Κρις Καιλ, ο ελευθερος σκοπευτης που αφου κατατροπωσε τον εχθρο αλωσε και τα αμερικανικα ταμεια
Το τελευταίο δίμηνο μια αμφιλεγόμενη δημιουργία κατόρθωσε να τραβήξει πάνω της όλους τους προβολείς και να ξεπεράσει κάθε εισπρακτικό προγνωστικό. Το ‘American Sniper’, το καινούργιο έργο του 84χρονου, Κλιντ Ίστγουντ μονοπώλησε με πρωτοφανή τρόπο το ενδιαφέρον του αμερικάνικου κοινού στο ευρύ του άνοιγμα (3. 555 αίθουσες) και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα κυριολεκτικά να σπάσει τα ταμεία. Το πρώτο τριήμερο της κυκλοφορίας του οι εισπράξεις άγγιξαν τον εξωπραγματικό αριθμό των 89.26 εκατομμυρίων δολαρίων. Μέσα σε τέσσερις μόλις μέρες (τετραήμερο λόγω της επετείου στη μνήμη του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ) κατάφερε να ξεπεράσει το φράγμα των 100 εκατομμυρίων δολαρίων (άγγιξε τα 110). Το προηγούμενο ρεκόρ, για τον αντιεμπορικό και προοσκαρικό Γενάρη το κατείχε από την περασμένη χρονιά το κωμικό ‘Ride Along’ με 41 εκατομμύρια δολάρια.
Ταυτόχρονα, λόγω των βίαιων σκηνών που περιείχε βαθμολογήθηκε με R (Rating) από την εθνική επιτροπή της λογοκρισίας γεγονός που δεν επέτρεπε την παρουσία ανηλίκων χωρίς συνοδεία κάποιου κηδεμόνα ή ενήλικα. Ακόμη κι έτσι, το άνοιγμα της στην κατηγορία αυτή είναι το δεύτερο καλύτερο άνοιγμα όλων των εποχών (προηγείται μονάχα το ‘The Matrix Reloaded’ με 91 εκατομμύρια δολάρια). Ενώ, αυτή τη στιγμή μπορεί το ‘American Sniper’ να έχει υποχωρήσει αισθητά στο εβδομαδιαίο box-office πρόλαβε όμως να ξεπεράσει ένα ακόμη φράγμα (αυτό των 300 εκατομμυρίων δολαρίων) και οδεύει ολοταχώς για να γίνει η εμπορικότερη R (Rating) επιτυχία όλων των εποχών. Στην πρώτη θέση βρίσκονται εδώ και μια δεκαετία τα εξίσου βίαια και προβοκατόρικα ‘Τα Πάθη του Χριστού’ του Μελ Γκίμπσον (2004). Για την ιστορία, η μέχρι πρότινος κορυφαία εισπρακτική επιτυχία του Κλιντ Ίστγουντ ήταν το ‘Gran Torino’ (2008) με 29.5 εκατομμύρια άνοιγμα και συνολικές εισπράξεις τα 148 εκατομμύρια δολάρια.
Για να αντιληφθεί κανείς αυτό το επίτευγμα αρκεί να αναλογιστεί πως η σουπερ ηρωική συνέχεια των ‘X-men, Ημέρες ενός Ξεχασμένου Μέλλοντος’ τον Μάιο του 2014 άνοιξε με 90.7 εκατομμύρια δολάρια ενώ οι συνολικές εισπράξεις του προτελευταίου μέρους του δυστοπικού ‘Hunger Games, Επανάσταση – Μέρος 1’ που ήταν και η εμπορικότερη ταινία για το 2014, έφτασαν τα 335 εκατομμύρια δολάρια. Επομένως το ‘American Sniper’ μολονότι δράμα μόνο με απόλυτα μπλοκμπαστερικούς όρους μπορεί να αντιμετωπιστεί. Το γεγονός πως δεν αποτελεί συνέχεια κάποιου υπερεπιτυχημένου μαρβελικού φραντσάιζ (‘Χ-men’) ή δεν βασίζεται σε κάποιο μοσχοπουλημένο εφηβικό βιβλίο (‘Hunger Games’) κάνει την επιτυχία αυτή ακόμη πιο σημαντική. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση ενός εκ των στουντιακών παραγωγών, ”ένιωσα λες και ανοίξαμε εναντίον κάποιας ταινίας της Μάρβελ. Οι άνθρωποι που απεικονίζονται στην ταινία είναι πραγματικοί ήρωες για τους θεατές με τον ίδιο τρόπο που οι χαρακτήρες της Μάρβελ είναι ήρωες για τους φαν τους. Το ‘American Sniper’ είναι το αντίστοιχο της Μάρβελ για τους ενηλίκους”.
Ένα 24ωρο πριν το μεγάλο κοινό συναντήσει με εντυπωσιακό τρόπο τον ‘Ελεύθερο Σκοπευτή’, η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου θα πριμοδοτούσε με έξι ανέλπιστες υποψηφιότητες το πολεμικό δράμα του Κλιντ Ίστγουντ (μεταξύ των οποίων για καλύτερη ταινία και α’ ανδρικό ρόλο για τον Μπράντλεϊ Κούπερ). Για ακόμη μια φορά (το 2008 το εξίσου προπαγανδιστικό και ρηχό πολεμικό δράμα ‘The Hurt Locker’ σάρωσε τα όσκαρ) τα συντηρητικά και υπέργηρα (λευκά και αρσενικά ως επί το πλείστων) μέλη της Ακαδημίας θα επέλεγαν μια εθνικοπατριωτική δημιουργία εις βάρος μάλιστα μιας πιο φιλελεύθερης και προοδευτικής όπως ήταν η ‘Selma’. Κοινό και ακαδημία θα προτιμούσαν την πρόσφατη αληθινή ιστορία του πιο φονικού ελεύθερου σκοπευτή στην αμερικάνικη στρατιωτική υπηρεσία έναντι του δημοκρατικού αγώνα της αφροαμερικάνικης κοινότητας για τη διεκδίκηση του δικαιώματος ψήφου το 1965. Και σαν να μην έφτανε όλο αυτό αντιδράσεις θα προκαλούσε και η αδικαιολόγητη απουσία οποιουδήποτε αφροαμερικανού ηθοποιού από τις υποψηφιότητες των ερμηνειών (για πρώτη φορά από το 1998!). Η παρουσία του Μπράντλεϊ Κούπερ (στο ρόλο του στυγνού εκτελεστή, Κρις Κάιλ) στις υποψηφιότητες του α’ ανδρικού ρόλου έναντι του Ντέιβιντ Ογιελόβο (στο ρόλο του αγωνιστή, Μάρτιν Λούθερ Κινγκ) είναι ενδεικτική ως προς τις παραπάνω προθέσεις και σε καμία περίπτωση δεν εξαντλείται μόνο στις ερμηνευτικές επιδόσεις των κατά τ’ άλλα αξιόλογων ηθοποιών.
Μέσα από την ανέλπιστη αυτή (κυρίως) εμπορική επιτυχία που δίχασε όμως του κριτικούς ο αμερικάνικος λαός επιχειρούσε: να επουλώσει με μονομερή και επιφανειακό τρόπο τα τραύματα του πρόσφατου παρελθόντος (Ιράκ – Αφγανιστάν), να συνδεθεί με μια ανείπωτη αληθινή ιστορία που όμως αφορά χιλιάδες οικογένειες στρατευμένων (και μη) σκοπευτών ή άλλων σωμάτων, να αναγάγει σε ήρωα – πρότυπο ένα διφορούμενο μοντέλο ατόφιου και αμείλικτου πατριωτισμού, να συγκαλύψει τις πρόσφατες αποκαλύψεις για τις βάρβαρες και αδίστακτες πρακτικές που ακολούθησε σε ουκ ολίγες περιπτώσεις ο αμερικάνικος στρατός στην προσπάθεια του να γελοιοποιήσει ή να βασανίσει τον εχθρό, να δαιμονοποιήσει για ακόμη μια φορά ολάκερο τον αραβικό κόσμο ενόσω η εκστρατεία κατά των τζιχαντιστών λαμβάνει δράση και κορυφώνεται, να εκθειάσει την αμερικάνικη στρατιωτική και εξωτερική πολιτική για την πολύτιμη αρωγή και βοήθεια που προσφέρει στην προσπάθεια που καταβάλλει όλα αυτά τα χρόνια για να εγκαθιδρύσει με τα όπλα και την πλουτοπαραγωγική εκμετάλλευση μια κατ’ επίφαση δημοκρατία στις σκοταδιστικές αυτές ισλαμικές περιοχές.
Μόνο που όλα αυτά τα βρήκε στο πρόσωπο του πλέον καταγεγραμμένου εντεταλμένου δολοφόνου – σκοπευτή των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. Στον Κρις Κάιλ χρεώνονται 160 επιβεβαιωμένες εκτελέσεις. Στην αυτοβιογραφία που ο ίδιος εξέδωσε και βασίστηκε η εν λόγω ταινία κάνει λόγο για περισσότερες από 250 (!). Το προηγούμενο ρεκόρ το κρατούσε ένα οπλίτης με 109 φόνους κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ. Ο Κάιλ πρωτοστάτησε στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας που εξαπέλυσε η κυβέρνηση Μπους. Μπορεί να τραυματίστηκε σοβαρά δύο φορές και να έπεσε σε ενέδρα άλλες πόσες αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε από το να βρεθεί στο Ιράκ 4 φορές. Η φήμη που απέκτησε από τα αδυσώπητα και θανατηφόρα του χτυπήματα είναι τρομαχτική. Οι αντάρτες του Ιράκ τον αποκαλούσαν ‘Ο διάβολος του Ραμάντι’ και είχαν εκδώσει ένταλμα (20.000 δολάρια στην αρχή ενώ στη συνέχεια έφτασε τα 80.000 δολάρια) για τη σύλληψη ή τη δολοφονία του.
Μολονότι τα θανάσιμα ανδραγαθήματα του ήταν πολυάριθμα, εμφανή και αναγνωρισμένα αυτός με περίσσιο θάρρος (ή πατριωτικό θράσος) θα δήλωνε,”Λυπάμαι που δεν κατάφερα να σκοτώσω όλους όσους πρόλαβαν να φτάσουν στα αγόρια μου (οι Αμερικανοί πεζοναύτες)”. Ενώ στην προσπάθεια που κατέβαλλε για να δικαιολογήσει με ηρωικό τρόπο τις πράξεις του θα έλεγε, ”Δεν σκέφτεσαι τους ανθρώπους που σκοτώνεις ως ανθρώπους. Είναι μόνο στόχοι, δεν μπορείς να τους σκεφτείς ως οικογενειάρχες και εργαζόμενους. Κυριαρχούν με το να τοποθετούν τρόμο στις καρδιές αθώων ανθρώπων (αποκεφαλισμοί, σύρσιμο στους δρόμους των Αμερικανών πεζοναυτών, αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί μηχανισμοί σε γυναίκες και παιδιά). Εγώ σίγουρα δεν νιώθω τύψεις γι’ αυτό”.
Πάλι καλά που κάποιοι γλύτωσαν από τον αλάνθαστο στόχο του Κάιλ θα συμπλήρωνα εγώ. Μπορεί να ήταν φανατισμένοι ή επικίνδυνοι όλοι όσοι προασπίζονταν τα εδάφη τους αυτό όμως δεν σημαίνει πως κάποιος σαν τον Κάιλ θα έπρεπε να γίνει το ίδιο ή και χειρότερος για να τους αντιμετωπίσει. Τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει τις αποτρόπαιες πράξεις και τα τυφλά χτυπήματα μιας ψυχρά εκπαιδευμένης και δολοφονικής πολεμικής μηχανής. Πόσο μάλλον όταν ένα ολόκληρο έθνος επενδύει αμύθητα ποσά σε στρατιωτικές ασκήσεις, απάνθρωπες μεθόδους και εξοπλιστικά προγράμματα που μόνο σκοπό έχουν να πλήξουν κάποιο αδιευκρίνιστο και αόρατο εχθρό έξω από τα όχι και τόσο προκαθορισμένα σύνορα αυτής της χώρας και ταυτοχρόνως να εξασφαλίσουν μερικά δισεκατομμύρια δολάρια από τις πολεμικές αγοραπωλησίες. Στο τέλος, οι στρατιωτικοί έπαινοι και τα μετάλλια ανδρείας δεν μπορούν να κρύψουν τις ανθρώπινες ψυχές που καταστράφηκαν ανεπανόρθωτα. Το δυσβάσταχτο κόστος σε ανθρώπινο δυναμικό δεν συνυπολογίζεται στον πολεμικό παραλογισμό. Τέτοιες τιμές, όμως, είναι αρκετές για να εμπνεύσουν και να εμψυχώσουν τις επόμενες εκκολαπτόμενες στρατιωτικές ορδές. Η ψευδής και προσωρινή εντύπωση πως αυτοί που επέστρεψαν από το κολαστήριο του πολέμου προσέφεραν μερικούς θανάτους για το καλό της πατρίδας (ενίοτε και της ανθρωπότητας!) αποτελεί την καλύτερη ανταμοιβή και αναγνώριση για όσους προέρχονται από φτωχά ή περιθωριοποιημένα κοινωνικά στρώματα και πολιτείες δίχως προοπτική για το αύριο.
Η οριστική αποχώρηση του παρασημοφορημένου Κρις Κάιλ από τις ένοπλες δυνάμεις και η επιστροφή του στα πάτρια εδάφη (στο σκληροπυρηνικό Τέξας) δεν ήταν καθόλου εύκολη. Ο Κάιλ ήταν αθεράπευτα εθισμένος από τη στρατιωτική δράση και τον μιλιταριστικό τρόπο ζωής και κάτι τέτοιο φυσικά δεν θα μπορούσε να υποκατασταθεί με καμία φιλήσυχη και τακτοποιημένη ένεση μικροαστικής αδρεναλίνης (οικογένεια). Η γυναίκα του και τα παιδιά δεν στάθηκαν ποτέ λόγος αρκετός για να επιτευχθεί αυτό. Όχι για έναν άνθρωπο ο οποίος είχε εκπαιδευθεί να λύνει τις διαφορές του με τα όπλα, να δίνει καθημερινό αγώνα επιβίωσης στο πεδίο της μάχης και να συναναστρέφεται με πεζοναύτες. Στους τελευταίους, ο Κάιλ θα έβρισκε έναν ουσιαστικό και παραγωγικό λόγο για να προσαρμοστεί στα νέα αυτά δεδομένα. Άρχισε να παρέχει τις υπηρεσίες του σε κάποιο σκοπευτήριο βοηθώντας βετεράνους να ξεπεράσουν τη μετατραυματική από στρες διαταραχή που τους είχε προκαλέσει η παρουσία τους στον πόλεμο. Στα πρόσωπα τους, ο Κάιλ, συναντούσε ξανά τα χαμένα του ‘αγόρια’ ενώ στα όπλα που εξακολουθούσε να κρατά τα ‘εργαλεία’ που έμαθε με απαράμιλλο τρόπο να χειρίζεται.
Κατά διαβολική σύμπτωση, όμως, τον Φεβρουάριο του 2013 ένας από τους βετεράνους που δεν έπασχε μόνο από την μετατραυματική αυτή πάθηση αλλά είχε διαγνωσθεί και με σχιζοφρένεια άνοιξε πυρ και τον δολοφόνησε (μαζί με τον φίλο του Τσαντ Λίτσφιλντ). Τι ειρωνεία, να έχεις τον καλύτερο και πιο φονικό στόχο, να έχεις γλιτώσει από στρατιές επικίνδυνων ισλαμιστών και από πολυάριθμες βομβιστικές επιθέσεις και τελικά να δέχεσαι το χαριστικό χτύπημα από ένα από τα αγαπημένα σου ‘αγόρια’ στα ίδια σου τα πάτρια εδάφη. Ο Κρις Κάιλ επιχείρησε μέσα από μια παράλογη μέθοδο αποθεραπείας να επαναφέρει τη χαμένη ψυχή του Έντι Ρέι Ρουθ και όχι μόνο δεν τα κατάφερε αλλά έχασε οριστικά και αμετάκλητα και τη δική του.
Τ’ ότι ο ‘Ελεύθερος Σκοπευτής’ του Κλιντ Ίστγουντ γυρίστηκε και κυκλοφόρησε μια περίοδο κατά την οποία η δικαστική απόφαση για την τύχη του εγκληματία βετεράνου ακόμη εκκρεμεί δεν μπορεί να είναι και τόσο τυχαία συγκυρία. Η δίκη για την πολύκροτη αυτή υπόθεση μόλις ξεκίνησε και όλα δείχνουν πως η ταινία επιχειρεί και ως ένα βαθμό το έχει καταφέρει να δημιουργήσει ρεύμα υπέρ του δολοφονημένου Κρις Κάιλ. Ο εξιδανικευμένος τρόπος με τον οποίο ο Ίστγουντ παρουσιάζει τον αμφιλεγόμενο αυτό χαρακτήρα δείχνει μια προδιάθεση να χειραγωγηθεί η κοινή γνώμη και να διαφυλαχθεί η μνήμη του ‘αδικοχαμένου’ πατριώτη – ήρωα. Τα αυστηρά ποιοτικά κριτήρια αυτής της παραγωγής (με εξαίρεση την απαράδεκτη χρήση ενός πλαστικού μωρού!) χρησιμοποιούνται ως καλλιτεχνικό άλλοθι για το σκοπό αυτό. Ανεξάρτητα από το αν το ρεύμα αυτό θα καταφέρει να επηρεάσει και τη γνώμη των ενόρκων προκειμένου να καταδικαστεί ο Έντι Ρέι Ρουθ με ισόβια (χωρίς δυνατότητα για έφεση) ένα πράγμα δείχνει να μην έχει αποσαφηνιστεί.
Πως είναι δυνατόν άνθρωποι που έχουνε βιώσει έντονο μετατραυματικό στρες μετά από συνθήκες ακραίας ψυχικής δοκιμασίας (όπως είναι αυτή του πολέμου) να τους επιτρέπεται για λόγους ασφάλειας ή και θεραπείας να κρατήσουν και να χειριστούν όπλο; Ίσως σ’ αυτό το ερώτημα να μην έχει ρεαλιστική απάντηση ούτε ο ίδιος ο σκηνοθέτης γιατί αν είχε ενδεχομένως να σκεφτόταν διαφορετικά τον τρόπο με τον οποίο επέλεξε να απεικονίσει τον διφορούμενο αυτό χαρακτήρα. Δεν είναι λίγες οι φορές πάντως που ο ίδιος ο σκηνοθέτης υπερασπίστηκε με σθένος τις αμερικανικές πατριωτικές αξίες στο παρελθόν καθώς επίσης και το δικαίωμα στην οπλοκατοχή και την οπλοχρησία στην αμερικανική κοινωνία.
Και κάτι ακόμη, μέχρι να αποφανθεί η δικαιοσύνη επιχειρείτε να αποκατασταθεί ο λαβωμένος και αιματοκυλισμένος αμερικάνικος πατριωτισμός μέσα από έναν οξύμωρο και προβληματικό διαχωρισμό. Ο Κάιλ επέστρεψε δαφνοστεφανωμένος στην ιδιαίτερη του πατρίδα, ο Ρουθ από την άλλη (όπως και χιλιάδες άλλοι στρατιώτες) παρέμεινε στην αφάνεια και την τυπική αναγνώριση. Τόσο ο δολοφονημένος Κρις Κάιλ όσο και ο Έντι Ρέι Ρουθ ήταν στην ουσία θύτες και θύματα ενός άδικου πολέμου και ο καθένας με τον τρόπο του υπέφερε από τα δικά του νεκροζώντανα οράματα και τις υποκειμενικές αυταπάτες. Τι ήταν αυτό που έκανε τον Κάιλ πιο ικανό και άξιο από τον Ρουθ ώστε να του ανατεθεί να διαχειριστεί και να επαναφέρει τις τραυματισμένες ζωές άλλων βετεράνων; Οι 160 επιβεβαιωμένες εκτελέσεις; Οι 250 ανεπιβεβαίωτες μήπως;
Υπό φυσιολογικές συνθήκες ένας άνθρωπος που έχει στο ενεργητικό του έναν τόσο υψηλό αριθμό καταγεγραμμένων θανάτων θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικό τρόπο και όχι να του ανατίθεται μια τόσο υπεύθυνη θέση. Αυτοί οι δυο άντρες θα έπρεπε να προστατεύονται από το ίδιο το κράτος και αυτό απ’ ότι αποδείχθηκε όχι μόνο δεν τους φρόντισε αρκετά αλλά όρισε τον έναν από τους δυο αρμόδιο για τον άλλον. Στην ουσία ένας ασταθής χαρακτήρας φρόντιζε έναν παρανοϊκό και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο ένας να οδηγηθεί στον θάνατο και άλλος στη φυλακή. Στη συνείδηση, όμως, του κόσμου το αυταπόδεικτο θύμα είναι και παραμένει ο Κρις Κάιλ και ο Κλιντ Ίστγουντ μέσα από την ταινία του φρόντισε με κάθε ευτελή τρόπο για να γίνει αυτό φανερό. Κατά συνέπεια, ο εποικοδομητικός διάλογος που θα όφειλε μια τέτοια ταινία να εκκινήσει δεν θα οδηγήσει σε μια οικουμενική και πανανθρώπινη κίνηση που καταδικάζει τα εγκλήματα πολέμου, αποδίδει πολιτικές ευθύνες για την παραγκώνιση των βετεράνων πολέμου και λαμβάνει νομοθετικά μέτρα για την απαγόρευση κατοχής – χρήσης όπλων από αυτούς παρά σ’ έναν υπερήφανο εθνικοπατριωτικό επίλογο γεμάτο τρισένδοξους και ρωμαλέους ήρωες και κατατρεγμένους και σχηματοποιημένους κακούς.