Το Νησι Των Σκυλων

Τέσσερα έτη μετά από το έξοχο ‘Ξενοδοχείο Grand Budapest’ (2014), τη μέχρι στιγμής, πιο μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του Γουές Άντερσον, (δημιουργία που βρέθηκε στις λίστες με τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς από τα πιο σημαντικά κινηματογραφικά έντυπα, επικράτησε στις τέσσερις από τις εννέα κατηγορίες που υπήρξε υποψήφια στα 87α βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και έκανε εισπράξεις που άγγιξαν τα 60.000.000 δολάρια, στις Ηνωμένες Πολιτείες), ο καλλιτέχνης με το τόσο αναγνωρίσιμο  και χαρακτηριστικό στιλ (η εκτενής χρήση των παστέλ χρωμάτων, οι συμμετρικές συνθέσεις των κάδρων, η αργή μετακίνηση της κάμερας, ο χειροποίητος χαρακτήρας της καλλιτεχνικής διεύθυνσης), επιστρέφει με μια ακόμη ταινία, που μολονότι δεν μπορεί να επαναλάβει τον προηγούμενο θρίαμβο, στέκεται σε αρκετά υψηλό επίπεδο. Πολύ περισσότερο άμα σκεφτεί κανείς πως επρόκειτο για stop motion animation (καρέ καρέ εμψύχωση αντικειμένων), που εκτός από τη συνήθη θεματική του σκηνοθέτη (το τέλος της αθωότητας, οι δυσλειτουργικές οικογένειες, οι απρόβλεπτες φιλίες) διανοίγεται και σε άλλα πεδία (η μόλυνση του φυσικού περιβάλλοντος, η διαπλοκή στον δημόσιο βίο, ο αυταρχισμός της κυβερνητικής εξουσίας), αποτίνοντας έναν φόρο τιμής, συγχρόνως, στην ιαπωνική κουλτούρα (εκτός του ότι η ταινία διαδραματίζεται σε ιαπωνικό έδαφος, οι αναφορές στους επιδραστικούς σκηνοθέτες Ακίρα Κουροσάβα και Χαγιάο Μιγιαζάκι είναι ευκολοδιάκριτες). Ως εκ τούτου, έχοντας δείξει και παλαιότερα, τις ικανότητές του στο κατασκευαστικά δύσκολο και χρονοβόρο τούτο είδος (το 2009, διασκεύασε το ‘Ο Απίθανος Κύριος Φοξ’ του Βρετανού συγγραφέα Ρόαλντ Νταλ), ο Γουές Άντερσον σκηνοθετεί μια τεχνικά και σχεδιαστικά άρτια ταινία (η λεπτομέρεια στις κούκλες και τα σκηνικά περιβάλλοντα ξεπερνάει κάθε αντίστοιχη προσπάθεια), που είναι και σεναριακά εμβριθής ή επίκαιρη, από τη στιγμή που λαμβάνει δράση σε ένα όχι και τόσο μακρινό, δυστοπικό μέλλον και η θεματολογία επεκτείνεται με τον τρόπο που αναφέρθηκε.

Στη φουτουριστική, μυθοπλαστική πόλη Μεγκασάκι, ύστερα από το ανεξέλεγκτο ξέσπασμα της γρίπης των σκυλιών, ο δήμαρχος της πόλης Κομπαγιάσι (Κουνίτσι Νομούρα), υπογράφει διάταγμα που επιτρέπει στις τοπικές αρχές να συγκεντρώσουν όλα τα σκυλιά (αδέσποτα ή δεσποζόμενα), στο νησί των σκουπιδιών. Απάνθρωπη απόφαση, που παρά την προσπάθεια του επιστήμονα Γουατανάμπε (Ακίρα Ίτο) να την ακυρώσει (ισχυρίζεται πως βρίσκεται πολύ κοντά στη θεραπεία του ιού), ψηφίζεται και τίθεται αμέσως σε εφαρμογή. Το πρώτο σκυλί που στέλνεται στο αποκομμένο μέρος είναι ο Σποτς (Λιβ Σράιμπερ), το κατοικίδιο – φύλακας του Ατάρι (Κόγιου Ράνκιν), του υιοθετημένου, ορφανού ανιψιού του δεσποτικού δημάρχου.

Σταδιακά, πολλές εκατοντάδες σκυλιά θα οδηγηθούν και θα εγκαταλειφθούν στο νησί των σκουπιδιών. Σε μια περιοχή δηλαδή, που εκτός από κάθε λογής στοιβαγμένα απορρίμματα, μονάχα τρωκτικά, σκουλήκια και έντομα ευδοκιμούν και η τροφή είναι εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστεί. Έξι μήνες μετά από την υλοποίηση του κατάπτυστου διατάγματος, πάντως, ο Ατάρι, διαφωνώντας με την απόφαση του κηδεμόνα του, θα κλέψει ένα αεροσκάφος και θα κατευθυνθεί στο νησί με απώτερο σκοπό να βρει τον πολυαγαπημένο του Σποτς. Λίγο πριν καταπέσει στον σκουπιδότοπο, σε μια σεκάνς που παραπέμπει στο ‘Οι Επτά Σαμουράι’ του Ακίρα Κουροσάβα (1954), με αφορμή μια σακούλα, ο Γουές Άντερσον φέρνει σε σύγκρουση δυο διαφορετικές αγέλες σκυλιών (η μια από αυτές ζει σε άλλο σημείο του νησιού και είναι ομοιόμορφη). Σκηνή που εκτός από τη διεκδίκηση του περιεχομένου του πλαστικού σάκου, δίνει τη δυνατότητα στον σκηνοθέτη, μέσα από το ιδιότροπο χιούμορ του, να συστήσει την πρωταγωνιστική πεντάδα της επικρατούσας αγέλης: τον Βασιλιά (Μπομπ Μπάλαμπαν), τον Αρχηγό (Μπιλ Μάρεϊ), τον Δούκα (Τζεφ Γκόλντμπλουμ), τον Ρεξ (Έντουαρντ Νόρτον) και τον Τσιφ (Μπράιαν Κράνστον). Πέντε σκυλιά που παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν ή και τις διαφορές που έχουν (ιδίως, τα τέσσερα από αυτά σε σχέση με τον Τσιφ, μιας και εκείνος δεν είχε ποτέ αφεντικό και μεγάλωσε στον δρόμο), επιβιώνουν σε τούτο το τόσο αφιλόξενο και επικίνδυνο μέρος. Η απόφαση να σπεύσουν να ελέγξουν το αεροσκάφος που κατέπεσε, θα είναι σχεδόν ομόφωνη (μόνο ο Τσιφ διαφωνεί, καθόσον δε συμπαθεί τους ανθρώπους), το ίδιο και όταν ο ανήλικος επιβάτης αυτού, ζητήσει τη βοήθειά τους, για να βρει τον Σποτς.

Τ’ ότι ο σκηνοθέτης δεν επιλέγει να υποτιτλίσει τα όσα λέει ο νεαρός Ιάπωνας, δημιουργεί μια σύγχυση τόσο στον θεατή όσο και στην αγέλη με τα σκυλιά. Αναστάτωση που όμως, θα είναι στιγμιαία, μιας και τα σκυλιά θα βρουν τη μέθοδο, για να συνεννοηθούν με τον Ατάρι (η εκφραστικότητα στο προσωπείο του τελευταίου, μια φωτογραφία του Σποτς και μερικά γνωστά προστάγματα αρκούν, για να συμβεί αυτό). Σε μια ταινία που είναι ιδωμένη από τη μεριά των αξιολάτρευτων ζώων και τούτα μιλούν κανονικά, αυτό είναι κάτι που έχει λογική εξήγηση, όπως και τ’ ότι τους χαρακτήρες που κατάγονται από τη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, τους ερμηνεύουν μονάχα Ιάπωνες ηθοποιοί. Ακόμη και όταν, ο θεατής μεταφέρεται στη Μεγκασάκι, όπου πλέον δεν υφίστανται σκυλιά, τίποτα απ’ όσα αναφέρουν οι Ιάπωνες δεν υποτιτλίζεται και για να μην χαθεί απολύτως η κατανόηση των όσων λέγονται, τακτικά χρησιμοποιείται μια διερμηνέας – αναλύτρια (Φράνσις ΜακΝτόρμαντ), που συνοψίζει τα πιο πολύτιμα σημεία ή μια Αμερικανίδα φοιτήτρια – ακτιβίστρια, η Τρέισι Γουόλκερ (Γκρέτα Γκέργουιγκ), που βρίσκεται στην Ιαπωνία μέσω ενός προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών.

Σε παράλληλη δράση με την προσπάθεια που καταβάλλει ο Ατάρι και τα πέντε σκυλιά, να βρουν τον Σποτς και μάλιστα ζωντανό (θα χρειαστεί να διανύσουν μια τεράστια απόσταση που περιλαμβάνει αρκετούς κινδύνους, με κυριότερο από όλους, τους καλά εξοπλισμένους απεσταλμένους του δημάρχου Κομπαγιάσι), παραβάλλεται η απόπειρα της Τρέισι Γουόλκερ και των ομοϊδεατών συμφοιτητών, να ξεσκεπάσουν τη σκευωρία που κρύβεται πίσω από το διάταγμα για τα σκυλιά (δολοπλοκία που επιβεβαιώνει και η κάθε άλλο παρά αυτοκτονική δηλητηρίαση του επιστήμονα Γουατανάμπε). Στο μέτωπο του νησιού, πάντως, η αναζήτηση του Σποτς, θα φέρει αρκετά πιο κοντά τον ανυπότακτο Τσιφ με τον Ατάρι, όχι μόνο γιατί οι δύο τους θα χωριστούν από την υπόλοιπη αγέλη και έτσι αναπόφευκτα, θα περάσουν πιο πολύ χρόνο μαζί, αλλά και επειδή ο Ατάρι θα εφαρμόσει μια σειρά από βασικές πρακτικές, που είναι δύσκολο σε οποιοδήποτε σκύλο να αντισταθεί (η επιβράβευση με ένα μπισκότο ή το μπανιάρισμα). Σιγά σιγά, ο Ατάρι που έχει καλή καρδιά, θα κατακτήσει την εμπιστοσύνη του Τσιφ και έτσι μια νέα φιλία θα δημιουργηθεί, και ο τελευταίος όταν οι περιστάσεις θα το απαιτήσουν, θα το αποδώσει τούτο, χωρίς τη μέχρι πρότινος επιτακτική ανάγκη κάποιου (ξεκαρδιστικά εκτελεσμένου) δημοκρατικού ψηφίσματος από τα υπόλοιπα τέσσερα σκυλιά. Το ξαναντάμωμα του Ατάρι με τον αγαπητό σκύλο του, αν και υπόσχεται συγκίνηση, δεν θα γίνει κάτω από τις καλύτερες συνθήκες (ένα πιο οργανωμένο και πολυπληθέστερο σύνολο εκπροσώπων του δημάρχου Κομπαγιάσι, αν και θα κατατροπωθεί, προς στιγμήν, θα σταθεί ισχυρότατο εμπόδιο), ενώ δεν θα έχει και την κατάληξη που τόσο ήθελε ο Ατάρι (μπορεί να ανευρέθηκε και να είναι ολοζώντανος ο Σποτς, όμως αυτός, μετά την πολύμηνη παραμονή του σ’ ένα τόσο ακατάλληλο νησί όσο είναι αυτό των σκουπιδιών, δείχνει πως έχει αλλάξει).

Ο Γουές Άντερσον αντιστρέφει τους ρόλους και τη στιγμή που παρουσιάζει έναν αρκετά πιο υποτακτικό Τσιφ, δεικνύει το πώς ένα σκυλί που έχει μεγαλώσει στην απόλυτη πειθάρχηση και την καθοδήγηση, εξαιτίας των έκτακτων δεδομένων, κατά ορισμένο τρόπο έχει περάσει στο απέναντι στρατόπεδο. Για να γίνει πιο κατανοητό τούτο, σε μια πρόσθετη ανασκόπηση του παρελθόντος (η δεύτερη μετά από το εισαγωγικό σκέλος, στην αρχή της ταινίας), στους έξι μήνες που ο Σποτς παρέμεινε στο νησί των σκουπιδιών, φανερώνεται το πώς αυτός, όχι μόνο επιβίωσε, μα έγινε και αρχηγός των πιο στιγματισμένων και κακοποιημένων σκυλιών. Εκείνων που οι άνθρωποι έκαναν φρικιαστικά πειράματα επάνω τους και επειδή η ανάγκη το έφερε έτσι, προέβησαν σε μια αποτρόπαια πράξη. Τόσο βάρβαρη που σε συνδυασμό με την παραποιημένη, φαινομενικά τρομακτική εμφάνισή τους, επέτρεψε στα άλλα σκυλιά να διαιωνίζουν μια κακή φήμη, που καθ’ όσον αποδεικνύεται και στη συνέχεια, δεν ευσταθεί.

Ο τρόπος με τον οποίο έχει δομηθεί η κοινωνία των σκύλων, δεν βρίσκεται πολύ μακρύτερα από εκείνον που αφορά τους ανθρώπους και έτσι αυθαίρετες γενικεύσεις και στερεότυπες αντιλήψεις, σαν τον παραπλανητικό, κατάφωρα άδικο χαρακτηρισμό των σκύλων που ζουν στην άλλη μεριά του νησιού, βρίσκουν γόνιμο έδαφος για να ευδοκιμήσουν. Περισσότερο πάντως, από την προκατάληψη, που δεν αφήνει περιθώρια στην κατανόηση της ετερότητας και την έκφραση επιδοκιμασίας, είναι η καταχρηστική άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας, που συναντάται στον πυρήνα του έργου. Πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που αυτή έχει να κάνει με μια συντονισμένη απόπειρα στηλίτευσης όλων των σκύλων (ο μεταδιδόμενος ιός). Δημόσια, δριμύτατη επίκριση, που είτε προέρχεται από τρόμο και αδαημοσύνη είτε επειδή κάποιος επιθυμεί με κάθε τρόπο, να εξυπηρετήσει τα σκοταδερά του συμφέροντα. Με τον επιστήμονα Γουατανάμπε νεκρό, τη στενή συνεργάτιδά του Γιόκο Όνο (Γιόκο Όνο) σε πλήρη απόγνωση και τις δημοτικές εκλογές να πλησιάζουν, ο γατόφιλος δήμαρχος της περίφημης δυναστείας Κομπαγιάσι, δεν αφήνει την ευκαιρία που του παρουσιάζεται να πάει χαμένη. Συνεχίζοντας να επηρεάζει την κοινή γνώμη με τρόπο ανήκουστο, υπόσχεται να απαλλαχθεί μια για πάντα από τον καλύτερο φίλο του ανθρώπου, σε περίπτωση που θα επανεκλεγεί. Η πληροφόρηση των εξοντωτικών προθέσεων του δημάρχου Κομπαγιάσι, πάντως, αφενός θα κινητοποιήσει τα σκυλιά (θα δραπετεύσουν και θα επιστρέψουν στην πόλη Μεγκασάκι, για να σταματήσουν τα σχέδια που μπορεί να επιφέρουν τον αφανισμό τους) και αφετέρου την Τρέισι Γουόλκερ (θα επισκεφτεί το επιστημονικό εργαστήριο που βρίσκεται η Γιόκο Όνο, για να επαληθεύσει τις υποψίες της και να παραλάβει την εναπομείνασα δόση της θεραπείας).

Αφεύκτως, το τελευταίο σκέλος της ταινίας μονοπωλεί η αναμέτρηση των αντιμαχόμενων μερών: από τη μια πλευρά, των σκύλων, του Ατάρι, της Τρέισι Γουόλκερ και των υπόλοιπων ακτιβιστών και από την άλλη, του δήμαρχου Κομπαγιάσι, του βλοσυρού του ακόλουθου και των ρομποτοειδών σκύλων. Και ως τέτοιο, δεν στερείται από σκηνές που διαθέτουν αγωνία (ο κίνδυνος να πατηθεί το κόκκινο κουμπί), βιαιότητα (ο σοβαρός τραυματισμός του Ατάρι και του Σποτς), μεταμέλεια (η έμπρακτη μετάνοια του δήμαρχου Κομπαγιάσι) και ελπίδα (η θεραπεία και η επιστροφή των σκύλων). Μπορεί το τελείωμα της ταινίας, να είναι υπέρ του δέοντος γλυκερό και απολύτως συμφιλιωτικό, όμως, τούτο παραμένει πιστό στον τρόπο με τον οποίο επιθυμεί κάθε φορά να ολοκληρώνει τις θαυμάσιες δημιουργίες του, ένας φύσει οπτιμιστής Γουές Άντερσον. Ούτως ή άλλως, παρά το σκοτάδι που επικρατεί σε σημεία στην ταινία (ίσως, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη του δημιουργία), το ιδιόμορφο χιούμορ και η θετική ενατένιση, δεν σταματούν να εκδηλώνονται στις πιο απρόσμενες καταστάσεις.

Με ‘Το Νησί των Σκύλων’, ο Γουές Άντερσον συγγράφει (μαζί με τους Τζέισον Σουόρτσμαν, Ρομάν Κόπολα, Κουνίτσι Νομούρα) και σκηνοθετεί μια γλυκόπικρη, σοφιστικέ και φιλόδοξη ταινία, που εκτός από μια ακόμη ιστορία ενηλικίωσης και αναζήτησης της γονικής στοργής, μπορεί να ιδωθεί και ως ένα καίριο κοινωνικοπολιτικό σχόλιο, για τον (αρχικώς) υποδόριο και (εν συνεχεία) κατασταλτικό τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα κάθε λογής καθεστώτα, και για τον ενωτικό και θαρραλέο τρόπο με τον οποίο μπορεί να αντιμετωπιστούν αυτά. Για πρώτη φορά, μεταφέρει τη δράση στο κοντινό μέλλον (είκοσι έτη μετά) και μάλιστα σε ένα περιβάλλον που είναι διαφορετικό (γεωγραφικά, πολιτισμικά ή και τεχνολογικά), ενόσω για δεύτερη χρησιμοποιεί μια απαιτητική τεχνική που το αποτέλεσμά της είναι αποστομωτικό (η καρέ καρέ εμψύχωση αντικειμένων). Τ’ ότι μέσα σε αυτό το πολυεπίπεδο και ενδιαφέρον πλαίσιο καταφέρνει να φωλιάσει μια μεγάλη του αγάπη, κάνει το όλο εγχείρημα ακόμη πιο αξιοσημείωτο. Είναι τέτοια η λατρεία του για την ιαπωνική κουλτούρα, που από την αρχή ως και το τέλος, μπολιάζει το περιεχόμενο της ταινίας με αυτή: η τυποποίηση του δράματος μέσα από το θέατρο Καμπούκι, η ιδιόρρυθμη ποιητική φόρμα των χαϊκού, η ασυγκράτητη τεχνοτροπία εγχάραξης σε ξύλινη επιφάνεια (ή και ζωγραφικής) του Ουκίγιο-ε, ακόμη και η ανταγωνιστική μορφή της πάλης σούμο, παρίστανται μέσα από εμβόλιμες, χαρακτηριστικές σκηνές. Αν σε όλα τα παραπάνω (συν)υπολογιστούν και οι κινηματογραφικές αναφορές (το αρμονικό, φυσιολατρικό και χαμηλόφωνο περιβάλλον του Χαγιάο Μιγιαζάκι δίνει το παρόν και μέσα από συγκεκριμένες σκηνοθετικές, αφηγηματικές και στιλιστικές προτιμήσεις του Αμερικανού σκηνοθέτη – σεναριογράφου και εκείνο του ανυπέρβλητου Ακίρα Κουροσάβα), αντιλαμβάνεται το σημαντικό μέγεθος τούτης της εποικοδομητικής καλλιτεχνικής σύζευξης.

Αξίζει να σημειωθεί πως για να αποφευχθεί η διαστρέβλωση που μπορεί να προσφέρει μια αποκλειστικά δυτική ματιά, ο Γουές Άντερσον χρησιμοποίησε έναν Ιάπωνα στο σενάριο (τον Κουνίτσι Νομούρα που είχε μετάσχει και στο ‘Χαμένοι στη Μετάφραση’ της Σοφία Κόπολα το 2003) και έτσι το αποτέλεσμα είναι αντιπροσωπευτικό της ιαπωνικής κουλτούρας. Πόσο κρίμα, πάντως, που ένας τόσο κομβικός ρόλος σαν και αυτός της φοιτήτριας – ακτιβίστριας Τρέισι Γουόλκερ έχει γραφτεί και ερμηνεύεται από μια αξιόλογη Αμερικανίδα ηθοποιό (εν προκειμένω, τη Γκρέτα Γκέργουιγκ). Αν και η ίδια είναι ικανοποιητική, μια τέτοια επιλογή δημιουργεί περίεργους συνειρμούς από τη στιγμή που όλους τους επίλοιπους ανθρώπινους χαρακτήρες τους υποδύονται Ιάπωνες ερμηνευτές και ο ρόλος της έχει ιδιαίτερη βαρύτητα (λες και δεν μπορεί κάποιος Ιάπωνας να υποπτευθεί και να ξεσκεπάσει μια πλεκτάνη, σαν και εκείνη της ταινίας από μόνος του και έτσι χρειάζεται την παρέμβαση των Αμερικανών).

Δίχως να συνεκτιμηθεί το διάστημα της προ-παραγωγής που είναι εξίσου μεγάλο, δυόμισι χρόνια χρειάστηκαν οι τεχνικοί και οι λοιποί συντελεστές της ταινίας, για να ολοκληρώσουν ‘Το Νησί των Σκύλων’ και βλέποντάς το κάποιος, γίνεται ευκόλως αντιληπτό, γιατί μπορεί να συνέβηκε τούτο. Κάθε κατασκευασμένο στο χέρι σκηνικό, αντικείμενο και ομοίωμα έχει τέτοια λεπτομέρεια, που σε συνδυασμό με την καρέ καρέ κινηματογράφηση (περισσότερες από εκατόν τριάντα χιλιάδες στατικές φωτογραφίες χρειάστηκαν), αυξάνει τις απαιτήσεις. Αρκετά περισσότερο για μια ταινία που έχει διαφορετικά περιβάλλοντα και πολυάριθμους χαρακτήρες (υπολογίζεται πως κατασκευάστηκαν διακόσια σαράντα κινηματογραφικά σετ και χίλιες κούκλες) και η συνολική της διάρκεια ξεπερνάει τα εκατό λεπτά (για την ακρίβεια φτάνει τα εκατόν ένα, που αποτελεί νέο ρεκόρ, για ένα stop motion έργο). Όσον αφορά τη σκηνογραφία, παρόλο που η Μεγκασάκι είναι πόλη μυθοπλαστική και μελλοντική, όλα τα περιβάλλοντά της περιέχουν αναφορές που προέρχονται από την ίδια την πραγματικότητα της Ιαπωνίας: ένα πολύ καλά αναμειγμένο, αρχιτεκτονικό και διακοσμητικό συνονθύλευμα, που συγκαταλέγει τη σημερινή εποχή, τη δεκαετία του 1960, τον 18ο αιώνα και την Περίοδο Έντο (1603 – 1868). Από το κόκκινο δημαρχιακό μέγαρο και το μονοχρωματικό επιστημονικό εργαστήριο ως και το κατηγοριοποιημένο ανάλογα με το απόρριμμα, νησί των σκουπιδιών, οι σχεδιαστές παραγωγής Άνταμ Στοκχάουζεν και Πολ Χάρροντ και οι δεκάδες συνεργάτες τους στο σχεδιαστικό κομμάτι (ειδική μνεία, αξίζει να γίνει στη συνεισφορά της Άννι Άτκινς και της Έρικα Ντορν, που ανέλαβαν με ενδελέχεια τον γραφιστικό τομέα), προσφέρουν τον καλύτερό τους εαυτό και έτσι δημιουργούν εντυπωσιακά περιβάλλοντα, που επιπρόσθετα, τα περιστοιχίζουν με τη γνώριμη, νοσταλγικά παλιομοδίτικη διάθεση του Γουές Άντερσον.

Με το 90% των γυρισμάτων να πραγματοποιούνται στο νησί των σκουπιδιών, δεν προκαλεί καμία εντύπωση, που τα πιο πολλά σετ κατασκευάστηκαν αποκλειστικά για αυτό το μέρος, ούτε πως τούτα προσδιορίζονται και διαφοροποιούνται με βάση τα διάφορα απορρίμματα. Σε κάθε περίπτωση, ο διευθυντής φωτογραφίας Τρίσταν Όλιβερ με την τεράστια πείρα που έχει στην καρέ καρέ κινηματογράφηση (μεταξύ αρκετών άλλων ταινιών, υπήρξε υπεύθυνος για το ‘Ο Απίθανος Κύριος Φοξ’, 2009 και το ‘Οι Κότες το ‘Σκασαν’, 2000), φρόντισε ώστε το αποτέλεσμα να δείχνει εξαίσιο και αρμοστό με τον ιδιοσυγκρασιακό χαρακτήρα του έργου. Για να το επιτύχει τούτο, εκτός του ότι φέγγισε κατάλληλα τα κάθε λογής περιβάλλοντα (με ποικίλα φωτιστικά σώματα Tungsten και LED), χρησιμοποίησε μια ψηφιακή κάμερα υψηλής ευκρίνειας (Canon 1DX) για τις κοντινές ή μακρινές λήψεις, ενώ όπου κρίθηκε απαραίτητο, μέσω ενός αντάπτορα, η ψηφιακή κάμερα διασυνδέθηκε με φακούς χειροκίνητης εστίασης Nikon και τηλεφακούς ζουμ Canon. Κλείνοντας, πέρα από το ότι ένα αναγνωρίσιμο σύνολο ερμηνευτών (οι περισσότεροι έχουν συνεργαστεί ξανά και με μεγάλη επιτυχία με τον Γουές Άντερσον), ανέλαβε να εμφυσήσει ζωή με το να δώσει φωνή στα κινούμενα ομοιώματα των ζώων ή των ανθρώπων (κατά κύριο λόγο, διακρίνεται ο Μπράιαν Κράνστον στον ρόλο του Τσιφ, η Σκάρλετ Γιόχανσον σε εκείνον της Νατμεγκ και ο Λιβ Σράιμπερ σε αυτόν του Σποτς), ο ελληνικής καταγωγής, πολυβραβευμένος συνθέτης Αλεξάντρ Ντεσπλά, για τέταρτη φορά σε ταινία του Γουές Άντερσον, δημιουργεί ένα πραγματικά εμπνευσμένο σάουντρακ. Σκορ στο οποίο συνυπάρχουν τα τάικο τύμπανα με τα ξύλινα πνευστά (συνθέσεις όπως είναι το ‘Six Months Later + Dog Fight’ ή το ‘Re-Election Night, Parts 1-3’, το πιστοποιούν περίτρανα αυτό) και που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει ένα διαχρονικό κινηματογραφικό θέμα από το ‘Οι Επτά Σαμουράι’ (‘Kanbei & Katsushiro – Kikuchiyo’s Mambo’) ή μια συναισθηματική φολκ μπαλάντα από τους The West Coast Pop Art Experimental Band (‘I Won’t Heart You’).

Share