Ο Μενης Κουμανταρεας & οι μυθιστορηματικοι του δαιμονες
(Σημείωση: Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε λίγες μέρες πριν η Αστυνομία συλλάβει τον έναν από τους δύο αλλοδαπούς δράστες που φέρεται πώς σκότωσαν τον Μένη Κουμανταρέα. Στο δράστη ασκήθηκε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία με πρόθεση κατά συναυτουργία και απόπειρα ληστείας κατά συναυτουργία. Μολονότι η υπόθεση εξιχνιάστηκε κάποιες από τις λεπτομέρειες θα παραμείνουν επιμελώς κρυμμένες στο σκοτάδι και ότι ακολουθεί δεν είναι παρά μερικές μονάχα σκέψεις για το σημαντικό αυτό συγγραφέα).
Στις αρχές Δεκεμβρίου, βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμα του στην Κυψέλη ο διακεκριμένος συγγραφέας και μεταφραστής Μένης Κουμανταρέας (1)*. Το πόρισμα των ιατροδικαστών (Ν. Καρακούκη και Χρ. Τσάκωνα) έκανε λόγο για εκδορές και μώλωπες στο κεφάλι και την κοιλιακή χώρα. Ο θάνατος του επήλθε από στραγγαλισμό και δεν εντοπίστηκαν αμυντικά τραύματα. Ενώ σύμφωνα με την αστυνομία δεν βρέθηκαν σημάδια παραβίασης στην οικεία του και το σπίτι είχε ‘αναστατωθεί’ επιλεκτικά.
Πριν τη δολοφονία ο Κουμανταρέας βρισκόταν σε παρακείμενο μαγαζί με φίλο του μέχρι που μια επικείμενη συνάντηση και ένα ξεχασμένο χάπι τον οδήγησε εσπευσμένα στο διαμέρισμα αυτό. Εκεί τον περίμενε ενέδρα ενός ή περισσοτέρων (όχι και τόσο άγνωστων) ατόμων, οι οποίοι όχι μόνο τον δολοφόνησαν αλλά γνώριζαν που να ψάξουν ή πως να δώσουν την εντύπωση ότι έχουν ψάξει ώστε να φανεί πως πρόκειται για ληστεία. Για την ώρα δεν έχουν βρεθεί στοιχεία ικανοποιητικά που να ενισχύουν το ενδεχόμενο της ληστείας ούτε όμως και άλλα που να αποδεικνύουν κάποια άλλη εκδοχή.
Το 2012 ο Μένης Κουμανταρέας μετά από συμμετοχή του σε αντιρατσιστική συγκέντρωση στον Άγιο Παντελεήμονα δέχθηκε απρόκλητη επίθεση από άτομο που πρόσκειται στον ακροδεξιό χώρο. Όπως είχε δηλώσει χαρακτηριστικά, ως προσκεκλημένος της Έλλης Στάη στην εκπομπή ‘NETWEEK’, όταν διερωτήθηκε για ”το θέμα της βίας” και για την επίθεση αυτή: ”δεν μπορώ να ξέρω ποιος μου επετέθει, δεν με έκλεψαν, δεν μου πήραν το κινητό απλώς με έδειραν… σπίτι μου, παραφυλούσαν απ’ έξω.. καταρχήν ένα παιδί ήταν, ένα αγόρι 25 χρονών, ξυρισμένο λίγο γουλί, λίγο έτσι μπαούλο..”.
Για να συμπληρώσει στη συνέχεια πως, ”πριν από μερικές μέρες είχα μιλήσει στην πλατεία Βικτωρίας, είχαν διαβάσει ένα κείμενο μου για τους μετανάστες που αφορούσε την πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα, αυτό το κείμενο διαβάστηκε με πρωτοβουλία των περιοίκων και εγώ είπα δυο κουβέντες και μάλιστα είχαμε μέσα στην πλατεία τους μετανάστες οι οποίοι κυκλοφορούσαν και δεν μπορούσαν να φανταστούν αυτοί οι άνθρωποι τι λέγαμε εμείς, ότι μιλούσαμε γι’ αυτούς.. βεβαίως μέσα στην σύναξη των ανθρώπων που με άκουγαν υπήρχαν και ακραίοι οι οποίοι λέγανε ότι αυτά δεν είναι αλήθεια και εμείς φοβόμαστε να ξεμυτίσουμε, αυτά τα γνωστά..”
Σε ερώτηση της Έλλης Στάη για το αν φοβήθηκε εκείνος απάντησε με βεβαιότητα και εκείνη συνέχισε την ερώτηση της ”και κατά την ώρα της επίθεσης βέβαια, φοβηθήκατε και μετά ότι μπορεί να γίνεται στόχος;” για να απαντήσει ο Κουμανταρέας, ”Βεβαίως, βεβαίως να σας πω ότι φοβάμαι και τώρα, άρα δεν φοβάμαι για μια επίθεση πια γιατί ξεθυμάνανε, φοβάμαι γενικότερα..”
Θα μπορούσε να σχετίζεται η επίθεση αυτή με τη δολοφονική επίθεση που δέχθηκε στις 6 Δεκεμβρίου; Ήταν γνωστή και έντονη η αντιρατσιστική δράση του Μένη Κουμανταρέα όπως και οι ιδέες του για τον φασισμό. Ο Κουμανταρέας αν και αναγνωρίσιμο πρόσωπο ποτέ δεν φοβήθηκε τη δύναμη των λέξεων και αυτό ήταν κάτι που το απέδειξε περίτρανα σε μια σταδιοδρομία γεμάτη από παρεμβατικά κείμενα και δυναμικές δημόσιες εμφανίσεις.
Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του προτελευταίου του βιβλίου (‘Θάνατος στο Βαλπαραϊζο’, 2013). Εκεί, βασικός του ήρωας είναι ο αποφυλακισμένος και αυτοεξόριστος Έρικ Χόνεκερ (ο τελευταίος Πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας), ο οποίος διάγει τις τελευταίες του μέρες σε μια από τις επαύλεις του δόκτορα Φέλζενσταϊν στο Σαντιάγο της Χιλής. Ο Χόκενερ θα έρθει σε επαφή με έναν Έλληνα γιατρό (ψυχολόγο και πρώην κομμουνιστή) ο οποίος σχεδιάζει να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ανάμεσα στους δύο άντρες θα αναπτυχθεί σχέση αμφισβήτησης αλλά και εμπιστοσύνης. Ο Χόκενερ θα μοιραστεί τις σκέψεις του όχι μόνο για τον κομμουνισμό αλλά και για τον κίνδυνο της ανόδου νεοναζιστικών οργανώσεων (σχέδιο ‘Μαύρη Πεταλούδα’ του δόκτορα Φέλζενσταϊν). Ο γιατρός με τη συνδρομή της εταίρας Κοντσέτα θα επιχειρήσει να ανατρέψει το ναζιστικό ολοκληρωτισμό που οραματίζεται ο δόκτωρ Φέλζενσταϊν στέλνοντας ένα ηχηρή μήνυμα στην Ευρώπη.
Ο Κουμανταρέας ξεκίνησε να γράφει το συγκεκριμένο βιβλίο πριν από δέκα χρόνια. Μέσα από αυτό θέλησε να μιλήσει για την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων, τα απανωτά λάθη και τις αδυναμίες της δημοκρατικής διακυβέρνησης, την διαφαινόμενη άνοδο του νεοναζισμού και τον κίνδυνο μιας γερμανοκρατούμενης Ευρώπης. Είναι όμως όλο αυτό αρκετό ώστε να μετατρέψει τους φασίστες σε δολοφόνους του; Τη στιγμή δε μάλιστα που η ανεξέλεγκτη εγκληματική δράση της Χρυσή Αυγής μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα έχει αποδυναμωθεί;
Στο δημοτικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου ο δήμαρχος Αθηναίων, Γιώργος Καμίνης, πρότεινε την μετονομασία της Δημοτικής Αγοράς της Κυψέλης σε Δημοτική Αγορά Κυψέλης ”Μένης Κουμανταρέας”. Όλοι δέχθηκαν με ενθουσιασμό την πρωτοβουλία και ψήφισαν υπέρ της πρότασης αυτής. Ο Χρήστος Γουδής, όμως, εκπρόσωπος της Χρυσής Αυγής επιχείρησε να αμαυρώσει την εξαγγελία αυτή με το ακόλουθο προσβλητικό και ρατσιστικό σχόλιο, ”Να φυτέψουμε συκιές προς τιμήν του”. Ανεξάρτητα από το πόσο αφοριστικός και κακοήθης μπορεί να είναι ένας τέτοιος χαρακτηρισμός μήπως οι πραγματικοί ένοχοι και η αλήθεια θα πρέπει να αναζητηθεί αλλού;
Αν ζούσε πάντως, ο Κουμανταρέας, ενδεχομένως να του απαντούσε πως, ”Προσωπικά δεν είχα ποτέ τον φόβο να εκτεθώ και όσο περνάει ο καιρός εκτίθεμαι περισσότερο” (απόσπασμα από την συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στον Γιάννη Μπασκόζο στο Βήμα τον Αύγουστο του 2010). Πράγματι, η ζωή του Κουμανταρέα ήταν μοιρασμένη ανάμεσα στον έγγαμο βίο με τη σύζυγο του Λιλή και τις ομοφυλοφιλικές του παρορμήσεις. Η Λιλή γνώριζε για την σεξουαλικότητα του μιας και ο ίδιος θωρούσε ”αδιανόητο ότι υπάρχουν άντρες που μια ζωή κρύβουν από τη σύντροφό τους ότι πιθανώς να ποθούν έναν άλλο άντρα”. Η καταπίεση ενός βαθύτερου εαυτού και η δυσφορία που αυτή επιφέρει δεν είχαν τη θέση τους σε αυτό το γάμο. Η ειλικρινής συμβίωση είχε εξωραΐσει αυτό που πολλά μικροαστικά ζευγάρια ονομάζουν απιστία. Η αποδοχή της διττής φύσης του Κουμανταρέα είχε δημιουργήσει μια ισορροπία εύθραυστη που ήταν ικανή να συντηρήσει για πολλά χρόνια τη μυθολογία ενός ανοιχτού γάμου. Τον τελευταίο καιρό, όμως, η πλάστιγγα πιθανότατα να είχε γύρει. Ο Κουμανταρέας είχε διαρκώς την αίσθηση πως την παραμελούσε.
Στο τελευταίο του βιβλίο, ”Ο θησαυρός του χρόνου”, που εκδόθηκε δυο μήνες πριν το τραγικό συμβάν ο Κουμανταρέας μιλάει για την απώλεια και όπως ο ίδιος είπε στη Λίνα Ρόκου (Popaganda), ”Είναι η απουσία ενός ανθρώπου αλλά μαζί με αυτόν τον άνθρωπο και η απουσία άλλων στοιχείων της καθημερινότητας, όπως είναι η έλλειψη στην ποιότητας μιας καθημερινότητας που ζούμε όλοι με την απώλεια ορισμένων πραγμάτων που μας έχουν σημαδέψει, είτε επειδή αυτά δεν υπάρχουν πια είτε επειδή είναι χλωμά”.
Στο βιβλίο αυτό, χωρίς φυσικά να είναι η πρώτη φορά, παραθέτει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα: ”Απόψε αφήνω πάλι τη Λιλή μόνη, αφού πρώτα βεβαιωθώ ότι κοιμάται, και αρχίζω τα σουλάτσα. Παλιά στέκια, δρόμοι λησμονημένοι με ονόματα λησμονημένα, ευεργετών, ηρώων, φιλελλήνων, γνωστών που σήμερα είναι άγνωστοι, δρόμοι που οδηγούν σε ερειπωμένα σπίτια, χαμοκέλες, μπαρ που μοιάζουν με φαρμακεία που διανυκτερεύουν, διαμερίσματα-κλουβιά που βλέπουν σε φωταγωγούς. Φωταγωγός είναι σήμερα πια η πόλη. Κι ας απέκτησε λουσάτα μαγαζιά και εμπορικά κέντρα, διαφημίσεις που αναβοσβήνουν, καταστήματα υγιεινής διατροφής, κέντρα που ξενυχτούν. Εμένα μου φαίνεται πιο σκοτεινή και ασφυκτική παρά ποτέ…”.
Ενώ σε άλλο σημείο, ”Ξυπνώ με το κορμί πιασμένο, το κεφάλι να κουδουνίζει και τα μάτια, μέσα σε μαύρους κύκλους, να προσπαθούν ν’ αμυνθούν στο εχθρικό φως της καινούργιας μέρας, αν υποτεθεί ότι η μέρα που ξημερώνει μπορεί να χαρακτηριστεί καινούργια. Είναι ζήτημα αν πάλι κοιμήθηκα τρεις με τέσσερις ώρες. Τα ξενύχτια με φίλους –ενίοτε και εχθρούς– δεν λένε να μ’ εγκαταλείψουν”.
Ο Κουμανταρέας ήξερε πολύ καλά να μεταπλάθει την πραγματικότητα (είτε τη δική του είτε των γύρω του) και να την παρουσιάζει μέσα από ένα μυθοπλαστικό πρίσμα. Εκεί όπου ανομολόγητα πάθη και σκοτεινά μυστικά έβρισκαν πρόσφορο έδαφος για να ξεδιπλωθούν μέσα σε βιωμένα φαντασιακά πλαίσια. Εκεί όπου ο άγριος έρωτας και ο λυτρωτικός θάνατος είχαν μάθει να συνυπάρχουν κάτω από την επίδραση ενός αναπόδραστου αδιέξοδου και μιας φθαρτής και ευάλωτης ανθρώπινης φύσης.
Όπως και στο ‘Οι γάμοι του Σπόρου και της Ποππαίας’, το ένα από τα τρία διηγήματα που περιέχονται στο βραβευμένο και προκλητικό για την εποχή ‘Αρμένισμα’ (1967). Σε αυτό, όταν η γιορτή (ερασιτεχνική θεατρική παράσταση με πρωταγωνιστές το Νέρωνα και το δούλο του Σπόρο) τελειώσει, ο άντρας (ο Τοτός ένας 45άρης εστέτ, πλούσιος με καλλιτεχνικές ανησυχίες) θα έχει ανακαλύψει τον βαθύτερο εαυτό του και ο νεαρός (ο Σπόρος ένα πανέμορφο, άξεστο, λαϊκό αγόρι) θα έχει κερδίσει χρήματα. Ο Τοτός, όμως, θα κλαίει από την αδυναμία του να λυτρωθεί από τα κοινωνικά αδιέξοδα της εποχής.
Ολόκληρη η μυθιστοριογραφία του Κουμανταρέα είναι γεμάτη από ψήγματα μιας κατακερματισμένης αλήθειας. Και μπορεί οι εποχές να φεύγουν και τα ήθη να αλλάζουν, η ανθρώπινη επιθυμία όμως παραμένει αναλλοίωτη στο χρόνο. Ο θάνατος του καταξιωμένου αυτού συγγραφέα μπορεί να ήταν απόρροια της αχαλίνωτης αυτής ηδονικής επιθυμίας. Η αναγνωρισιμότητα πολλές φορές συνοδεύεται από υπερβάλλοντα ζήλο. Μαζί με το χρήμα, τη δόξα και τα βραβεία έρχονται και μερικά περιθωριοποιημένα και ενδεχομένως και πεινασμένα ανδρικά κορμιά. Κάποια από αυτά μπορεί να εκμεταλλευθούν την σαρκική αδυναμία που η θολωμένη σου κρίση κουβαλά.
Λίγα χρόνια πριν, ο Κουμανταρέας, είχε πέσει θύμα εκβιασμού από δύο αλλοδαπούς. Το περιστατικό αυτό – αν και δεν έγινε δημοσίως αντιληπτό – το κατήγγειλε (αμέσως;) στην Αστυνομία. Σύμφωνα με την καταγγελία οι δυο αλλοδαποί είχαν στην κατοχή τους προσωπικά έγγραφα και αντικείμενα από το σπίτι του Κουμανταρέα και του ζητούσαν χρήματα για να τα επιστρέψουν. Ο ένας μάλιστα από τους δυο είχε συλληφθεί από την Ασφάλεια και έκανε λόγο για προηγούμενες ‘διαφορές’ που είχε με τον γνωστό συγγραφέα. Σε βάρος τους σχηματίστηκε δικογραφία από την Ασφάλεια Αττικής.
Τί σχέση είχε άραγε ο αδικοχαμένος Κουμανταρέας με τους επίδοξους αυτούς εκβιαστές; Γιατί να εκβιάσουν έναν συγγραφέα που δεν φημιζόταν για τα αμύθητα ποσά και τον χλιδάτο τρόπο ζωής; Πότε η πραγματικότητα ξεπερνάει και την πιο μεγάλη φαντασία; Και πότε η τελευταία έρχεται να συναντήσει την προηγούμενη με τα πιο μελανά χρώματα; Θα βρεθούν άραγε οι δολοφόνοι του Κουμανταρέα ή η υπόθεση του θα καταγραφεί στα χρονικά ως ανεξιχνίαστο έγκλημα; Ήταν έγκλημα πάθους ή ξεκαθάρισμα λογαριασμών;
Ο Κουμανταρέας είχε μια έντονη και γεμάτη ζωή, το τέλος του όμως ήταν ιδιαίτερα μυθιστορηματικό. Και η περίπτωση του, τουλάχιστον ως προς το τραγικό αυτό τέλος, δεν θα μπορούσε παρά να θυμίζει τον ανεξιχνίαστο (μέχρι τις μέρες μας) θάνατο ενός άλλου γνωστού συγγραφέα: Στις 27 Αυγούστου του 1988 ο Κώστας Ταχτσής βρέθηκε νεκρός από την αδελφή του στο σπίτι του στον Κολωνό. Μάρτυρας κατέθεσε πως είδε τον Ταχτσή να μπαίνει στο σπίτι του συνοδευόμενος από νεαρούς τα ξημερώματα της Παρασκευής. Ενώ η στενή του φίλη, Νένη Σταμάτη, ισχυρίστηκε πως είχε ραντεβού μαζί του στις 9 το βράδυ και εκείνος προς μεγάλη της έκπληξη δεν εμφανίστηκε ποτέ. Το ιατροδικαστικό πόρισμα έκανε λόγο για στραγγαλισμό και πως το θύμα δεν προέβαλλε αντίσταση. Στο σπίτι επικρατούσε ακαταστασία και έλειπαν κάποια αντικείμενα αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο ληστείας. Αίσθηση προκαλεί πως ανάμεσα στα κλοπιμαία βρισκόντουσαν οι δακτυλογραφημένες σελίδες της υπό έκδοση αυτοβιογραφίας του και αυτό για όσους γνώριζαν τον έκλυτο βίο του δηλωμένου ομοφυλόφιλου και τραβεστί συγγραφέα είναι ενδεικτικό. Μολονότι η αστυνομία εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό στους γύρω δρόμους, αναζητώντας τρεις βασικούς ύποπτους, ο δράστης δεν εντοπίστηκε ποτέ και η δολοφονία αρχειοθετήθηκε.
(1)* Ο Μένης Κουμανταρέας γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του τραπεζικού και χρηματιστή Αντώνη Κουμανταρέα. Το 1948 έζησε για έξι μήνες κοντά στον αδερφό του πατέρα του στο Λονδίνο, όπου ήρθε σε επαφή με την εκεί πολιτιστική κίνηση. Τον επόμενο χρόνο αποφοίτησε από το Πρότυπο Λύκειο Αθηνών και τη συνέχεια σπούδασε νομικά και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο ναυτικό και εργάστηκε για είκοσι χρόνια υπάλληλος ναυτιλιακών και ασφαλιστικών εταιρειών. Το 1972 σπούδασε με υποτροφία στο Βερολίνο για έξι μήνες. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1962 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων ‘Τα μηχανάκια’. Κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, όπως τα Εκλογή, Επιθεώρηση Τέχνης, Τραμ, Ηριδανός, Ο Ταχυδρόμος, Οδός Πανός, η λέξη και άλλα.
Κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας πήρε μέρος στην αντιστασιακή έκδοση 18 κείμενα και οδηγήθηκε τέσσερις φορές σε δίκη για το έργο του ‘Το αρμένισμα’. Τιμήθηκε δύο φορές με το κρατικό βραβείο διηγήματος (το 1967 για το ‘Αρμένισμα’ και το 1997 για τη συλλογή ‘Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω’), δύο φορές με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (το 1975 για τη ‘Βιοτεχνία υαλικών’ και το 2002 για το ‘Δυο φορές Έλληνας) και το κρατικό βραβείο διηγήματος (1997 για τη συλλογή ‘Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω’) καθώς επίσης και με το Βραβείο Πεζογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη (το 2008 για το σύνολο της καριέρας του). Ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και από το 1982 ως το 1986 ήταν μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Ο Μένης Κουμανταρέας τοποθετείται χρονολογικά στη λεγόμενη δεύτερη μεταπολεμική γενιά της ελληνικής πεζογραφίας. Η γραφή του κινείται στα όρια ανάμεσα στον κοινωνικό ρεαλισμό με έμφαση στην απεικόνιση των αλλοτριωτικών κοινωνικών μηχανισμών και την ποιητική έκφραση του αισθήματος της φθοράς και της χαμένης αθωότητας της νεανικής ηλικίας.