Παραμυθια Με Ασχημο Τελος

Είναι κοινώς αποδεκτό πως τα παραμύθια βοηθούν τα παιδιά να κατανοήσουν τη σύνθετη δομή της κοινωνίας και των διασυνδέσεων που παράγονται μέσα σε αυτή, όπως και τ’ ότι η πορεία της ζωής είναι έμπλεη ανατροπές και κινδύνους, που χρειάζεται να αντιμετωπίσουν για να επιζήσουν. Χρησιμοποιώντας ως εφαλτήριο εξωπραγματικά αφηγήματα, προπαντός παλιότερες παιδικές εξιστορήσεις που περιέχουν στοιχεία λαϊκής παράδοσης (όπως είναι οι ιστορίες των αδερφών Γκριμ και τα ρωσικά παραμύθια), οι σκηνοθέτες και σεναριογράφοι Φάμπιο και Νταμιάνο Ντ’ Ινοτσέντζο ποιούν μια ταινία που ναι μεν είναι ηλιοφώτιστη και το γενικότερο πλαίσιο διέπεται από ρεαλισμό, στην πραγματικότητα όμως, παραπέμπει σε σκοταδερό παραμύθι. Έχοντας σκηνοθετήσει ικανοποιητικά ως μεγάλου μήκους ντεμπούτο μια ταινία γκανγκστερικού είδους (‘Αδέλφια εξ Αίματος’, 2018), οι Φάμπιο και Νταμιάνο Ντ’ Ινοτσέντζο θέλησαν να απομακρυνθούν από το περιθωριοποιημένο μπακγκράουντ των δύο εικοσάχρονων αδελφών που πρωταγωνιστούσαν σε αυτή και να μεταφέρουν τη δράση της επόμενής τους ταινίας, σε ένα προάστιο όπου διαμένουν άνθρωποι της μεσαίας τάξης. Άνθρωποι που παρότι διάγουν σχετικά άνετο βίο, βαθμιδωτά συνειδητοποιούν πως αυτός δεν είναι επαρκής για να τους επαναπαύσει, ή και για να αποκρύψει τον πραγματικό τους χαρακτήρα. Η βία των οριακά ενήλικων πρωταγωνιστών στο ‘Αδέλφια εξ Αίματος’ μπορεί να είναι αποτέλεσμα του αγώνα για επιβίωση, πάντως στην περίπτωση των κηδεμόνων στο ‘Παραμύθια με Άσχημο Τέλος’, δεικνύει συστατικά νοσηρής ευχαρίστησης και πηγάζει από τον φόβο της απώλειας των οικονομικών κατακτήσεων και των ηγεμονικών ρόλων, μέσα σε ένα ολοκληρωτικά στερεοτυπικό και πεπαλαιωμένο κοινωνικό σύστημα. Ρόλων που θέτουν υπό αμφισβήτηση με την απροσδόκητη και κάθε άλλο παρά εύπιστή τους συμπεριφορά τα ίδια τα ανήλικα τέκνα τους, καταδεικνύοντας πως η αθωότητα και ο εφησυχασμός δεν είναι λέξεις που χαρακτηρίζουν το δεύτερο, περισσότερο από όσο ενδείκνυται στιλιζαρισμένο, αποστασιοποιημένο και γκροτέσκο κινηματογραφικό βήμα των αδερφών Ντ’ Ινοτσέντζο.

«Η επακόλουθη ιστορία είναι εμπνευσμένη από μια αληθινή ιστορία. Η πραγματική ιστορία εμπνεύστηκε από μια ψεύτικη ιστορία. Η ψεύτικη ιστορία δεν είναι αρκετά εμπνευσμένη», λέει ένας αφηγητής (Μαξ Τορτόρα), ενώ ξεκινάει η ταινία. Ένας αφηγητής που εκτός από τη διαπίστωση τούτη, μαζί με αποσπασματικές εικόνες από έναν αποκεντρωμένο οικισμό την περίοδο του θέρους, ισχυρίζεται πως έχει στην κατοχή του ένα ημερολόγιο που βρήκε στα σκουπίδια. Ένα ημερολόγιο που του κίνησε το ενδιαφέρον μιας και εσωκλείει γεγονότα από τη ζωή ενός κοριτσιού, που δύναται να εμπλουτιστούν και από τις δικές του εικοτολογίες, μόλις οι καταγεγραμμένες δραστηριότητες ή ιδέες του κοριτσιού φτάσουν στο τέλος τους.

Καθώς εξακριβώνει ο θεατής και στη συνέχεια, πρόκειται για το ημερολόγιο της Αλέσσια (Τζιουλιέτα Ρεμπετσιάνι), που μαζί με τον αδερφό της Ντεννίς (Τομάσο ντι Κόλα) και τους γονείς τους Μπρούνο (Έλιο Τζερμάνο) και Νταλιλά (Μπάρμπαρα Κικιαρέλι), υποτίθεται πως αποτελούν υπόδειγμα οικογένειας, στην περιοχή που κατοικούν. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που φροντίζουν να το καθιστούν σαφές όποτε τους προσφέρεται η δυνατότητα. Όπως όταν προσκαλούν για δείπνο τους γείτονές τους Πιέτρο (Μαξ Μαλατέστα) και Σουζάνα (Κριστίνα Πελεγκρίνο) μαζί με τη θυγατέρα τους Βιόλα (Τζούλια Μελίλλο) αλλά και την Άντα (Λάουρα Μποργκιόλι) παρέα με τους δικούς της κηδεμόνες (Άλντο Οτομπρίνο και Τζούλια Γκαλιάνι). Σκηνή που πέρα από τη γευστική απόλαυση που χαρίζει το λουκούλλειο γεύμα, θα φέρει σε άβολη θέση μικρούς και μεγάλους προσκαλεσμένους, όταν ο Πιέτρο ζητήσει από τα παιδιά του να φέρουν τους σχολικούς τους ελέγχους για να ανακοινώσουν τους άριστους βαθμούς που πήραν. Όπως κακόβολη θα είναι η περίπου καταπιεστική και τιμωρητική στάση που θα επιδείξουν οι Πιέτρο και Σουζάνα, όταν η Βιόλα κολλήσει ψείρες από κάποιο από τα παιδιά που συχνάζουν στην υπερμεγέθη φουσκωτή πισίνα που έχουν τοποθετήσει στην αυλή τους οι ζηλευτοί περίοικοί τους, και με αργό και βασανιστικό τρόπο της ξυρίσουν τα μαλλιά της.

Οι Φάμπιο και Νταμιάνο Ντ’ Ινοτσέντζο, ευθύς εξαρχής, φανερώνουν τις παρατραβηγμένες και προβοκατόρικες διαθέσεις τους, μιας και ο κόσμος στον οποίο μας εισαγάγουν, μονάχα φαινομενικά είναι αθώος και φυσιολογικός. Εκτός κι αν θεωρηθεί ως τέτοιος ο χυδαίος και σεξιστικός τρόπος με τον οποίο αντιδράει ο Μπρούνο και ο Πέτρο, όταν παρακολουθούν τις κινήσεις μιας όμορφης γειτόνισσας στο πάρτι γενεθλίων της Βιόλα και την ίδια στιγμή, σε άλλο χώρο του σπιτιού, ο Ντεννίς μαζί με την Άντα που έχει δανειστεί το κινητό του πατέρα της, βλέπουν τις αισθησιακού ενδιαφέροντος ιστοσελίδες που επισκέπτεται ο τελευταίος ή όταν η μεγαλύτερη σε ηλικία Βίλμα (Ιλεάνα Ντ’ Άμπρα), που εργάζεται στο σχολείο και είναι έτοιμη να φέρει στον κόσμο ένα παιδί, βρίζει και παρενοχλεί σεξουαλικά τον Ντεννίς, παρά τη φανερή διαφορά ηλικίας και την κατάσταση στην οποία είναι εξαιτίας της γέννας. Πέρα από τον σαδισμό λοιπόν, η σεξουαλικότητα είναι άλλη μια έννοια που συναντάται τακτικά στις οικογένειες που πρωταγωνιστούν – στις οικογένειες που νομίζουν πως τα ξέρουν και τα έχουν όλα, ή επειδή γνωρίζουν πως δεν τα έχουν και δεν τα ξέρουν όλα, συμπεριφέρονται με τρόπο μεμπτό. Ακόμη και ο Αμέλιο (Γκάμπριελ Μοντέσι), ένας βιοπαλαιστής άνδρας που μεγαλώνει μόνος, τον μονάκριβό του υιό, τον Τζερεμία (Τζάστιν Κορόβκιν), δίνει υπόσταση σε αυτές τις έννοιες, όταν μετά από συμφωνία με τη Σουζάνα, θα ζητήσει από τον γόνο του, να περάσει λίγο χρόνο με τη Βιόλα, για να της μεταδώσει μια λοιμώδη ασθένεια και επί τη ευκαιρία τον εφοδιάσει με ένα προφυλακτικό με την προσδοκία πως θα το χρησιμοποιήσει.

‘Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα’, αναφέρει η λαϊκή έκφραση, που επιστρατεύεται κατά κόρον, για να καταδείξει τις επιπτώσεις που έχει η ανεπάρκεια των πρώτων στα δεύτερα. Εξαγόμενο αρκετών δεδομένων που το συμμερίζονται και το σημειώνουν και οι Φάμπιο και Νταμιάνο Ντ’ Ινοτσέντζο. Καθώς σταδιακά αποκαλύπτουν τα μυστικά τους τα ‘Παραμύθια με Άσχημο Τέλος’, μέσα από ως επί το πλείστον αλλοπρόσαλλες, θραυσματικές βινιέτες, οι δύο εξ αίματος δημιουργοί εστιάζουν ολοένα και περισσότερο στον ραγδαίο αντίκτυπο που έχουν οι αμφιλεγόμενες ενέργειες των κηδεμόνων, τόσο στην ευαίσθητη ψυχοσύνθεση των ανήλικων παιδιών όσο και στον εν διαμορφώσει χαρακτήρα τους. Αντιπροσωπευτικό είναι το πως η βαθιά μελαγχολία αποτυπώνεται στο πρόσωπο του Τζερεμία και η απογοήτευση σε εκείνο της Βίολα. Πάλι καλά που όταν θα περάσουν λίγο χρόνο παρέα, για τους λόγους που παρατέθηκαν, ο ένας θα επιχειρήσει να καλύψει τις απαιτήσεις του άλλου και έτσι και οι δύο θα νιώσουν ωραία. Ενδεικτικό είναι επίσης, το πώς εκδηλώνεται η φιληδονία μέσα από την Άντα, που δεν θα διστάσει να κλείσει ραντεβού με τον Ντεννίς, για να απολέσει την παρθενιά της, αλλά και από τη Βίλμα, που μολονότι εν δυνάμει μητέρα και μεγαλύτερη σε ηλικία, ακόμη δεν έχει περάσει με επιτυχία το στάδιο της ενηλικίωσης. Κάτι που κατά πως φαίνεται, καθόλου δεν δυσαρεστεί τον Ντεννίς, που αν και αρχικώς σε καταπληξία, από ένα σημείο και έπειτα ενδίδει στα πρόστυχα πειράγματά της. Σε κάθε περίπτωση, λίγο προτού διαβούν το κατώφλι της εφηβείας οι ανήλικοι πρωταγωνιστές της ταινίας, προσπαθούν να καταλάβουν τον κόσμο των ενηλίκων, και επειδή αιφνιδιάζονται δυσάρεστα και αδυνατούν να προσαρμοστούν, καταστρώνουν εν κρυπτώ (και παραβύστω), τα δικά τους σχέδια.

Σχέδια που δεν αποκλίνουν σε κυνικότητα και σκληρότητα από τα πλάνα των γονέων τους, αφού φανερώνουν αδιαφορία και ασπλαχνία από την απελπισία στην οποία έχουν επέλθει και την κατάπνιξη που βιώνουν καθημερινά. Συνεχίζοντας τα διαβάσματα, ακόμη και μέσα στο καλοκαίρι, υπό την επίβλεψη του ανισόρροπου καθηγητή φυσικής Μπερναρντίνι (Λίνο Μουσέλα), μαθαίνουν πράγματα που εύκολα μπορούν να παρεξηγηθούν. Όπως το πώς να κατασκευάζουν εκρηκτικούς μηχανισμούς, ικανούς να προξενήσουν σοβαρή ζημιά. Σαν και τη βόμβα που θα πέσει στην αντίληψη μιας ξαδέρφης του Τζερεμία κι έτσι θα αποτραπεί το ολέθριο χτύπημα: το πολλαπλό χτύπημα, επί της ουσίας, μιας και ο Ντεννίς με την Αλέσσια, είχαν φτιάξει έναν όμοιο εκρηκτικό μηχανισμό. Πιστοί στο να μανιπουλάρουν τις πράξεις των πρωταγωνιστών τους μέχρι τέλους, οι Φάμπιο και Νταμιάνο Ντ’ Ινοτσέντζο, παρά τη σωτήρια παρέμβαση, παρέχουν μια άλλη λύση, που επίσης καθρεφτίζει τον πεσιμισμό των ανήλικων τέκνων. Αν μη τι άλλο, στην περίπτωση του Ντεννίς και της Αλέσσια, γιατί σε αυτή του Τζερεμία θα φανούν πιο γενναιόδωροι, επιλέγοντας έναν δρόμο που είναι πιο ευτυχής.

Τηρουμένων των αναλογιών πιο αίσια η διαδρομή, μιας και στο δικό τους σινεμά η ευτυχία είναι μια έννοια που έχει διαφορετική ανάγνωση. Μια έννοια που συνδιαλέγεται ασφαλώς και με έτερες, αφηρημένες ή καθορισμένες, νοηματοδοτημένες περιοχές. Ολοκληρώνοντας με τρόπο ανάλογο με αυτόν που άρχισε η ταινία (ο αφηγητής αναλαμβάνει και πάλι δράση, ενόσω μια ακόμη δραματική κατάληξη δείχνει πως αποτελεί ένα τραγικό περιστατικό που επαναλαμβάνεται σχεδόν ατέρμονα), οι Φάμπιο και Νταμιάνο Ντ’ Ινοτσέντζο, πιστοποιούν το πόσο αριστοτεχνικά φτιαγμένο είναι το οικοδόμημα που σεναριακά σκαρφίστηκαν στα δεκαεννέα τους χρόνια, και επεξεργάστηκαν ουκ ολίγες φορές από τότε, αφουγκραζόμενοι πάντοτε και το ευρύτερο, διεφθαρμένο και απάνθρωπο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον, έως ότου να το περατώσουν. Όχι εντελώς επιτυχημένα, πάντως, μιας και εκτός της ιδιόρρυθμης ατμόσφαιρας, της έλλειψης φυσικότητας και την αποφυγή ταύτισης με κάποιον χαρακτήρα, απαιτεί από τον θεατή την επίταση της προσήλωσης, τον μετριασμό της αυστηρότητας και την αντιμετώπιση με ψυχραιμία, κατά τη διάρκεια της θέασης. Μνημονεύοντας ως βασικές τους κινηματογραφικές αναφορές το ‘Η Ζώνη του Πολέμου’ (1999) του Τιμ Ροθ και το ‘Fat Girl’ (2001) της Κατρίν Μπρεγιά οι Φάμπιο και Νταμιάνο Ντ’ Ινοτσέντζο, το πράττουν γιατί θέλησαν να ερευνήσουν και έπειτα να οπτικοποιήσουν το άρωμα της σεξουαλικότητας, τη στιγμή που βλέποντας κάποιος την ταινία, δεν μπορεί να μην ανακαλέσει στη μνήμη του τις ‘Αυτόχειρες Παρθένοι’ (1999) της Σοφία Κόπολα και τον ‘Κυνόδοντα’ (2009) του Γιώργου Λάνθιμου. Αν και η αραιή ή με τεράστια πυκνότητα συννεφιά δεν απουσιάζει, με την ταινία να διαδραματίζεται στη διάρκεια του κατακαλόκαιρου (απόφαση που αποτελεί στιλιστική προτίμηση), ο διευθυντής φωτογραφίας Πάολο Καρέρα μπόρεσε να ελέγξει το φυσικό φως και να δώσει έμφαση στα αντίθετα γνωρίσματα των χαρακτήρων. Τα ταλαίπωρα και τραχιά χαρακτηριστικά των ενήλικων και τα ακάματα και τρυφερά των παιδιών. Με την κάμερα να κρατάει μεγάλες αποστάσεις, πέρα από το να πλησιάζει πολύ κοντά, να ακολουθεί τους εν κινήσει ήρωες, εκτός από το να παραμένει στατική, αλλά και να κάνει παιχνιδίσματα με ένα λεπτό ύφασμα, πέρα από τον υγρό παράγοντα, επιτεύχθηκε ένα οπτικό στυλιζάρισμα, που με την πρόσθετη χρήση κιτρινωπών φίλτρων ενισχύει το διφορούμενο σύμπαν της ταινίας.

Αρκούντως βοηθητική στο οπτικό στιλιζάρισμα είναι και η μοντέζ Εσμεράλντα Καλάμπρια,  η οποία ταυτόχρονα, επιτυγχάνει να τοποθετήσει σε στοιχειώδη σειρά διαφορετικές εστίες ενδιαφέροντος και να παρουσιάσει την επιλεκτικότητα της παιδικής μνήμης. Τη μερική και απότομη εναλλαγή των εικόνων, πάντως, στο δεύτερο μισό της ταινίας διαδέχεται μια που είναι παραπάνω συγκεκριμένη και στρωτή. Κάτι που χωρίς να αφαιρεί από την επιτήδευση του ύφους, βελτιώνει τον ρυθμό που παραείναι γρήγορος και τμηματικός στο πρώτο μέρος. Στα θετικά της μοντέζ και η χρήση της αφήγησης, μιας και ενσωματώνεται με μέθοδο που δεν είναι καταχρηστική και άσκοπη. Όσον αφορά το πολυπληθές καστ, παρά το ότι έχει να επιδείξει και γνωστούς ηθοποιούς (ο Έλιο Τζερμάνο είναι ένας από δαύτους και άφευκτα με δύο σεκάνς κορύφωσης όπως και αυτές του ξυλοδαρμού και του θρήνου, ξεχωρίζει), εκείνα που πιο πολύ διακρίνονται είναι τα ανήλικα παιδιά. Πρωτίστως από τη στιγμή που αρκετές από τις σκηνές που μετέχουν, διαθέτουν ένταση και προκαλούν τα χρηστά ήθη. Οι Φάμπιο και Νταμιάνο Ντ’ Ινοτσέντζο πέρασαν αρκετό χρόνο και ετοίμασαν κατάλληλα τους νεαρούς ερμηνευτές, μέχρι να φτάσουν στο σημείο οι τελευταίοι να αποδώσουν καταστάσεις που δεν τους είναι γνώριμες ή καταληπτές – μέχρι να φτάσουν στο σημείο να καταθέσουν άξιες λόγου ερμηνείες που δείχνουν πως οι χαρακτήρες τους ρέπουν προς τη σαρκική απόλαυση, διακατέχονται από αθυμία και νιώθουν την ανάγκη να ανταποδώσουν την κακομεταχείριση

Share