Un Condor
Ο μεγαλόπρεπος κόνδορας των Άνδεων (ή Vultur Gryphus, όπως είναι η επιστημονική του ονομασία), είναι ένα ημερόβιο, αρπακτικό πτηνό της οικογένειας των Καθαρτιδών. Ακόμη, ένας από τους δύο κόνδορες της αμερικανικής ηπείρου που θεωρείται σύμβολο για όλους τους λαούς της Κορδιλιέρας. Tόσο που στο πέρασμα των αιώνων διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στη λαογραφία και τη μυθολογία των λαών αυτών. Προσμετρώντας τον μέσο όρο του βάρους και του ανοίγματος των πτερύγων και την πτητική του ικανότητα, ο κόνδορας των Άνδεων, πέρα από εθνικό πουλί χωρών καθώς είναι η Χιλή, αντιπροσωπεύει τη δύναμη και την ελευθερία. Στον Πούντα Αρένας, τον μεγαλύτερο οικισμό στα Στενά του Μαγγελάνου, ένα άγαλμα που μαζί με τη βάση του, περίπου φτάνει τα έξι μέτρα και είναι φτιαγμένο από σκυρόδεμα, πέτρα και χαλκό, δείχνει τη σύνδεση τούτη και τα χαρακτηριστικά που φέρει το πτηνό. Ένα μνημείο που δημιουργήθηκε κατά τους εορτασμούς για την εκατονταετηρίδα της ανεξαρτησίας της Χιλής από την Ισπανία, και απεικονίζει έναν κόνδορα των Άνδεων να σπάει τα δεσμά του και να ανοίγει τα φτερά του. Κάτω από το βάθρο αυτού του αγάλματος, αρκετές φορές κοντοστάθηκε όταν ήταν μικρό αγόρι, ο Σέρχιο Κοντρέρας. Εντυπωσιαζόταν από τη μορφή του και καταλαμβανόταν από φόβο όταν τα σύννεφα μαζεύονταν από επάνω του και κατευθύνονταν στην ακτογραμμή του Πούντα Αρένας. Στην ακροθαλασσιά όπου και ο ίδιος κατέφευγε για παιχνίδι, ή και για ονειροπόληση. Στην άκρη της θάλασσας, δηλαδή, όπου αντικρίζει τον Πορθμό του Μαγγελάνου, μα και τη Γη του Πυρός: το αρχιπέλαγος που εκτός από το ομώνυμο νησί, αποτελείται και από άλλα μικρότερα νησιά που κατά το ήμισυ ανήκουν στην Αργεντινή. Τη χώρα που όταν οι βάναυσες και αντιδημοκρατικές περιστάσεις το απαίτησαν (το στρατιωτικό πραξικόπημα του Αουγκούστο Πινοσέτ), ο Σέρχιο Κοντρέρας φύσει αριστερή, αδέσμευτη και ανατρεπτική, χρειάστηκε να ανοίξει τα δικά του φτερά για να μεταβεί. Και από κει, σαν άλλος κόνδορας, να πετάξει μακρύτερα και να φτάσει μέχρι τη βιομηχανική πόλη του Σέφιλντ, όπου και παρέμεινε για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.
Ο σκηνοθέτης Γιάννης Κολόζης – γόνος του διακεκριμένου Έλληνα ντοκιμαντερίστα Γιώργου Κολόζη – γνώρισε τον Σέρχιο Κοντρέρας σε μια ειδική προβολή του ‘Salvador Allente’ (2004) – του σημαντικού Χιλιανού ντοκιμαντερίστα Πατρίσιο Γκουσμάν – και από την πρώτη στιγμή τον συνάρπασαν οι εξιστορήσεις του περιπετειώδους βίου του. Όπως επίσης, η τόσο θετική ενέργεια που κουβαλούσε, παρά το ότι χρειάστηκε να ζήσει μακριά από την οικογένειά του και τον τόπο προέλευσής του. Κατόπιν τούτου, αμέσως μετά από την τυχαία γνωριμία τους, εν είδει σπουδαστικής ταινίας, ο Γιάννης Κολόζης ξεκίνησε να καταγράφει στην κάμερα του τον Σέρχιο Κοντρέρας, να αφηγείται με λεπτομέρειες συμβάντα από την ταραχώδη ζωή του.
Έξι έτη μετά, αυτό που άρχισε ως μια απλή οπτικογράφηση των εξομολογήσεων του Σέρχιο Κοντρέρας, γρήγορα μετεξελίχθηκε σε κάτι περισσότερο, όταν ο τελευταίος αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι επιστροφής στην πολύπαθη Χιλή, ύστερα από 38 χρόνια αυτοεξορίας. Ένα ταξίδι που δεν γινόταν να το χάσει ο Γιάννης Κολόζης, αν ήθελε το ντοκιμαντέρ του να είναι πιο ενδιαφέρον και πλήρες, ακόμη και αν κάτι τέτοιο σήμαινε πως θα επωμιζόταν το βάρος ενός παραπάνω απαιτητικού και δαπανηρού κινηματογραφικού εγχειρήματος (περίπου εξ ολοκλήρου, μιας και εκτός από τη στήριξη της οικογένειας του Σέρχιο Κοντρέρας, λίγο πριν ολοκληρωθεί η ταινία μέσω της crowdfunding πλατφόρμας Indiegogo, ζήτησε τη συνδρομή του κοινού). Ο Γιάννης Κολόζης στο σκηνοθετικό μεγάλου μήκους ντεμπούτο του, στο χώρο όπου διακρίθηκε ο πατέρας του, ανέλαβε και τους ρόλους του διευθυντή φωτογραφίας και μοντέρ, και μολονότι ετούτο σε ουκ ολίγα σημεία εξαιτίας και της έλλειψης προηγούμενης εμπειρίας, ή και των πραγματικά πενιχρών μέσων που είχε στην κατοχή του, προδίδει την ποιότητα και τον ρυθμό του έργου, επειδή εκμεταλλεύεται στο έπακρο το γεγονός πως έχει μπροστά από τον φακό έναν άνθρωπο που δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορους τους θεατές, αποζημιώνει. Ένα υποκείμενο που κοιτάζει με νοσταλγία το παρελθόν, μα και με αισιοδοξία το μέλλον. Που πρόσθετα, λειτουργεί σαν συν-σκηνοθέτης του ‘Un Condor’, εφόσον μαζί με τον ρόλο του συνεντευξιαζόμενου και αφηγητή, αναλαμβάνει και εκείνον του καθοδηγητή.
Το ‘Un Condor’ αρχίζει κάπως αντίστροφα, μιας και στο πρώτο στιγμιότυπο παρουσιάζει τον Σέρχιο Κοντρέρας να πηγαίνει την ανάπηρη μητέρα του σε κάποιο υπαίθριο φεστιβάλ. Τον δείχνει, δηλαδή, τη στιγμή που έχει τελεστεί η επανασύνδεση και ο ίδιος απολαμβάνει μια στιγμή γιορτής και ξεγνοιασιάς με ένα τόσο αγαπημένο του πρόσωπο, όπως είναι αυτό που τον έφερε στον κόσμο. Τάχιστα, πάντως, ο Γιάννης Κολόζης επιστρέφει σε ένα διαμέρισμα στο Σέφιλντ της Αγγλίας και προβάλλει τον Σέρχιο Κοντρέρας μαζί με συγγενείς και φίλους του, να προετοιμάζεται κατενθουσιασμένος για το ταξίδι της επιστροφής – ένα ταξίδι που σημειωτέον κόστισε περισσότερο από όσο θα έπρεπε στον Γιάννη Κολόζη, μιας και εξαιτίας μιας απάτης, έμεινε χωρίς εισιτήριο και χρειάστηκε να ξοδέψει σχεδόν όλα τα του χρήματα. Αναμενόμενα, συγκινούν τα πλάνα που ο Σέρχιο Κοντρέρας εισέρχεται στη φτωχή οικία που ζει η μητέρα του και έχουν συγκεντρωθεί τα αδέρφια και τα ανίψια του. Πολλώ δε μάλλον αφού αντιπαραβάλλεται ένα απόσπασμα του συνεντευξιαζόμενου από το παρελθόν Σέρχιο Κοντρέρας. Σκηνή που τον δείχνει να ακούει και να σχολιάζει ένα τραγούδισμα καθώς είναι το ‘Te Recuerdo Amanda’ (1969), που έγραψε για τη μητέρα του, ο φρικτά δολοφονημένος από το καθεστώς Πινοσέτ, ποιητής, τραγουδιστής, συνθέτης και συγγραφέας Βίκτορ Χάρα.
Τη συνένωσή του με τη μητέρα του και τους συγγενείς που μπόρεσαν να δώσουν το παρών στη φτωχική κατοικία (ανάμεσά τους και άνθρωποι που δεν πρόλαβε να τους γνωρίσει), θα διαδεχθούν λήψεις που αποτυπώνουν τις συναντήσεις του με άλλα προσφιλή του πρόσωπα και επισκέψεις σε γνώριμα μέρη: όπως είναι ο πατέρας του και το οικοδόμημα όπου έζησε τα αρχικά χρόνια της ζωής του. Μεταβάσεις και διασταυρώσεις που παρά τις αλλαγές και τις παρεμβάσεις, ξαναζωντανεύουν με γλαφυρότητα και χιούμορ τις μακρινές αναμνήσεις του Σέρχιο Κοντρέρας. Αποτελώντας καρπό ενός απαγορευμένου έρωτα (η μητέρα του ήταν οικιακή βοηθός και έμεινε έγκυος από τον μοναχογιό της ευκατάστατης οικογένειας για την οποία και εργαζόταν), ο Σέρχιο Κοντρέρας ενθυμάται πως ήταν υπερβολικά ανεπιθύμητος. Τόσο από τη μεριά του πατέρα του, που για ευνόητους λόγους τον απέκρυπταν από τους περίοικούς τους όσο και της μητέρας του, που προερχόταν από μια φυλή αυτοχθόνων της Παταγονίας, που είχαν δώσει όρκο να μην αναμειχθούν με Ευρωπαίους πολίτες (ο παππούς του από την πλευρά του πατέρα του υπήρξε Ισπανός εξόριστος και είχε φτάσει στo Πούντα Αρένας, για να γλιτώσει από τη δικτατορία του Φρανθίσκο Φράνκο). Περνώντας πολύτιμο μέρος των παιδικών του χρόνων μέσα σε ένα ευρύχωρο και πολυτελές διαμέρισμα – από το οποίο όταν είχε πανσέληνο ταξίδευε νοερά σε περιοχές που δεν μπορούσε να επισκεφθεί, καθώς φανταζόταν πράγματα από τις σκιές που προκαλούσε το ολοφώτιστο φεγγάρι στους καθημαγμένους από την υγρασία τοίχους του δωματίου του – ο Σέρχιο Κοντρέρας πάντως, πήρε την παιδεία που λάμβαναν σχεδόν όλοι οι γόνοι των πλουσίων. Τουλάχιστον, μέχρι το σημείο που η μητέρα του παντρεύτηκε έναν άλλον άνδρα (έναν πολύ πιο φτωχό άνθρωπο).
Με την ίδια παραστατικότητα στη διήγηση και ευθυμία στη διάθεση, ο Σέρχιο Κοντρέρας θα θυμηθεί και τα εφηβικά του χρόνια στο χαμόσπιτο που ακόμη διαβιεί η μητέρα του. Το πώς από τη στιγμή που εγκαταστάθηκαν εκεί, παρά τις απαγορεύσεις και τις τιμωρίες που του επιβάλλονταν άρχισε να ανακαλύπτει τον κόσμο. Ο Σέρχιο Κοντρέρας περνούσε τον πιο πολύ του χρόνο έξω από το σπίτι και η γνωριμία του με το μεγαλύτερο και πιο πεπειραμένο Γκόρντο Βαλντέζ είχε σαν αποτέλεσμα τη βαθμιδωτή του ριζοσπαστικοποίηση (πολιτική και οικογενειακή). Την προσχώρησή του στο σοσιαλιστικό κόμμα του Σαλαβδόρ Αλιέντε και τη μετοίκησή του σε ένα κοινόβιο που συναποτελούνταν από ανθρώπους που ενστερνίζονταν τον χίπικο τρόπο ζωής. Παρά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των απολαυστικών περιγραφών και ενός παράλληλου μοντάζ που καταλύει τον χρόνο τοποθετώντας παρελθόν και παρόν μαζί, το συναπάντημα του Σέρχιο Κοντρέρας με έναν φίλο του, θα φέρει στο προσκήνιο τον τρόμο των αρχικών ημερών του στρατιωτικού πραξικοπήματος του Αουγκούστο Πινοσέτ.
Παρομοίως και όταν επισκεφθεί το νεκροταφείο που έχει κηδευτεί – σε έναν συγκριτικά με άλλους, περισσότερο ταπεινό τάφο – ο ένας εκ των παππούδων του (ο πατέρας της μητέρας του). Ο άνθρωπος που είχε διωχθεί και κυνηγηθεί για τα κομμουνιστικά του πιστεύω, τόσο από τους καταδυναστευτικούς κυβερνώντες όσο και από την οικογένειά του. Σημείο όπου ο Γιάννης Κολόζης δράττεται της ευκαιρίας, για να φανερώσει ορισμένες από τις σκέψεις του Σέρχιο Κοντρέρας για το στρατιωτικό πραξικόπημα που επιβλήθηκε στη χώρα του. Το πώς ένιωσε στο άκουσμα της είδησης γίνεται κατανοητό, πόσο μάλλον αφού το Πούντα Αρένας ένεκα της στρατηγικής σημασίας τοποθεσίας του, καταλήφθηκε από τους υποστηρικτές του Αουγκούστο Πινοσέτ πριν από την πρωτεύουσα της Χιλής. Μα και επειδή ο ίδιος βρισκόταν στην ηλικία μεταξύ των δεκαέξι και δεκαεπτά χρόνων, που ήταν υποχρεωτικά στρατεύσιμη. Και μόνο στην ιδέα να γίνει ένα παραπάνω λυσσαλέο ροτβάιλερ, όπως σωστά χαρακτηρίζει όσους υπηρέτησαν με τα γνωστά, αποτρόπαια αποτελέσματα, το στρατιωτικό πραξικόπημα (ανάμεσά τους και άνθρωποι που πριν από την επιβολή του καθεστώτος φορούσαν χίπικα ενδύματα, άκουγαν ροκ μουσική κι έκαναν ναρκωτικά), δείχνει το πως ακριβώς αισθάνεται. Γι’ αυτό και από την πρώτη στιγμή, ήξερε πως έπρεπε να βρει ένα μέρος για να κρυφτεί. Τη στιγμή που όντας καταζητούμενος συνεπαγόταν πως έπρεπε να ξεχάσει την οικογένεια και τους φίλους του και να αυτοεξοριστεί. Όσο παράτολμο κι αν φαντάζει, ο Σέρχιο Κοντρέρας μαζί με άλλους συντρόφους του, βρήκε τον τρόπο να περάσει τα σύνορα της Αργεντινής. Αν και κάτι τέτοιο σε καμία περίπτωση δεν σήμαινε πως τελείωσαν τα άγχη και τα βάσανά του: στο Ρίο Τούρβιο, μια μικρή πόλη ανθρακωρύχων, για να διατηρηθεί στη ζωή χρειάστηκε να εργαστεί σε κάποιο από τα μεταλλεία της επικράτειας, κάτω από απερίγραπτα απάνθρωπες συνθήκες, ενόσω στο Μπουένος Άιρες, που μπορεί τα πράγματα να φαινόντουσαν σχετικά καλύτερα, δεν ήταν λίγες οι φορές που μετά από έλεγχους ρουτίνας, κατέληγε στη φυλακή.
Από το Πούντα Αρένας στο Ρίο Τούρβιο και από το Μπουένος Άιρες στο Σέφιλντ, ο Σέρχιο Κοντρέρας άνοιξε τα φτερά του και πέταξε το δυνατόν πιο μακριά. Το δυνατόν στο μέρος που θα μπορούσε να είναι πιο ελεύθερος. Ο Γιάννης Κολόζης παραβάλλει κομμάτι τούτης της μετάβασης με εικόνες απαράμιλλης φυσικής ωραιότητας. Εικόνες που προέρχονται από την επίσκεψη που πραγματοποίησαν στο Πουέρτο Νατάλες της Παταγονίας. Εικόνες που αποστομώνουν και προκαλούν ανάμεικτα αισθήματα, μιας και η συγκεκριμένη πόλη είναι η τελευταία που βρέθηκε ο Σέρχιο Κοντρέρας, πριν περάσει τα σύνορα για την Αργεντινή. Και είναι ευτυχές, γιατί ανάμεσα στα άλλα πτηνά και θηλαστικά ο φακός συλλαμβάνει και έναν κόνδορα των Άνδεων, κάνοντας την παραλληλία με το εν λόγω πουλί ακόμη πιο ανθεκτική.
Μένοντας συνεπής στις ανεξάρτητες και προοδευτικές κοινωνικοπολιτικές πεποιθήσεις του (υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εχθρικά διακείμενος της καταπάτησής τους), παρά τις δυσχέρειες και τις κακουχίες που συνάντησε, όχι μόνο στην ιδιαίτερη του πατρίδα αλλά και στην Αργεντινή και το Ηνωμένο Βασίλειο (εκτός από τις προληπτικές φυλακίσεις, ενόψει στρατιωτικού πραξικοπήματος έπρεπε να αποχωρήσει και από τούτη τη λατινογενή χώρα, ενώ στο Σέφιλντ, επί της πρωθυπουργίας της νεοφιλελεύθερης Μάργκαρετ Θάτσερ, μέχρι ένα επίπεδο βίωσε συγκρουσιακές καταστάσεις που του επανέφεραν στη θύμηση τη Χιλή) σε ορισμένο (αρχικό) σημείο της ταινίας, ο Σέρχιο Κοντρέρας παρομοιάζει τον βίο του με την ‘Κωμωδία των Παρεξηγήσεων’ (1589 – 1594), ένα από τα πρώιμα, νεανικά έργα – την πρώτη κωμωδία – του εμβληματικού ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, όταν είσαι αναπόσπαστο μέρος μιας ιστορίας οδυνηρής όλα σου φαίνονται τραγικά. Έχοντας ζήσει για καιρό από απόσταση ασφαλείας, όμως, τα όσα δραματικά πραγματοποιήθηκαν δύναται να ληφθούν και ως μια κωμωδία εσφαλμένων περιστατικών. Βλέποντας κάποιος το ‘Un Condor’ αντιλαμβάνεται, λοιπόν, πως η απόσταση ασφαλείας δεν είναι μόνο γεωγραφική ή χρονική αλλά και συναισθηματική. Από την πρώτη στιγμή που παρουσιάζεται στην οθόνη ο Σέρχιο Κοντρέρας, η υπεραισιοδοξία με την οποία αντιμετωπίζει τη ζωή είναι χαρακτηριστική. Ακόμη και στα πιο σπαραξικάρδια στιγμιότυπα βρίσκει τον τρόπο να μετριάσει την εξωτερίκευση του συναισθήματος: τόσο στη συνάντησή του με τη μητέρα του στο Πούντα Αρένας όσο και σε εκείνη με το ένα από τα αδέρφιά του στην Αντοφαγάστα, είναι συγκρατημένος. Όχι ότι δεν συγκινείται, όμως αυτό είναι κάτι που το κάνει με απόλυτη σύνεση και δίχως να εγκαταλείπει τον πιο μεγάλο μηχανισμό άμυνας που διαθέτει (το χιούμορ). Γι’ αυτό, η περιστασιακή προτίμηση του Γιάννη Κολόζη, να φέρει πολύ κοντά στον φακό τον Σέρχιο Κοντρέρας, κρίνεται καθοριστική. Μέσα από λήψεις που προέρχονται από τη συνέντευξη που του έδωσε το 2005, ο τέταρτος τοίχος καταργείται, τη στιγμή που σε στιγμές, ο συμπαθητικός πρωταγωνιστής επιτρέπει στην κάμερα να εισδύσει στον ψυχισμό του και να καταγράψει παραπάνω πράγματα από όσα θα άφηνε να φανούν σε μια διαφορετική συνθήκη (σε ένα αντάμωμα με κάποιο από τα αγαπητά του πρόσωπα).
Λαμβάνοντας υπόψη τα άνωθεν, όσον αφορά τη χρονική απόσταση, αυτή δεν θα μπορούσε να είναι λιγότερο σχετική. Μπορεί ο Σέρχιο Κοντρέρας να χρειάστηκε 38 χρόνια ωσότου να λάβει την απόφαση να επιστρέψει στη γενέτειρά του, όμως, γι’ αυτόν θα ήταν το ίδιο αν το ταξίδι τούτο συνέβαινε πριν πέντε, δέκα ή είκοσι έτη. Γι’ αυτόν που καταλαβαίνει με το δικό του τρόπο τον θάνατο και τη θέση μας στο σύμπαν. Ούτε και για τον σκηνοθέτη έχει αρκετά μεγάλη σημασία ο χρόνος. Μιας και το ταξίδι που πράττει ο ήρωάς μας, ναι μεν μονοπωλεί την προσοχή των θεατών, όμως με εφαλτήριο αυτό, σκόρπιες αναμνήσεις από το παρελθόν εμφανίζονται και αλληλεπιδρούν με έτερες που διαμορφώνονται στο παρόν. Πολλές φορές μάλιστα, οι εικόνες του παρόντος συνοδεύονται μόνο από ηχητικά τμήματα που αφορούν το παρελθόν καθαυτό, δίνοντας τη δυνατότητα στον σκηνοθέτη να ενώσει με τον δικό του τρόπο το υλικό που έχει στη διάθεσή του. Στο τελευταίο σκέλος της ταινίας, εκείνο όπου ο Σέρχιο Κοντρέρας επισκέπτεται το Σαντιάγο, το Βαλπαραΐσο και μαζί με τον Κλαούντιο, τον αδερφό του, πορεύονται σε ορισμένα από τα πιο πεντάμορφα σημεία στην Αντοφαγάστα, τούτο γίνεται αρκετά αισθητό. Όπως μεμονωμένα γίνεται και σε άλλα μέρη της διαδρομής, από το νότο στο βορά της Χιλής. Καταφέρνει έτσι, το ‘Un Condor’, πέρα από το να συνδέσει έναν ξεχωριστό άνθρωπο με την πολυμελή οικογένειά του και να αντιπαραθέσει το ατομικό με το συλλογικό, να αποτυπώσει τον κοινό χρόνο ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν.