Τρεξε
Τα τελευταία χρόνια, δεν είναι αμελητέες οι περιπτώσεις σκηνοθετών, που καταπιάστηκαν με το παρεξηγημένο είδος των ταινιών τρόμου με ορισμένα πολύ αξιόλογα αποτελέσματα. Από την παιχνιδιάρικη διάθεση του αυτοπαρωδικού ‘Το Μικρό Σπίτι στο Δάσος‘ του Ντρου Γκοντάρτ (2012), τη δευτεροκλασάτη αισθητική του κλειστοφοβικού ‘Το Πράσινο Δωμάτιο‘ (2015), μέχρι την απειλητική διάθεση του αλληγορικού ‘Babadoοk: Οι Σελίδες του Τρόμου‘ της Τζένιφερ Κεντ (2014) και την κατασκότεινη ατμόσφαιρα του παγανιστικού ‘Η Μάγισσα‘ του Ρομπέρ Έγκερς (2015), το μαύρο χιούμορ, η βία, η υπαινικτικότητα και ο μεταφυσικός τρόμος συναντήθηκαν και αποτυπώθηκαν με τρόπο αποτελεσματικό και ανανεωτικό για το είδος. Με εξαίρεση, όμως, το ‘Σε Ακολουθεί‘ του Ντέιβιντ Ρόμπερτ Μίτσελ (2014), όπου το παρηκμασμένο και χρεοκοπημένο Ντιτρόιτ μετατρέπεται στο σκηνικό εκείνο, που ξυπνούν τα καταπιεσμένα ένστικτα και οι σεξουαλικές επιθυμίες μιας παρέας εφήβων, καμία άλλη ταινία δεν επιχείρησε να εντάξει το σύγχρονο περιβάλλον τόσο επιτυχημένα, πόσο μάλλον, να εμπνευστεί από την καθεαυτή αμερικανική κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, για να δημιουργήσει ένα έργο που δεν περιορίζεται στην υποβολή, την αγωνία και το τρόμαγμα.
Την κατάσταση φαίνεται πως αλλάζει συθέμελα, το εξαιρετικά εμπνευσμένο και εμπορικά επιτυχημένο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Αφροαμερικανού ηθοποιού Τζόρνταν Πιλ. Συν-δημιουργός (με τον ηθοποιό, σεναριογράφο και παραγωγό Κίγκαν-Μάικλ Κι) της διάσημης και βραβευμένης τηλεοπτικής σειράς ‘Key & Peele‘ (2012 – 2015), ο χαρισματικός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός επιτυγχάνει να αφουγκραστεί τη σημερινή περίοδο [έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται μετά την σχεδόν απογοητευτική οκταετή διακυβέρνηση του Μπάρακ Ομπάμα (2009 – 2017)], να χρησιμοποιήσει τους κανόνες του αγωνιώδους και αιμοβόρικου είδους, να τους μπολιάσει με καγχασμό και βαθύτατη ειρωνεία, σε μια ταινία η οποία κάτω από τη νοσηρή της επιφάνεια, δεν κρύβει τίποτα λιγότερο από ένα καίριο σχόλιο, που θέτει επί τάπητος τον κεκαλυμμένο ή αναπροσαρμοσμένο, κληροδοτούμενο φυλετικό ρατσισμό. Η αφροαμερικανική κοινότητα βρίσκεται στο επίκεντρο του ‘Τρέξε‘ (συμβάν ασυνήθιστο για ταινία που εμπίπτει στο είδος του τρόμου), το ίδιο και η προοδευτική, λευκή, μεσαία τάξη (το κομμάτι εκείνο που εξέλεξε δύο φορές τον Μπάρακ Ομπάμα και στηρίζει τα δικαιώματα των μαύρων), και ο Τζόρνταν Πιλ, που στο μεταξύ έχει γράψει και το σενάριο (απρόβλεπτο, τρομακτικό και διασκεδαστικό, μα και απολαυστικό σε επίπεδο διαλόγων), φλερτάρει με τα όρια της πολιτικής ορθότητας, χλευάζει τα φυλετικά ή συμπεριφοριστικά στερεότυπα και ασκεί έντονη κριτική στην παραπλανητική και ψευδεπίγραφη ιδέα της κοινωνικής ισότητας.
Μπορεί, ο Κρις (Ντάνιελ Καλούγια) να είναι μαύρος και να έχει σχέση με τη Ρόουζ (Άλισον Ουίλιαμς) που είναι λευκή, αυτό όμως, δεν εμποδίζει τον πρωταγωνιστή από το να ρωτήσει τη σύντροφό του, εάν γνωρίζουν οι γονείς της, που επρόκειτο να επισκεφθούν το προσεχές σαββατοκύριακο, πως είναι μαύρος. Το ότι συμβαίνει σε ένα τόσο χαριτωμένο πλαίσιο όσο είναι αυτό που παρουσιάζεται στη δεύτερη σκηνή της ταινίας και η Ρόουζ τον διαβεβαιώνει για το ποιόν των γονιών της (ο πατέρας της είναι τόσο προοδευτικός, που αν ήταν στο χέρι του θα ψήφιζε για τρίτη φορά τον Μπάρακ Ομπάμα) και πως δεν συντρέχει κανένας λόγος, για να το πράξει αυτό, καθησυχάζει προσωρινά τον Κρις. Ο δε απενοχοποιημένος τρόπος με τον οποίο διενεργείται ο διάλογος ανάμεσα στο ερωτευμένο ζευγάρι είναι ενδεικτικός του τρόπου με τον οποίο πραγματώνεται μια τέτοια συζήτηση από μια γενιά, που δεν κουβαλά απαραίτητα τις φυλετικές αγκυλώσεις του παρελθόντος. Η άφιξη του ταιριαστού ζευγαριού στο απομονωμένο, διώροφο οίκημα με τον εκτενέστατο περιβάλλοντα χώρο και η γνωριμία του Κρις με τους γονείς της Ρόουζ συνεχίζει τούτη τη συνομιλία, ακόμη και αν το πράττει με τρόπο τόσο αναπάντεχο όσο είναι αυτός που γίνεται για τον τάρανδο. Ο πατέρας της Ρόουζ (Ντιν) είναι ένας προνομιούχος και ιδιαίτερα καλλιεργημένος άνθρωπος (νευροχειρουργός στο επάγγελμα), που δεν διατυμπανίζει μονάχα την προοδευτικότητά του με το ότι ψήφισε δύο φορές τον Μπάρακ Ομπάμα, μα και την περιβαλλοντική του ευαισθησία, στην είδηση, πως ο Κρις και η Ρόουζ, λίγο προτού φτάσουν στην κατοικία, τραυμάτισαν θανάσιμα με το αυτοκίνητο έναν τάρανδο. Σκηνή η οποία, εκτός από το ξάφνιασμα που προκαλεί, δείχνει το δισταγμό του Κρις να ξεπεράσει το σοκ του ατυχήματος και να αντιδράσει κατάλληλα, όπως και τη στερεοτυπική στάση του λευκού αστυνομικού στην εικόνα του μαύρου συνεπιβάτη.
Το ότι το ενδιαφέρον του Ντιν (Μπράντλεϊ Γουίτφορντ) για το περιβάλλον, εξαντλείται στο ότι ο θάνατος ενός ταράνδου είναι αρκετά καλή είδηση, μιας και σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο υπερπληθυσμός τους ευθύνεται για την καταστροφή του οικοσυστήματος, καθώς και το πόσο ανεκτικός είναι από το αν ψήφισε έναν Αφροαμερικανό για Πρόεδρο της Αμερικής, συναπαρτίζουν ένα πρώτης τάξεως κλείσιμο του ματιού, για τον τρόπο που σκέφτεται και λειτουργεί η τάξη που εκπροσωπεί. Το ίδιο και το γεγονός, πως μαζί με τη σύζυγο του Μίσι (Κάθριν Κίνερ) διατηρούν προσωπικό (τον Γουόλτερ και την Τζορτζίνα) για τις εργασίες της οικείας, τέτοιο που παρά την πρόοδο που τους χαρακτηρίζει, εξακολουθεί και είναι μαύρου χρώματος. Πάρα ταύτα, ο Ντιν θα επιχειρήσει να διασκευάσει τις εντυπώσεις (θα αναφέρει στον Κρις, τον λόγο για τον οποίο απασχολούν το συγκεκριμένο προσωπικό), ενέργεια, που δεν θα είναι αρκετή, για να στρέψει την προσοχή του παραξενεμένου ήρωα σε άλλο μέρος.
Στα πρόσωπα, του επιστάτη του κτήματος Γουόλτερ (Μάρκους Χέντερσον) και της οικιακής βοηθού Τζορτζίνα (Μπέτι Γκάμπριελ), ο Κρις, θα διακρίνει κάτι προσποιητό. Ενώ, δηλαδή, δείχνουν, πως απολαμβάνουν τη διαμονή τους στην οικεία, όπως και το να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην οικογένεια Αρμιτατζ, κάτι στο βλέμμα τους μαρτυρά, πως δεν είναι και τόσο ευτυχισμένοι και ικανοποιημένοι από αυτή την κατάσταση. Τόσο ο Γουόλτερ όσο και η Τζορτζίνα συμπεριφέρονται μηχανιστικά, σε τέτοιο βαθμό, που κινούν την υποψία του Κρις. Σε μια χαρακτηριστική σκηνή, μάλιστα, που η Τζορτζίνα σερβίρει πορτοκαλάδα στον ήρωα, εκείνη προς στιγμήν θα μπλοκάρει, μόνο και μόνο, για να την επαναφέρει η Μίσι και να της υποδείξει, πως πρέπει να ξεκουραστεί. Ο Τζόρνταν Πιλ με μέσο τον πρωταγωνιστή, περιηγεί τον θεατή στο ευρύχωρο ενδιαίτημα, συστήνει τους κεντρικούς χαρακτήρες και καλλιεργεί ένα συναίσθημα απροσδιόριστης αμφισημίας, που πηγάζει τόσο από την επιθυμία του Ντιν να αποδείξει πως είναι προοδευτικός όσο και από τον τρόπο λειτουργίας του προσωπικού. Είναι όμως το βράδυ, που ο ξάγρυπνος ήρωας θα συναισθανθεί, πως κάτι αρκετά αλλόκοτο συμβαίνει, όταν θα βγει έξω από την κατοικία, για να καπνίσει ένα τσιγάρο. Στιγμή κατά την οποία, η αδιάκριτη ματιά του θα πέσει στο δωμάτιο που βρίσκεται η Τζορτζίνα, με περίπου υπεράνθρωπη ταχύτητα θα τον προσπεράσει ο Γουόλτερ και η Μίσι θα τον περιμένει κατά την επιστροφή του στο καθιστικό. Αινιγματική και συγκρατημένη από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής της, η μητέρα της Ρόουζ, δεν είναι μια τυπική ψυχίατρος μιας και χρησιμοποιεί την ύπνωση, για να θεραπεύσει τους ασθενείς της από διάφορες ψυχοσωματικές παθήσεις.
Σε μια θαυμάσια σκηνοθετημένη σεκάνς, εντυπωσιακή και εφιαλτική ταυτόχρονα, ο Κρις θα σαγηνευτεί από τον παραπλανητικό, χαλαρωτικό λόγο της Μίσι και παρά τη θέλησή του, θα υπνωτιστεί. Η διαδικασία με την οποία γίνεται αυτό δεν αιφνιδιάζει μονάχα τον Κρις, αλλά και τον θεατή, και τα εύσημα ανήκουν και στον μοντέρ της ταινίας (Γκρέγκορι Πλότκιν), που καταφέρνει να συνενώσει με τέτοιο τρόπο τις εικόνες, προκειμένου να μεταφέρει σταδιακά τον Κρις σε μια κατάσταση σωματικής παράλυσης και επαυξημένης συνειδητότητας. Η Μίσι θα εκμεταλλευτεί δεόντως αυτή την περίσταση (θα τον καταβυθίσει), για να παρεισφρήσει στον εσωτερικό του κόσμο και να έρθει σε επαφή με την ασυνείδητη περιοχή του νου (εκεί που ελλοχεύουν οι σκέψεις, οι ιδέες, οι αντιλήψεις, οι επιθυμίες, οι φόβοι, τα συμπλέγματα και οι αντιδράσεις). Το ξύπνημα από αυτή την τόσο δυσμενή και ανεπιθύμητη κατάσταση θα τον βρει στο κρεβάτι μαζί με την Ρόουζ, πάντως, και ο ίδιος μέχρι να συναντηθεί με τον αλλόφρων επιστάτη, θα έχει την εντύπωση πως είδε εφιάλτη και πως δεν υπνωτίστηκε από τη Μίσι (η περιεκτική συζήτηση με τον Γουόλτερ θα τον επαναφέρει στην πραγματικότητα).
Ο Κρις θα πληροφορήσει τη Ρόουζ για την ύπνωση που υπέστη, όπως και για την παράδοξη συμπεριφορά του υπηρεσιακού προσωπικού, όμως, εκείνη θα τον καθησυχάσει. Πολύ πιο καχύποπτος θα αποδειχθεί ο φίλος, που έχει αφήσει να του προσέχει τον σκύλο του. Ο Ροντ (Λίλρελ Χάουερυ) εργάζεται στη Διεύθυνση Ασφάλειας των Μεταφορών και ευθύς εξαρχής είχε συμβουλεύσει τον Κρις να μην παραστεί στο σπίτι των γονιών της Ρόουζ. Φυσιογνωμία φιλύποπτη, που την κινεί η περιέργεια, καταλαβαίνει πως η Μίσι χρησιμοποιεί την τεχνική του υπνωτισμού, για να τους έχει όλους υπό τον έλεγχό της. Πολύ περισσότερο, όταν στην κάθε άλλο παρά τυχαία, ετήσια οικογενειακή μάζωξη, που λαμβάνει τη δεύτερη ημέρα της παραμονής τους, τα πολυάριθμα, λευκά και οικονομικά ευκατάστατα μέλη της οικογένειας συμπεριφέρονται με υπέρμετρο ενθουσιασμό, κάθε φορά, που συναπαντούν τον Κρις (στη θέα του θαυμάζουν ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα). Η συνάθροιση αυτή δίνει τη δυνατότητα στον σκηνοθέτη της ταινίας, να δημιουργήσει ένα μακρύ στιγμιότυπο, το οποίο, όχι μόνο δεν προϊδεάζει για το που θα μπορούσε να καταλήξει, αλλά παραπλανεί τον θεατή (το συγκεντρωμένο πλήθος αποκρύπτει τον αληθινό σκοπό της παρουσίας του, ενώ παραπέμπει σε παραθρησκευτική οργάνωση). Μέσα σε ένα τόσο προκαθορισμένο και πολύ περιοριστικό ανθρώπινο πλαίσιο, η παρουσία του Λόγκαν (ΛαΚίθ Λι Στάνφιλντ), ενός ψηλού και αδύνατου μαύρου, θα αναθαρρήσει τον Κρις, μόνο που όταν θα τον προσεγγίσει και αυτός θα αντιδράσει, με τρόπο αντίστοιχα αποστασιοποιημένο και αυτοματοποιημένο, με αυτόν του υπηρετικού προσωπικού. Η δε υπερήλικη γυναίκα που τον συνοδεύει, δεν θα τους αφήσει να συζητήσουν για αρκετή ώρα. Μάλιστα, θα παρέμβει άμεσα, μόλις δει πως ο νεαρός συνοδός της, αντιμετωπίζει δυσχέρεια στο να απαντήσει με τον τρόπο που οφείλει.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι θα του ενθυμίσει κάποιο πολύ γνωστό πρόσωπο, θα ανησυχήσει τον Κρις, και όταν θα του δοθεί η ευκαιρία θα επιχειρήσει να τραβήξει μια φωτογραφία με το κινητό του. Η κατά λάθος ενεργοποίηση του φωτογραφικού φλας, όμως, δεν θα προδώσει μόνο την ενέργειά του, μα θα προκαλέσει και κάποιου είδους τραυματικό – αφυπνιστικό περιστατικό στον Λόγκαν. Σε κατάσταση αμόκ, ο τελευταίος, θα κατευθυνθεί προς το μέρος του Κρις, προκειμένου να τον παροτρύνει να τρέξει όσο μακρύτερα μπορεί. Σκηνή γεμάτη ένταση, μιας και προμηνύει πως ο ήρωας βρίσκεται σε κίνδυνο, πράγμα που επιβεβαιώνει και ο καλός του φίλος, Ροντ: όταν θα του στείλει τη φωτογραφία, εκείνος θα αναγνωρίσει στο πρόσωπο του Λόγκαν, κάποιον γνώριμό τους από το παρελθόν, ενώ λίγο αργότερα, θα διαπιστώσει πως έχει δηλωθεί εξαφανισμένος. Οι εξελίξεις, λοιπόν, θα είναι τέτοιες, που ο Κρις θα ζητήσει από τη Ρόουζ να φύγουν από το οίκημα το ταχύτερο δυνατό.
Μόνο που, όπως μπορεί να αντιληφθεί κάποιος, όσο και αν η Ρόουζ δείχνει πως συμφωνεί να αποχωρήσουν από την οικία των γονιών της, αυτό είναι κάτι που δεν θα γίνει εκτελεστό. Όχι, από τη στιγμή που ο Κρις παρίσταται εκεί, επειδή πληροί ορισμένα αναγκαία κριτήρια και επρόκειτο να επιτελέσει έναν ειδικό σκοπό. Η αποκάλυψη του αρρωστημένου σχεδίου, πάντως, είναι προτιμότερο να διαπιστωθεί κατά τη θέαση της ιδιόρρυθμης ταινίας, με τον τρόπο που αυτό γνωστοποιείται και στον αβοήθητο πρωταγωνιστή, το ίδιο και ο τρόπος με τον οποίο θα αντιδράσει ο ήρωάς μας, όταν οι καταστάσεις θα τον ευνοήσουν. Πόσο κρίμα πάντως, που ότι ενώ ξεκινάει με πολύ μεγάλες προσδοκίες και εξελίσσεται θαυμαστά κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια, παραδίδεται στο τελευταίο δεκαπεντάλεπτο στη βολικότητα που προσφέρει η αναπαράσταση της βίας, χαρίζοντας ένα γκροτέσκο θέαμα (όχι τόσο αξέχαστο το αιματοκύλισμα όσο κάποιοι ισχυρίζονται), που ναι μεν είναι συνεπές στις απαρέγκλιτες αρχές του κινηματογραφικού είδους, δεν συνάδει απόλυτα, όμως, με τη φιλοσοφία και την ευστροφία, που διακρίνει την υπόλοιπη ταινία. Κατά μια ερμηνεία, ότι με μεθοδικότητα και συστηματικό τρόπο χτιζόταν καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, κρημνίζεται με εκκωφαντικό τρόπο στα τελευταία λεπτά, προκειμένου να ικανοποιηθεί η ακόρεστη δίψα των θεατών για αιματοχυσία. Καταλήγει έτσι, το ‘Τρέξε’ να είναι μια ενδιαφέρουσα ταινία, χαρακτηριστική του ανησυχαστικού πολιτικοκοινωνικού κλίματος της αναδιαμορφωμένης εποχής, που δεν φοβάται να συμπεριλάβει τα στερεότυπα και τα κακώς κείμενα τούτης της περιόδου, ούτε και να τα διακωμωδήσει περίτεχνα, στο τέλος όμως, αφήνει αντικρουόμενα συναισθήματα, με κυριότερο αυτό του αταίριαστου, που προκαλεί η επιλογή του σκηνοθέτη να εκτονώσει την εσωτερική δράση και να πλημμυρίσει με άφθονο αίμα την κινηματογραφική οθόνη. ‘Η ακόμη και του ενοχλητικού, με τον αμφιλεγόμενο τρόπο, που προσπαθεί να ερμηνεύσει και να αποδώσει το προοδευτικό κομμάτι της πάντοτε κυριαρχικής λευκής τάξης τις έννοιες της ισότητας και της αποδοχής: η αφομοίωση και η αρμονική συνύπαρξη δεν θα μπορούσε να έχει πιο ανατριχιαστική αποτύπωση από την ακραία πρακτική που ακολουθεί η οικογένεια.
Εν κατακλείδι, ακόμη και αν η ταινία δεν δικαιώνει απόλυτα όλους τους στόχους που θέτει, επιτυγχάνει να αποτελέσει μια αξιόλογη πρόταση, που στέκεται πάνω από τον μέσο όρο. Ο Τζόρνταν Πιλ μεταπηδά με επιδέξιο τρόπο από τη σατιρική κωμωδία στον τρόμο, δίχως να απεκδύεται εντελώς το σαρκαστικό ύφος και τη χιουμοριστική διάθεση που συναντάται στο πρώτο είδος, και πραγματοποιεί ένα ντεμπουτάρισμα ικανό να συζητηθεί και να επηρεάσει. Δεν είναι μόνο η σταθερότητα και η αυτοπεποίθηση με την οποία σκηνοθετεί κάθε πλάνο, ή ο υποδειγματικός τρόπος με τον οποίο χτίζει το σασπένς (συμβάλλει σε τούτο και το έξοχο, ιδιαίτερα τεταμένο και υποχθόνιο μουσικό σκορ του Μάικλ Εϊμπελς), αλλά και η σεναριακή εμβρίθεια και οξυδέρκεια με την οποία έχει αγγίξει ευαίσθητες ζώνες. Οι μεικτές σχέσεις, το δουλεμπόριο, η φυλετική υπεροχή, ο φιλελεύθερος ρατσισμός, θεματικές επίμαχες, που δεν συνηθίζουν να τροφοδοτούν το (ευτελές) είδος του τρόμου, έχουν τον πρώτο λόγο εδώ. Παράλληλα, τ’ ότι η ταινία, εκτός από τον σκηνοθέτη, που είναι Αφροαμερικανός, έχει για πρωταγωνιστή έναν μαύρο ερμηνευτή, το κάνει ακόμη πιο σημαντικό από τη στιγμή που ο Ντάνιελ Καλούγια δεν ακολουθεί το πρότυπο του λευκού άρρενα, που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε αυτά τα έργα, ενώ λόγω αυξημένου κινηματογραφικού χρόνου, δεν πεθαίνει, ως είθισται για τους ομοιόχρωμους ηθοποιούς, στα πρώτα λεπτά. Και μια ακόμη αναφορά, ο τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης χειρίζεται τον ρόλο της αστυνομίας, προξενεί αίσθηση, διότι εν αντιθέσει με την άποψη, που θέλει τα εντεταλμένα όργανά της να καταχρώνται την εξουσία (παρακινούμενα από τη φυλετική αντιπάθεια), στο ‘Τρέξε’, δεν συντελείται αυτό.