Το Λευκο Παλατι του Σουλτανου Ερντογαν
Ανήμερα της 91ης επετείου από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, μια καθόλου τυχαία ημερομηνία δηλαδή, ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εγκαινίασε το φαραωνικό παλάτι που εφεξής θα στεγάζει την υπέρμετρη αλαζονεία του.
To Ak Saray (Λευκό Παλάτι), ένα μεγαλοπρεπές και υπερσύγχρονο μέγαρο, βρίσκεται λίγο έξω από την Άγκυρα, σε μια έκταση που άλλοτε βρισκόταν στην κατοχή του πρώτου Προέδρου και ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας, Μουσταφά Κεμάλ Αταρτούκ.
Στην έκταση αυτή, το 1925, ο Αταρτούκ δημιούργησε μια φάρμα ακολουθώντας ένα πρωτοποριακό μοντέλο για τη σύγχρονη γεωργία. Το 1937 η έκταση παραχωρήθηκε από τον ίδιο τον Αταρτούκ στο κράτος, ενώ το 1992 το ίδιο το κράτος, αναγνωρίζοντας την ιστορική αξία της, απαγόρευσε οποιαδήποτε μορφή οικοδόμησης μέσα στο αγρόκτημα αυτό κηρύσσοντας την περιοχή προστατευόμενη.
Η απόφαση του Ερντογάν, να αλλοιώσει με παράνομο τρόπο, τον αγροτικό χαρακτήρα της περιοχής, αποψιλώνοντας ένα ολόκληρο δάσος για να εγκιβωτίσει εκεί ένα ογκωδέστατο, κιτς και ανατολίτικα μοντέρνο μέγαρο, που τη μια παραπέμπει στον Λευκό Οίκο και την άλλη στην αρχιτεκτονική των Σελτζούκων* θυμίζει πολύ τα σχέδια που είχε και εξακολουθεί να έχει ο Τούρκος Πρόεδρος και για το πάρκο Γκεζί στην πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης.
Εκεί, στην πλατεία Ταξίμ ή πλατεία της Δημοκρατίας ως είθισται να λέγεται, ο Ερντογάν, δεν θέλησε να ισοπεδώσει μόνο ένα μικρό, μα όμορφο και συμβολικό (για την εγκαθίδρυση του πολιτεύματος) πάρκο, όπως είναι το πάρκο Γκεζί, για την οικοδόμηση εμπορικού κέντρου, πολιτιστικού χώρου, ισλαμικού τεμένους αλλά και για τη δημιουργία μιας άθλιας ρεπλίκας των παλαιότερων οθωμανικών στρατώνων. Αυτό που επιθυμεί διακαώς είναι να διηγηθεί ξανά την ιστορία της Τουρκίας και για να το πετύχει αυτό πρέπει να αλλοιώσει τον αρχικό χαρακτήρα της πλατείας.
To 1936 ο Κεμάλ Αταρτούκ προσκάλεσε το Γάλλο αρχιτέκτονα και πολεοδόμο, Ανρί Προστ για να επανασχεδιάσει την εν λόγω περιοχή. Για το σκοπό αυτό γκρεμίστηκαν οι οθωμανικοί στρατώνες (1806) που οι περίφημες προσόψεις τους δανείζονταν στοιχεία όχι μόνο από την οθωμανική αρχιτεκτονική αλλά και τον οριενταλισμό**. Οι στρατώνες αυτοί είχαν υποστεί σημαντικές ζημιές από την εξέγερση που σημειώθηκε το 1908, από το κίνημα των Νεότουρκων – των Τούρκων εθνικιστών στρατιωτικών, ενώ ήδη από το 1921, λειτουργούσε στη θέση τους γήπεδο ποδοσφαίρου.
Αξίζει να σημειωθεί πως είχαν σχεδιαστεί από Αρμένιο αρχιτέκτονα, τον Κρικόρ Βάλιαν, ο οποίος ”δούλευε” μαζί με άλλους αρχιτέκτονες, για το Σουλτάνο (Σελίμ Γ’). Στο δε βορινό τμήμα του πάρκου αυτού, υπήρχε από τα μέσα περίπου του 16ου αιώνα, νεκροταφείο για τους Αρμένιους που είχε ακριβώς την ίδια κατάληξη με τους στρατώνες.
Δεν είναι αμελητέες, λοιπόν, οι αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις του Προστ, ούτε τυχαίες. Αλλοίωσαν την ιστορική φυσιογνωμία μιας ολόκληρης περιοχής στο όνομα ενός κεκαλυμμένου προοδευτισμού που μόνο σκοπό είχε να συνδράμει στην εθνική αναμόρφωση. Η δημιουργία νέων πολεοδομικών τοπόσημων και ο εκσυγχρονισμός ανέκαθεν εξυπηρετούσε το όραμα ενός φιλόδοξου ηγέτη.
Για να υπάρξει η νέα Τουρκία (Ερντογάν) θα πρέπει να έρθει σε απόλυτη ρήξη με την παλιά Τουρκία (Αταρτούκ). Και για να το πετύχει αυτό, ο Ερντογάν, επιχειρεί να επανασχεδιάσει και να επαναδιατυπώσει οτιδήποτε παραπέμπει σε αυτή. Μόνο που η νέα Τουρκία, του μεγαλοιδεάτη Ερντογάν, δεν είναι ακριβώς νέα. Αποτελεί κατασκευασμένο προϊόν, μιας εξιδανικευμένης, επικίνδυνης παρελθοντολογίας, που ξεκινάει από το κράτος των Σελτζούκων και φτάνει μέχρι το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εκθρόνιση του τελευταίου σουλτάνου από τους Τούρκους εθνικιστές.
Όπως δεν φοβήθηκε να άρει την απαγόρευση που ίσχυε για την ισλαμική μαντίλα, τα τελευταία 90 χρόνια, έτσι δεν θα φοβηθεί να αποβάλει και κάθε άλλο προοδευτικό και μη στοιχείο που έχει την εισήγηση του Ατατούρκ. Απώτερος σκοπός του να εορταστεί πανηγυρικά η επέτειος των 100 χρόνων (το 2023) από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας με τον ίδιο στη θέση ενός νέου ”αναμορφωτή”. Μέχρι τότε, οχυρωμένος στο χλιδάτο ”λευκό σαράι” του, πίσω από το αδιαπέραστο οβάλ γραφείο του, θα επιχειρήσει να ξαναγράψει την ιστορία, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα σαν πραγματικός σουλτάνος όλες τις ανέσεις ενός σύγχρονου παλατιού.
Τ’ ότι το νέο γραφείο του Ερντογάν είναι οβάλ και μοιάζει με αυτό του Λευκού Οίκου κάθε άλλο παρά τυχαίο πρέπει να είναι. Θα έχει να κάνει με τ’ ότι οι Μουσουλμάνοι ανακάλυψαν την Αμερική πριν από τον Κολόμβο, το 1178. Αν πιστέψουμε στα λεγόμενα του Ερντογάν, οι επαφές ανάμεσα στο Ισλάμ και τη Λατινική Αμερική, χρονολογούνται από το 12ο αιώνα μ.Χ. Με το να το διατυπώνει τέτοιες αφελείς και ονειροπαρμένες εικασίες πετυχαίνει δυο πράγματα: ανασκευάζει τη δυτική πραγματικότητα ισχυροποιώντας τη θέση των μουσουλμάνων μέσα σε αυτή ενώ ταυτόχρονα μεγιστοποιεί την αλαζονική του παρουσία με τη γνωστοποίηση μιας αναπόδεικτης μεγάλης ανακάλυψης. Αυτό που μένει τελικά στη συνείδηση του κόσμου δεν είναι τόσο το τι ειπώθηκε αλλά το όνομα και η πυγμή του λαοπλάνου και επίδοξου ”αναμορφωτή”, Ερντογάν.
* Η δυναστεία των Σελτζούκων επικράτησε σε διάφορα τμήματα της Κεντρικής Ασίας και της Μέσης Ανατολής δημιουργώντας μια μεγάλη αυτοκρατορία από τον 11ο – 14ο αιώνα και η αρχιτεκτονική τους αποτελεί σημαντικό κληροδότημα για ολόκληρο τον ισλαμικό κόσμο. Αρκετά κτίρια τους σώζονται στην Τουρκία.
Βασικά χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής των Σελτζούκων είναι: Η μνημειώδης πύλη, χτισμένη από πέτρα και περίτεχνα διακοσμημένη από σκαλιστούς λίθους και πολύχρωμα κεραμικά . Η διακόσμηση περιλάμβανε καλλιγραφία, φυσικά και γεωμετρικά μοτίβα, ανθρώπινα και ζωώδη στοιχεία. Ο μεγάλος θολωτός θάλαμος, τοποθετημένος στο ένα άκρο που παρείχε καταφύγιο και επέτρεπε την επαφή με τον εξωτερικό χώρο. Ο τρούλος που χαρακτηριζόταν από το ιδιότυπο τριγωνικό του σχήμα και η εσωτερική του επιφάνεια ήταν διακοσμημένη με πλακάκια ή γυάλινα τούβλα. Όλοι οι τοίχοι ήταν κατασκευασμένοι από ακατέργαστους λίθους ή από χαλίκια και επενδύονταν στο τέλος από πέτρες.
** Ο Οριενταλισμός, στην τέχνη του 19ου αιώνα, ανήκει στην παθολογία του Ρομαντισμού, και εκφράζει μια βαθύτερη αγάπη στον εξωτισμό, στο παράδοξο, και στη νοσταλγία της Ανατολής, η οποία τρέφει τη φαντασία και πυροδοτεί το πάθος. Ως όρος χρησιμοποιήθηκε από τον Edward Said σε ομώνυμο έργο του (1978) και αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο η Δύση ανακάλυψε, κατέγραψε, περιέγραψε, όρισε, φαντάστηκε και, κατά μια έννοια, επινόησε την Ανατολή. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι η Δύση δημιούργησε μια διχοτόμηση ανάμεσα στην πραγματικότητα της Ανατολής και στη ρομαντική αντίληψη για την Ανατολή.