Η Επανενωση Της Βορειας Με Τη Νοτια Κορεα
Μετά την εξαιρετική θεατρική ανάγνωση ‘Των Παιδιών του Ήλιου‘ του Μαξίμ Γκόρκι, από τον σκηνοθέτη Νίκο Μαστοράκη, στο ιστορικό υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν (Νοέμβριος 2015 – Φεβρουάριος 2016), άλλο ένα έργο (διαφορετικής ιδιοσυστασίας), έτυχε ανάλογης μεταχείρισης στον ίδιο χώρο με εξίσου επιτυχή αποτελέσματα. Αποτολμώντας να μεταφέρει αυτή τη φορά κάτι πιο σύγχρονο, ο Νίκος Μαστοράκης, διασκεύασε ένα από τα τελευταία έργα, του διακεκριμένου και πολυγραφότατου, Γάλλου συγγραφέα, σκηνοθέτη, ιδρυτή του θιάσου Louis Brouillard και καλλιτεχνικού συν-διευθυντή στο μνημειακό θέατρο Οντεόν, Ζοέλ Πομμερά: δημιουργός μεγάλης αξίας στο διεθνές στερέωμα, από το 1990 που εμφανίστηκε στο θέατρο πρωταγωνιστεί και διακρίνεται ανελλιπώς. Στην Ελλάδα, το πρώτο του έργο που ανέβηκε είναι ‘Οι Έμποροι‘ (από την Πειραματική Σκηνή της Θεσσαλονίκης, το 2009), ενόσω προσμετρείται ήδη ένα πολύ σημαντικό αφιέρωμα, στο οποίο μεταξύ άλλων, έδωσε και ο ίδιος το παρών (από τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, το 2013). ‘Η Επανένωση της Βόρειας Με Τη Νότια Κορέα‘, πάντως, ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και πέρα από ένα θαυμάσιο, πολυδιάστατο κείμενο, δέκα αυτοτελών ιστοριών για την αγάπη (τη μετάφραση του οποίου έχει αναλάβει η ίδια η καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν, Μαριάννα Κάλμπαρη) και έναν ικανότατο σκηνοθέτη, διαθέτει έναν καλοκουρδισμένο, σφιχτοδεμένο και απολύτως συντονισμένο θίασο (οι πιο πολλοί ηθοποιοί συνεργάστηκαν και στα προαναφερόμενα, ‘Παιδιά του Ήλιου’), στον οποίο ουδείς δεν είναι περιττός. Πολλώ δε μάλλον, όταν όλοι τους υποδύονται με χιουμοριστικό, γκροτέσκο, μελαγχολικό ή συγκινητικό τρόπο, ανθρώπους μοναχικούς, κενούς, ανεύθυνους ή ασυλλόγιστους, που δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν πραγματικά και να βιώσουν την πληρότητα που μπορεί να προσφέρει η ουσιαστική ένωση (συναισθηματική και σωματική).
Μέσα από το εξόχως τιτλοφορημένο και πολλαπλώς νοηματοδοτημένο, σπονδυλωτό έργο του Ζοέλ Πομμερά, άνθρωποι διαφόρων ηλικιών, φύλων και κοινωνικών τάξεων, αναζητούν το άλλο τους μισό. Έναν άνθρωπο, που θα τους κάνει να νιώσουν γιομάτοι και απαραίτητοι σε αυτό που αποκαλείται ζωή. Καμία από τις αυθύπαρκτες αφηγήσεις που παρουσιάζονται δεν συνδέεται με την άλλη, όλες όμως, κατά μια έννοια ποιούν ένα αδιαίρετο και συνεκτικό σύνολο. Τέτοιο που να είναι αντιπροσωπευτικό ως προς ετερόκλητη αντίληψη της αγάπης (ετεροφυλόφιλη, ομοφυλόφιλη, γονεϊκή, συζυγική, φιλική). Ο σκηνοθέτης αναρωτιέται για τον αληθινό σκοπό της αγάπης, διερευνά τις ιδιότητες και την επιρροή της και ταλαντεύεται για το αν είναι πραγματικό αίσθημα ή νοητικό κατασκεύασμα της ανθρώπινης κατάστασης.
Ιστορίες φαινομενικής αγάπης, που πολύ εύκολα μπορούν να μετατραπούν σε μίσος, όπως αυτή – στην πιο ασθενική και λιγότερο ενδιαφέρουσα ιστορία – που δύο ομόφυλες γυναίκες (Μαρία Καλλιμάνη – Κατερίνα Λυπηρίδου) αποφασίζουν να χωρίσουν, με κάθε άλλο παρά ήρεμο ή συναινετικό τρόπο: ο χαρακτήρας που ερμηνεύει η Μαρία Καλλιμάνη, υπενθυμίζει το πόσο προδομένη αισθάνεται, απαξιώνει τη στάση της συντρόφου και ζητά να πάρει πίσω αυτό που της πρόσφερε γενναιόδωρα (αγάπη). Ή αυτή, κατά την οποία, ο τακτικός πελάτης (Χάρης Φραγκούλης) μιας αγοραίας γυναίκας (Μαρία Καλλιμάνη), κάνει την καθιερωμένη του επίσκεψη στον χώρο της, για να της ανακοινώσει πως αυτή θα είναι η τελευταία φορά, μιας και έχει γνωρίσει και ερωτευτεί παράφορα μια άλλη κοπέλα (που δεν είναι πόρνη), με την οποία πιθυμεί να συνάψει μια φυσιολογική σχέση. Από τις πιο ουσιαστικές ιστορίες της παράστασης, διαθέτει μια σπαρακτική Μαρία Καλλιμάνη, η οποία ως εξαπατημένη πόρνη, δεν αφήνει τον απερίσκεπτο πελάτη (ή ανεπίσημο σύντροφο) να φύγει, μέχρι να καταλάβει πως αυτό που είχανε ήταν μια διαφορετική μορφή σχέσης και όχι μια συμβατική και βολική συνουσία, η οποία εξαγοράζεται με λεφτά. Το τέλος της ιστορίας, θα ικανοποιήσει εν μέρει την ιερόδουλη και θα κάνει τον πελάτη να συνειδητοποιήσει το λάθος του (θα αποδεχθεί το ιδιότυπο μοντέλο σχέσης που του προτείνει η περιθωριοποιημένη γυναίκα). Η παράσταση, πάντως, ξεκινάει με μια επιπλέον ιστορία χωρισμού, αυτή τη φορά, αδιαπραγμάτευτου και οριστικού. Κάποιος, ο οποίος δε φαίνεται και πιθανώς είναι δικηγόρος (Δημήτρης Πασσάς), κάνει αδιάκοπα ερωτήσεις σε μια γυναίκα που ετοιμάζεται να υποβάλει αίτηση διαζυγίου και η Ιωάννα Μαυρέα, υποδύεται με πιστότητα και συνέπεια, μια νοικοκυρά μέσης ηλικίας, που αποφασίζει να χωρίσει και να απαλλαγεί από τη συζυγική εξάρτηση και τον κοινωνικό περιορισμό, μετά από τριάντα χρόνια κοινού, μα απολύτως κενού και καταπιεστικού βίου.
Δεν είναι όμως, όλες οι ιστορίες τόσο σοβαρές και δραματικές, επί παραδείγματι: το γέλιο είναι ένα στοιχείο που γίνεται εμφανές, όταν ένας φειδωλός γιατρός (Χάρης Φραγκούλης) επισκέπτεται την πλούσια και αλλοπαρμένη κόρη (Κωνσταντίνα Τάκαλου) του προσφάτως αποθανόντος ασθενή του, για να της συλλυπηθεί και αυτή παρά το πένθος, του αναγγέλλει πως ετοιμάζεται να παντρευτεί τον άνδρα (Δημήτρης Πασσάς), που την περιμένει απ’ έξω. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται τούτη η αναφορά προκαλεί την ευθυμία, πόσο μάλλον, όταν η θυγατέρα προσεγγίζει ανάρμοστα και τον γιατρό. Το ίδιο και όταν μια στερημένη ερωτικά και φαντασιόπληκτη υπάλληλος (Ιωάννα Μαυρέα), που βρίσκεται σε εταιρικό ταξίδι με τον διευθυντή της (Κλέων Γρηγοριάδης), του αναφέρει πως απόλαυσε την επαφή που είχε μαζί του και πως δεν έχει σκοπό να τον μηνύσει, για κάτι που όπως ισχυρίζεται ο ίδιος δεν έγινε.
Εκεί, όμως, όπου η παράσταση ξεχειλίζει από χιούμορ είναι όταν μια γυναίκα (Κωνσταντίνα Τάκαλου) ετοιμάζεται να παντρευτεί τον εκλεκτό της (Κλέων Γρηγοριάδης) και οι τέσσερις αδερφές της (Κατερίνα Λυπηρίδου, Χριστίνα Παπατριανταφύλλου, Ανθή Σαββάκη, Μαρία Καλλιμάνη), της αποκαλύπτουν τη στιγμή που πραγματοποιείται η τελετή του γάμου, πως η σχέση που έχουν με τον γαμπρό κάθε άλλο παρά είναι αθώα και φιλική. Αιχμή του δόρατος, θα αποτελέσει η αποκάλυψη και απαίτηση της νεότερης αδερφής (Κατερίνα Λυπηρίδου): η λατρεία της για τον γιατρό είναι τέτοια, που ο γάμος δεν μπορεί να ολοκληρωθεί. Αυτό που θα ξεκινήσει ως κακόγουστο αστείο ή σαν ανώριμο καπρίτσιο, γρήγορα θα εκτροχιάσει την κατάσταση. Όσο και αν η αντίδραση των άλλων αδερφών θα είναι άμεση, προκειμένου να αποτρέψουν το αδιάφευκτο, η προσκόλληση της μικρότερης αδερφής στο γαμπρό, θα είναι τέτοια που θα ξεσκεπάσει και τα δικά τους, αντίστοιχης φύσεως, μυστικά. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αυτό είναι σπαρταριστός και θυελλώδης, γεγονός που προξενεί άφθονο γέλιο στο κοινό. Σαν μια κωμωδία παρεξήγησης, θα μπορούσε να ιδωθεί τούτη η ιστορία, η οποία συναθροίζει σχεδόν όλες τις γυναίκες ηθοποιούς της παράστασης στη σκηνή. Απολαυστικές και οι πέντε (κυρίως, η ανένδοτη αδερφή που ερμηνεύει η Κατερίνα Λυπηρίδου, αλλά και η κατάπληκτη της Κωνσταντίνα Τάκαλου), πιστοποιούν πως η επιθυμία για αγάπη, ξεπερνάει τους αδερφικούς δεσμούς, μόνο και μόνο για να τους κάνει πιο ανθεκτικούς, όταν τα οφέλη είναι αμοιβαία και αυτό που θεωρεί κάποιος συντροφική σχέση κάτι πολύ πιο προσωπικό.
Το οικογενειακό ανακάτωμα, θα διαδεχθεί μια άλλη κατάσταση, το ίδιο παρερμηνευμένη και ξεκαρδιστική. Ένα ζευγάρι (Χάρης Φραγκούλης – Κατερίνα Λυπηρίδου) επιστρέφει από βραδινή έξοδο στην οικία του, εκεί όπου έχει αφήσει μια βοηθό (Κωνσταντίνα Τάκαλου) για την προστασία των δύο τους ανήλικων παιδιών. Στο κάλεσμα, όμως, των τέκνων, τούτα δεν θα ανταποκριθούν και έτσι οι δύο γονείς θα ανησυχήσουν, ζητώντας από τη βοηθό να τους δώσει επαρκείς εξηγήσεις για το που μπορεί να βρίσκονται. Το σιωπηλό, αμφίσημο βλέμμα της γυναίκας, συνηγορεί πως κάτι άλλο έχει συμβεί από τις βαριές κατηγορίες (εξαφάνιση, φόνος) που της προσάπτει με επιμονή το ζευγάρι. Η επιβεβλημένη ανάγκη ενός ζευγαριού (που δεν αγαπιέται πραγματικά), να αποκτήσει παιδιά, για να αποκτήσει νόημα η κοινή του συμβίωση, δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερο αφήγημα και σκηνοθετική προσέγγιση από αυτή. Η μέθοδος με την οποία, αποδίδεται η παράνοια ενός άτεκνου ζευγαριού (και οι δύο ηθοποιοί που υποδύονται το ζευγάρι, καταφέρνουν να μεταφέρουν με περίσσεια άνεση και ενέργεια τη διαταραχή αυτή), όσο υπερβολική και αν φαντάζει, δεν διαφέρει πολύ από τη κληροδοτημένη λογική χιλιάδων ζευγαριών που έχουν παιδιά ή σκέφτονται να αποκτήσουν.
Σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος (πολύ πιο δραματικό και ρεαλιστικό), η εσφαλμένη ερμηνεία των γεγονότων, ξαναέρχεται στο προσκήνιο, μέσα από μια ιστορία καταλογισμού ευθυνών και απουσίας γονεϊκής αγάπης. Η παρουσία ενός παντρεμένου ζευγαριού (Μαρία Καλλιμάνη – Κλέων Γρηγοριάδης) στο γραφείο της διευθύντριας του οικοτροφείου (Ιωάννα Μαυρέα), που βρίσκεται το υπερβολικά ευαίσθητο αγόρι τους και η συνάντησή τους με τον καθηγητή (Δημήτρης Πασσάς) που το φιλοξένησε στο καμαράκι του, για να το προστατέψει από τα χλευαστικά σχόλια και τα πειράγματα των πιο απρεπών παιδιών, θα ξεπεράσει κάθε σφοδρότητα επίρριψης κατηγοριών, όσο ο καθηγητής προσπαθεί να τους εξηγήσει, πως ότι έκανε, το πραγμάτωσε από παιδαγωγικό καθήκον και ανιδιοτελή αγάπη. Ερμηνεία που θα παρεξηγηθεί από τους γονιούς, που θεωρούν πως έχουν την αποκλειστικότητα της αγάπης, τη στιγμή που αδυνατούν να αντιληφθούν, πως ίσως να είναι αναρμόδιοι να την παρέχουν, όταν δεν μπορούν να δουν και να αντιληφθούν τις πραγματικές απαιτήσεις και τη φύση του γόνου τους. Καθ’ όλη τη διάρκεια του άτυπου δικαστηρίου, ο Δημήτρας Πασσάς, υποδύεται εξαιρετικά, τον ματαίως κατηγορούμενο, το ίδιο όμως, και οι Μαρία Καλλιμάνη και Κλέων Γρηγοριάδης, οι οποίοι μέσα από τη στάση και το λόγο τους κατορθώνουν να διοχετεύσουν τον μικροαστισμό και την εθελοτυφλία ενός στερεοτυπικού ζευγαριού στο θεατρικό σανίδι.
Η πιο σπαραξικάρδια και δυνατή στιγμή της παράστασης, πάντως, δεν είναι άλλη από αυτή, που η αγάπη δείχνει πως, όχι μόνο ενυπάρχει και δεν είναι αποκύημα του ανθρώπινου νου, μα επιτυγχάνεται, έστω και αν λόγω των ειδικών συνθηκών και των νοητικών λειτουργιών, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή πάντα και από τις δύο εναγόμενες πλευρές. Η επίσκεψη ενός άνδρα (Κλέων Γρηγοριάδης) στο ίδρυμα που φυλάσσεται η σύζυγος του (Ιωάννα Μαυρέα), επειδή αυτή πάσχει από την εκφυλιστική νόσο του Αλτσχάιμερ, φέρνει δάκρυα συγκίνησης. Κάθε μέρα, ο άνδρας αυτός, επισκέπτεται τη σύζυγο του και αφού πιουν το απογευματινό τους τσάι, κάνουν μια βόλτα. Κάθε μέρα, ο άνδρας αυτός, που αγαπάει τον άνθρωπο με τον οποίο πέρασε ένα πολύ σημαντικό μέρος της ζωής του, υποβάλλεται στο βασανιστήριο των ερωτήσεων, που σαφηνίζουν το ποιος είναι, τι εργασία κάνει και ποια είναι η σχέση τους. Ο Κλέων Γρηγοριάδης σε μια καταπληκτική ερμηνεία, αντιμετωπίζει καρτερικά τις απορίες της Ιωάννας Μαυρέα, η οποία τόσο κινησιολογικά όσο και εκφραστικά πείθει ότι είναι ανοϊκή ασθενής και αν σε κάποια στιγμή λυγίζει είναι γιατί ο χαρακτήρας που ερμηνεύει είναι πριν απ’ όλα άνθρωπος και δεν υπάρχει πιο μεγάλο βασάνισμα από το να μην σε αναγνωρίζει, ο σύντροφος που τόσο αγαπάς. Σπουδαία ιστορία, που αν και περισσότερο μελιστάλαχτη απ’ όσο θα χρειαζόταν ένα σύνολο που κυριαρχεί η ειρωνεία, συνοψίζει το νόημα της αγάπης.
Η προηγούμενη ιστορία, πάντως, θα μπορούσε να λειτουργήσει και σαν ιδανική κατακλείδα της παράστασης, μόνο που αυτό τον ρόλο τον έχει επωμιστεί μια θεοσκότεινη, παραβολική και αμφιλεγόμενη ιστορία που δείχνει τον εξαγοράσιμο και ευτελή τρόπο με τον οποίο δρα ο άνθρωπος, όταν απουσιάζει η αγάπη. Η συνάντηση και ερωτική συνεύρεση μιας πόρνης (Κωνσταντίνα Τάκαλου) με δύο τυχαίους άνδρες – πελάτες (Χάρης Φραγκούλης – Δημήτρης Πασσάς), έρχεται για να δοκιμάσει την τιμιότητα (πρώτη περίπτωση) ή να δώσει υπόσταση στις πιο κρυφές σκέψεις (δεύτερη περίπτωση). Ως εκ τούτου, η παράσταση ολοκληρώνεται, μέσα από μια μνησίκακη πράξη, στην οποία η οικονομική αποτίμηση της ανθρώπινης αξίας και το υπαρξιακό κενό έχουν κυρίαρχο λόγο. Προβληματικό τελείωμα, που όμως, παρά τον πεσιμιστικό του χαρακτήρα, δεν μπορεί να επισκιάσει ότι εξαίρετο έχει προηγηθεί. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν έχει προϋπάρξει μια ιστορία ανόθευτης αγάπης και άλλες που την αναζητούν με θέρμη, έστω και αν αποτυγχάνουν να την εντοπίσουν και να τη διατηρήσουν. Περισσότερο από τα προηγούμενα, αντικαπιταλιστικά έργα, του δημιουργικά ανήσυχου και ιδεολογικά στοχευμένου, Ζοέλ Πομμερά, είναι αυτό στο οποίο, η αγάπη επιστρατεύεται και επενεργεί καταλυτικά. Όχι με τρόπο αναμενόμενο (η κατάληξη των περισσότερων ιστοριών δύσκολα μπορεί να προβλεφθεί) και επιθυμητό (η αγάπη δεν θριαμβεύει, σχεδόν σε καμία από αυτές), μιας και αυτό που προσδοκά και επιτυγχάνει πιο πολύ είναι άλλο: να προβάλει την αδυναμία των ανθρώπινων χαρακτήρων να συνειδητοποιήσουν την περιορισμένη τους διάρκεια και να συνδιαλεχθούν με ειλικρίνεια στο αλλοτριωμένο περιβάλλον που διαβιούν.
Κλείνοντας, αξίζει να επισημανθεί, πως στον οριοθετημένο, τετραγωνικό σκηνικό χώρο, που βρίσκεται ανάμεσα στα τρία διαζώματα, έχουν τοποθετηθεί αράδες από κάγκελα με τέτοια μέθοδο, ώστε να δημιουργείται ένας λαβυρινθώδης διάδρομος (το σκηνικό επιμελήθηκε ο Αλέξανδρος Λαγόπουλος). Πριν από την έναρξη κάποιας ιστορίας, συγκεκριμένοι ηθοποιοί, υπεισέρχονται στον χώρο αυτό και με μεθοδευμένες κινήσεις περιδιαβαίνουν μονάχοι (την κινησιολογία των ερμηνευτών, καθώς επίσης και τον τρόπο με τον οποίο στέκονται κατά τη διάρκεια της κάθε αφήγησης ανέλαβε, η Βάλια Παπαχρήστου). Οι ηθοποιοί, μετακινούνται αδιάφορα, σκεπτικά, θλιμμένα, αισθησιακά, σαρκαστικά και είτε παραμένουν εκεί (για να παίξουν στην αμέσως επόμενη ιστόρηση), είτε αποχωρούν και παραμένουν στα καθίσματα που έχουν ανατοποθετηθεί στη μεριά του τοίχου, περιμένοντας για την απόδοση της δικής τους ιστορίας. Κιγκλιδώματα ή διαχωριστικά, τα οποία εντείνουν το χάσμα των σχέσεων και δυσκολεύουν τους ανθρώπους να έρθουν σε επαφή, εφόσον οι οριζόντιες και κατακόρυφες διακλαδώσεις, αναγκάζουν τους διερχόμενους να ακολουθήσουν διαφορετικές πορείες. Οι χαρακτήρες δεν αγγίζονται (ένα φιλί και ένας χορός αποτελούν την εξαίρεση) και με μεγάλη δυσχέρεια συναπαντιόνται (η διαδρομή που ακολουθεί κάποιος, διαφέρει από εκείνη που επιλέγει ένας άλλος, ακόμη και όταν είναι ίδια όμως, σπάνια υπάρχει αλληλεπίδραση), ενώ και ο τρόπος με τον οποίο διέρχονται πλησιάζει το αλλόκοτο (μπουσουλώντας, χορεύοντας, ακόμη και με ανάποδο βηματισμό). Σε αυτό το μεταίχμιο, οι ήρωες κινούνται αδιάκοπα και μηχανικά, αναζητώντας κάποιον για να νιώσουν κάτι που να είναι ουσιώδες. Θα μπορούσε να ειπωθεί με βεβαιότητα, πως τα ενδιάμεσα, παρεμβαλλόμενα στιγμιότυπα, λειτουργούν σαν ιντερλούδια (ούτως ή άλλως συνοδεύονται από κάποιο τραγούδι ή μουσική υπόκριση) και χρησιμοποιούνται για να κάνουν την αναγκαία μετάβαση από τη μια ιστορία στην άλλη. Σε κάθε περίπτωση, η ιδέα του Νίκου Μαστοράκη και ο κινησιολογικός τρόπος με τον οποίο είναι οργανωμένη από τη Βάλια Παπαχρήστου, κρίνεται εμπνευσμένη και αναπτύσσεται με ενωτικό τρόπο σε ένα αφήγημα που αποτελείται από ξεχωριστά και ανομοιογενή τμήματα.