Jackie

Σε μια ιδιαίτερα παραγωγική χρονιά (2016), όπου όχι μόνο ένα, αλλά δύο κινηματογραφικά έργα έκαναν την εμφάνισή τους με αξιοσημείωτη καλλιτεχνική επιτυχία, ο Χιλιανός Πάμπλο Λαραΐν επιβεβαίωσε το πόσο αντισυμβατικός, οξυδερκής και εμβριθής σκηνοθέτης είναι σε ένα πολυπληθέστερο κοινό. Τόσο με τη ‘Jackie‘ όσο και με τον ‘Νερούδα‘ (πιθανότατα, πιο πολύ με τον δεύτερο) χρησιμοποίησε τη συνήθως ακαδημαϊκή φόρμα της βιογραφίας, για να προσεγγίσει δύο εκ διαμέτρου αντίθετες, όμως, εξίσου εμβληματικές και αναγνωρίσιμες προσωπικότητες με τον δικό του, κάθε άλλο παρά προβλεπόμενο και περιοριστικό τρόπο. Μια τέτοια αντιμετώπιση, βέβαια, δε θα πρέπει να προξενεί καμία εντύπωση από τη στιγμή που με εφάμιλλο τρόπο σκηνοθέτησε και την περίφημη τριλογία που αφορά τη δικτατορική περίοδο της Χιλής [το ‘Τόνι Μανέρο‘ (2008), το ‘Post Mortem‘ (2010) και το ‘No‘ (2012)]. Και αν με την ενδιαφέρουσα ψευδο-βιογραφία του ‘Νερούδα’ είχε μεγαλύτερη οικειότητα με τη θεματολογία (ένεκα και της εντοπιότητας του πολύ σημαντικού συγγραφέα και ποιητή), μικρότερο προϋπολογισμό, καθώς και πιο πολλές σκηνοθετικές και σεναριακές ελευθερίες, με τη ‘Jackie’ τα πράγματα ήταν παραπάνω απαιτητικά, καθ’ ότι είχε να αναμετρηθεί με ένα πρόσωπο που είναι εικονικό και επιδραστικό για την πλειονότητα του αμερικανικού λαού.

Πρώτη αμερικανική παραγωγή για τον αεικίνητο σκηνοθέτη, η οποία διαθέτει στις επάλξεις της μια σταρ του ερμηνευτικού διαμετρήματος της Νάταλι Πόρτμαν, έναν προϋπολογισμό 9 εκατομμυρίων δολαρίων (με ό,τι περιορισμούς μπορεί να συνεπάγεται τούυτο) και το βάρος μιας υπέρμετρα δραματικής, αληθινής ιστορίας, που τραυμάτισε και στοίχειωσε όσο ολίγες το συλλογικό ασυνείδητο της Αμερικής (η αποτροπιαστική δολοφονία του 35ου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι). Και όμως, ο Πάμπλο Λαραΐν κατάφερε να μη λυγίσει και να βγει (σχεδόν) αλώβητος από την απαιτητική, δυσανάλογη αναμέτρηση με τη νεότερη αμερικανική ιστορία, να επιβάλλει το δημιουργικό του όραμα και να χαρίσει (πρωτίστως) ένα συγκλονιστικό γυναικείο πορτρέτο που καταφέρνει να εντρυφήσει στον μύθο, να απογυμνώσει το ίνδαλμα και να παρουσιάσει έναν άνθρωπο, ο οποίος, ενώ είναι ευάλωτος καταφέρνει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να βγει ισχυρός. Πέρα από την πολύ καλή ανασύσταση της εποχής και την εξαίρετη χρήση των ντοκουμέντων, η ‘Jackie’ του Πάμπλο Λαραΐν είναι μια λεπτεπίλεπτη δημιουργία που λειτουργεί σαν ψυχογράφημα, για τη γυναίκα που κατόρθωσε να αλλάξει όσο καμία άλλη, την αντίληψη που είχε ο κόσμος για τον ρόλο της Πρώτη Κυρίας, όταν κλήθηκε να διαχειριστεί ένα τόσο δραματικό γεγονός.

Μέσα σε διάστημα μιας μόνο βδομάδας, η συντετριμμένη Ζακλίν Μπουβιέ Κένεντι (Νάταλι Πόρτμαν), θα θρηνήσει τον άνδρα που αγαπά, θα ακολουθήσει τις αυστηρές υποδείξεις του προεδρικού πρωτόκολλου, θα οργανώσει τις λεπτομέρειες της νεκρώσιμης ακολουθίας, θα αποδώσει τις δέουσες τιμές στον Πρόεδρο που πέθανε πρόωρα (και η κληρονομιά του άξιζε να παραμείνει στη θύμηση του αμερικανικού λαού), και ταυτοχρόνως, θα σταθεί στα πόδια της, θα ανασυντάξει τις δυνάμεις της και θα αποχωρήσει υπερήφανα, συστήνοντας εκ νέου την προσωπικότητά της (ως Τζάκι). Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί την ακριβοθώρητη, ιστορική πια συνέντευξη, που παραχώρησε η Ζακλίν Κένεντι στον διακεκριμένο δημοσιογράφο του περιοδικού ‘Life‘, Θίοντορ Χάρολντ Γουάιτ (Μπίλι Κρούνταπ), στις 6 Δεκεμβρίου του 1963, για να κάνει μια κινηματογραφική ανασκόπηση στα γεγονότα που ακολούθησαν τη φρικτή δολοφονία του 35ου Προέδρου και εκείνο που καταφέρνει φυσικά, δεν είναι τόσο το να τα αποδώσει με συνέπεια ή να εξωραΐσει συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις (μέχρι ένα επιθυμητό σημείο το κάνει και αυτό) όσο το να βυθιστεί στον ψυχισμό της τραυματισμένης ηρωίδας και να τα δει από τη δική της οπτική γωνία. Πράγματι, από την εναρκτήρια σκηνή, που η Ζακλίν Κένεντι ανοίγει την εξώπορτά της στο οίκημα που διαμένει στη Μασαχουσέτη, για να υποδεχθεί με απερίφραστη δυσπιστία τον δημοσιογράφο (ο οποίος, παραδόξως, δεν κατονομάζεται) και ξεκινάει η συνέντευξη, εκείνη βαθμιδωτά και όσο κερδίζει την πίστη της ο απεσταλμένος του Τύπου, καταβυθίζεται στις σκέψεις της και αποκαλύπτει τα γεγονότα. Όχι απαραίτητα με απαρέγκλιτη χρονολογική σειρά, ούτε μόνο όσα αφορούν τη στιγμή του στυγνού θανάτου και την προετοιμασία της κηδείας, πάντα όμως, όσα έχουν στο επίκεντρό τους την ίδια (σχεδόν δεν υφίσταται πλάνο στην ταινία, που να μην την συμπεριλαμβάνει).

Η ιστορία ξεκινάει, πάντως, με μια ευχάριστη, αλλά αντιπροσωπευτική εικόνα της σύντομης θητείας της Ζακλίν Κένεντι ως Πρώτη Κυρία: εκείνη που τη δείχνει να υποδέχεται περιχαρής τους ανυποψίαστους δημοσιογράφους, για να τους ξεναγήσει στον αποκατεστημένο Λευκό Οίκο. Αναλαμβάνοντας προσωπικά να επαναφέρει τον ιστορικό χαρακτήρα του Προεδρικού Μεγάρου (για να βρει ιστορικά κομμάτια – έπιπλα του παρελθόντος, απευθύνθηκε η ίδια σε πιθανούς δωρητές, ενώ συνέβαλε στο να συνταχθεί νομοσχέδιο που μεταβιβάζει τα έπιπλα από την κυριότητα των πρώην Προέδρων στο Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν), για πρώτη φορά στην ιστορία, οι τηλεθεατές μέσω του δικτύου CBS News και ενός εξηντάλεπτου ντοκιμαντέρ που παρουσίαζε ο Τσαρλς Κόλινγουντ (‘A Tour of the White House with Mrs. John F. Kennedy‘),  περιηγήθηκαν στα μέχρι πρότινος απρόσιτα, αναμορφούμενα δωμάτια του Λευκού Οίκου (ενέργεια η οποία έκανε πιο προσιτή και ανθρώπινη την εικόνα του προεδρικού ζευγαριού).

Σκηνή η οποία έχει σκηνοθετηθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να δίνεται η αυταπάτη της χρήσης αποκλειστικά αρχειακού υλικού και δεν χρησιμοποιείται αναίτια, μιας και η αποκατάσταση και προβολή του Λευκού Οίκου θεωρείται από τα πιο σημαντικά κατορθώματα της θητείας της Ζακλίν Κένεντι. Ένα ευχάριστο γεγονός που βοηθάει τον θεατή να αντιληφθεί καλύτερα και την αναφορά που γίνεται στο παραμυθένιο ‘Κάμελοτ‘, λίγο πριν το τέλος της ταινίας και ένα που δείχνει την πεθυμιά της Πρώτης Κυρίας να διαμορφώσει την εικόνα της, σύμφωνα με τους δικούς της όρους (πρωτόγνωρους για τα αμερικανικά δεδομένα). Ο Πάμπλο Λαραΐν σε στενή συνεργασία με τον σεναριογράφο Νόα Οπενχάιμ (το σενάριο βραβεύτηκε και στο 73ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας) προσπαθούν να διερευνήσουν κάτω από την επιφάνεια των γεγονότων, να εκμαιεύσουν την αλήθεια, να την αμφισβητήσουν αν χρειαστεί και να συνθέσουν τη δική τους εκδοχή για την εικόνα που θα μπορούσε να έχει. Η ίδια η διαδικασία της συνέντευξης παρουσιάζει ενδιαφέρον, όχι μόνο επειδή συντελέστηκε μια εβδομάδα μετά τη δολοφονία ή γιατί την προγραμμάτισε η ίδια η Ζακλίν Κένεντι, μα και επειδή αφήνει χώρο στη μυθοπλασία. Μαζί με τον δημοσιογράφο προσπαθεί και ο θεατής να καταλάβει το ποιά είναι η Ζακλίν Κένεντι τη στιγμή που συνεντευξιάζεται και θυμάται τα γεγονότα, όπως και το ποιά επιθυμεί να γίνει στη συνέχεια. Έχει τεράστια σημασία το τί θα σημειωθεί κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, επειδή τούτο θα γνωστοποιηθεί. Για το σκοπό αυτό, η ταινία εξετάζει τις ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες συντάχτηκε το κείμενο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ‘Life’: κάθε φορά που η ηρωίδα αναφέρει κάτι, στο τέλος το ξανασκέφτεται, το αξιολογεί και κρίνει εάν πρέπει να κοινοποιηθεί, έτσι δεν είναι λίγες ή αμελητέες και οι στιγμές που εξαιτίας τoυ ονόματός της ή του αποτυπώματος που θέλει να αφήσει στον κόσμο, που αναγκάζει τον δημοσιογράφο να σβήσει και να ξεχάσει πράγματα.

Η Ζακλίν Κένεντι φυσικά και δεν διάλεξε τυχαία τον δημοσιογράφο Θίοντορ Χάρολντ Γουάιτ και αυτό είναι κάτι που το υπονοεί και τη στιγμή που τον υποδέχεται στην αρχή της ταινίας. Φιλικά προσκείμενος ο τελευταίος στην οικογένεια Κένεντι [κάτοχος βραβείου Πούλιτζερ μάλιστα, για το ‘The Making of the President‘ (1960), ένα βιβλίο που αφηγείται και αναλύει τις προεδρικές εκλογές του 1960 και την επικράτηση σε αυτές του Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι) και συντάκτης, μεταξύ αρκετών άλλων εντύπων, στο περιοδικό ‘Life’ (είχε παρουσιάσει και στο παρελθόν προσωπικές στιγμές από τη ζωή του προεδρικού ζευγαριού στις σελίδες του περιοδικού), αποτέλεσε την κατάλληλη επιλογή για να επιτύχει το στόχο της. Πόσο μάλλον όταν το εβδομαδιαίο περιοδικό το διάβαζαν παραπάνω από επτά εκατομμύρια άνθρωποι και κυριολεκτικά βοηθούσε όσο λίγα, στο να φτιάξει την εικόνα των δημοσίων προσώπων.

Η συνέντευξη είναι η καθοριστική στιγμή κατά την οποία, η Ζακλίν Κένεντι συγκεφαλαιώνει τα γεγονότα και αποφασίζει να προχωρήσει. Εκτός από αυτή, όμως, ο σκηνοθέτης δίνει τη δέουσα προσοχή και σε όσα διηγείται, και είναι εκεί ακριβώς που αποσαφηνίζεται η πορεία που θα ακολουθήσει. Προς τιμήν του ανήσυχου δημιουργού, η εξιστόρηση δεν αναλώνεται στη συναισθηματικά εκβιαστική στιγμή της δολοφονίας, αλλά παραμένει στις λεπτομέρειες εκείνες που δείχνουν τη μετάβαση αυτή. Καταλήγει έτσι, να συνταράσσει η σκηνή μετά το συμβάν και την επιβεβαίωση του θανάτου, όπου η ηρωίδα ενώ είναι σε κατάσταση σοκ και γεμάτη με αίματα μπροστά από έναν καθρέφτη, προσπαθεί να διαχειριστεί την κατάσταση και να ετοιμαστεί για να παραστεί στην προεδρική διαδοχή (ο Αντιπρόεδρος Λίντον Μπέινς Τζόνσον ορκίστηκε 36ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, μέσα στο προεδρικό σκάφος). Όπως και αυτή που δεν δέχεται να αφαιρέσει τα αιματοβαμμένα ρούχα και να αποχωρήσει από την πίσω πόρτα του αεροσκάφους, καθώς εκείνο που επιθυμεί είναι να αποκαλυφθεί η αλήθεια και να δει ο κόσμος το τί πραγματικά έκαναν στον σύζυγό της (και Πρόεδρό τους). Σε μια αριστουργηματική σεκάνς, όταν η Ζακλίν Κένεντι έχει επιστρέψει στο τόσο θαυμαστά διακοσμημένο και προσεκτικά επιμελημένο Προεδρικό Μέγαρο, θα περιδιαβεί μονάχη και εμφαντικά αναστατωμένη τους μακροσκελείς διαδρόμους και τα ψηλοτάβανα δωμάτια, θα προσπεράσει τα έπιπλα που με τόσο μόχθο συγκέντρωσε, για να αντιληφθεί πως όλα αυτά δεν έχουν καμία απολύτως σημασία πια. Ίσως, εδώ είναι η στιγμή που συνειδητοποιεί πως δεν θα υπάρξει άλλο μυθικό Κάμελοτ και ο Πάμπλο Λαραΐν δράττεται της ευκαιρίας για να αποδώσει μια σκηνή που ενώ είναι τόσο απόρρητη, λαμβάνει μεγαλοπρεπείς διαστάσεις.

Από το σημείο αυτό και έπειτα, η Ζακλίν Κένεντι θα πάρει την κατάσταση στα χέρια της και θα ηγηθεί της νεκρικής προετοιμασίας. Θα ανασκαλέψει το προεδρικό παρελθόν της χώρας και θα απαιτήσει ο άνδρας της να έχει μια κηδεία αντάξια της φήμης και του ονόματός του, τέτοια που θα μπορεί να μνημονεύεται για χρόνια αργότερα. Σκοπός της, να περάσει ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι στην αιωνιότητα με τον τρόπο που το κατόρθωσαν και άλλοι Πρόεδροι. Προηγουμένως, και ενώ μεταφέρει με τον αδερφό του θύματος (Ρόμπερτ Φράνσις Κένεντι) το φέρετρο του άνδρα της, θα απευθυνθεί στους υπόλοιπους επιβάτες του οχήματος και θα τους ρωτήσει αν γνωρίζουν τον Τζέιμς Γκάρφιλντ ή τον Γουίλιαμ Μακ Κίνλεϊ (Πρόεδροι της Αμερικής, που δολοφονήθηκαν), για να εκλάβει απάντηση αρνητική. Από την άλλη, όταν θα τους ρωτήσει, αν ξέρουν τον επίσης δολοφονηθέντα Αμερικανό Πρόεδρο Αβραάμ Λίνκολν, η απάντηση θα είναι καταφατική. Η Ζακλίν Κένεντι, παρόλο που ο σύζυγός της δεν πρόλαβε να κάνει κάτι τόσο σημαντικό όσο το να καταργήσει τη δουλεία, θέλει να έχει όμοιες τιμές.

Σε όλο το δεύτερο μέρος, η ταινία παρουσιάζει το (αληθινό ή και επινοημένο) παρασκήνιο αυτής της προετοιμασίας, κυρίως για να δείξει την πυγμή με την οποία η περίλυπη σύζυγος προτιμάει να τιμήσει τον σύζυγό της. Η Ζακλίν Κένεντι παρουσιάζεται τόσο θαμπωμένη και αναμφισβήτητα παθιασμένη με την ιδέα, που αποφασίζει να παρακάμψει κάθε κίνδυνο. Η επιθυμία της να υπάρξει πεζή πορεία, δεν θα βρει τη σύμφωνη συγκατάθεση όλων, ενώ και εκείνη ύστερα από τη δολοφονία του βασικού υπόπτου Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ, θα διστάσει. Όμως, όπως θα δείξει και η θαυμάσια σκηνή στο ομιχλώδες τοπίο του Εθνικού Κοιμητηρίου του Άρλινγκτον, λίγο νωρίτερα, σε αντίθεση με όλους τους άλλους, δεν δείχνει πρόθυμη να τον θάψει στο σημείο που βρίσκονται χιλιάδες ταφόπλακες (ενδεικτικός είναι ο τρόπος με τον οποίο τους προσπερνά και κινείται σε ένα σαθρό έδαφος, για να βρει το ιδανικό μέρος). Η διάθεσή της να μην υπαναχωρήσει ακόμη και όταν ο κίνδυνος παραμονεύει, διαφαίνεται και στη σκηνή που ανακοινώνει στον διαμεσολαβητή των μέσων ενημέρωσης Τζακ Βαλέντι (Μαξ Κασέλα), πως η πομπή θα πραγματοποιηθεί με ή χωρίς την παρουσία του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Σαρλ ντε Γκωλ, που εκφράζει αντιρρήσεις. Η Ζακλίν Κένεντι είναι αποφασισμένη και η επιλογή της, πέρα από εκδήλωση αγάπης και απεριόριστης εκτίμησης, εμπεριέχει και μια προσωπική ματαιοδοξία: να ανταπεξέλθει των συζυγικών – προεδρικών καθηκόντων και να αφήσει το δικό της ίχνος. Μέσα από την τραγωδία που βιώνει η ίδια και ένα ολόκληρο κράτος, καταφέρνει να αναγεννηθεί και να αποτελέσει παράδειγμα. Μπορεί στις εξομολογητικές της συζητήσεις με τον παπά (Τζον Χερτ), να κλαίει γοερά, να καταριέται και να αναζητεί εις μάτην τον Θεό (έξοχες όλες οι σκηνές και ο αποσπασματικός τρόπος με τον οποίο παρατίθενται), μόνο όμως, μέσα από ένα βασανιστικό γεγονός (η δολοφονία) και μια λυτρωτική διαδικασία (η κηδεία), θα καταφέρει να τον ξαναβρεί και να συνεχίσει να ζει.

Στις 24 Νοεμβρίου του 1963, η κλειστή σορός του 35ου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών μεταφέρθηκε στο Καπιτώλιο και τοποθετήθηκε στο ίδιο βάθρο που είχε τοποθετηθεί και η κάσα του Αβραάμ Λίνκολν. Μια ημέρα αργότερα, μεταφέρθηκε στον ρωμαιοκαθολικό ναό του Αγίου Ματθαίου και από εκεί στο Εθνικό Κοιμητήριο του Άρλινγκτον, όπου και έγινε η ταφή. Περίπου 300.000 χιλιάδες πολίτες συναθροίστηκαν την πρώτη ημέρα και παραπάνω από ενενήντα εκπρόσωποι κρατών συνόδευσαν τη Ζακλίν Κένεντι στην τελευταία κατοικία του συζύγου, την επόμενη, υπό τον πένθιμο τόνο των τυμπάνων και τον ράθυμο βηματισμό των στρατιωτών. Στα ακανθώδη ερωτήματα που θέτει και η ταινία (τί είναι Ιστορία, με ποιό τρόπο και από ποιούς γράφεται;) η τραγική ηρωίδα με μια τόσο μεγαλοπρεπή τελετή και τη συνέντευξη που παραχώρησε αργότερα, έδωσε την απάντησή της, με τρόπο αποστομωτικό.

Κατόπιν τούτου, δεν υπάρχει πιο ενδεδειγμένος τρόπος από το να ολοκληρωθεί η ταινία με τη συγκινητική αναφορά που γίνεται στο ‘Κάμελοτ’. Επηρεασμένη η Ζακλίν Κένεντι από το θεατρικό έργο (μιούζικαλ) που έγραψε ο στιχουργός Άλαν Τζέι Λέρνερ (‘Camelot‘, 1960), τη μουσική του οποίου αγαπούσε να ακούει και να βάζει στον σύζυγό της, πριν κοιμηθούν τα παγωμένα βράδια του χειμώνα (σε μια ανατριχιαστική σκηνή μάλιστα, αυτή που αλλάζει με παράφορη ορμή τα ενδύματά της, θα βάλει το σκορ που σύνθεσε ο Φρεντερίκ Λόου και θα τον αναπολήσει), θα κλείσει τη συνέντευξη με τους στίχους που ακούγονται στην τελευταία πράξη του έργου [‘Camelot (Reprise)‘]: ”Μην αφήσετε να ξεχαστεί / Ότι κάποτε υπήρχε ένα σημείο / Για μια σύντομη, χρυσή στιγμή / Αυτό ήταν γνωστό ως Camelot”, και θα προσθέσει σε τούτους: ”Δε θα υπάρξει με αυτό τον τρόπο, άλλο Κάμελοτ ξανά”. Στίχοι με τους οποίους πιστοποιεί πως θέλει να κληροδοτήσει και στις άλλες γενιές την ιστορία τους, καθώς και να επισημάνει το πόσο μοναδικό ήταν εκείνο που είχανε. Μέσα από τα άριστα σκηνοθετημένα και εύστοχα τοποθετημένα πλάνα, πάντως, και ο Πάμπλο Λαραίν επιτυγχάνει να δώσει την εντύπωση πως ίσως ο Λευκός Οίκος επί τη σύντομη προεδρία του Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, να ήταν το φανταστικό εκείνο μέρος, όπου εκτός από κέντρο (αμφίλογης) εξουσίας, υπήρξε και ένας χώρος όπου μπορούσε να φωλιάσει ο έρωτας, ο ενθουσιασμός και το όραμα ενός προεδρικού ζευγαριού. Κατά μια έννοια και ο Χιλιανός σκηνοθέτης επιλέγει να ρίξει τίτλους τέλους με έναν επίλογο που παραπέμπει στο ιδεατό κείμενο του Θίοντορ Χάρολντ Γουάιτ.

Σε μια ταινία όπου τον πρώτο και τελευταίο λόγο τον έχει η Ζακλίν Κένεντι ή Τζάκι, δίδεται η ευκαιρία στη Νάταλι Πόρτμαν να επιστρέψει στους σπουδαίους γυναικείους ρόλους και μάλιστα να προσφέρει μια ερμηνεία ίδιου επιπέδου με εκείνη που της χάρισε το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου το 2010 (ως Νίνα Σάγιερς στον ‘Μαύρο Κύκνο‘). Έχοντας να αναμετρηθεί με ένα πρόσωπο που έζησε έναν βίο που ξεπερνάει τα όρια της πραγματικότητας, η Νάταλι Πόρτμαν έπρεπε να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο η Ζακλίν Κένεντι μιλούσε, κινούνταν και εκφραζόταν, για να μπορέσει να κάνει πιστευτή την ερμηνεία της. Και τούτο είναι κάτι που γίνεται φανερό από τα πρώτα λεπτά της ταινίας και την υποδοχή του δημοσιογράφου, μέχρι την ολοκλήρωση της συνέντευξης και τον αποχαιρετισμό αυτού. Είναι τόσο ενδελεχής η προεργασία που έχει κάνει που δεν αφήνει κανένα απολύτως περιθώριο αμφισβήτησης. Τίποτα από όλα αυτά, όμως, δεν θα είχε σημασία, εάν η καταξιωμένη ηθοποιός αρκούνταν σε έναν στέρφο μιμητισμό και δεν κατάφερνε να εμφυσήσει πνοή σε έναν τόσο απαιτητικό χαρακτήρα. Δεν κατόρθωνε με άλλα λόγια, να προσπελάσει την επιφάνεια και να ερευνήσει ορισμένες από τις πιο δυσπρόσιτες περιοχές, προκειμένου να βγάλει αληθινό συναίσθημα.

Εύθρυπτη και τρομοκρατημένη μπροστά από έναν καθρέφτη ή τη στιγμή που ανακαλεί στη μνήμη της τη σκηνή της δολοφονίας, γενναία όταν αποφασίζει να μη βγάλει το λερωμένο με αίμα ροζ συνολάκι και να αντιμετωπίσει το συναθροισμένο πλήθος, καταβεβλημένη στη ντουζιέρα και αποπροσανατολισμένη στους διαδρόμους και τους εσωτερικούς χώρους της οικίας, πεπεισμένη να προσφέρει μια μνημειώδη τελετή στον σύζυγό της και ανένδοτη στην πιθανότητα να μην είναι πεζή η ανθρώπινη πομπή, προστατευτική και παρηγορητική με τα ανήλικα παιδιά της, νοσταλγική και χαρούμενη όποτε θυμάται τις ημέρες που το CBS News επισκεπτόταν τον Λευκό Οίκο και τον άνδρα της ζωντανό, εξοργισμένη και απογοητευμένη από τη στάση και τη συμπεριφορά του Θεού, εκμυστηρευτική και ειλικρινής απέναντι στον λειτουργό, σπινθηροβόλα και διφορούμενη στις απαντήσεις που δίνει στον δημοσιογράφο, απροσπέλαστη και αινιγματική στις σκηνές που παρακολουθεί σιωπηλά και ανέκφραστα. Η Νάταλι Πόρτμαν στη ‘Jackie’ του Πάμπλο Λαραΐν ζει και αναπνέει ως Ζακλίν Κένεντι και έτσι εισέρχεται στο πάνθεον των καλύτερων ερμηνειών. Συμβάλλει, βέβαια, σε αυτό και η ίδια η καλογραμμένη και πολύπλευρη ιστορία, καθώς και η ανορθόδοξη και διαπεραστική ματιά του σκηνοθέτη: η απόφαση του σεναριογράφου Νόα Οπενχάιμ να μη σταθεί μονάχα στη μη γραμμική επιτέλεση των γεγονότων, αλλά να αφιερώσει χρόνο και στις στιγμές εκείνες που η ηρωίδα μένει μόνη, και του σκηνοθέτη Πάμπλο Λαραΐν να χρησιμοποιήσει κοντινά πλάνα, γεμάτα ένταση (πολλά με την κάμερα στο χέρι), για να υπεισέρθει στον εσώτερο της κόσμο.

Από τη στιγμή που η αφήγηση δεν ακολουθεί την ευθυγραμμισμένη οδό (χρονική διαδοχή) και έχει ποικίλα επίπεδα ανάγνωσης, το μοντάζ έχει κεντρικό ρόλο. Πολλώ δε μάλλον όταν ενυπάρχουν σκηνές που αναπλάθουν τα πραγματικά γεγονότα, δίνοντας τη ψευδαίσθηση πως πρόκειται για τα καθαυτά ντοκουμέντα (στο περίτεχνο μοντάζ, ο σταθερός συνεργάτης του σκηνοθέτη, Σεμπαστιάν Σεπουλβέδα). Ιδιαίτερα για τα τελευταία, ο Πάμπλο Λαραΐν σε  συνέργεια με τον διευθυντή φωτογραφίας Στεφάν Φοντέιν, χρησιμοποίησε τις ίδιες παλιές κάμερες που επιστράτευσε και στο ‘No’ (εκείνες που ξεχωρίζουν το κόκκινο, το πράσινο και το μπλε), και έτσι η εικόνα είναι αντιπροσωπευτική της εποχής της. Η συνδρομή του Στέφαν Φοντέιν φυσικά και δεν εξαντλείται στον τρόπο με τον οποίο φαίνονται οι σκηνές αρχείου. Τα χρώματα και οι φωτισμοί αντανακλούν τα αισθήματα της ηρωίδας και τούτο είναι κάτι που γίνεται σε συνάρτηση με το περιβάλλον: παστέλ αποχρώσεις και ζεστοί φωτισμοί στον Λευκό Οίκο, σκούρα χρώματα και περιορισμένες εκπομπές φωτός στο προεδρικό σκάφος, απαλοί χρωματισμοί και εκτυφλωτικό φως στο σπίτι στη Μασαχουσέτη. Επίσης, η συνολική αίσθηση της ταινίας χάρη στην εκτενή χρήση ευρυγώνιων φακών, δεν αποπνέει τραχύτητα, αλλά κομψότητα, που είναι ταιριαστή και με την προσωπικότητα της Πρώτης Κυρίας. Όσον αφορά τα σκηνικά και τα ενδύματα, έχοντας ως δεδομένο ότι έπρεπε να αναπαρασταθεί το παρελθόν, ο μεν Ζαν Ραμπάσε με κόπο και έρευνα, έφτιαξε ένα λεπτομερές αντίγραφο του Λευκού Οίκου, η δε Μάντελιν Φοντέιν σχεδίασε για τη Νάταλι Πόρτμαν μια σειρά από όμορφα ρούχα, ανάμεσα στα οποία, το ροζ σύνολο που φορούσε τη στιγμή της δολοφονίας και το κατακόκκινο, κατά την τηλεοπτική μετάδοση. Τέλος, η Μίκα Λεβί, μετά το εκπληκτικό σάουντρακ για το ‘Κάτω από το Δέρμα‘, συνθέτει άλλο ένα εξαίσιο σκορ, που είναι την ίδια στιγμή υπαινικτικό (‘Intro‘) και στοιχειωτικό (‘Empty White House‘), θρηνώδες (‘Walk to the Capitol‘) και εξαγνιστικό (‘The End‘). Με την απροσδόκητη χρήση εγχόρδων, πληκτροφόρων κρουστών και πνευστών οργάνων, δημιουργεί μια ανησυχαστική και τεταμένη ατμόσφαιρα, η οποία πολλές φορές έρχεται σε αντιπαράθεση με τις εικόνες, προσφέροντας πρωτόγνωρα επίπεδα συναισθηματικής εμβάθυνσης ενός χαρακτήρα τόσο πολυδαίδαλου όσο της Τζάκι.

Share