο από τον εαυτό του και έτσι να αναλαμβάνει μια εξαιρετικά ριψοκίνδυνη, αυτοκτονική αποστολή.

Το ‘1917’ τοποθετεί τους θεατές στο Δυτικό Μέτωπο, τον Απρίλιο του 1917 (στις 6 Απριλίου ειδικότερα, μια ημερομηνία που έχει τον συμβολισμό της, καθώς τότε μπήκαν στον Μεγάλο Πόλεμο και οι Η.Π.Α.) και παρουσιάζει ένα όχι και τόσο γνωστό γεγονός του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (Επιχείρηση Άλμπεριτς). Όταν, ύστερα από τις μάχες του Βερντέν και του Σομμ, οι εξουθενωμένες, ή και αποδεκατισμένες γερμανικές δυνάμεις, πραγματοποίησαν μια πολύ σημαντική υποχώρηση από τις θέσεις που είχαν καταλάβει σε όλη τη διάρκεια του 1915 και του 1916. Όταν μετακινήθηκαν δηλαδή, σε μια νέα αμυντική θέση (γραμμή Χίντεμπουργκ) που οι Γερμανοί αναδιαμόρφωσαν κατάλληλα (εκτός του ότι εφοδίασαν με πυροβόλα όπλα τα τσιμεντένια ορύγματα που κατασκεύασαν, έσκαψαν βαθιά το έδαφος και δημιούργησαν υπόγειους χώρους που επικοινωνούσαν αναμεταξύ τους): αυτή που ξεκινούσε από το Αράς και έφτανε στο Λαφόξ, κοντά στη Σουασόν που διερχόταν από τον ποταμό Άιν. Εκείνη που τους επέτρεπε να αμύνονται και να αντεπιτίθενται, χωρίς αρκετές απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό. Ήταν τόσο καλά προστατευμένη και (εξ)οπλισμένη η νέα αμυντική θέση, που οι καλούμενες Δυνάμεις της Αντάντ, χρειάστηκαν μήνες, προκειμένου να την αχρηστεύσουν.

Το ‘1917’ τοποθετεί τους θεατές στο Δυτικό Μέτωπο, τον Απρίλιο του 1917, και σε γενικές γραμμές, αρχίζει την καταιγιστική του εξιστόρηση με τον στρατηγό Έρινμορ (Κόλιν Φερθ) να ενημερώνει τους υποδεκανείς του 8ου τάγματος, Γουίλιαμ Σκόφιλντ (Τζορτζ ΜακΚέι) και Τομ Μπλέικ (Ντιν Τσαρλς Τσάπμαν) για την εικονική οπισθοχώρηση των Γερμανών – μετακίνηση προς τα πίσω που υποκρύπτει την επερχόμενη επίθεσή τους σε περίπτωση που οι Βρετανοί πέσουν στην παγίδα και πιστέψουν πως υπαναχωρούν αληθινά. Με τον στρατηγό Έρινμορ να τους διατάζει να παραδώσουν ένα μήνυμα τεράστιας σημασίας στον στρατηγό Μακένζι (Μπένεντικτ Κάμπερμπατς), τον διοικητή του 2ου τάγματος του Συντάγματος Ντέβονσαϊρ. Ένα μήνυμα που δεν μπορεί να μεταφερθεί διαφορετικά, αφού κατά τη γιομάτη τακτικισμό υποχώρησή τους, οι Γερμανοί φρόντισαν να καταστρέψουν όλες τις τηλεφωνικές γραμμές. Ένα μήνυμα που θα μπορούσε να αποτρέψει την επίθεση των παραπλανημένων Βρετανών και συνακολούθως, τον θάνατο 1600 στρατιωτών – μεταξύ των οποίων και του υπολοχαγού Τζόζεφ Μπλέικ (Ρίτσαρντ Μάντεν) που είναι αδερφός του Τομ Μπλέικ. Μην μπορώντας να αρνηθούν (αν και ως ένα εύλογο βαθμό ο Γουίλιαμ Σκόφιλντ θα διστάσει), ο δύο άντρες, θα ξεκινήσουν την εξωφρενικά επικίνδυνη αποστολή τους, γνωρίζοντας πως για να επιτύχουν τον σκοπό τους, θα πρέπει να βρεθούν στη No Man’s Land και να διανύσουν μια μακρινή απόσταση, ακόμη και μετά από τη δύση του ηλίου, χωρίς να γίνουν ορατοί από τον Εχθρό.

Από τα πρώτα λεπτά που οι δύο υποδεκανείς αναλαμβάνουν να προσπαθήσουν να φέρουν σε πέρας την εν λόγω αποστολή, ο Σαμ Μέντες, κατορθώνει να δείξει τις τεχνικές αρετές της ταινίας και να προετοιμάσει το έδαφος για την αποστομωτική συνέχεια. Έτσι καθώς οι δύο νεαροί άνδρες μετακινούνται με ταχύτητα στα βρετανικά ορύγματα, παίρνουν συμβουλές για την κατεύθυνση που θα ακολουθήσουν, ή και προμήθειες από έναν αξιωματικό σαν τον υπολοχαγό Λέσλι (Άντριου Σκοτ). Έτσι καθώς προετοιμάζονται να βγουν στη No Man’s Land με κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους. Σε μια συρματόπλεχτη και κατακρημνισμένη επικράτεια που καθώς θα δούμε με τρομαχτική παραστατικότητα μόνο ο θάνατος έχει θέση. Είτε τούτο αφορά τους στρατιώτες που πολέμησαν και τα άλογα που τους μετέφεραν είτε τα ποντίκια και τα κοράκια που εμφανίζονται, για να κατασπαράξουν τις νεκρές σάρκες που συναντούν. Παρά τον φόβο και την ανασφάλεια, ελλείψει Γερμανών, οι δύο υποδεκανείς πάντως, δεν θα διακινδυνεύσουν σε τούτο το σημείο. Τουλάχιστον, για όσο παρίστανται στην επιφάνεια του εδάφους, γιατί μόλις κατέβουν σε κάποιο από τα γερμανικά ορύγματα, εκτός του ότι θα εντυπωσιαστούν με το πόσο διαφορετικά είναι σε συνάρτηση με τα πιο φτωχικά δικά τους, θα καταλάβουν πως οι τελευταίοι έχουν μεριμνήσει να (παρ)εμποδίσουν τη διέλευσή τους.

Σε μια αποπνικτική σεκάνς που αιφνιδιάζει και δεν αφήνει αρκετά περιθώρια αντίδρασης, από τη στιγμή που διαδραματίζεται στα υπόγεια και αποκαλύπτει μια καλοστημένη παγίδα που οδηγεί σε έκρηξη, ο Γουίλιαμ Σκόφιλντ θα τραυματιστεί. Χάρη στην άμεση μεσολάβηση του Τομ Μπλέικ όμως, και λίγο προτού καταρρεύσει το μέρος, θα διασωθεί. Θα βγουν ξανά στην επιφάνεια και μόλις συνέλθει ο Γουίλιαμ Σκόφιλντ και συνεχίσουν την πορεία τους, θα αντιληφθούν πως οι Γερμανοί φρόντισαν να εγκαταλείψουν ακόμη και τα πυρομαχικά τους, να κόψουν καρποφόρα δέντρα, καθώς είναι οι κερασιές και φυσικά να μην αφήσουν πίσω τους σχεδόν καμία τροφή. Ο Σαμ Μέντες, δεν σταματάει να φανερώνει το πόσο ισχυρή και αδυσώπητη πολεμική μηχανή υπήρξαν οι Γερμανοί, τόσο από τη μέθοδο με την οποία τους δείχνει να έχουν οπισθοχωρήσει όσο και όταν μια απροσδόκητη, κακή στιγμή, τα φέρει έτσι και οι δύο υποδεκανείς διασταυρωθούν με έναν Γερμανό αεροπόρο. Έχοντας φτάσει σε μια αγροικία, που επειδή φέρει σημάδια πρόσφατης εγκατάλειψης και ευρίσκεται σε ύψωμα προκαλεί ανησυχία, θα γίνουν μάρτυρες μιας αερομαχίας. Μιας εναέριας μονομαχίας που θα έχει ως αποτέλεσμα να προσκρούσει επάνω τους ένα γερμανικό πολεμικό αεροσκάφος. Και που παρά την αξιοθαύμαστη προσπάθεια των δύο νεαρών ανδρών, να περισώσουν και εν συνεχεία να φροντίσουν τον εγκλωβισμένο πιλότο αυτός θα επιτεθεί και θα τραυματίσει θανάσιμα τον Τομ Μπλέικ. Τον χαρακτήρα που από την πρώτη στιγμή που τους ανατέθηκε η αποστολή, ένεκα της πιθανότητας να χάσει τη ζωή του ο αδερφός του, έδειξε ενδιαφέρον.

Τον χαρακτήρα που δεν σταμάτησε να εμψυχώνει τον Γουίλιαμ Σκόφιλντ, όταν ο τελευταίος παρουσίασε σημάδια αποθάρρυνσης με το που πάτησαν το πόδι τους στη No Man’s Land. Τον χαρακτήρα που μπορούσε να διαβάζει χάρτες, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, πίστευε στην έννοια της πατρίδας και της οικογένειας και ως υποδεκανέας και φίλος έσωσε τη ζωή του Γουίλιαμ Σκόφιλντ, όταν ο τελευταίος αντίκρισε κατάματα τον θάνατο. Αναμφισβήτητα, στο σημείο αυτό, ο Σαμ Μέντες παγώνει τον χρόνο  – αναστέλλει τη φρενίτιδα με την οποία αποτυπώνει την ιστορία και χαρίζει μια από τις πιο συγκινησιακές στιγμές της ταινίας. Ένα στιγμιότυπο που δείχνει πως ακόμη και σε ένα τόσο απάνθρωπο περιβάλλον, η αγάπη προς τους άλλους δύναται να παραμείνει ανθεκτική. Το λιγότερο, μέχρι εκείνο το σημείο που δεν μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα, για την πορεία ενός στρατιώτη, καθώς θα αναφέρει και ο λοχαγός Σμιθ (Μαρκ Στρονγκ), στον Γουίλιαμ Σκόφιλντ, όταν τον συναντήσει αιφνίδια και προσφερθεί να τον συνοδεύσει μαζί με το τάγμα του. Κάτι που δείχνει πως το καταλαβαίνει ο Γουίλιαμ Σκόφιλντ και παρά τον κλονισμό θα προσπαθήσει να το χειριστεί (ούτως ή άλλως, με το χρόνο να του ασκεί πίεση, δεν έχει την πολυτέλεια να κάνει αλλιώς).

Η ανθρωπιά πάντως επισημαίνεται και σε ένα πιο βραδύκαυστο σε ρυθμούς σημείο. Σε ένα σαν και αυτό που εξελίσσεται μέσα στο φορτηγό στάγιερ: παρόλο που, ανά πάσα στιγμή, οι στρατιώτες κινδυνεύουν να απολέσουν τη ζωή τους – επειδή δεν έχουν πλήρη συναίσθηση της κατάστασης, ή και αν έχουν, επειδή δεν μπορούν να πράξουν διαφορετικά – δεν χάνουν την αίσθηση του χιούμορ και αστειεύονται μεταξύ τους. Οι τόσο νεαροί σε ηλικία, άπειροι και αμούστακοι άνδρες, που θα έπρεπε να βρίσκονται αλλού και να κάνουν άλλα πράγματα και που θα δείξουν τη στρατιωτική αλληλεγγύη τους, όταν τους ζητηθεί. Και ασφαλώς, όταν ο Γουίλιαμ Σκόφιλντ καταφέρει παρά τα πυρά που θα δεχθεί από ένα ελεύθερο σκοπευτή να προσεγγίσει ένα μικρό χωριό όπως το Εκούστ-Σαιντ-Μέιν. Ένα μικρό χωριό που θυμίζει κρανίου τόπο από τη μεγάλη καταστροφή που έχει δεχθεί. Και που ο κίνδυνος παραμονεύει σε κάθε στενό των ρημαγμένων, ή και φλεγόμενων κτιρίων του. Όντας ελαφρά πληγωμένος από τον ελεύθερο σκοπευτή που συνάντησε πρότερα, έναν τέτοιο κίνδυνο θα τον αποφύγει δίχως να τραυματιστεί περαιτέρω, όταν εισχωρήσει σε ένα υπόγειο στο οποίο εξακολουθεί να διαμένει μια νεαρή Γαλλίδα με ένα βρέφος (που δεν είναι δικό της). Η νεαρή Γαλλίδα θα περιποιηθεί το τραύμα που φέρει στο κεφάλι του ο Γουίλιαμ Σκόφιλντ και ο τελευταίος, θα δώσει ό,τι τρόφιμα έχει στην κατοχή του σε αυτήν και το μωρό. Μπορεί να μην γνωρίζονταν και να μην μπορούν να επικοινωνήσουν με επάρκεια εξαιτίας της διαφορετικής καταγωγής, όμως, ο ένας θα φροντίσει όσο μπορεί τον άλλον. Μπορεί επίσης, ο Γουίλιαμ Σκόφιλντ, να μην μπορεί να παραμείνει εκεί, για λίγα λεπτά της ώρας πάντως, αμφότεροι θα αισθανθούν όση ζεστασιά δεν έχουν νιώσει εδώ και αρκετό διάστημα. Σκηνή που επιπρόσθετα δεικνύει, πως η απόσταση ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο ευρίσκεται μηδαμινά μέτρα μακρύτερα.

Ομοίως και όταν ο ήρωάς μας, αποδράσει από το Εκούστ-Σαιντ-Μέιν, κάνοντας άλμα στον χειμαρρώδη ποταμό Άιν, για μια στιγμή απολέσει τις αισθήσεις του και ξυπνήσει πλέοντας σε μια υδάτινη επιφάνεια που από τη μια έχει γιομίσει με πεντάμορφα κάτασπρα άνθη που πέφτουν από τα κοντινά δέντρα και από την άλλη με φρικαλέα παραμορφωμένα πτώματα που είναι στοιβαγμένα το ένα επάνω στο άλλο από κάποια σύγκρουση που έχει προηγηθεί. Υπάρχει μια πραγματική αίσθηση της επικής κλίμακας καθώς η δράση μεταφέρεται σχεδόν δίχως ανασασμό από το ένα επισφαλές μέρος στο άλλο – με μικρές, ή και καθόλου παύσεις από τη μία ναρκοθετημένη ζώνη στην άλλη. Μια πραγματική αίσθηση της επικής κλίμακας που ισοδυναμεί με κολαστήριο, όμως ενίοτε, διαθέτει και σκηνές ονειρώδεις και ποιητικές. Σκηνές που δεν παραλείπουν την ανθρώπινη ευαισθησία και προτρέπουν ενθαρρυντικά για τη συνέχεια, όσο δυσμενώς προδιαγεγραμμένη και αν φαίνεται πως μπορεί να είναι τούτη.

«Είμαι μόνο ένας φτωχός παράξενος ταξιδιώτης / Ταξιδεύω σε τούτον τον κόσμο παρακάτω / Δεν υπάρχει ασθένεια, κανένα πρόβλημα, ούτε κίνδυνος / Σε αυτή τη φωτεινή γη που εγώ πηγαίνω / Πηγαίνω εκεί για να δω τον Πατέρα μου / Πηγαίνω εκεί που δεν περιφέρονται άλλο / Απλώς πηγαίνω στην Ιορδανία / Απλώς πηγαίνω σπίτι μου», λέει ένα αμερικανικό, αρκετά διασκευασμένο φολκ και γκόσπελ τραγούδι που χρονολογείται στις αρχές του 19ου αιώνα. Περί του ‘Wayfaring Stranger’ ο λόγος (γνωστό από τον επιδραστικό τραγουδοποιό Τζόνι Κας και ως ‘Poor Wayfaring Stranger’) που τραγουδάει με ανατριχιαστικό τρόπο ένας καλλίφωνος στρατιώτης (Τζος Σλόβικ). Σε αρκετές δεκάδες στρατιώτες του τάγματός του, που προετοιμάζονται ψυχικά, λίγο προτού οδηγηθούν στη μάχη. Στη μάχη που πρόκειται να πραγματοποιηθεί στην πανούργα αναδομημένη γραμμή Χίντεμπουργκ, εφόσον οι Γερμανοί έφυγαν από τη No Man’s Land, δίνοντας την ψεύτικη εντύπωση στους Βρετανούς και τους συμμάχους τους, πως αποχωρούν. Ο Σαμ Μέντες καταγράφει τα πρόσωπα των στρατιωτών να είναι εντελώς νηφάλια και ειρηνικά, καθώς ακούν καθισμένοι καταγής, το αναφερόμενο τραγούδισμα. Για ορισμένους, του πιθανότατα τελευταίου τραγουδιού που θα ακούσουν σε αυτή τη μεριά της ζωής. Ακόμη και για τον καταταλαιπωρημένο ήρωάς μας, που μέσα σε λίγες ώρες, συνάντησε πολλάκις τον Χάρο, τον αντιμετώπισε και ξαναγύρισε επειδή είχε μια απώτερη αποστολή να περατώσει, ο τρόπος με τον οποίο επιδρά το τραγούδι στον ψυχισμό του είναι απαράμιλλος και ετούτο καθρεφτίζεται στο εκφραστικό βλέμμα του. Το τραγούδι προετοιμάζει τους στρατιώτες και παρέχει μια στιγμή ανάπαυλας στον Γουίλιαμ Σκόφιλντ, που εκτός των υπόλοιπων ζητημάτων, τον βοηθάει να συνειδητοποιήσει πως εξακολουθεί να είναι ζωντανός και πως κατά κάποιο τρόπο κρατάει στα χέρια του τις ζωές 1600 ανδρών.

Ο Σαμ Μέντες σκηνοθετεί το σημείο που αποκορυφώνει την ταινία με την αναγκαία ταραχή και φόρτιση. Αφήνει στην άκρη τις όποιες εσωτερικές στιγμές και δίνει προτεραιότητα στο πολεμικό θέαμα. Από τη στιγμή που τα πρώτα τάγματα βρίσκονται ήδη σε θέση μάχης και ο ήρωάς μας πασχίζει να μετακινηθεί μέσα στα συνωστισμένα από στρατιώτες χαρακώματα, αναζητώντας τον στρατηγό που θα σταματήσει την αυτοκτονική επίθεση, ετούτο φαντάζει αναμενόμενο. Πολλώ δε μάλλον όταν ο Γουίλιαμ Σκόφιλντ βλέπει πως ορισμένοι από τους στρατιώτες ξεκινούν να επιτίθενται και επιλέγει να ξεπροβάλλει στο πεδίο βολής. Αρχίζει να τρέχει ακάλυπτος, εν μέσω επαναλαμβανόμενων εκρήξεων και πυροβολισμών, σαν να μην υπάρχει αύριο. Απόφαση αλόγιστη για τον ίδιο από την οποία όμως, θα βγει αλώβητος, και έτσι θα καταφέρει να προφτάσει τον στρατηγό Μακένζι. Τον στρατηγό που παρά την αρχική του δυσπιστία και τον μετέπειτα κυνισμό του, θα αποσοβήσει το διαφαινόμενο μακελειό.

Στον επίλογο της ταινίας, ο Σαμ Μέντες, επιφυλάσσει ένα κάθε άλλο παρά πανηγυρικό για τον ήρωά μας τέλος, μιας και δεν δείχνει τον Γούιλιαμ Σκόφιλντ να ανταμείβεται με κάποιο παράσημο ανδρείας, και η ευχαριστία που θα λάβει εκτός από τυπική, δεν προέρχεται από τον στρατηγό Μακένζι. Και δίνει χαρακτήρα ρέκβιεμ, έτσι καθώς τον οδηγεί στον χώρο που παρέχονται οι πρώτες βοήθειες σε σοβαρά τραυματισμένους στρατιώτες που πρόλαβαν και επιτέθηκαν. Έτσι καθώς τον παρουσιάζει να συναπαντά τον υπολοχαγό Τζόζεφ Μπλέικ και να του ανακοινώνει τον θάνατο του μικρότερου του αδερφού. Να δείχνει τον αδερφό του πρόωρα θανόντος να συντρίβεται στο άκουσμα της είδησης, μα να διαχειρίζεται όσο είναι δυνατόν το αδερφικό πένθος στο άκουσμα των όσων σπουδαίων του αναφέρει γι’ αυτόν ο Γουίλιαμ Σκόφιλντ. Επιφυλάσσει όμως και κάποιες ευχάριστες αποκαλύψεις στους θεατές, που αφορούν την εσκεμμένα συγκεκαλυμμένη οικογενειακή κατάσταση του ήρωά μας. Που κάνουν παραπάνω υποδειγματική την προσπάθειά του, από τη στιγμή που μπόρεσε και τις τοποθέτησε στην άκρη, για να μπορέσει να ολοκληρώσει τον απώτατο σκοπό για τον οποίο στάλθηκε. Που μπόρεσε και έγινε καλύτερος και ως ένα σημείο έμοιασε στον Τομ Μπλέικ, μέσα από μια διαδρομή που τον έφερε κοντά στον θάνατο ουκ ολίγες φορές. Μετά από όλα όσα πέρασε, μια ασπρόμαυρη φωτογραφία στο χέρι και μια αλλαγή θέσης που δείχνει πως κατευθύνεται σε ένα ολοπράσινο δέντρο αποτελούν τον ιδανικότερο επίλογο για τον ήρωά μας. Ιδανικότερο από κάθε αστραφτερό παράσημο και υπερήφανη ανύψωση της σημαίας.

Μαζί με τους Τζορτζ ΜακΚέι και Ντιν Τσαρλς Τσάπμαν (τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές, δηλαδή) Σαμ Μέντες και Ρότζερ Ντίκινς πρόβαραν σε πραγματικές συνθήκες (επισκέφθηκαν ένα αγρόκτημα και σημείωσαν τα χαρακώματα), επανειλημμένως την ταινία, πριν αρχίσουν τα γυρίσματα, για να δουν πως θα μετακινείται η κάμερα και να λογαριάσουν το χρόνο που απαιτείται για να μεταφερθούν από το ένα σημείο στο άλλο. Καθώς επιπλέον, δοκίμασαν τα μέσα (τρίποδα, καλώδια, γερανοί), που θα χρησιμοποιήσουν σε μια σειρά από μέρη που δεν τους επέτρεπαν αρκετά περιθώρια ευελιξίας (ορύγματα, συρματοπλέγματα). Μπορεί η ταινία να μην αποτελείται από ένα και μοναδικό μονοπλάνο, όμως, αποτελείται από λήψεις που κρατούν σε διάρκεια (η μεγαλύτερη πλησιάζει τα οκτώ λεπτά) και δίνουν την αυταπάτη αυτή (κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο συνενώνονται). Από λήψεις που κατά ένα μεγάλο ποσοστό λαμβάνουν μέρος σε βαθιά και στενά ορύγματα (γεγονός που εκ των πραγμάτων, κάνει το γύρισμα αρκούντως δύσκολο). Από λήψεις που ακόμη και αν δεν εκτυλίσσονται σε εφάμιλλα ορύγματα (όπως σε μια ζώνη, σαν της No Man’s Land), χρειάζεται να καθορίσουν το στιλ που θα έχει η κινηματογράφηση, προκειμένου να προσδώσουν τον τόνο της ταινίας.

Μολονότι η ταινία χρησιμοποιεί ως κάθε άλλο παρά αμελητέο δέλεαρ για να τη δει κάποιος τον τρόπο με τον οποίο έχει κατασκευαστεί (το αρκετά διαφημισμένο απατηλό μονοπλάνο), Σαμ Μέντες και Ρότζερ Ντίκινς, κατόρθωσαν να κάνουν την κινηματογράφηση με τρόπο που δεν περισπά την προσοχή των θεατών από τα όσα συντελούνται και αφορούν την ιστορία. Όπερ σημαίνει, αν και είναι απαιτητικά τα σετ που μετακινείται η κάμερα, ο τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται η μεταλλαγή θέσης δείχνει ανεπιτήδευτος. Απέριττα χορογραφημένος μεν, με φυσικότητα στην κίνηση και οργανικότητα στην αφήγηση δε. Χρήσιμη ως προς αυτό και η συνεισφορά του μοντέρ Λι Σμιθ, ο οποίος είχε δραστικό ρόλο, όχι μονάχα στο τέλος (η αρμολόγηση των επί μέρους σκηνών, ώστε να φαίνεται αρραγές το αποτέλεσμα), αλλά και στη διάρκεια των γυρισμάτων (στο κλείσιμο κάθε ημέρας πρόβαλε μια εκδοχή που περιείχε ηχητικά εφέ και προσωρινή μουσική, ενόσω συγχρόνως, διάλεγε τη λήψη από την οποία θα αρχίσουν τα γυρίσματα της επόμενης ημέρας). Από εκεί και πέρα, δίχως να απουσιάζουν οι σκηνές που δείχνουν τη μικροσκοπικότητα των χαρακτήρων σε σύγκριση με το περιβάλλον που τους περιστοιχίζει, το γεγονός πως ως επί το πλείστον, το σενάριο επικεντρώνεται στην ιστορία τους (και όχι σε όλο τον πόλεμο) κι έτσι η κάμερα βρίσκεται πάντα κοντά στους δύο ήρωες, έχει σαν αποτέλεσμα και τη συναισθηματική εμπλοκή των θεατών. Για την ακρίβεια, μπορεί η κάμερα να πηγαίνει μπροστά, πίσω και ολόγυρα από αυτούς, η μόνη στιγμή όμως, που τους παρατάει για λίγο και απομακρύνεται, είναι όταν ο Γουίλιαμ Σκόφιλντ συνέρχεται από τον τραυματισμό του στην κεφαλή. Όταν, δηλαδή, η κάμερα βγαίνει από το παράθυρο του ορόφου που λιποθύμησε και δείχνει την εκκλησία του Εκούστ-Σαιντ-Μέιν, να φλέγεται.

Επιδιώκοντας το αποτέλεσμα να δείχνει όσο γίνεται πιο αληθινό και ρεαλιστικό, κάτι τέτοιο κατέστη κατορθωτό, όχι μόνο με την ενδεδειγμένη μετακίνηση της κάμερας μα και από τον τρόπο με τον οποίο έγινε ο φωτισμός. Συνεπαγόμενα, το φυσικό φως κυριαρχεί στις σκηνές που εξελίσσονται στα ορύγματα των Βρετανών, τη No Man’s Land, ή και τον ποταμό Άιν – γι’ αυτό και έπρεπε να υπάρχει μια καιρική συνέπεια, για να είναι ομοιόμορφο το αποτέλεσμα (ο μόνιμα συννεφιασμένος καιρός). Ακόμη όμως, και στις σκηνές που διαδραματίζονται στο εσωτερικό κάποιων κλειστών χώρων, οι επεμβάσεις δεν γίνονται με λάμπες πυρακτώσεων: χρησιμοποιήθηκαν φακοί στη σκηνή που οι δύο ήρωές μας βρίσκονται μέσα στο γερμανικό οχυρό και λάμπες πετρελαίου σε εκείνη που ο Γουίλιαμ Σκόφιλντ υπεισέρχεται στο υπόγειο μέρος που κρύβεται η νεαρή Γαλλίδα με το μωρό. Εξαίρεση από τα παραπάνω φυσικά, δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο φεγγίστηκε ένα χωριό σαν το Εκούστ -Σαιντ-Μέιν. Αρκεί μόνο να αναφερθεί πως για την εκκλησία που καίγεται, κατασκευάστηκε ένα 360 μοιρών δαχτυλίδι χιλιάδων λαμπών, που παρόμοιό του δεν είχε ξαναδημιουργηθεί.

Οι πολύτιμου αρχαιολογικού και περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος πεδιάδες του Σόλσμπερι, μια εγκαταλελειμμένη βάση της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας στο Χερτφορτσάιρ, ένα ορυχείο ασβεστόλιθου στο Οξφορντσάιρ, ένα υδάτινο κανάλι στη Γλασκόβη, ένα αθλητικό κέντρο για ράφτινγκ στον ποταμό Τιζ, χρησιμοποιήθηκαν για να δώσουν υπόσταση σε κάθε ένα από τα περιβάλλοντα της ταινίας. Περιβάλλοντα που παρουσιάζουν ποικίλες αντιθέσεις και που προκαλούν ένα σύνολο από συναισθήματα. Περιβάλλοντα που διαμορφώθηκαν με μεγάλη επιμέλεια στην κατασκευαστική λεπτομέρεια από τον σχεδιαστή παραγωγής Ντένις Γκάσνερ και τον σκηνογράφο Λι Σανάλες, προκειμένου να παραπέμπουν στα αναχώματα των Βρετανών και των Γερμανών, σε μια αποκρουστική επικράτεια σαν τη No Man’s Land, μια έρημη αγροικία σαν και εκείνη που εντοπίζεται μετά από την ουδέτερη τούτη ζώνη, και στον ορμητικό ποταμό Άιν. Όπως επίσης, χρησιμοποιήθηκαν τα περίφημα κινηματογραφικά στούντιο Σέπερτον, για τη δημιουργία ενός εφιαλτικού στην όψη, βομβαρδισμένου χωριού, όπως το Εκούστ-Σαιντ-Μέιν. Εκτός από το να συμβουλευθεί τους κατεξοχήν αρμόδιους και να πραγματοποιήσει επισταμένη έρευνα για τη σωστή ανασύσταση της περιόδου, ο Ντένις Γκάσνερ, επισκέφθηκε πολλές από τις τοποθεσίες που τελέστηκαν τα πραγματικά γεγονότα: σημεία που βρίσκονται στη βόρεια Γαλλία και λειτουργούν ως χώροι ιστορικής θύμησης. Οι άνθρωποι που ανέλαβαν να σχεδιάσουν και να κατασκευάσουν με εντυπωσιακή πιστότητα τη συγκεκριμένη περίοδο της Ιστορίας (κατά κύριο λόγο, τα χρώματα, τα υλικά και τις υφές που αφορούν τα πεδία των πολεμικών συγκρούσεων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου), πάντως, χρειάστηκε να λάβουν σοβαρά υπόψη, την απαρεμπόδιστη μετακίνηση της κάμερας και την σε πραγματικό χρόνο διήγηση της ιστορίας. Με διαφορετικά λόγια, σε οποιαδήποτε μικρή, ή και μεγάλη σε διάρκεια κινηματογραφική λήψη να εκτιμήσουν την απόσταση ανάμεσα σε δύο άκρα γραμμής / το μάκρος του ευθύγραμμου τμήματος, που χρειάζεται να διασχίσουν οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες, και να προσμετρήσουν την αλληλεπίδραση με τα αντικείμενα και τους ανθρώπους (ζωντανούς και πεθαμένους), που συναντούν στα περιβάλλοντα τούτα.

Όσον αφορά το μουσικό κομμάτι, ο συνθέτης Τόμας Νιούμαν, ποιεί ένα γεμάτο εξαιρετικές προτάσεις και αρμοστές εναλλαγές σάουντρακ. Μπορεί το ‘1917’, να δίνει την αίσθηση πως αποτελεί μια ανελέητη άσκηση συσσωρευμένης πίεσης και απελευθέρωσης της ενέργειας, ο Τόμας Νιούμαν πάντως, όχι μονάχα κατορθώνει με συγκεκριμένα όργανα και ρυθμούς, να μεταδώσει την αναστάτωση που επικρατεί, αλλά να αφουγκραστεί και να μεταφέρει και τα διακυμαινόμενα συναισθήματα των δύο πρωταγωνιστών. Να δημιουργήσει ένα αδιακόπως εξελισσόμενο μουσικό τόξο που διαπερνά τον εξωτερικό κορμό της ταινίας με τρόπο που σε σημεία παρά την περιρρέουσα σκληρότητα είναι απρόσμενα αισθαντικός. Χωρίς να λείπουν οι κορυφώσεις, ένα τόσο ρωμαλέο έργο, χρειαζόταν μια πιο διακριτική διαχείριση και στον ήχο. Μια διαχείριση που ισορροπεί τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα με τις μικρές ανθρώπινες στιγμές. Μια διαχείριση που εστιάζει στα πρόσωπα των δύο πρωταγωνιστών και μονάχα σε στιγμές καθώς είναι αυτή που δείχνει μια αερομονομαχία και την ετοιμόρροπη εκκλησία να καίγεται, εκμεταλλεύεται τις ηχητικές δυνατότητες του Dolby Atmos. Συνάμα, ο σχεδιαστής ήχου Όλιβερ Τάρνεϊ και το πολυάριθμο συνεργείο του εξασφάλισαν ηχητικά δείγματα από στρατιωτικά οχήματα, πολεμικά αεροσκάφη, πυροβόλα όπλα και πυρομαχικά διασποράς του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σπάνιες ηχογραφήσεις που δεν τις επεξεργάστηκαν ιδιαίτερα, για να είναι πιο ακατέργαστη η ποιότητα. Τη στιγμή που για να διατηρήσουν την εντύπωση της αυθεντικότητας, οι φωνές που χρησιμοποίησαν, κατανεμήθηκαν σε δύο σύνολα: από τη μια των ερμηνευτών (μυθοπλασία) και από την άλλη των στρατιωτών (πραγματικότητα).

Share