Μια γυναικα χορευει χωρις να γινεται μαιναδα του Θεου Διονυσου
Το καλοκαίρι που μας πέρασε ο δημοφιλής τραγουδιστής, Σάκης Ρουβάς, έπαιξε στις Βάκχες του Δημήτρη Λιγνάδη. Υποδύθηκε τι άλλο και πιο ταιριαστό παρά τον Διόνυσο, τον πονηρό και κατεργάρη αιώνιο έφηβο, που έχει συνδεθεί με τη λατρεία του κρασιού, τον εκστατικό χορό, τον έρωτα, τη γονιμότητα και την παραγωγικότητα της γης. Η παράσταση περιόδευσε σε όλη την Ελλάδα με σχετική επιτυχία ενώ οι κριτικές που συνόδευσαν τόσο την παράσταση όσο και την ερμηνεία του γνωστού αοιδού στην πλειοψηφία τους ήταν μετριοπαθείς.
Όπως ήταν αναμενόμενο η επιλογή του Σάκη Ρουβά, προκάλεσε ποικίλους σχολιασμούς όχι όμως σε τέτοια έκταση και βαθμό ώστε να αμαυρωθεί ολοκληρωτικά το όνομα της παράστασης. Είναι βλέπετε ιδιαίτερα αγαπητός ο συγκεκριμένος τραγουδιστής και αυτό είναι κάτι που το έχει καταφέρει με το ‘σπαθί’ του. Μεγαλύτερο ρόλο, όμως, έπαιξε το γεγονός πως ο ίδιος ο Δημήτρης Λιγνάδης είχε προλειάνει το έδαφος λίγα χρόνια πριν, το 2008 για την ακρίβεια, με το να συμπεριλάβει στον θίασο των Αριστοφανικών ‘Βατράχων’ (‘Βάτρα-Χ’ είχε μετονομαστεί) τη Δήμητρα Ματσούκα. Τότε τα σχόλια ήταν πολύ πιο επιθετικά και κακεντρεχή, γιατί η Δήμητρα αν και προσπαθούσε αρκετά χρόνια να πείσει για το οποιοδήποτε ταλέντο της – κυρίως μέσα από την τηλεόραση και τον κινηματογράφο – δεν είχε ακόμη καταφέρει να αποδείξει σε ένα ευρύτερο κοινό πως διαθέτει πέρα από κάλλος και υποκριτικό ταλέντο. Τ’ ότι εμφανίστηκε δίπλα σε έναν υπερμεγέθη φαλλό πέρα από αριστοφανικό στοιχείο μπορεί να ιδωθεί και ως ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού.
Μέχρι τότε υπήρχε ένα σχετικό άβατο για το ποιος μπορεί να παίξει στην Επίδαυρο και πόσο μπορεί να εκμοντερνιστεί ή να αποδομηθεί το αρχαίο δράμα και η κωμωδία. Ενώ αρκετές φορές το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου μετατράπηκε από χώρος Πολιτισμού σε αρένα εθνικιστικών και γηπεδικών συμπεριφορών. Όλοι θυμούνται την έντονη αποδοκιμασία που υπέστη την ίδια χρονιά η Μήδεια του ‘ιερόσυλου’ όπως χαρακτηρίστηκε Ανατόλι Βασίλιεφ. Ίσως αυτές τις συμπεριφορές να ήθελε να σαρκάσει και ο Λιγνάδης μετατρέποντας σε κακόγουστο γήπεδο τη σκηνή στο Θέατρο της Επιδαύρου με τους δικούς του Βατράχους.
Με τον Λιγνάδη ή και λίγο νωρίτερα εγκαινιάζεται μια νέα εποχή που επιχειρεί να απεκδυθεί το πολυφορεμένο και βαρυσήμαντο ένδυμα που κληρονόμησε στις νεότερες γενιές ο Κάρολος Κουν. Επιχειρείται η κατάργηση των προκαταλήψεων και η εγκαθίδρυση άτολμων και ημιαποτυχημένων, στις περισσότερες των περιπτώσεων, νεωτερισμών.
Μόλις φέτος ο 26χρονος Δημήτρης Καρατζάς έγινε ο νεότερος σκηνοθέτης που παρουσίασε παράσταση στην Επίδαυρο με συνοδεία έναν νεότατο και άγνωστο, στο ευρύ κοινό, θίασο. Ενώ ταυτόχρονα άλλος ένας νέος σκηνοθέτης, ο πολυβραβευμένος με το κινηματογραφικό ‘Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού’ παρουσίασε τον Προμηθέα Δεσμώτη, εκεί όπου η Στεφανία Γουλιώτη ενσάρκωσε τη θηλυκή (!) πλευρά του Προμηθέα. Δυο παραστάσεις που συζητήθηκαν όσο κανένα άλλο ανέβασμα στο αργολικό θέατρο, κυρίως για τη φρέσκια ανάγνωση που επιχειρούσαν στα κλασσικά αυτά κείμενα. Άλλοι ενθουσιάστηκαν ενώ άλλοι τα αντιμετώπισαν με ελαφρύ σκεπτικισμό. Τα κάποτε κραταιά γιουχαΐσματα όμως έλαμψαν δια της απουσίας τους αφήνοντας να εννοηθεί πως οι νεωτεριστικές βάσεις είχαν αρχίσει να αποδίδουν γόνιμους καρπούς.
Στα ετήσια θεατρικά βραβεία ‘Κάρολος Κουν’, όμως, η Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών έχοντας την αμέριστη υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού είχε διαφορετική άποψη και επιβράβευσε την ερμηνεία της Ελένης Μπούκλη στο ρόλο της Ιόλης στις Τραχίνιαι του Θωμά Μοσχόπουλου, την σκηνοθεσία της Μάρθας Φριντζήλα για τη δική της ανάγνωση στις Βάκχαι και τον Σάκη Ρουβά στο ρόλο του Διονύσου στις Βάκχαι του Δημήτρη Λιγνάδη.
Το σκεπτικό, μάλιστα, που συνόδευε τη βράβευση του Σάκη Ρουβά έδινε ιδιαίτερη σημασία στα όσα προηγουμένως λέχθηκαν, ”επειδή, μια εποχή όπου πληθαίνουν τα κρούσματα «εκσυγχρονιστικής» κακοποίησης της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, η οποία είναι από μόνη της αρκούντως «μοντέρνα» ώστε να μην έχει ανάγκη από επίδοξους «εκμοντερνιστές», ο Σάκης Ρουβάς, με την σκηνοθετική καθοδήγηση του Δημήτρη Λιγνάδη, έδωσε τον Θεό Διόνυσο, σε μια εκ βαθέων προσέγγιση, με τρόπο ευθύ, άμεσο, ρευστό και χειροπιαστό, σαν από πνεύμα και ύλη, γη, νερό, αέρα και φωτιά, έναν πάντοτε «ερχόμενο» ελληνικό θεό – χορευτή, φωτεινό και σκοτεινό συγχρόνως, αιώνιο και σύγχρονο, παρόντα στις χαρές και στις λύπες μας, στους θριάμβους και στις απώλειες”.
Μάλιστα, ας υποθέσουμε πως οι δυο νεόκοποι σκηνοθέτες, που ανέφερα λίγο πιο πάνω, ο Λυγίζος (Προμηθέας Δεσμώτης) και ο Καρατζάς (Ελένη) όπως και άλλοι περισσότερο αναγνωρίσιμοι που δεν αναφέρθηκαν, όπως η Άντζελα Μπρούσκου (Βάκχες) ή η Λυδία Κονιόρδου (Ιππόλυτος) και τα επιτελεία τους (Στεφανία Γουλιώτη, Άννα Μάσχα, Αγλαΐα Παππά, Μαρία Κίτσου, Λήδα Πρωτοψάλτη, Θέμης Πάνου μεταξύ πολλών άλλων) δεν άξιζαν καμία βράβευση και καμία αναφορά. Το να αφήνεις υπαινιγμούς και να κάνεις αιχμές πως οι προηγούμενοι και όποιοι άλλοι κακοποιούν την αρχαιοελληνική τραγωδία, μόνο και μόνο για να βραβεύσεις τον Ρουβά ξεπερνάει κάθε απονομή και δείχνει πως ούτε εσύ ο ίδιος δεν πιστεύεις στο βραβείο που είσαι διατεθειμένος να δώσεις. Τη στιγμή δε μάλιστα που ο Δημήτρης Λιγνάδης, ο ίδιος ο σκηνοθέτης της παράστασης έχει κακοποιήσει ουκ ολίγες φορές τα κλασσικά κείμενα.
Πάλι καλά που είσαι αποφασισμένος να πλέξεις το εγκώμιο στο τέλος για τις υποκριτικές ικανότητες του Ρουβά και να αποκαλύψεις ένα ανυπέρβλητο κατά πως φαίνεται ταλέντο που ξεπερνάει το καλοχτισμένο του γυμνό σώμα ακόμη κι αν κάτι τέτοιο αποβαίνει σε βάρος μιας νεότερης γενιάς ηθοποιών που ούτε τις γνωριμίες έχει ούτε και την αναγνωρισιμότητα του. Θα ήθελα πολύ να πιστέψω πως είναι μοντέρνος ο τρόπος σκέψης της επιτροπής αλλά από την στιγμή που η ίδια αποκηρύσσει το μοντέρνο δεν με πείθει καθόλου. Και όχι ο Ρουβάς δεν είναι νέος, ούτε και μοντέρνος, είναι παρωχημένος. Είναι κομμάτι μιας άλλης εποχής που όμως ξέρει και μπορεί ακόμη – ελλείψει διαδόχου- να συντηρείται και να ελίσσεται.
Παρ’ όλα αυτά και επειδή καλό είναι να δίνονται ευκαιρίες σε όλους όσους αγαπούν τις Τέχνες αν οι συγκεκριμένοι κριτικοί θέλανε τόσο πολύ να βραβεύσουν την προσπάθεια του Ρουβά θα μπορούσαν να του δώσουν μια ειδική μνεία ή μια τιμητική διάκριση για πρωτοεμφανιζόμενο καλλιτέχνη. Η τιμητική διάκριση, όμως, έλαχε στη Χρυσούλα Διαβάτη στην κατηγορία διεθνούς θεατρικού ρεπερτορίου για τον ρόλο της ηλικιωμένης γυναίκας στο έργο ‘Δύο Γυναίκες Χορεύουν’. Μπορώ να καταλάβω την πικρία και την οργή που θα ένιωσε η 74χρονη Χρυσούλα. Πενήντα χρόνια στο σανίδι δεν είναι και λίγα για να αμειφθούν με μια τιμητική διάκριση πόσο μάλλον όταν έρχεται κάποιος από το χώρο του θεάματος και των νυχτερομάγαζων για να κλέψει και το βραβείο και την παράσταση.
Η Χρυσούλα όμως, δεν τον άφησε να γευτεί αυτή τη χαρά, τουλάχιστον όχι ολοκληρωτικά, όσο πολύπειρη και αν είναι όσες μεγάλες επιτυχίες κι αν έχει βιώσει, ξέσπασε, δεν άντεξε, ”πριν από κάποια χρόνια ήρθαν κάποιοι άνθρωποι για να μας σώσουν, ήρθαν να μας πουν τι θα πει ελευθερία, φέρανε μια ασυδοσία και βάλανε σε ένα σακί τα πάντα, εκεί τελείωσε η αξιοκρατία.. Είμαστε όλοι ηθοποιοί, όσοι είναι ηθοποιοί δεν πρέπει να ξέρουν τι κουβαλάει αυτή η λέξη; πόσο πόνο, κατάθεση ψυχής, κόπο και βεβαίως το θείο χάρισμα; Τώρα σταρς, μίμοι, διασκεδαστές, μανεκέν, ωραίοι, ωραίες, ένας συρφετός ολόκληρος έχουν ονομαστεί ηθοποιοί.. Εδώ γίνεται της κακομοίρας θα έπρεπε να υπάρχει αστυνομία θεάτρου.. Και σαν αποκορύφωμα βγαίνει και η Μελίνα Μερκούρη της οποίας κάνετε αγάλματα και καταργεί την άδεια του ηθοποιού. Μπορεί να είναι όλοι ηθοποιοί; Εμείς όλοι έχουμε κατάθεση τη σάρκα μας, το αίμα μας και την ψυχή μας σε αυτή τη δουλειά γιατί εμείς ξεκινήσαμε όχι για να γίνουμε σταρ, ξεκινήσαμε από ιδεολογία.. Θα μου επιτρέψετε να μην δεχτώ αυτό το βραβείο γιατί έτσι θα αναβαθμίσω αυτό τον θεσμό που δεν πιστεύω”.
Τα έβαλε με όλους και με όλα η Χρυσούλα και θα πρέπει να είναι κανείς πολύ ανίδεος με το θέμα για να μην την κατανοήσει. Η Χρυσούλα προέρχεται από μια άλλη σχολή που τείνει να εκλείψει. Έχει ιδρώσει πάρα πολύ για όλο αυτό που έχει πετύχει και αυτό γιατί κάποτε έπρεπε να κοπιάσεις αρκετά για να γίνεις ηθοποιός. Έπρεπε να περάσεις από όλες τις βαθμίδες πριν την παραμικρή αναγνώριση ή διάκριση. Έπρεπε να πέσεις κάτω και μετά να ξανασηκωθείς. Ναι και τότε υπήρχαν οι γνωριμίες αλλά η συγκεκριμένη δεν έχτισε την καριέρα της με βάση αυτές, ούτε με βάση την εικόνα της. Χρησιμοποίησε τις γνώσεις της και το ταλέντο της. Και όχι δεν είναι το πτυχίο φυσικά, είναι η καθημερινή τριβή με το αντικείμενο. Δούλεψε πολύ η Χρυσούλα και σίγουρα δεν το έκανε από χόμπι. Και νιώθει πικρία μα και αδικία που αναγκάζεται να ξαναδουλέψει στην ηλικία της προκειμένου να (ξανά)πληρώσει αυτά που με κόπο και ιδρώτα έχτισε επειδή ένα κράτος διεφθαρμένων την υποχρεώνει. Και αν βγάζει και έναν φόβο παραπάνω για τη νέα τάξη των πραγμάτων που όμως δεν είναι τόσο νέα αλλά τείνει να γίνει καθεστώς, ας της συγχωρεθεί.
Στην εποχή μας, τα μέσα έχουν αλλάξει, έχουν γίνει όλα ψηφιακά, ασύρματα και διαδικτυακά και αυτό που μετράει είναι κυρίως η εικόνα. Μια εικόνα που ο πρωτοπόρος Ρουβάς την τίμησε υποδειγματικά. Λυπάμαι, που θα το πω, όμως, αλλά ο Ρουβάς όσο ταλαντούχος και αν είναι αποτελεί ένα καλοκατασκευασμένο προϊόν που πούλησε και εξακολουθεί να μοσχοπουλάει χρυσά. Είναι το αγόρι με το τέλειο χαμόγελο, τους αψεγάδιαστους κοιλιακούς που έμαθε να κρατάει το μικρόφωνο και να λικνίζεται εντυπωσιακά επειδή κάποιος που διέθετε τα χρήματα αλλά και τις κατάλληλες γνωριμίες πίστεψε στην εικόνα αυτή και ήθελε να δημιουργήσει κάτι που δεν υπήρχε στην Ελλάδα. Και όλο αυτό δεν είναι μεμπτό. Γίνεται όμως, όταν μετά από τόσα χρόνια εξακολουθείς να εκμαιεύεις τη χρυσή αγελάδα όχι μόνο μέσα από συμβόλαια διαφημίσεων ή περιστασιακών κινηματογραφικών συνοικεσίων αλλά και μέσα από το θέατρο και μάλιστα το αρχαίο.
Κάπως επιπόλαια και ανορθόδοξα δεν επιλέχθηκε ο Ρουβάς για το αρχαίο δράμα; Ή η εξέλιξη του ήταν τέτοια που δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα λιγότερο; Μήπως η πολιτική της σύγχρονης εικόνας λειτουργεί με αυτό τον τρόπο; Όταν πια δεν μπορείς να το κουνήσεις το ίδιο καλά ή επειδή η κρίση δημιουργεί μια τάση που λέγεται λαϊκό εξευγενισμένο θέαμα επενδύεις σε μια κακώς εννοημένη ποιότητα;
Πολλές φωνές θα στηρίξουν τον Ρουβά, είναι όλες αυτές – που δεν είναι και λίγες – που τον στήριξαν με υστερική ευλάβεια όλα αυτά χρόνια. Θα αναγνωρίσουν πως είναι ωραίο, καλό, ταλαντούχο, φιλότιμο μα πάνω απ όλα σέξι παιδί και θα τον αποκαλέσουν ηθοποιό και αργότερα ίσως και σκηνοθέτη ή φωτογράφο. Πολύ περισσότερο, όμως, το κοινό αυτό έχει εξοικειωθεί μέσα από τα τηλεπαιχνίδια στην εικόνα του διασκεδαστή πολυεργαλείου και όχι του μοναχικού καλλιτέχνη. Στα μάτια τους ο ηθοποιός μπορεί να γίνει τραγουδιστής, ο τραγουδιστής ηθοποιός και όλοι αυτοί να χορέψουν ακόμη και με παγοπέδιλα ανταλλάσοντας χαμόγελα και φιλοφρονήσεις.
Βοηθάει σε αυτό και το γεγονός πως ταυτόχρονα με τον Ρουβά κι άλλοι από το χώρο του τραγουδιού έχουν περάσει στο χώρο του θεάτρου. Μια ματιά να ρίξει κανείς μόνο στις φετινές παραστάσεις και θα συναντήσει τον Γιώργο Μαζωνάκη (Rocky Horror Show) , τον Γιώργο Μαργαρίτη (Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας), τον Γιάννη Σαββιδάκη φέτος / Μιχάλη Χατζηγιάννη πέρσι (Annie) και φυσικά τον Σάκη Ρουβά (Ηρακλής). Αν και όλοι αυτοί μπορεί να θεωρηθεί πως δεν απομακρύνονται και πολύ από τον ασφαλή χώρο του τραγουδιού μιας και συμμετέχουν σε μιούζικαλ – με εξαίρεση πάντα τον Ρουβά.
Δίπλα στα επώνυμα αυτά ονόματα, μια άλλη γενιά, νέων ανθρώπων, άφθαρτων προσώπων μάχεται σε θεατρικές σκηνές και αυτοσχέδιους χώρους. Πέφτει στα πατώματα με ιδιαίτερα ηχηρό και αγωνιώδη τρόπο επιδιώκοντας να σταθεί στο ύψος της και να κάνει επάγγελμα την Τέχνη που τόσο αγαπά. Αυτή η γενιά δεν έχει χρήματα και σίγουρα δεν το κάνει από χόμπι, δουλεύει σε πολλές και διαφορετικές δουλειές, χωρίς συμβάσεις, με αθετημένες υποσχέσεις και επανειλημμένες διαψεύσεις ονείρων. Γι’ αυτό την επόμενη φορά που κάποιος σαν τον Σάκη Ρουβά βιαστεί να μιλήσει απρόσκοπτα και πει πως έχει ψυχή ή κάτι τέτοιο, θα πρέπει να σκεφτεί διπλά τον πολυτελή ειρμό του, γιατί για μένα που είμαι θεατής η μόνη ψυχή που μπορεί να βγάλει ο Σάκης είναι αυτή ενός πανέμορφου ανθρώπου που κοπιάζει αρκετά ώστε να μην χρειάζεται μετά οι illustrators των περιοδικών να κάνουν Photoshop στους θεϊκούς του κοιλιακούς και στο αψεγάδιαστο του χαμόγελο. Και κάτι τέτοιο μπορεί να είναι αρκετό στο χώρο του μουσικού θεάματος και της τηλεοπτικής διαφήμισης όχι όμως τόσο ώστε να σε αναγάγει σε ηθοποιό του κλασικού ρεπερτορίου ή του αρχαίου δράματος.