Ταξιδιωτης Του Μεσονυχτιου

Από το 2015 και μετά (έτος που θεωρείται ορόσημο για την ευρωπαϊκή προσφυγική κρίση, μιας και περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι διέφυγαν στην Ευρώπη, όχι μόνο εξαιτίας των ένοπλων συγκρούσεων στη Συρία, μα και λόγω της αύξησης της φτώχειας στην Ιορδανία, της γενικής ανασφάλειας στο Ιράκ ή της κοινωνικής καταπίεσης στο Ιράν), δεκάδες ταινίες τεκμηρίωσης προσπάθησαν να αποτυπώσουν στον φακό, τις ανησυχίες και τα προβλήματα των ανθρώπων που αναγκάζονται να αφήσουν την πατρίδα τους, για να διεκδικήσουν πιο καλές συνθήκες διαβίωσης. Ταινίες τεκμηρίωσης έκτακτες και χρήσιμες, που πάντως ως επί το πλείστον, έχουν την αίσθηση του κατεπείγοντος και επικεντρώνονται στη μεγάλη εικόνα περισσότερο από όσο οφείλουν. Συνεπαρμένες από την έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί, αποφεύγουν να συγκεντρώσουν την προσοχή τους σε κάποιον άνθρωπο, αδιαφορώντας για τις πιο μικρές ιστορίες. Τις ατομικές ή οικογενειακές στιγμές που μπορούν να προξενήσουν περίσσεια συγκίνηση ακόμη και υπό τις χειρότερες περιστάσεις, και ασφαλώς να δείξουν πως εν αντιθέσει με ό,τι επιτάσσουν οι καταστάσεις, τα όνειρα δεν αναβάλλονται και η ζωή εξακολουθεί να συνεχίζεται. Ένα ανάλογο παράδειγμα ντοκιμαντέρ και μάλιστα ένα από τα παραπάνω αξιοθαύμαστα είναι και ο ‘Ταξιδιώτης του Μεσονυχτίου’. Ταινία που μολονότι δημιουργήθηκε σε διάστημα τεσσάρων περίπου χρόνων και κάτω από εξαιρετικά δυσχερείς και αποτρεπτικές συνθήκες μετανάστευσης (η ασύδοτη δραστηριοποίηση των κυκλωμάτων διακίνησης μεταναστών, η παροδική διαμονή σε ανεπαρκείς χώρους, η σφοδρή αντιπάθεια των ντόπιων πληθυσμών, τα περιφραγμένα σύνορα των κρατών της ευρωπαϊκής ηπείρου, η περίπλοκη γραφειοκρατία για την υποβολή και εξέταση του αιτήματος ασύλου) και ταπεινά μέσα κινηματογράφησης (η οπτική καταγραφή συνέβη από τα ίδια τα μέλη της οικογένειας, με τη συνδρομή τριών κινητών τηλεφώνων Samsung), δεν έχει την τελευταία στο επίκεντρο, τη στιγμή που ακόμη και όταν το κάνει, το πράττει με μέθοδο που δεν φαντάζεται κάποιος.  

Τα ανθρώπινα συναισθήματα είναι πολύ πιο σημαντικά από τις μη ευσπλαχνικές πολιτικές και τους κανόνες μετανάστευσης για τον Χασάν Φαζιλί, μιας και χάρη σε τούτα, ο θεατής δύναται να εξοικειωθεί με ένα κομμάτι της πραγματικής ζωής των μεταναστών. «Θέλαμε το κοινό να είναι πιο κοντά στην ευτυχία, τη δυστυχία, τα όνειρα και τα συναισθήματά μας. Θέλαμε ο θεατής να αισθανθεί ότι βρίσκεται πλησίον μας, κατά τη διάρκεια της ταινίας. Να γελάσει και να κλάψει μαζί μας, να νιώσει άστεγος και μπερδεμένος μαζί μας, προκειμένου να μην μας παρακολουθεί μονάχα από απόσταση», είπε χαρακτηριστικά ο Χασάν Φαζιλί στο τριμηνιαίο κινηματογραφικό περιοδικό Filmmaker Magazine, τον Ιανουάριο του 2019.

Τα κυμαινόμενα συναισθήματα μιας σφιχτοδεμένης τετραμελούς οικογένειας έρχονται στο προσκήνιο λοιπόν, όταν ο στυλοβάτης της οικογένειας επικηρύσσεται από τους Ταλιμπάν. Έχοντας περατώσει μια σειρά από μετριοπαθείς θεατρικές παραστάσεις, έργα τεκμηρίωσης και τηλεοπτικές σειρές, τον Μάρτιο του 2015, ο Χασάν Φαζιλί θα προκαλούσε το μένος των Ταλιμπάν, όταν θα έκανε ένα ντοκιμαντέρ (‘Peace’) που παρουσίαζε τον τοπικό κυβερνήτη Μουλά Τουρ Τζαν να έχει απαρνηθεί τον ισλαμικό εξτρεμισμό. Με τον χρόνο να τον πιέζει και μην διαθέτοντας άλλη επιλογή, μαζί με την επίσης σκηνοθέτιδα και ηθοποιό σύζυγό του Φατιμά και τις δύο ανήλικές τους θυγατέρες Νάργις και Ζαρά, θα περνούσαν τα σύνορα και θα κατέφταναν στο γειτονικό Τατζικιστάν. Δεκαοκτώ μήνες αργότερα, και αφού στο μεταξύ, δεν είχαν λάβει καμία θετική απόκριση για χορήγηση ασύλου, θα έπρεπε να ξαναγυρίσουν στο Αφγανιστάν. Προσωρινά τουλάχιστον, μιας και τούτο θα γινόταν για να προμηθευτούν τα αναγκαία, να αποχαιρετήσουν τους δικούς τους και να αποδράσουν με απώτερο σκοπό να φτάσουν σε κάποια εύρωστη και ασφαλή, κεντροευρωπαϊκή χώρα. Πριν ο Χασάν Φαζιλί και η οικογένειά του επιστρέψουν στο Αφγανιστάν, πάντως, ήρθαν σε επικοινωνία με την παραγωγό, κινηματογραφίστρια και μοντέρ Εμελί Κόλμαν Μαχνταβιάν – μια καλλιτέχνιδα που φημίζεται για τις πειραματικές της πρακτικές, καθώς και για τη διάθεσή της, να ερευνά και να αποτυπώνει την απαγορευτική θέση της γυναίκας σε περιοχές της Κεντρικής Ασίας – και συμφώνησαν τον ασυνήθιστο και απαιτητικό τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να γίνει η οπτική καταγραφή της διαδρομής τους, προκειμένου να πραγματώσουν ένα ντοκιμαντέρ.

Λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς που παρέχει ένα κινητό τηλέφωνο και τις απειλές που περιέχει η διαδρομή προς ένα από κάθε άποψη προτιμότερο κεντροευρωπαϊκό κράτος, ο Χασάν Φαζιλί αντιμετώπισε τη διπλή πρόκληση που του παρουσιάστηκε με γνώμονα το συναίσθημα. Κάτι που γίνεται ορατό ακόμη και στην πορεία που ακολουθεί το αυτοκίνητο που τους μεταφέρει από το Αφγανιστάν στο Ιράν, στις σκηνές που απεικονίζεται η σύζυγος και οι δύο κόρες του, όπως και όταν οι τελευταίες καταγράφονται στην Κωνσταντινούπολη. Γιομάτες χαρά και προσδοκία, μέχρι εκείνο το σημείο, δείχνουν να απολαμβάνουν το ταξίδι και να αναμένουν με ανυπομονησία να περάσουν τα χερσαία σύνορα που διαχωρίζουν την Τουρκία από την Ευρώπη. Ακόμη κι όταν, μαζί με άλλους μετανάστες, βρεθούν παράτυπα στη Βουλγαρία, και κληθούν να μείνουν εσώκλειστοι σε ένα παράπηγμα, ο Χασάν επιλέγει σκηνές που δεν απομακρύνονται από την ευδιαθεσία (η σκηνή όπου η Νάργις μαζί με έναν νεαρό μετανάστη πηγαίνει να κόψει / κλέψει δαμάσκηνα από κάποια γειτνιάζουσα αυλή).

Θα χρειαστεί να περάσουν οι μέρες, να εξαπατηθεί αλλά και να εκβιαστεί η οικογένεια του Φαζιλί από τον λαθρέμπορο με τον οποίο ήρθαν σε επαφή, για να αρχίσει να φαίνεται πως τίποτα δεν είναι τελείως ρόδινο. Παρόλο που γνωρίζουν πως οι αστυνομικές αρχές θα τους στείλουν σε κέντρο κράτησης μεταναστών και έτσι δεν θα μπορούν να φύγουν αμέσως από τη Βουλγαρία, εκείνοι θα προσφύγουν σε τούτες, για να απαλλαχτούν από τον απερίγραπτο εξαναγκασμό του λαθρέμπορου. Ως ακόλουθο, στην προσφυγική δομή στο Όβτσα Κουπέλ, θα παραμείνουν για αρκετό διάστημα, πράγμα που επίσης σημαίνει πως θα κάνουν φίλους και θα αποκτήσουν μια ρουτίνα ικανή να κάνει τη Νάργις να αρχίσει να βαριέται. Δεν είναι ότι η τελευταία δεν θα βρει πώς να περάσει τον απεριόριστο ελεύθερο χρόνο της, είναι πως τα πρώτα σημάδια κόπωσης, θα ξεκινήσουν να διαφαίνονται. Ταυτόχρονα, μέσα από μια χαριτωμένη σκηνή ζηλοτυπίας, ο Χασάν και η Φατιμά, δεν σταματούν να υπενθυμίζουν τον άσβεστο έρωτά τους ο ένας στον άλλον – δεν σταματούν να αποκαλύπτουν και τα όρια της προοδευτικότητάς τους όμως, μιας και στην περίπτωση της Φατιμά, εκ των πραγμάτων, δεν είναι όσο διευρυμένα. Τη ραθυμία και το παιχνίδισμα της παραμονής σε τούτο το μέρος, θα διακόψει ένα πολύ βάναυσο περιστατικό που θα βιώσουν, σε κάποια από τις εξόδους τους από τη συγκεκριμένη προσφυγική δομή. Επίθεση από στοιχεία που είναι ποτισμένα από τη μισαλλοδοξία και δεν δέχονται τη διαφορετικότητα. Τόσο δηλητηριασμένοι και τυφλωμένοι είναι τούτοι οι άνθρωποι που υπό την ανοχή της αστυνομίας, δεν θα αργήσουν να κάνουν πορείες διαμαρτυρίας ακόμη και έξω από την είσοδο του κέντρου κράτησης μεταναστών. Αν και καθώς ειπώθηκε και πιο πάνω, αποφεύγονται οι σκηνές που κατά κόρον συναντάει κάποιος σε ταινίες με εφάμιλλη θεματολογία, στο σημείο αυτό ο Χασάν Φαζιλί αφιερώνει κινηματογραφικό χρόνο, για να δείξει ένα κομμάτι από τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν. 

Πολύ περισσότερο όταν ορμώμενοι από αυτά τα αποτροπιαστικά διατρέξαντα αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την περιοχή που φιλοξενούνταν και να διασχίσουν τα δασοσκέπαστα και δύσβατα βουλγαρικά σύνορα, ώστε να φτάσουν πιο κοντά στον στόχο τους. Ταξιδεύοντας μέρες, με καιρικά φαινόμενα που κυριολεκτικά έθεταν σε τεράστιο κίνδυνο τον Χασάν και την οικογένειά του (ιδίως, τα ανήλικα κορίτσια του), για να μην αναφερθεί η πιθανότητα να συλληφθούν, από τη Βουλγαρία παραβρέθηκαν στη Σερβία. Κι αν στο κράτος που αποτελεί σταυροδρόμι της Κεντρικής και της Νοτιανατολικής Ευρώπης, στην αρχή δυσκολεύτηκαν να βρουν μέρος για ξαποστάσουν και να κοιμηθούν, στην πορεία όχι μονάχα το βρήκαν και δεν ήταν τόσο άθλιο, αλλά έμειναν σε αυτό παραπάνω από τετρακόσιες εβδομήντα μέρες.

Είχαν την επιλογή να φύγουν και νωρίτερα, δια της παράνομης οδού, που θα ήταν ακόμη πιο επικίνδυνη από εκείνη που χρειάστηκε να ακολουθήσουν για να φτάσουν στη Σερβία, αλλά δεν το επιχείρησαν. Προτίμησαν να παραμείνουν στην ασφάλεια που τους προσέφερε το κέντρο κράτησης μεταναστών και να περιμένουν να τους καλέσουν για να εξετάσουν το αίτημά τους, στην Ουγγαρία. Στο πολύμηνο διάστημα, η οικογένεια Φαζιλί, δεν έπαυσε να λειτουργεί σαν ένα σώμα και να δείχνει αντοχή. Να κρατιέται στη ζωή και να ευχαριστιέται πράματα, ακόμη και σ’ ένα μέρος σαν τη προσφυγική δομή στην Κρντσα. Με προεξάρχουσα τη Νάργις, διακρίνονται δύο σκηνές μάλιστα: στη μια από αυτές, ύστερα από συζήτηση που θα έχει με τους δύο κηδεμόνες της, της δίνεται η δυνατότητα να διαλέξει εάν θα φορέσει μαντήλα όταν θα ενηλικιωθεί, ενώ στην άλλη προσπαθεί να εξωτερικεύσει τη θλίψη μα και την αγανάκτησή της, χορεύοντας και τραγουδώντας ορισμένους στίχους από το ‘They Don’t Really Care About Us’ (1996) του Michael Jackson. Όχι ότι η Φατιμά και ο Χασάν δεν θα έχουν τα στιγμιότυπά τους (η μεν πρώτη, θα γκρεμοτσακιστεί, όταν θα οδηγήσει για πρώτη φορά στη ζωή της ποδήλατο, τη στιγμή που ο Χασάν παρότι άθεος θα προτιμηθεί από τους σύνοικούς τους, να κάνει κήρυγμα μετά από την καθιερωμένη μουσουλμανική προσευχή). Παρακολουθώντας σκηνές που είναι τόσο προσωπικές για την οικογένεια πάντως, πέρα του ότι δηλώνεται η ομορφιά στην απλότητα, τίθεται και ένα ζήτημα ηθικής από τη στιγμή που το μεταναστευτικό πρόβλημα περνάει σε δεύτερη μοίρα, ή και επειδή ο Χασάν σε στιγμές, δίνει την εντύπωση πως βάζει τη δημιουργία πάνω από την προστασία της οικογένειάς του. 

Σε μια αριστοτεχνικά γυρισμένη σκηνή μάλιστα, όπου υποτίθεται πως αγνοείται η τύχη της Νάργις, ενδόμυχα, σχεδόν προσεύχεται να έχει πάθει κακό η μεγαλύτερή του θυγατέρα, για να αποκτήσει το ντοκιμαντέρ ακόμη πιο μεγάλη αξία, μόνο και μόνο για να μετανιώσει στην ιδέα της επαίσχυντης σκέψης που έκανε και να μισήσει τον καλλιτέχνη εαυτό του. Για μια απειροελάχιστη στιγμή, δεν λογαριάζει την ασφάλεια της οικογένειάς του ή τις επιπτώσεις που έχουν οι αποφάσεις που έχει λάβει, αλλά τις προοπτικές του δράματος στην οθόνη, γι’ αυτό και κρίνεται τολμηρό που τοποθετήθηκε το αμφιλεγόμενο αυτό στιγμιότυπο στο έργο. Αν και στηρίζεται στη δύναμη του μοντάζ, σε παντελώς διαφορετικό μήκος κύματος, εξίσου περίτεχνος είναι και ο τρόπος με τον οποίο ολοκληρώνεται η ταινία, όταν και προβάλλονται αποσπασματικά εικόνες του παρελθόντος από ένα μέλλον που δεν έχει καταφτάσει ακόμα. Ή μήπως έχει έρθει και στο πλαίσιο της αφήγησης προτιμάται η αμφισημία; Το να εξαπατά δηλαδή, κανείς τον εαυτό του, λογίζοντας ως πραγματικό ή υλοποιήσιμο κάτι που επιθυμεί.

Με την τετραμελή οικογένεια να ευρίσκεται στο μεταίχμιο (στην ουδέτερη ζώνη που έχει διαμορφωθεί το περίφρακτο κέντρο κράτησης μεταναστών στα σύνορα της Ουγγαρίας), το φινάλε της ταινίας αφήνει μια γλυκόπικρη επίγευση στον θεατή, που έρχεται να βεβαιώσει και η γνώση πως το μαρτύριο τους δεν πρόκειται να σταματήσει σε αυτό το σημείο (ακόμη κι όταν θα πάνε στη Γερμανία, λόγω του Κανονισμού του Δουβλίνου, μετά από δέκα μήνες παραμονής στο ανεπτυγμένο κράτος, κρίσιμο ζήτημα θα δημιουργηθεί για το αν θα μείνουν εκεί ή θα επιστρέψουν στην Ουγγαρία, στο ενδεχόμενο να χορηγηθεί άδεια διαμονής). Σε κάθε περίπτωση, η οικογένεια Φαζιλί, ως ένα μεγάλο βαθμό πέτυχε τον αρχικό στόχο της. Κατάφερε να περάσει δια πυρός και σιδήρου, να παραβρεθεί στην άκρη της Κόλασης και να διατηρηθεί ζωντανή. Δημιουργική επιπλέον, παρότι εκ πρώτης όψεως, κάτι τέτοιο φαντάζει εντελώς αδιανόητο και ασύμβατο. Έχοντας ως συνοδοιπόρο την Εμελί Κόλμαν Μαχνταβιάν που από την πρώτη στιγμή διοργάνωσε μια εκστρατεία ενημέρωσης για να υποστηρίξει την οικογένεια, και όταν η κατάστασή της επιδεινώθηκε πολύ, συμφώνησε να βοηθήσει από το επαγγελματικό πόστο που της αναλογεί, ο Χασάν Φαζιλί μπόρεσε να τεκμηριώσει αυτή την τόσο απαισιόδοξη και σκοταδερή αλλά και αίσια και φωτεινή περίοδο της ζωής του. Με τη χρήση τριών κινητών τηλεφώνων Samsung, που φυσικά ένεκα φθορών, αντικαταστάθηκαν ουκ ολίγες φορές στη διάρκεια του μακροχρόνιου ταξιδιού, συγκέντρωσε οπτικό υλικό που ξεπερνούσε τις τριακόσιες ώρες. Υλικό που αφαιρούνταν από τις κάρτες μνήμης των τριών συσκευών και μεταφερόταν στην Αμερική με τη βοήθεια του διαδικτύου, όταν συναντούσε τις αξιόπιστες επαφές που του υποδείκνυε σε κάθε επικράτεια η Εμελί Κόλμαν Μαχνταβιάν.    

Στις περίπου τριακόσιες ώρες οπτικού υλικού προστέθηκαν και παραπάνω από εικοσιπέντε ώρες φωνητικού περιεχομένου, που κυρίως ηχογραφήθηκε όταν ο Χασάν και η οικογένειά του παρέμειναν για μήνες στην περίμετρο της Σερβίας. Αμφότερα τα επεξεργάστηκε η Εμελί Κόλμαν Μαχνταβιάν και οι συνεργοί της στο εκτενές στάδιο της μετα-παραγωγής (οι μοντέρ Κριστίνα Μοτουάνι και Νελς Μπάντζερτερ), ώστε όχι μόνο να γίνει η καλύτερη επιλογή και ένωση (προτίμηση που περιορίζεται στην οικογένεια Φαζιλί και συναρμογή που επιδιώκει ένα κοφτό και γοργό τέμπο), μα και για να έχει η εικόνα μια υφή που να δείχνει κοινή. Μια σύσταση που να ικανοποιεί τις καθαρές κινηματογραφικές επιταγές αλλά και να είναι κοντά στην ακατέργαστη ποιότητα που παράγουν τα κινητά τηλέφωνα. Στο σημείο τούτο αξίζει να γίνει μια μικρή αναφορά και στο επιτελείο του ήχου, μια και οι καθ’ ύλην αρμόδιοι Ντανιέλ Τίμονς και Τόνι Βολάντε, ναι μεν χρησιμοποίησαν το δυνατόν πιο πολύ πρωτότυπο υλικό, όπου όμως δεν κατέστη εφικτό (πολλάκις, αφού τα κινητά τηλέφωνα δεν είναι κατάλληλες συσκευές για εγγραφή ήχου), φρόντισαν να συμπληρώσουν το ηχητικό τοπίο με ένα μείγμα οργανικών και ηλεκτρονικών ήχων, που παραπέμπει στα περιβάλλοντα που επισκέφθηκε η οικογένεια Φαζιλί. Κλείνοντας, δανειζόμενοι την ονομασία της ταινίας από το ποικιλότροπα αναθεωρημένο και ξαναγραμμένο ‘Το Τέρας του Εγώ’ (η αρχική έκδοση είναι στα περσικά και χρονολογείται στο 1973), μα και στα πρώτα λεπτά της ταινίας, φράσεις που αποτελούν το απαύγασμα αυτού, ο Χασάν Φαζιλί αποτίνει έναν φόρο τιμής και στο πιο σπουδαίο έργο του συγγραφέα, ποιητή, φιλοσόφου, εθνογράφου και ακτιβιστή Σέιντ Μπαχόντιν Μάτζρου, που πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ως πρόσφυγας, πριν δολοφονηθεί. Το έργο που εκτός του ότι αποδοκιμάζει κάθε μορφή τυραννίας, προκρίνοντας έναν τρόπο ζωής που έχει στο κέντρο του την αγάπη, αποτελεί μια απόδειξη της τακτικά ξεχασμένης ύπαρξης των Αφγανών διανοούμενων και δημιουργών – κάτι που με τον δικό του τρόπο επισημαίνει και το ντοκιμαντέρ του κυνηγημένου από το καθεστώς των Ταλιμπάν καλλιτέχνη Χασάν Φαζιλί.

Share