Οι Καλυτερες Ταινιες Της Χρονιας (5 – 1)
5) (tie) Το Αλάτι Της Γης – Βιμ Βέντερς, Τζουλιάνο Ριμπέιρο Σαλγάδο
”Στις πιο απομακρυσμένες περιοχές, κάτω από τις πιο ακραίες και αντίξοες συνθήκες που αιχμαλώτισε ποτέ ο φωτογραφικός φακός βρίσκεται ο άνθρωπος, που ο Τζουλιάνο Σαλγάδο τόσο αποζητά. Ο ίδιος, ο Σεμπαστιάο Σαλγάδο, σε ολόκληρη τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ, εμφανίζεται ή ακούγεται να μιλάει σε πρώτο πρόσωπο με σκοπό να επεξηγήσει το υλικό. Σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, είναι τέτοια η δύναμη των εικόνων μα και η ειλικρίνεια των συνοδευτικών υποσημειώσεων που το κάνει να φαίνεται βαθιά συγκινητικό. Ταυτόχρονα, η αντιπροσωπευτική προτίμηση των φωτογραφιών από τους δημιουργούς του ντοκιμαντέρ, κρίνεται εξαιρετική, όχι μόνο για την αναμφισβήτητη, καλλιτεχνική ποιότητα αυτών αλλά και γιατί καταφέρνει να διαπεράσει σημαντικούς σταθμούς από έναν πραγματικά τεράστιο όγκο ανυπέρβλητης δουλειάς. Ο ασυνήθιστος, αλλά απόλυτα ενδεδειγμένος τρόπος με τον οποίο, ο ήχος, το μιξάζ των εφέ και η μουσική υπογραμμίζουν ή συμπληρώνουν όλα όσα οι εικόνες δεν μπορούν να πουν και όλα εκείνα που προαπαιτούνται για να υποστηρίξουν τη φωτογραφική στατικότητα, ολοκληρώνουν ένα καταπληκτικό και αξιοσημείωτα βιωματικό ντοκιμαντέρ. Το ‘Αλάτι της Γης’, μέσα από μια γόνιμη σε ιδέες σκηνοθετική αντιμετώπιση, παρουσιάζει το εντυπωσιακό φωτογραφικό ημερολόγιο μιας σπουδαίας προσωπικότητας, αυτής που μπόρεσε να παγώσει στον αποκαλυπτικό της φακό, τις κοινωνικοπολιτικές και περιβαλλοντολογικές επιπτώσεις ενός απάνθρωπου και σαθρού οικονομικού συστήματος.”
5) (tie) Το Μαργαριταρένιο Κουμπί – Πατρίσιο Γκουσμάν
”Πέντε χρόνια μετά το συνταραχτικό ‘Νοσταλγώντας το φως’ (2010), ο Χιλιανός σκηνοθέτης, Πατρίσιο Γκουσμάν, με τη μακρά και αξιοθαύμαστη φιλμογραφία, επιστρέφει και συνεχίζει τη μόνιμη προβληματική του, μ’ ένα εξίσου σημαντικό και ιδιοσυγκρασιακό ντοκιμαντέρ. Το λησμονημένο, αιματοβαμμένο παρελθόν της Χιλής, όσο ανατριχιαστικό κι αν είναι, έρχεται και πάλι στην επιφάνεια και συνδιαλέγεται μ’ ένα παρόν που μολονότι προσπαθεί να μάθει από τον χρόνο που έχει περάσει, εξακολουθεί να πράττει τα ίδια ατοπήματα και να έχει στο απυρόβλητο τους ιθύνοντες. Μέσα από ένα πολυεπίπεδο και ευρηματικό σενάριο (κέρδισε και το αντίστοιχο βραβείο στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου), ο Πατρίσιο Γκουσμάν, εξιστορεί δύο διαφορετικές ιστορίες, οι οποίες, μοιράζονται περισσότερα κοινά, απ’ όσα μπορεί εκ πρώτης όψεως να αντιληφθεί ο θεατής. Όπως δύο ορμητικά ρυάκια που ξεκινούν από την ίδια πηγή και μετακινούνται αέναα και κυκλικά, μέχρι να ξανανταμώσουν. Ο σκηνοθέτης, σεναριογράφος και αφηγητής (ο ίδιος, ο Πατρίσιο Γκουσμάν), παρουσιάζει και συνδέει τις δύο ιστορίες μέσα από ένα φιλοσοφικό, ποιητικό, ιστορικό και επιστημονικό πλαίσιο που δεν αφορά μονάχα την ιστορία της Χιλής, αλλά και κάθε αντίστοιχης περιοχής που έχει δεχθεί την αποικιοκρατική στυγνότητα και τα πραξικοπηματικά της παρακλάδια.”
4) Carol – Τοντ Χέινς
”Ο Τοντ Χέινς, στην έκτη, μόλις, μεγάλου μήκους ταινία του, λαμβάνει την καλλιτεχνική και εμπορική αναγνώριση που χρόνια αποζητούσε και του αναλογεί. Χωρίς να απομακρύνεται, ιδιαίτερα, από τις αισθητικές του καταβολές και την προβληματική που συναντάει κανείς, σε οποιοδήποτε έργο της σύντομης φιλμογραφίας, αγγίζει ένα μεγαλύτερο ακροατήριο που δεν περιορίζεται μόνο στα στεγανά της queer κοινότητας. Με τον αριστουργηματικό, αν και παλιομοδίτικο, τρόπο που το πραγματοποίησε, δέκα χρόνια πρωτύτερα, το σπαραξικάρδιο ‘Brokeback Mountain’ του Ανγκ Λι με τον ίδιο τρόπο το κάνει τώρα και ο Τοντ Χέινς. Έχει στα χέρια του, μια δελεαστική και αψεγάδιαστη, μυθιστορηματική ύλη (‘The price of salt’, 1952) που την εκμεταλλεύεται στο έπακρον και δεν αφήνει την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε να πάει χαμένη. Αναμφισβήτητα, αν ζούσε, η Πατρίσια Χάισμιθ, θα ήταν περήφανη για τον διεισδυτικό τρόπο που ο Τοντ Χέινς και το τεχνικό επιτελείο που τον συνόδευσε, εμφύσησε ζωή, σ’ ένα από τα πιο παραγνωρισμένα μυθιστορήματα της διακεκριμένης συγγραφέως. Στυλοβάτες, σ’ αυτή την προσπάθεια, μια πολλά υποσχόμενη ηθοποιός (Ρούνι Μάρα) και η σπουδαιότερη, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ερμηνεύτρια της τελευταίας εικοσαετίας (Κέιτ Μπλάνσετ). Το διπλό ρεσιτάλ, απελευθερώνει έναν ασυνήθιστα αρχετυπικό ερωτισμό που επιτυγχάνεται αγόγγυστα και αφήνει ανεξίτηλα τα σημάδια του, στην καρδιά της ταινίας.”
3) Ο Αστακός – Γιώργος Λάνθιμος
”Ο Γιώργος Λάνθιμος, όχι μόνο τα καταφέρνει εξόχως υπογράφοντας, αν όχι την καλύτερη, αναμφισβήτητα την πιο ιδιαίτερη και απαιτητική του δημιουργία, αλλά ως κορυφαίος του ξεχωριστού αυτού υποείδους που υπηρετεί, δεν θυσιάζει τίποτα στη θυμέλη της διεθνούς καριέρας, των αυστηρών χρονοδιαγραμμάτων και των υψηλών απαιτήσεων μιας ανάλογης παραγωγής. Οι αναγνωρίσιμοι ηθοποιοί, οι πανέμορφες τοποθεσίες, οι εκκεντρικές ιδέες, κάθε τι που απαρτίζει το δυστοπικό περιβάλλον του ‘Αστακού’, υπηρετεί την αξιοπερίεργη οπτική του σκηνοθέτη. Εκείνη, που καμουφλάρει με αρκετό κυνισμό, υποδόριο χιούμορ και αλληγορικό ύφος μια βαθιά ρομαντική ταινία. Γιατί, ο ‘Αστακός’, δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια συναισθηματική τραγικοκωμωδία, κατάλληλη να μιλήσει με τον πιο αποστομωτικό και οξυμένο τρόπο για τις κληροδοτούμενες νόρμες που διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις σε μια παραδοσιακή μορφή κοινωνίας (ξενοδοχείο), αλλά και να ισοπεδώσει αυτό το πλαίσιο, προτείνοντας ένα αντιδραστικό μοντέλο διαχείρισης και συμπεριφοράς (δάσος), που όμως, και αυτό καταλήγει να ακολουθεί ασφυκτικούς κανόνες. Επειδή, αυτό που λείπει από κάθε μορφή κοινωνίας, δεν είναι οι κανόνες αλλά η έλλειψη επικοινωνίας και η αληθινή αγάπη.”
2) Η Μυστική Λέσχη – Πάμπλο Λαρέν
”Ο 39χρονος Χιλιανός σκηνοθέτης Πάμπλο Λαρέν, στην πέμπτη του ταινία μυθοπλασίας και πρώτη μετά την εξαιρετική τριλογία που αφορούσε τη δικτατορική περίοδο της Χιλής (‘Τόνι Μανέρο’ το 2008, ‘Post Mortem’ το 2010 και το υποψήφιο για όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, ‘No’ το 2012), δημιουργεί μια συγκλονιστική ταινία για την αμφιλεγόμενη διευθέτηση των αποτροπιαστικών σεξουαλικών εγκλημάτων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Δίχως καμία περιστροφή, ο Πάμπλο Λαρέν, παρουσιάζει τα ασυγχώρητα αμαρτήματα του παρελθόντος, αλλά και τον τρόπο που η σημερινή εκκλησία επιχειρεί να διασκευάσει τις εντυπώσεις και να αποκρύψει τα εγκλήματα, κάτω από ένα επιφανειακά προοδευτικό και εκσυγχρονισμένο παρουσιαστικό (η εκλογή του πρώτου Ιησουίτη και Λατινοαμερικάνου Πάπα και το άνοιγμα στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια). Το επίκαιρο περιεχόμενο της ταινίας, σκηνοθετείται με τόλμη από τον Πάμπλο Λαρέν, ο οποίος δεν δείχνει την επιθυμία να αφήσει στο απυρόβλητο, όχι μόνο το γνώριμο παλιό, αλλά ούτε και ότι εκπροσωπεί το καινούριο. Μπορεί στο πρόσφατο παρελθόν να είδαμε ενδιαφέρουσες ταινίες που προσέγγιζαν τα εγκλήματα αυτά, όπως το ντοκιμαντέρ ‘Twist of Faith’ (2004), το αλμοδοβαρικής φύσεως ‘Κακή Εκπαίδευση’ (2004) ή το διασκευασμένο θεατρικό ‘Αμφιβολία'(2008), η συγκεκριμένη ταινία, όμως, συγχρονίζεται με το παρόν και αποτολμάει να ασκήσει δριμεία κριτική σε μια νέα περίοδο αποσιώπησης.”
1) Ο Γιός Του Σαούλ – Λάζλο Νέμες
”Ο ‘Γιος του Σαούλ’ του Ούγγρου Λάζλο Νέμες, δεν είναι μόνο μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς ή ένα από τα πιο συγκλονιστικά σκηνοθετικά ντουμπέτα των τελευταίων ετών, πρωτίστως αποτελεί, μια από τις πολυτιμότερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ και έχουν σαν θέμα τους μια από τις πιο σκοτεινές και αιματοβαμμένες σελίδες της ανθρωπότητας. Αυτό που ξεχωρίζει, τον ‘Γιο του Σαούλ’, από όσες ταινίες έχουμε παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια (δεν είναι λίγες) και αφορούν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τη ναζιστική θηριωδία είναι η κατάργηση ενός παρωχημένου αισθητικού μοντέλου που αναπόφευκτα, εμπεριέχει, τη συναισθηματική εκμετάλλευση και το καταγγελτικό ύφος. Στη θέση τους, ο Λάζλο Νέμες, προτείνει μια πιο πειραματική και ρεαλιστική φόρμα που στην ουσία καταργεί τον τέταρτο τοίχο, τοποθετώντας τον θεατή, στο κολαστήριο του Άουσβιτς. Η περιορισμένη αναλογία της κινηματογραφικής εικόνας (1.37 : 1, το σχεδόν τετραγωνισμένο κάδρο που επιλέχθηκε και στην ‘Ida’, το 2013), ο ακουστικός παροξυσμός (αξιοποίηση κάθε περιφερειακού ήχου και θορύβου), το υποκειμενικό βλέμμα (ο φακός ακολουθεί συνέχεια τον πρωταγωνιστή), οι μακροσκελείς και εναλλασσόμενες λήψεις (μια σφιχτοδεμένη αλληλουχία από σταθερά και τρεμάμενα πλάνα) και μια φωτογραφία που διαρκώς βουτάει στο σκοτάδι (λίγες φορές αντικρίζει το φως της ημέρας, ακόμη και τότε, δεν γίνεται με προφανή τρόπο), δημιουργούν ένα ασφυκτικό περιβάλλον που όμοιο του δε θυμάμαι να έχω δει σε ταινία με όμοιο θέμα.”