Η (Αυτο)Λογοκρισια Της (Αν)Ισορροπιας Του Nash
”Η Πειραματική Σκηνή είναι το μεγάλο μας στοίχημα για φέτος. Είναι η ανταπόκρισή μας στο πνεύμα ενός νόμου που λέει ότι το Εθνικό Θέατρο πρέπει να έχει σκηνή για τολμηρές προτάσεις, μελέτες επάνω στο θέατρο, πειραματισμούς. Επιπλέον, επικεφαλής είναι δύο εξαιρετικοί άνθρωποι, ο Ανέστης Αζάς και ο Πρόδρομος Τσινικόρης, οι οποίοι θεωρώ ότι θα δημιουργήσουν ένα σπουδαίο κεφάλαιο έρευνας και μελέτης του θεάτρου. Η ματιά με την οποία είδαν την Πειραματική, η σκέψη και η φαντασία τους μας δικαιώνει”. Τα λόγια αυτά αποτέλεσαν μέρος της απάντησης που έδωσε ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, Στάθης Λιβαθινός, όταν διερωτήθηκε από τη Μαρία Κρύου (‘Αθηνόραμα’) για το αν η επανίδρυση της Πειραματικής Σκηνής προσφέρει το στίγμα της δικής του παρέμβασης. Μερικούς μήνες αφότου ανέλαβε τα τιμητικά του καθήκοντα, ο εξαιρετικός σκηνοθέτης, η πραγματικότητα έρχεται για να αμφισβητήσει τα όσα αισιόδοξα δήλωνε και οραματιζόταν.
Μπορεί τη διευθυντική ευθύνη της Πειραματικής Σκηνής να την έχουν επωμιστεί δύο ικανοί σκηνοθέτες που έχουν αφήσει το δικό τους αποτύπωμα στις καινούργιες μορφές θεάτρου (όπως είναι το θέατρο ντοκουμέντο) και το ανακοινωμένο πρόγραμμα της εν λόγω σκηνής να είναι στοχευόμενο και υποσχόμενο με παραστάσεις που έχουν ήδη δοκιμαστεί (όπως το εξαιρετικό, ‘Υπόθεση Φαρμακονήσι Ή Το Δίκαιο Του Νερού’) και άλλες που ευελπιστούν να βρουν αντίστοιχη ανταπόκριση (όπως είναι, ‘Ο Αδαής Και Ο Παράφρων’ ή και ‘Ο Μαιτρ Και Η Μαργαρίτα’), η πολυαναμενόμενη ‘Ισορροπία του Nash’ όμως, η πρώτη παράσταση της Πειραματικής Σκηνής για τη φετινή χρονιά, κατόρθωσε να προκαλέσει ποικίλες συζητήσεις και να οδηγήσει στην εκδήλωση (και επικυριαρχία) ακραίων συμπεριφορών που κάθε άλλο παρά έχουν ακέραιη σχέση με οποιαδήποτε μορφή τέχνης και την ελευθερία της έκφρασης. Η ‘Ισορροπία Του Nash’ κατάφερε να έρθει στη δημόσια σφαίρα για τους λάθος λόγους και η διαχείριση της από τον κρατικό φορέα να θέσει σε πρωτοφανή δοκιμασία την επιθυμία και τις αντοχές ενός κοινού που διψάει για τολμηρό, πρωτοποριακό και αλογόκριτο θέατρο. Γιατί μπορεί ο Στάθης Λιβαθινός, να προσβλέπει σ’ ένα παραδειγματικό, αναβαθμισμένο και εξωστρεφή Εθνικό Θέατρο και για τον λόγο αυτό να εμπιστεύτηκε τη διορατικότητα δύο δραστήριων προσώπων στη διεύθυνση μιας σκηνής που υποτίθεται πως αφουγκράζεται τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις και πειραματίζεται με τη θεατρική φόρμα, απ’ ότι αποδείχθηκε όμως, δεν φαίνεται να διαθέτει εκείνα τα στοιχεία που χρειάζεται κάποιος για προστατέψει τις επιλογές του από το σκοτάδι που προσπαθούν να επιβάλλουν συντηρητικοί παράγοντες.
Οι αντιδράσεις που προκάλεσε το γεγονός πως το συγκεκριμένο ανέβασμα περιείχε μεταξύ άλλων ιστορικών αναφορών και λογοτεχνικών κειμένων (βασικό έναυσμα για το ανέβασμα αποτέλεσαν, ‘Οι Δίκαιοι’ του Αλμπέρ Καμί), πρακτικά από την πολύκροτη εκδίκαση της ’17 Νοέμβρη’ και ενδεικτικά αποσπάσματα από το βιβλίο – μαρτυρία του περιώνυμου μέλους της τρομοκρατικής οργάνωσης, Σάββα Ξηρού (‘Η Μέρα Εκείνη’, 1996), δε θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν ικανοποιητικά. Πόσο μάλλον όταν εκείνοι που ξεσηκώνονται, οδηγούνται στο αναιδέστατο και συναισθηματικά εκμεταλλεύσιμο σημείο να επικαλεστούν τη θύμηση των δολοφονημένων επειδή οποιοδήποτε άλλο, λογικό επιχείρημα, άφευκτα συγκρούεται με την ελευθερία της έκφρασης. Ανεξαρτήτως από το πως παρουσιάζεται και συνδιαλέγεται με τα αποσπάσματα αυτά, η ‘Ισορροπία Του Nash’, δεν παύει να αποτελεί μια ασυμβίβαστη παράσταση που στα πλαίσια μιας πειραματικής (ανα)θεώρησης αναζητάει τις στρατηγικές ισορροπίες μεταξύ δύο αντιτιθέμενων στρατοπέδων – πολιτικών ιδεολογιών. Στα θεατρικά πλαίσια αυτής της εποικοδομητικής διερεύνησης, η πρόταση της Πηγής Δημητρακοπούλου, επιχείρησε να ισορροπήσει μα κύρτωσε κάτω από την ασφυκτική πίεση μιας δυσβάστακτης πραγματικότητας που ξεπερνάει και την πιο παρακινδυνευμένη, δημιουργική πρόταση.
Αυτό που κυρίως δυσαρέστησε αυτούς που διαμαρτυρήθηκαν, ήταν η χρησιμοποίηση ενός τόσο αμφιλεγόμενου προσώπου που πρόσκειται στην αντιεξουσιαστική πτέρυγα και σε μια τρομοκρατική οργάνωση που έχει αφήσει το αιματηρό της σημάδι στο συλλογικό συνειδητό μιας χώρας. Γι’ αυτούς που επικαλούνται, όποτε τους εξυπηρετεί τη δημοκρατία, ο Σάββας Ξηρός είναι ένα πρόσωπο που αξίζει την πιο κατασταλτική και παραδειγματική διαχείριση. Ούτως ή άλλως, η ψήφιση ενός νομοσχεδίου για την οριστική παύση των φυλακών τύπου Γ’ και την ευνοϊκότερη αντιμετώπιση των καταδικασμένων με υψηλό ποσοστό αναπηρίας είχε ήδη πυροδοτήσει αντιδράσεις μιας και παρείχε την ισχυρή εντύπωση πως η νέα διάταξη επί της ουσίας αφορούσε τον Σάββα Ξηρό. Το να δώσει ελεύθερο βήμα ένας δημόσιος φορέας που κουβαλάει τον βαρύ και αρτηριοσκληρωτικό τίτλο, Εθνικό Θέατρο, έστω και κάτω από την εγκάρσια, αποσπασματική διαβούλευση μεταξύ κάποιων κειμένων δεν άρεσε σε τούτες τις φωνές. Από την πρώτη στιγμή, τα συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν έχασαν την ευκαιρία να λοιδορήσουν μια παράσταση που είναι αμφισβητήσιμο το πόσοι από αυτούς την παρακολούθησαν. Ευθύς αμέσως, η συντονισμένη γραμμή που χάραξαν ξεπερνούσε τα αισθητικά κριτήρια μιας παράστασης και αναγόταν στη σφαίρα της πολιτικής σύγκρουσης.
Σε τέτοιο βαθμό έφτασε η αγανάκτηση των υποστηρικτών του δημοκρατικού πολιτεύματος (μεταξύ των οποίων, αντιπρόσωποι της αντιπολίτευσης καθώς και η αμερικανική πρεσβεία) που δεν άργησαν να ξεσηκωθούν οι συγγενείς των θυμάτων της τρομοκρατικής οργάνωσης. Μέσα από μια πολύ σκληρή ανακοίνωση που εξέδωσαν, εξαπέλυαν δριμύτατη κριτική στα όρια της αποκήρυξης. Παρερμηνεύοντας τα γεγονότα και τον πραγματικό σκοπό αυτής της διαμάχης κάνανε λόγο για κρατικά χρηματοδοτούμενη τέχνη που επιχειρεί να ηρωοποιήσει μια χούφτα ακριβοπληρωμένων δολοφόνων, αρχής γενομένης με τον εξαγνισμό του Σάββα Ξηρού. Ο πόνος των συγγενών είναι αναμφισβήτητος, όχι όμως, όταν καταλήγει στο σημείο να επιδείξει εκδικητική συμπεριφορά που ακυρώνει οποιαδήποτε έννοια της δημοκρατίας. Κοινωνικό διακύβευμα της καταδίκης δεν πρέπει να είναι μόνο ο παραδειγματισμός αλλά και η αναμόρφωση οποιουδήποτε εγκληματία. Συγχρόνως, ουδείς εν ζωή συγγενής δεν έχει το δικαίωμα να παρέμβει στο περιεχόμενο ή τη δομή που θα έχει μια θεατρική παράσταση, πόσο μάλλον όταν μόνο έμμεσα μπορεί να τον αφορά. Αν συνέβαινε αυτό αρκετές αληθινές ιστορίες δεν θα έβρισκαν το δρόμο της αναπροσαρμογής και της μυθοπλασίας και σίγουρα οι τέχνες θα ήταν πολύ πιο φτωχές. Ούτε είναι δεδομένο το πως θα παρουσιαστεί κάποιος και ποιανού η πλευρά θα επικρατήσει. Αυτή δεν είναι άλλωστε και η πανδαισία της τέχνης; Να αιφνιδιάζεις, να μετασχηματίζεις το ανοίκειο σε προσιτό και να ανοίγεις ένα παράθυρο προβληματισμού που θα ευνοεί τον εύφορο διάλογο και όχι την απολυταρχία της γνώμης.
Αυτή τη συνθήκη επιχείρησε να υπηρετήσει και η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, μόνο που δεν είναι λίγοι εκείνοι που εξακολουθούν να πιστεύουν πως το εν λόγω θέατρο (ή και ιδιωτικοί χώροι ακόμη) θα έπρεπε να παρουσιάζει μια εξιδανικευμένη πραγματικότητα που να δίνει την ψευδή εντύπωση πως στο δημοκρατικό πολίτευμα όλα λειτουργούν σωστά ή μια πρόταση υπό την αυστηρή καθοδήγηση συντηρητικών, καθωσπρέπει και απολίτικων αναφορών. Γιατί αυτό που βιώσαμε τις τελευταίες μέρες μόνο σε φασιστικές πρακτικές θα μπορούσαμε να πούμε πως παραπέμπει και να ενθυμίζει πως ανά πάσα στιγμή μια αόρατη ομάδα ανθρώπων μπορεί να προσβάλλεται και εν συνεχεία να απειλεί και να τραμπουκίζει με απώτερο σκοπό τη λογοκρισία της τέχνης και την επικράτηση του σκοταδισμού. Από το πρόωρο, θλιβερό κατέβασμα της παράστασης ‘Corpus Christi’ στο θέατρο Χυτήριο το 2012, όταν και πραγματικά τέθηκε ζήτημα κινδύνου της ακεραιότητας των συντελεστών και του κοινού, μέχρι την απόσυρση μιας υπερμεγέθους, επιτοίχιας απεικόνισης, γυμνού σώματος στα πλαίσια της υπαίθριας, εικαστικής έκθεσης ‘Stills’ που διοργάνωσε η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών το 2015, ακραίοι, φασιστικοί, παραθρησκευτικοί κύκλοι δείχνουν πως έχουν τη δύναμη να κατευθύνουν την κατάληξη που θα έχει κάθε τολμηρό, καλλιτεχνικό εγχείρημα.
Το πρόωρο κατέβασμα άλλης μιας παράστασης και μάλιστα του Εθνικού Θεάτρου, έρχεται, για να προστεθεί με τραγικό τρόπο στις προηγούμενες δύο και μολονότι υπάρχουν κάποιες διακριτές διαφορές (στην περίπτωση του Χυτηρίου η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο μέχρι να προτιμηθεί το κατέβασμα) και οι τρεις υπακούουν στο δόγμα μιας επιβεβλημένης λογοκρισίας που υπερβαίνει τις διαστάσεις ενός ιδιωτικού θεάτρου, κρατικού φορέα ή και δημόσιου χώρου. Αναντίρρητα, κάθε μια από τις τρεις ματαιώσεις είναι μια τεράστια νίκη του σκοταδισμού και δίνει το δικαίωμα της επανάληψης με περισσότερο ή λιγότερο βίαιο και απειλητικό τρόπο στο κοντινό μέλλον. Ταυτόχρονα, μια τέτοια οπισθοδρόμηση έρχεται για να αποκαλύψει τα νομικά (και άλλα) κενά μιας πολιτείας που ενώ δίνει το δικαίωμα να πραγματοποιήσει κάποιος το ανέβασμα ή την εγκατάσταση που επιθυμεί, εκείνη αδυνατεί να εξασφαλίσει πως θα τον προστατέψει. Κατ’ αυτό τον τρόπο θυσιάζεται η καλλιτεχνική φερεγγυότητα ενός φορέα ή θεσμού και γίνεται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης που δύναται να οδηγήσει σε παρερμηνεία. Επομένως, μπορεί σε πρώτο επίπεδο να έχει δίκιο το Εθνικό Θέατρο, όταν αναφέρετε στην πρωταρχική του ανακοίνωση για άτεγκτη κριτική και ηθελημένη παρανόηση που καταλήγει σε εντελώς λανθασμένα συμπεράσματα, κάτι τέτοιο όμως, δεν θα έπρεπε να θεωρείται ικανοποιητικό για να οδηγήσει στο κατέβασμα. Όχι όσο προβάλλεις μια ιδεολογική άποψη η οποία είναι διαφορετική από εκείνη που προσπαθούν να κατασκευάσουν οι κακεντρεχείς (πολιτικοί ή δημοσιογράφοι) και η κατάσταση δε δείχνει να έχει οδηγηθεί σε σημείο τόσο ανεξέλεγκτο που να εγείρεται σοβαρό ζήτημα ασφάλειας.
Το τελευταίο δεν σημαίνει πως θα έπρεπε να ξαναζήσουμε τις αλησμόνητες, εξτρεμιστικές στιγμές του 2012, όπου κυριολεκτικά κινδύνεψε κόσμος στην προσπάθεια που κατέβαλλε για να προασπίσει το κατοχυρωμένο, αναφαίρετο δικαίωμα να μπορεί να δει ανεμπόδιστα την παράσταση που επιθυμεί. Αλλά όταν διακηρύσσεις, όπως ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, πως δεν παραιτείσαι από το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης τη στιγμή που το πράττεις, αναπόφευκτα οδηγείς σε περίεργους συνειρμούς για τα αληθινά κίνητρα και τη σκοπιμότητα αυτής της απόφασης. Όσο και αν η διαφοροποίηση των μελών του διοικητικού συμβουλίου δεν κρύβει το γεγονός πως έχουν οδηγηθεί σε αντιπαραγωγική ρήξη με τον Στάθη Λιβαθινό (μια αντιπαράθεση που αφορά τις χορηγίες, τη διοίκηση και τη λειτουργία της δραματικής σχολής), οι ίδιοι υπερασπίστηκαν το δικαίωμα των αδικημένων και κατατρεγμένων στην τέχνη, επικρίνοντας απερίφραστα τον περιρρέοντα συντηρητισμό. Ο αρμόδιος διευθυντής από την άλλη, είτε από πίεση και φόβο είτε από έλλειψη πείρας και λάθος εκτίμηση δεν φάνηκε να συμμερίζεται καθόλου την άποψη αυτή, οδηγώντας σε ένα κατέβασμα που θα συνοδεύει και θα επιβαρύνει για χρόνια τη φήμη του Εθνικού Θεάτρου.
Σε κάθε περίπτωση, το υγιές, σκεπτόμενο και ευσυνείδητο κομμάτι του πληθυσμού που όχι μόνο αγαπά τη δραματική τέχνη, αλλά υπερασπίζεται και την ελευθερία της έκφρασης όταν οι περιστάσεις το απαιτήσουν εναντιώθηκε από την πρώτη στιγμή με την (αυτο)λογοκριτική απόφαση του Εθνικού Θεάτρου. Ένα διαδικτυακό ‘κίνημα’ αλληλεγγύης ξεκίνησε που κύριο σκοπό είχε τη συσπείρωση των φιλότεχνων, προκειμένου να μεταπείσουν τη διεύθυνση του κρατικού φορέα και η παράσταση να ολοκληρώσει τις τρεις εναπομείναντες παραστάσεις. Κάτι που είναι αυτονόητο, κατόπιν λανθασμένων χειρισμών – αμφισβητήσιμων πρακτικών, έπρεπε να διεκδικηθεί εκ νέου. Κατόπιν τούτου, το βράδυ της προηγούμενης Παρασκευής, έξω από το νεοκλασικό κόσμημα που στεγάζει την κεντρική σκηνή και τα γραφεία διοίκησης του Εθνικού Θεάτρου στην Αγίου Κωνσταντίνου, ένα σημαντικό και αποφασισμένο πλήθος, είχε συγκεντρωθεί. Ανάμεσα στα συνθήματα που ακούστηκαν, δεν έλειψαν και εκείνα που έκαναν λόγο για μια νεότερη εποχή μακαρθισμού, ενώ ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε και το εύστοχο πανό που ανύψωσαν μέλη του σωματείου των εργαζομένων Εθνικού Θεάτρου, της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θεάματος Ακροάματος και του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, στο οποίο αναγραφόταν πως ‘ο φόβος δεν θα νικήσει’. Και πράγματι, ετούτη η δημοκρατική παρακίνηση απέναντι στο σκοταδισμό, φαίνεται πως εμψύχωσε ακόμη περισσότερο, όλους όσους συμπαρατάχθηκαν για να πιέσουν προς ανάκληση της απόφασης. Δύο βραδιές μετά, ένα πολύ μεγαλύτερο πλήθος μαζεύτηκε έξω από το κτίριο Rex στην Πανεπιστημίου, όπου στεγάζεται και η επίμαχη Πειραματική Σκηνή. Αυτή τη φορά, στόχος της συγκέντρωσης ήταν να πραγματωθεί κανονικά η ακυρωμένη, τελευταία παράσταση, της ‘Ισορροπίας του Nash’.
Μπορεί η παράσταση, έστω και την ύστατη στιγμή και κατόπιν έντονων διαβουλεύσεων με το συγκεντρωμένο πλήθος να ανέβηκε, αυτό όμως, δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός πως το Εθνικό Θέατρο απέδειξε πως φέρει ιδιαίτερα φοβικά και παραχωρητικά αντανακλαστικά που αγκομαχεί για να τα αποτινάξει. Η αδυναμία της διεύθυνσης να διαχειριστεί μια τέτοια κρίση και να τηρήσει τις προγραμματικές τις δηλώσεις, ήταν απροκάλυπτη. Το γεγονός πως υπέκυψε κάτω από την ασφυκτική πίεση ακραίων και συντηρητικών κύκλων, δείχνει και την αναντιστοιχία της ως προς αυτές. Γιατί αν πραγματικά θέλει να συμβαδίσει με το ευρύτερο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό γίγνεσθαι θα πρέπει να μπορεί να δημιουργήσει τέχνη με τα πιο τολμηρά και προοδευτικά υλικά. Χρειάζεται τόλμη για να είσαι ριζοσπαστικός και αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο και δεν χωράει καμία απαγόρευση. Όπως και το γεγονός, πως μια τόσο επιδραστική θεατρική σκηνή θα έπρεπε να έχει φροντίσει να προάγει το διάλογο νωρίτερα και όχι τη στιγμή που διακυβεύεται η φήμη της. Γιατί περισσότερο από κάθε άλλο φορέα, είναι το Εθνικό Θέατρο που πρέπει να βρει την εξισορροπητική εκείνη πλατφόρμα που θα του επιτρέπει να ανεβάζει τις παραστάσεις που επιθυμεί, χωρίς να επηρεάζεται από ανώτερες υποδείξεις. Στα πλαίσια μιας θεατρικής σύμβασης, ακόμη κι αν μια ιδέα προκαλεί εντάσεις ή μια ματιά ενοχλεί, εκείνο οφείλει να βρίσκει τον τρόπο για να την υπερασπιστεί. Διαφορετικά πάντοτε θα βρίσκουν τον τρόπο να παρεμβαίνουν παρασιτικοί άνθρωποι που έχουν αποδείξει πως δεν ενδιαφέρονται για την ελευθερία της έκφρασης, όχι τουλάχιστον, όσο εκείνοι παρακινούνται από συναισθήματα που δεν αποδέχονται τη διαφορετικότητα ή έχουν ενσωματωθεί από ένα αποσαθρωμένο και απάνθρωπο σύστημα. Τι ειρωνεία πάντως, ο άνθρωπος που εργάστηκε ώστε να επαναλειτουργήσει η Πειραματική Σκηνή να είναι και αυτός που υποχρεώθηκε να προβεί στο κατέβασμα μιας παράστασης της. Ευχής έργων, να μην ξαναγίνουμε μάρτυρες μιας βίαιης ενέργειας που καταλήγει να περιορίσει το δικαίωμα της κριτικής και του αντιλόγου και να επιβάλλει το σκεπτικό μιας φασίζουσας ομαλότητας.