Lost & Found

 

Αν και δεν κατάφερε να φτάσει μέχρι την πεντάδα των καλύτερων ταινιών μικρού μήκους στα 91α βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, είναι πάντοτε θαυμάσιο, και ενθαρρυντικό, για ένα έργο που έχει δημιουργηθεί με τόσο μεγάλη επιμέλεια / μεράκι και είναι ανεξάρτητου διαμετρήματος, να βρίσκεται στη βραχεία λίστα των εννέα ταινιών. Να διαγωνίζεται, δηλαδή, υψηλού προφίλ ταινίες που προέρχονται από κορυφαία στούντιο σαν της Pixar ή και της DreamWorks, μια ταινία που ελλείψει κινηματογραφικού στούντιο, απαιτήθηκε να αποδείξει πως δικαιούται να πάρει χρηματοδότηση από έναν κυβερνητικό οργανισμό σαν το Screen Australia. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες και τη λιγοστή πρότερη εμπειρία [σε μουσικά βίντεο, όπως το ‘Frameless’ των Hudson and Troop (2014) ο πρώτος, σε τηλεοπτικές σειρές σαν το ‘Kitty is not a Cat’ (2018 – ) ο δεύτερος], ο Άντριου Γκόλντσμιθ έγραψε και μαζί με τον Μπράντλεϊ Σλέιμπ συν-σκηνοθέτησε, το ‘Lost & Found’ (2018), ένα κινούμενο σχέδιο μικρού μήκους όπου δεν ενθουσιάζει μόνο γιατί αξιοποιεί υποδειγματικά την ιδιαίτερα καταπονητική και χρονοβόρα τεχνοτροπία του stop – motion animation (καρέ καρέ εμψύχωση αντικειμένων), αλλά και επειδή η ιστορία του είναι τέτοια που δημιουργεί πολύ μεγάλες συγκινήσεις (το γέλιο διαδέχεται η ανησυχία και το βούρκωμα η προσδοκία). Αντλώντας έμπνευση από τη γιαπωνέζικη φιλοσοφία του Γουάμπι Σάμπι, που εντοπίζει την ομορφιά στην ακαταστασία, την ελαττωματικότητα και την παροδικότητα των πραγμάτων, όπως επίσης, από τον απλό τρόπο με τον οποίο καταπιάνεται με κεφαλαιώδη ζητήματα, το γλυκόπικρο ‘Το Δέντρο που Έδινε’ (1964) του συγγραφέα – εικονογράφου Σελ Σιλβερστάιν, οι δύο σκηνοθέτες ποίησαν ένα περιβάλλον που μπορεί να φωλιάσει και να δοκιμάσει την απεριόριστη αγάπη ενός δεινόσαυρου και ενός κυνοειδούς. Εν άλλοις ολίγοις, την εκούσια θυσία ενός ανεπιτήδειου τυραννόσαυρου, για την πολυαγάπητή του, ονειροπόλα αλεπού.

Βρισκόμαστε στο λεπτομερώς κατασκευασμένο εσωτερικό ενός γιαπωνέζικου εστιατόριου, την ώρα που αυτό είναι κλειστό. Στον χώρο που χρησιμοποιείται ως υπνοδωμάτιο για τους ήρωές μας, και ο δεινόσαυρος κοιμάται. Ολίγες φωτογραφίες αποτυπώνουν στιγμές χαράς και απόλαυσης, δείχνοντας το πόσο ισχυροί είναι οι δεσμοί τους. Ανέγνοιαστες στιγμές που πολύ γρήγορα θα δώσουν τη θέση τους σε άλλες που είναι παραπάνω ανησυχαστικές, όταν ο τελευταίος ξυπνήσει και δει την αλεπού να κοντοστέκεται στην άκρη ενός σιντριβανιού, ρίχνοντας πέτρες εις τον πάτο του (εν είδει νομισμάτων). Η αλεπού θα χάσει την ισορροπία της και έτσι θα πέσει μέσα στο σιντριβάνι, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να βγει. Κατάσταση  που θα εξαναγκάσει τον δεινόσαυρο να σκεφτεί κάποιο σχέδιο για να τη σώσει από πνιγμό.

Αυτό που επακολουθεί, μόνο με μια καλοσκηνοθετημένη, αγωνιώδη περιπέτεια διάσωσης (μεγάλου μήκους μυθοπλασίας), που τη διέπουν στοιχεία αυταπάρνησης και γενναιότητας, θα μπορούσε να αναμετρηθεί, μιας και μέσα στην αναμπουμπούλα μα και την ατσαλοσύνη του, ο δεινόσαυρος θα πιαστεί σε μια πρόκα, δυσχεραίνοντας περισσότερο την περίσταση. Μην έχοντας άλλη επιλογή, αφού η αλεπού δυσκολεύεται να κρατηθεί, και έτσι από στιγμή σε στιγμή διακινδυνεύει να βυθιστεί, ο δεινόσαυρος θα αρχίσει να ξεδιπλώνει το νήμα από το οποίο και είναι βελονιασμένος. Απόφαση θαρραλέα και παραδειγματική, που κάθε άλλο παρά θα είναι εύκολη και αζόριστη, για να πραγματωθεί. Όχι εφόσον, κατά κάποιο τρόπο, ισοδυναμεί με τον θάνατό του και η αλεπού το καταλαβαίνει και δεν το επιθυμεί τούτο. Όχι εφόσον επίσης, τίποτα απολύτως, δεν δείχνει ικανό να σταματήσει τον δεινόσαυρο από τον διασωστικό σκοπό του. Τίποτα, εκτός ίσως, από το πόσο μακριά φτάνει η άκρη του νήματός του και το πώς θα κατορθώσει να βρεθεί τούτη στην επιφάνεια του σιντριβανιού, πριν είναι αργά. Καθόσον αποδεικνύεται, οι εξαιρετικά ταλαντούχοι και αρκετά υποσχόμενοι Άντριου Γκόλντσμιθ και Μπράντλεϊ Σλέιμπ, μέσα σε λιγότερο από επτά λεπτά της ώρας, συστήνουν τους χαριτωμένους και εκφραστικούς, παρά τους αυτονόητους περιορισμούς, χαρακτήρες τους, συμπυκνώνουν τη φιλική / ερωτική ιστορία τους και παρουσιάζουν με συγκινησιακή ένταση και ανυπέρβλητη επιτηδειότητα, την απροσδόκητα δυσμενέστατη περιπέτειά τους, διατηρώντας, τους θεατές στην άκρη των καθισμάτων τους. Στην κυριολεξία, οι τελευταίοι παρακολουθούν με κομμένη την αναπνοή και με μούδιασμα στην περιοχή της καρδιάς, την απελπισμένη, παρανοϊκή, σχεδόν αυτοκτονική, μα και αναμφισβήτητα, ηρωική προσπάθεια του δεινόσαυρου. Το πώς καταλήγει αυτή είναι προτιμότερο να διαπιστωθεί στην οθόνη, το βέβαιο είναι πάντως, πως δεν προδίδει ότι υπόσχεται εξ υπαρχής (τη θυσία που απαιτείται, ώστε να μείνει ζωντανή η αγάπη), ούτε φυσικά, τα επίπεδα που διακρίνουν τη γιαπωνέζικη φιλοσοφία του Γουάμπι Σάμπι (η ωραιότητα μέσα από την ατέλεια και την προσωρινότητα).

Ό,τι ξεκίνησε από μια δραματική ερώτηση («Κι άμα μια κούκλα χρειαζόταν να ξετυλίξει τον εαυτό της»;), τάχιστα εξελίχθηκε σε μια ιστορία αγάπης, που δεν ενθυμίζει καμία άλλη. Από το αρχικό προσχέδιο σεναρίου και τη δημιουργία ενός εικονογραφημένου βιβλίου μέχρι και την κατασκευή των πλεγμένων ομοιωμάτων, των σκηνικών φυσικής κλίμακας και το τελικό κατ στο γύρισμα, τέσσερα έτη μεσολάβησαν, για τους Αυστραλούς δημιουργούς. Τέσσερα χρόνια, που εξαιτίας των απρόσμενων προκλήσεων και της απαιτητικότητας καθαυτής του κινούμενου σχεδίου, έφερε στα όρια τους δύο συν-σκηνοθέτες και τους έκανε να υπερβούν τον εαυτό τους. Αρκεί να αναφερθεί πως, η κινηματογράφηση μονάχα ενός δευτερολέπτου την ημέρα, ήταν μια προξένηση διανοητική. Το χάσμα μεταξύ της κλίμακας της ιστορίας και του προϋπολογισμού που είχαν στη διάθεσή τους, τους υποχρέωνε να διασφαλίζουν πως η ιστορία παρέμενε εναργής, προσανατολισμένη και δυνατή. Ένεκα της απειρίας, όφειλαν να αναπτύξουν νεότερες τεχνικές, προκειμένου να δώσουν ζωή σε κούκλες που είναι μάλλινες και δύσκολα κινούνται ή εκφράζονται, αλλά και να δώσουν υπόσταση σε φυσικά στοιχεία, όπως είναι το νερό. Γι’ αυτό και εκτός από τον Ρενί Γουότσον που ανέλαβε τη σκηνογραφία και τον σχεδιασμό της παραγωγής, η συνεισφορά του ειδικευμένου σε ταινίες stop motion, ανιματέρ, σχεδιαστή χαρακτήρων και γλύπτη κούκλων Σάμιουελ Λιούις κρίνεται πολύτιμη. Όπως και του έμπειρου σε αντίστοιχα έργα διευθυντή φωτογραφίας Τζέραλντ Τόμσον, που πέρα από τους φωτισμούς, ενασχολήθηκε και με την κινησιολογία. Κάθε λήψη σχεδιάστηκε με βάση τούτη την παράμετρο. Λήψεις δηλαδή, που στόχο είχαν, εκτός από την αποτύπωση και την εμψύχωση (με την κίνηση του φακού ή με τη χειροκίνητη μετακίνηση των κούκλων).

Share