Vincero, ενα εναλλακτικο προεκλογικο σποτ
Σποτ (Vincero):
Στα προεκλογικά σποτ της Νέας Δημοκρατίας, ο φόβος, η ανασφάλεια, η απομόνωση και το ψέμα κατέκλυσαν αλάνες, οικίες και επιχειρήσεις και επικράτησαν έναντι της ελπίδας, της ασφάλειας, της αλληλεγγύης και της αλήθειας. Για ακόμη μια φορά, η Νέα Δημοκρατία (όπως και τα περισσότερα κόμματα άλλωστε) δεν δίστασε να βασίσει ολόκληρη την εκστρατεία της σ’ ένα χυδαίο κλίμα τρομοκρατίας και φθηνού λαϊκισμού προκειμένου να προσεγγίσει και να κερδίσει την εμπιστοσύνη συγκεκριμένων ψηφοφόρων (συντηρητικών, πατριδολάγνων, βαθιά θρησκευόμενων, αμόρφωτων μα πάνω απ’ όλα οικογενειαρχών). Ταυτόχρονα, ο παρωχημένος λόγος, η έλλειψη φαντασίας ή οποιασδήποτε διάθεσης πρωτοτυπίας, ο εύκολος οπτικός συμβολισμός, το εκνευριστικό μοντάζ, η εκβιαστική χρήση της μουσικής και οι μονοδιάστατοι χαρακτήρες που αγγίζουν τα όρια της καρικατούρας ολοκλήρωσαν με πανηγυρικό τρόπο την απογοητευτική αυτή εικόνα.
Σαν όαση, λοιπόν, φάνταζε το ευφάνταστο σποτάκι που προήλθε από τη νεολαία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α όταν αυτό βγήκε στον αέρα. Το συγκεκριμένο βίντεο περισσότερο θυμίζει ταινία μικρού μήκους παρά σποτάκι και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τη χρονική του διάρκεια. Είναι τέτοια η κινηματογράφηση αλλά και η ανάπτυξη της σεναριακής του ιδέας που εύκολα παραπέμπει σε κάτι τέτοιο. Φυσικά και μια προσπάθεια σαν κι αυτή δεν θα μπορούσε να μην έχει ατέλειες ή παραλείψεις. Κάποιες από τις τοποθετήσεις έχουν μια δόση υπερβολής και υπάρχει διαρκώς η αίσθηση πως γίνεται μια συμπυκνωμένη προσπάθεια να χωρέσουν όσα περισσότερα από τα ακανθώδη κοινωνικά ζητήματα με κίνδυνο το συνωστισμό και την υπεραπλούστευση. Όμως, πρόκειται για το σποτάκι μιας νεολαίας ενός κόμματος και αυτή (η νεολαία) αντιμετώπισε την περίσταση με φρεσκάδα, χιούμορ, νεανική ορμή και δημιουργική τρέλα χαρίζοντας ένα αισιόδοξο και ελπιδοφόρο αποτέλεσμα. Μέσα από αυτό το σποτάκι καταρρίπτονται μερικές συμβάσεις που ταλανίζουν το προεκλογικό είδος αλλά και αρκετές απαρχαιωμένες αντιλήψεις ή στερεότυπα που αποτελούν ακόμη εργασιακό και κοινωνικό καθεστώς.
Η κάμερα, με εξαίρεση τη σκηνή που ‘εισβάλει’ η άρια από το παράθυρο, παραμένει στατική, η φωτογραφία αποχρωματισμένη και οι ερμηνείες στυλιζαρισμένες. Αναπόφευκτα η τεχνοτροπία της ‘κλινικής’ κινηματογράφησης φέρνει στο μυαλό το υπερτιμημένο Weird Wave of Greek Cinema (Attenberg, Luton κλπ). Το υποδόριο χιούμορ, όμως, η φρεσκάδα των προσώπων, ένας απολαυστικός Χάρης Σώζος (στο ρόλο του διευθυντή), η σουρεαλιστική – λυτρωτική χρήση του Nessun Dorna της όπερας του Πουτσίνι ‘Turandot’ και φυσικά ο έξυπνος τρόπος με τον οποίο εναλλάσσονται τα πλάνα και οι τραγικοκωμικές καταστάσεις, δημιουργούν ένα υπέροχο αισθητικό και νοηματικό αποτέλεσμα.
Βρισκόμαστε στο εσωτερικό ενός γραφείου εκεί όπου ο στρυφνός διευθυντής μιας εταιρείας περνάει από συνέντευξη 5 διαφορετικούς, μεταξύ τους, υποψήφιους νεαρούς/ες. Καθ’ όλη τη διάρκεια των συνεντεύξεων, ο διευθυντής δεν φαίνεται, το μόνο που ακούγεται είναι ο αυστηρός και απειλητικός τόνος της εξουσιαστικής του φωνής. Ο ανυποψίαστος θεατής παρακολουθεί τους συνεντευξιαζόμενους μέσα από την οπτική του γωνία. Το παλιό (ο διευθυντής αλλά και όσοι από τους θεατές ταυτίζονται μαζί του) κοιτάζει με περιέργεια και ανησυχία το καινούργιο (τους υποψήφιους και τις ιδιαιτερότητες τους). Μέσα από τα ερωτήματα που θα τεθούν, κοινωνικά στερεότυπα και παρωχημένες αντιλήψεις θα βγουν στην επιφάνεια και θα υπενθυμίσουν πόσο αναγκαία κρίνεται η αντιμετώπιση και η επανανοηματοδότηση τους.
Η πρώτη κοπέλα μολονότι ρετρό ντυμένη και σε υπερβολικό βαθμό μακιγιαρισμένη προκύπτει ‘συνδικαλίστρια’. Ο διευθυντής θα την καλωσορίσει και θα την ενημερώσει για το e-mail που έλαβε από την εταιρεία στην οποία εργαζόταν προηγουμένως. Τότε αυτή θα πάρει τον λόγο και θα του πει, ”η εταιρεία με την οποία συνεργάζεστε άφηνε τους εργαζόμενους της απλήρωτους για 4 μήνες, κάποια στιγμή αποφασίσαμε να διεκδικήσουμε τα νόμιμα δεδουλευμένα μας και απολυθήκαμε”. Στο άκουσμα όλης αυτής της ασύμφορης για τον ίδιο εξέλιξης θα αναφωνήσει, ”ωραία” για να εκφράσει την απορία του, ”δεν μου λέτε εδώ ήρθατε για να δουλέψετε ή για να μας δημιουργήσετε προβλήματα; αυτά να πάτε να τα κάνετε στο ΣΥ.ΡΙΖ.Α, στο ΜΥ.ΡΙΖ.Α και δεν ξέρω εγώ που αλλού, όχι εδώ πάντως. Καλή σας μέρα.”
Η συνάντηση με τον δεύτερο υποψήφιο είναι κομβικής σημασίας και σκοπίμως παραλείπεται για να εξεταστεί ανεμπόδιστα μετά και από την εμφάνιση της τελευταίας υποψήφιας. Επομένως, ακολουθεί η περιγραφή της συνεύρεσης με τον τρίτο της παρέας που προς στιγμήν κλέβει την παράσταση. Αυτός φοράει ένα καρό πουκάμισο με τα μανίκια σηκωμένα και το μούσι του αγγίζει και ξεπερνάει τα όρια του χιπστερισμού. Ο διευθυντής, με απολαυστικό τρόπο θα του πει, ”για να μην χάνω εγώ τον χρόνο μου και για να μην χάνεις και εσύ τον δικό σου να σε ρωτήσω κάτι αγόρι μου, θεωρείς τώρα ότι είναι εμφάνιση αυτή για έναν εργαζόμενο σε σοβαρή εταιρεία;” Λίγο μετά θα επιστρέψει σε αυτόν για να του πει με επιτακτικό μα και αστείο τρόπο, ”κουρέψου, ξυρίσου, πλύσου, αρωματίσου και ξαναέλα”, ο νεαρός θα τον κοιτάξει αποσβολωμένος και ο διευθυντής θα συνεχίσει χαμηλόφωνα, ”δες το σαν φιλική συμβουλή για την μετέπειτα καριέρα σου”. Ο μουσάτος νεαρός θα πάρει πίσω το βιογραφικό και θα αποχωρήσει.
Το πλάνο θ’ αλλάξει για να το διαδεχθεί μια περιχαρής έγκυος, ο διευθυντής θα απορήσει, θα της δώσει συγχαρητήρια αλλά θα τις επισημάνει πως δεν ξεκινάνε καλά. Με πικρόχολο τρόπο θα τις εξηγήσει τους λόγους, ”εσείς είστε έγκυος, χαρούμενη και καλά κάνετε, σκεφτήκατε όμως τι σημαίνει αυτό για εμάς;” και συνεχίζει με την έγκυο να τις έχει κοπεί το χαμόγελο, ”τώρα μπορεί να είστε δέκα ημερών και όταν γεννήσετε δηλαδή τι;” για να ολοκληρώσει με το μεγαλειώδες, ”θα σας πληρώνουμε για να κάθεστε στο σπίτι σας;”
Την εμφάνιση του κάνει ο προτελευταίος υποψήφιος, ο οποίος θα δεχθεί το αδιάκριτο ερώτημα, ”οικογένεια έχετε;”, για να απαντήσει με απορία, ”εννοείται παιδιά; όχι” και ο διευθυντής θα επιμείνει, ”είστε παντρεμένος;” για να λάβει πάλι αρνητική απάντηση. Ο διευθυντής αρχίζει και γίνεται πολύ ενοχλητικός και διερευνητικός, ”συζείτε με κάποιο άτομο;” ο υποψήφιος θα του απαντήσει εύλογα, ”συγγνώμη θέλετε να μάθετε κάτι συγκεκριμένο;”’ ο διευθυντής δεν θα διστάσει να κάνει έναν απαράδεκτο συσχετισμό, ”δεν μου λέτε φαντάρος έχετε πάει;” τότε ο αινιγματικός υποψήφιος θα του αντιστρέψει το ερώτημα, ”θεωρείται ότι αυτή η ερώτηση έχει άμεση σχέση με τη συνέντευξη μας;” ο διευθυντής θα του πει πως έχει και μάλιστα αμεσότατη. Στο άκουσμα ότι δεν έχει πάει φαντάρος θα ανεβάσει τον τόνο της φωνής του και θα του πει, ”αλλά όχι γιατί δεν σας κάλεσαν ακόμα;”. Στο τέλος θα τον αποκαλέσει ‘γιωτά’, δηλαδή ανίκανο και στιγματισμένο.
Ο διευθυντής στη θέα της τελευταίας υποψήφιας και στο άκουσμα του ξενικού της ονόματος, Μαρία Σκιτεσβίλι, θα την ρωτήσει από που είναι. Όταν εκείνη θα του πει πως προέρχεται από την Γεωργία αυτός δεν θα διστάσει να την ρωτήσει αν έχει χαρτιά αλλά και να αναπτύξει τον εξής ρατσιστικό συλλογισμό, ”πες ότι είσαι στη χώρα σου στη Γεωργία και ένα απόγευμα εκεί που κάθεσαι και πίνεις τον καφέ σου σε παίρνει κάποιος τηλέφωνο, αυτός ο κάποιος θέλεις να σου πουλήσει ένα προϊόν ενώ καλά – καλά δεν ξέρει να μιλάει τη γλώσσα σου εσύ λοιπόν, και απάντησε μου ειλικρινά, θα καθόσουν να τον ακούσεις, να τον πάρεις στα σοβαρά; πόσο μάλλον να σου πουλήσει το οτιδήποτε;”. Η Μαρία θα ανεβάσει τον τόνο της φωνής της και θα επιχειρήσει να τον βάλει στη θέση του, ”με συγχωρείται αλλά είμαι 14 χρόνια στην Ελλάδα και μιλάω τέλεια ελληνικά, νομίζω” για να λάβει την ειρωνική και αποστομωτική απάντηση, ”νομίζεις”.
Όσον αφορά τον δεύτερο υποψήφιο, που παρέβλεψα προηγουμένως να αναφέρω, πρόκειται για έναν σοβαρό και μετρημένο νεαρό. Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσαμε να πούμε πως ανταποκρίνεται στο μέσο όρο των υποψήφιων συνεντευξιαζόμενων. Αυτός, αμέσως θα δεχθεί το εξής προειδοποιητικό ερώτημα, ”δεν πιστεύω να σκοπεύετε να μας ζητήσετε καμία αύξηση από τον πρώτο μήνα;” η απάντηση που θα λάβει θα είναι φυσικά αρνητική. Στη συνέχεια θα τον ρωτήσει, ”έχετε αναζητήσει εργασία στο αντικείμενο των σπουδών σας;”, για να πάρει την απάντηση, ‘‘έχω ψάξει αρκετά ωστόσο ότι εργασία βρήκα ήταν απλήρωτη!”. Τότε ο διευθυντής θα διερωτηθεί, ”αυτό το πράγμα μ’ εσάς τους νέους σήμερα που τα θέλετε όλα έτοιμα και στρωμένα;” για να συνεχίσει γεμάτος απορία, ”εδώ πως ήρθατε σήμερα;”. Πριν ο νεαρός πάρει την πρωτοβουλία να του μιλήσει ελεύθερα, για πρώτη φορά παρακολουθούμε το πρόσωπο του ανυπόμονου διευθυντή στην οθόνη και τότε ο νεαρός του λέει το απροσδόκητο, ”βασικά, δεν σας έχει μιλήσει ο θείος μου;”.
Ο διευθυντής το σκέφτεται για λίγο και με ακράτητο και γλοιώδη ενθουσιασμό θα πει, ”εσύ είσαι ο ανιψιός του Σάκη;” ο νεαρός με βεβαιότητα θα ανασηκώσει το ένα του φρύδι. Τότε ο διευθυντής αλλάζει πρόσωπο, του πετάει το βιογραφικό, σηκώνεται όρθιος και εκφράζει τον θαυμασμό του για τον Σάκη. Όταν θα φτάσει στο παράθυρο, θα το ανοίξει και θα μιλήσει με στομφώδη τρόπο με τα πιο εγκωμιαστικά λόγια όχι μόνο για τον φίλο του και παλιό συνεργάτη, Σάκη αλλά και για τον συνεντευξιαζόμενο νεαρό, ”πάντα μου το έλεγε έχω έναν ανιψιό εξαιρετικό παιδί, με δύο πτυχία, μεταπτυχιακό και θα ήθελα σε παρακαλώ πολύ να τον έχεις υπόψη σου διότι μπορεί να σου σταθεί…”
Στο σημείο αυτό ο διευθυντής απομακρύνεται από το ανοιχτό παράθυρο και ο ήχος των λέξεων αρχίζει σταδιακά να χάνεται. Στη θέση τους μια αιθέρια μελωδία εισβάλει και κατακλύζει τον χώρο αφήνοντας άλαλο τον διευθυντή. Ο νεαρός, μαγεμένος που είναι θα μετατραπεί σε τενόρο και θα τραγουδήσει την άρια Nessun Dorma (None shall sleep) από την τελευταία πράξη της όπερας ‘Turandot’ του Πουτσίνι. Μια πριγκιπική ιστορία έρωτα, δοκιμασίας και αυταπάρνησης θα χρησιμοποιηθεί για να συντρίψει το κατεστημένο. Στην πράξη πριν την άρια, ο ανώνυμος πρίγκιπας (Τάταρος πρίγκιπας Καλάφ) έχει απαντήσει και στα τρία αινίγματα που θέτει σε όλους τους επίδοξους μνηστήρες η σκληρή και άκαρδη πριγκίπισσα Τουραντότ. Η πριγκίπισσα, απρόθυμη να παντρευτεί, θα έχει μια ακόμη ευκαιρία από τον άγνωστο αυτό πρίγκιπα να γλυτώσει από το μαρτύριο του γάμου με το να μαντέψει το όνομα του μέχρι την αυγή. Αν το μαντέψει, ο Καλάφ θα έχει την ίδια μοίρα με τους αποκεφαλισμένους μνηστήρες που απέτυχαν προηγουμένως να λύσουν τα τρία αινίγματα. Αν δεν το μαντέψει θα πρέπει να τον παντρευτεί. Όταν ξεκινάει η τελευταία πράξη είναι νύχτα και ο Καλάφ βρίσκεται μόνος του στους φεγγαρόλουστους κήπους του παλατιού. Στο βάθος ακούει την Τουραντότ να δίνει εντολές προκειμένου να ανακαλυφθεί το όνομα. Οι απελπισμένες κραυγές των ανθρώπων φθάνουν ήδη στον Καλάφ και η άρια ξεκινάει:
(Nobody shall sleep! / None shall sleep! / Even you, O Princess, / in your cold bedroom, / watch the stars / that tremble with love and with hope!)
Από αυτό το σημείο ξεκινάει η άρια στο προεκλογικό σποτάκι:
But my secret is hidden within me / none will know my name! / No, no! On your mouth / I will say it when the light shines!
Και τότε προς ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη του διευθυντή εισβάλουν στην αίθουσα και οι υπόλοιποι αδικημένοι συνεντευξιαζόμενοι οι οποίοι αναλαμβάνουν το χορωδιακό κομμάτι της άριας:
No one will know his name, / and we will have to, alas, die, die!
Ενώ ο τενόρος (ο όχι και τόσο άγνωστος νεαρός) οδηγείται στην ολοκλήρωση της υπέροχης άριας:
Vanish, o night! / Fade, you stars! / Fade, you stars! / At dawn, I will win! (Vincero!) / I will win! I will win! (Vincero!)
Στην τελευταία πράξη, η σκληρή και άκαρδη πριγκίπισσα δεν θα καταφέρει να μάθει το όνομα του άγνωστου πρίγκιπα μέχρι την αυγή. Ο Καλάφ θα καθίσει στον θρόνο, ο λαός (με εξαίρεση την αυτοθυσία της πιστής και ερωτευμένης με τον Καλάφ, σκλάβας Λιού) θα σωθεί και η πριγκίπισσα στο πρόσωπο του πρίγκιπα θα γνωρίσει για πρώτη φορά τον έρωτα. Μέσα από τη σουρεαλιστική χρήση της παραπάνω άριας, η ψυχοφθόρα διαδικασία μιας αποστειρωμένης συνέντευξης μετατρέπεται σε καλλιτεχνική επανάσταση του αυτονόητου και θρίαμβο της χαμένης ανθρωπιάς και λογικής. Ο ρατσισμός, η ομοφοβία, ο αυταρχισμός, η κοινωνική αδικία και η εργασιακή εκμετάλλευση συντρίβονται από το ορθωμένο ανάστημα της αλληλεγγύης και του πολιτισμού. Το σάπιο σύστημα οφείλει και πρέπει να αντικατασταθεί από μια νέα γενιά που σκέφτεται και λειτουργεί με υγιή τρόπο. Αν όχι τώρα τότε πότε; Και αν όχι αυτοί τότε ποιοι;