Εμφυτο Ελαττωμα
Βρισκόμαστε στο Λος Άντζελες, στις αρχές του 1970, λίγο μετά το τέλος της δεκαετίας των ακραίων αλλαγών, των μαχητικών διεκδικήσεων, της άκρατης ελευθεριότητας και των παραισθησιογόνων ουσιών. Το νεανικό κίνημα των χίπηδων δεν κατάφερε να οδηγηθεί σε κάτι τόσο ριζοσπαστικό που να ξεπερνάει την προοδευτική μα ιδιαίτερα αυτοαναφορική και σεξουαλική του εικόνα πόσο μάλλον να καταφέρει να αποτρέψει τη βρώμικη συμμετοχή της Αμερικής σ’ έναν τόσο άδικο και αιματοβαμμένο πόλεμο όσο ήταν αυτός του Βιετνάμ. Ο ουτοπικός σοσιαλισμός σταδιακά αποδυναμώθηκε και αφομοιώθηκε από την (κυρίαρχη) κουλτούρα που υποτίθεται πως αντιμαχόταν, ενώ το ίδιο το κίνημα αφού εγκλωβίστηκε, διασπάστηκε και προσχώρησε σε μικρότερες και αμφιβόλου ποιότητας ομάδες και αιρέσεις. Στην ουσία ενέδωσε σε οικονομικά, πολιτικά και θρησκευτικά συμφέροντα στην προσπάθεια του να βρει τα βήματα του και να επιβιώσει σε μια νέα, πολύ πιο ζοφερή και σκανδαλώδη δεκαετία.
Απότοκος αυτής της γενιάς και αυτής της εποχής, και ο ιδεαλιστής ιδιωτικός ερευνητής, Ντοκ Σπορτέλο. Μέσα στην παραζάλη του καλείται να λύσει το μυστήριο της εξαφάνισης της αγαπημένης του Σάστα. Μπορεί να έχουν χωρίσει, ο Σπορτέλο όμως, εξακολουθεί να δηλώνει σφοδρά ερωτευμένος μαζί της και αδυνατεί να την ξεπεράσει. Η αιθέρια Σάστα θα πραγματοποιήσει μια απροειδοποίητη και μυστική εμφάνιση στην οικεία του Σπορτέλο για να τον αποχαιρετήσει. Θα του πει τους λόγους της διαφυγής και πως είναι συνδεδεμένη (ερωτικά και οικονομικά) μ’ έναν πλούσιο μεγαλομεσίτη, τον Μίκι Βόλφμαν. Η πλεκτάνη που στήνει η σύζυγος του Βόλφμαν με τον εραστή της για να απομυζήσει την αμύθητη περιουσία του, εμπλέκει και την Σάστα. Μέσα σε λίγα λεπτά, και κάτω από τους κράουτ ροκ στοιχειωτικούς και πολλά υποσχόμενους ήχους του ‘Vitamin C’ των Can, ο Ντοκ θα συνέλθει από τη βαριά μα οραματική επίδραση των ναρκωτικών ουσιών και θα τηλεφωνήσει στη μεσίτρια θεία του για να μάθει περισσότερες πληροφορίες για τον περιβόητο Βόλφμαν. Εκείνη θα τον ενημερώσει για το υπερφιλόδοξο οικιστικό συγκρότημα που ετοιμάζεται να οικοδομήσει στο Τσάνελ Βιου και για το πόσο δύσκολο είναι να τον προσεγγίσει κανείς, μιας και τον προστατεύει η Άρια Αδελφότητα, μια νεοναζιστική συμμορία μηχανόβιων.
Την επόμενη μέρα, συναντούμε τον Σπορτέλο στον ιδιαίτερο επαγγελματικό του χώρο (το γραφείο του συστεγάζεται μαζί με το ιατρείο κάποιου αντισυμβατικού γιατρού). Εκεί, θα δεχθεί την επίσκεψη ενός αινιγματικού πελάτη που δηλώνει μέλος μιας άλλης συμμορίας, των ‘Μαύρων Ανταρτών’. Κατόπιν υποδείξεως του τελευταίου θα ακολουθήσει τα ίχνη ενός ύποπτου μέλους της νεοφασιστικής συμμορίας. Ο Σπορτέλο θα διαβεί το παραπλανητικό κατώφλι ενός μέρους, που ενώ φαινομενικά λειτουργεί για την επί πληρωμής στοματική ικανοποίηση των υπαλλήλων γυναικών, στην πραγματικότητα αποτελεί ακόμη μια επιχείρηση ξεπλύματος μαύρου χρήματος του γνωστού μεγαλομεσίτη. Ο ανυποψίαστος Ντοκ θα πέσει στην παγίδα και θα βρεθεί αναίσθητος από κάποιο απροσδιόριστο χτύπημα. Όταν θα ανακτήσει τις αισθήσεις του θα συνειδητοποιήσει πως όχι μόνο βρίσκεται δίπλα του νεκρό το μέλος που αναζητούσε αλλά και πως ο μισητός αστυνομικός Μπιόρνσεν έχει ήδη καταφθάσει μαζί με ενισχύσεις. Ο Μπιόρνσεν έχει το παρατσούκλι ‘Μεγαλοπόδαρος’ και είναι γνωστός για τον οξύθυμο, σκληρό του χαρακτήρα, όπως και για τον ισοπεδωτικό τρόπο με τον οποίο εισχωρεί κάθε φορά στην οικία αλλά και το μυαλό του Σπορτέλο. Ο Τζος Μπρόλιν υποδύεται ιδανικά τον σκληροτράχηλο, ευέξαπτο, εμμονικό (του αρέσει να γλύφει ένα μακρόστενο παγωτό ξυλάκι) πλάθοντας έναν απολαυστικό και σε σημεία ξεκαρδιστικό, βλακώδη χαρακτήρα που είναι λες και βγήκε από την χειρότερη φαντασίωση του Ντοκ Σπορτέλο.
Μέσα από την ανεπίσημη μα πολύτιμη συνεργασία των δύο εκ διαμέτρου αντίθετων χαρακτήρων (που όμως έχουν περισσότερα κοινά απ’ όσα εκ πρώτης όψεως φαίνονται) θα επιχειρηθεί να πέσει άπλετο φώς στο μυστήριο της εξαφάνισης της Σάστα, της δολοφονίας του μέλους της Αδελφότητας και του διεφθαρμένου κυκλώματος που θα αποκαλυφθεί πως κρύβεται πίσω από τον δισεκατομμυριούχο μεγαλομεσίτη Βόλφμαν και την εταιρεία με την επωνυμία ‘Χρυσός Κυνόδοντας’. Όλα τα παραπάνω και αρκετά ακόμη παράδοξα θα συνενωθούν προκειμένου το παραισθησιογόνο και ιδιόμορφο αυτό ταξίδι να φτάσει στον προορισμό του. Ο Πολ Τόμας Άντερσον, ένας από τους σημαντικότερους και ικανότερους σκηνοθέτες της εποχής (μ’ ένα εκπληκτικό και αλάνθαστο σερί εξαιρετικών δημιουργιών στο ενεργητικό του!) δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερη πρώτη ύλη από το απαιτητικό ομώνυμο μυθιστόρημα του Τόμας Πίντσον. Ο Άντερσον τσαλαβουτάει στον αμερικάνικο ψυχισμό, έτσι όπως τον συνέλαβε το εκκεντρικό πνεύμα του Πίντσον και οπτικοποιεί με απαράμιλλο τρόπο ένα πολύχρωμο και αχαλίνωτο σύμπαν, που ενώνει με πρωτότυπο και ζωηρό τρόπο τους κανόνες τους φιλμ νουάρ με το σεξ, τα ναρκωτικά και το ροκ εν ρολ.
Ο Άντερσον, αποχωρίζεται τα εντυπωσιακά τράβελινγκ και τις πανοραμικές εικόνες των τελευταίων του μεγαλεπήβολων δραματικών πονημάτων (‘Θα Χυθεί Αίμα’, ‘The Master’) για να εστιάσει στον εσωτερικό παραλογισμό και τα μαστουρωμένα πρόσωπα των ατίθασων του ηρώων. Δεν είναι η πρώτη φορά που επισκέπτεται την ταραχώδη δεκαετία του 1970, το είχε επιχειρήσει ξανά με υποδειγματικό τρόπο στις αριστουργηματικές, ‘Ξέφρενες Νύχτες’. Είναι η πρώτη φορά, ωστόσο, που η προσέγγιση γίνεται από μια ολότελα ψυχεδελική και χαοτική οπτική, που ενώ στην αρχή προκαλεί σύγχυση, σταδιακά βυθίζει στο αλλόκοτο της σύμπαν και τον πιο άκαμπτο ή συντηρητικό θεατή. Η βουτηγμένη στην κόκα, παρατεταμένη σκηνή που θα εκτυλιχτεί μέσα στο σουρεαλιστικό περιβάλλον του ‘Χρυσού Κυνόδοντα’ είναι από μόνη της μια εξωφρενική σκηνή ανθολογίας: από την εντυπωσιακή ρεσεψιόν θα οδηγηθούμε στο γραφείο ενός αλλοπαρμένου διευθυντή, κι από εκεί στη καταχωνιασμένη αίθουσα της οδοντιατρικής κλινικής πριν ξεχυθούμε στους δρόμους με την πιο φευγάτη και αταίριαστη παρέα που θα μπορούσε να συλλάβει ο κινηματογραφικός φακός. Η ταινία διαθέτει και άλλες εκκωφαντικές στιγμές που προσπαθούν με χιουμοριστικό τρόπο να περάσουν κάτι από την φρενίτιδα και την έξαψη της εποχής. Ο τρόπος που ο σκηνοθέτης μεταπηδάει από τη μια παραίσθηση στην άλλη είναι ενδεικτικός, ακόμη πιο πολύ όμως, όταν μια θεωρητικά φυσιολογική στιγμή διαδέχεται η αβεβαιότητα και η ψευδαίσθηση μιας άλλης. Όταν δεν είσαι σίγουρος, δηλαδή, αν οι καθοριστικές συναντήσεις που βιώνει ο πρωταγωνιστής είναι προϊόν κατάχρησης ή κάποιας ανεξήγητης οραματικής διαίσθησης που θα τον οδηγήσει με επιτυχή τρόπο στο επόμενο στάδιο της αποστολής.
Η δε αναφορά στις ‘Ξέφρενες Νύχτες’ δεν έγινε καθόλου τυχαία προηγουμένως. Ολόκληρη η σκηνή που διαδραματίζεται στο δωμάτιο του Σπορτέλο με μια σεξουαλικά αναγεννημένη Σάστα ξεχειλίζει από ζωώδη ερωτισμό, όπως ακριβώς, και η επίμαχη σκηνή της πρώτης συνεύρεσης της Άμπερ Γουέιβς με τον Ντερκ Ντίγκλερ στην εν λόγω ταινία. Ο σκηνοθέτης διεισδύει στο ανδρικό υποσυνείδητο για να εκμαιεύσει τις πιο βρώμικες σκέψεις του Σπορτέλο, και αυτό είναι κάτι που απαιτεί μαεστρία για να μπορέσεις να το μεταδώσεις με ερεθιστικό τρόπο και στον πιο απρόθυμο θεατή. Και δεν είναι μόνο αυτό, όπως η πολυαγαπημένη και ικανότατη Τζούλιαν Μουρ είχε ακολουθήσει την απογυμνωμένη ενδοσκόπηση του Άντερσον και είχε απογειώσει με αισθησιακό αλλά και συναισθηματικό τρόπο τον ρόλο της Άμπερ Γουέιβς, έτσι ακριβώς και η ανερχόμενη Κάθριν Γουότερστον πετυχαίνει κάτι ανάλογο.
Η συγκεκριμένη σκηνή δικαιωματικά της ανήκει και θα έπρεπε να είναι ικανή να της δώσει κάθε πιθανό βραβείο β’ γυναικείου ρόλου. Επιπλέον, η Γουότερστον διαθέτει το ερμηνευτικό χάρισμα να δώσει μοιραία χαρακτηριστικά στην όχι και τόσο ανυπεράσπιστη της ηρωίδα. Η Γουότερστον υποδύεται μια χίπισσα που βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο και δεν αρέσκεται να καταναλώνει μόνο υπέρογκες ποσότητες ψυχοτρόπων ουσιών, μα διεκδικεί και αναζητάει κάτι καλύτερο. Όταν οι περιστάσεις θα το απαιτήσουν, θα ζητήσει τη βοήθεια του ανυποψίαστου Σπορτέλο, όχι μόνο για να την απεγκλωβίσει αλλά και για να την εξυπηρετήσει. Ο πονηρός της ρόλος απαιτεί δύναμη και ευαισθησία για να μπορέσει να αποδώσει τη διττή του φυσιογνωμία, και κάτι τέτοιο γίνεται εύκολα αντιληπτό και στη σκηνή του αρχικού αποχωρισμού.
Είναι, όμως, ο ανένταχτος και ιδεολογικά συνεπής χαρακτήρας του Ντοκ Σπορτέλο που χαρακτηρίζει το πνεύμα και τη φιλοσοφία της ταινίας και ο Χοακίν Φίνιξ δράττεται της ευκαιρίας για να χαρίσει άλλη μια ολοκληρωμένη και απαιτητική ερμηνεία που πετυχαίνει να μην χαθεί αλλά και να μην περιοριστεί στην ευκολία του σχεδόν μόνιμα μαστουρωμένου του ρόλου. Τα ανιδιοτελή και ειλικρινή κίνητρα του Σπορτέλο θα γίνουν ορατά ουκ ολίγες φορές κατά τη διάρκεια της ταινίας και κάτι τέτοιο λειτουργεί αντιστικτικά με τους ευκόλως εξαγοράσιμους υπόλοιπους χαρακτήρες. Η ζωή του δεν είναι τέλεια, ούτε απαράμιλλη, εξακολουθεί όμως να έχει στο επίκεντρο της τον άνθρωπο ακόμη κι όταν όλα δείχνουν να έχουν παραμορφωθεί. Μπορεί ο Σπορτέλο να είναι προϊόν μιας άλλης εποχής και να διαθέτει χαρακτηριστικά και συνήθειες που δεν τα συναντάει κανείς εύκολα στον σύγχρονο τακτοποιημένο και αποστειρωμένο κόσμο, είναι όμως ερμηνευμένος με τόσο γενναιόδωρο, άμεσο και χιουμοριστικό τρόπο από τον Χοακίν που αυτομάτως γίνεται σημείο ταύτισης και αναφοράς.
Στο νοσταλγικό και βαθιά διεισδυτικό βλέμμα του Χοακίν αντικατοπτρίζεται η αγωνία και ο φόβος του Σπορτέλο για τα αμφισβητούμενα ιδανικά που διαμορφώνονται στη νέα εποχή. Στο σημείο αυτό, θα τολμούσα να αναφέρω, πως ο χαρακτήρας του θυμίζει (χωρίς να αντιγράφει) έναν άλλο αξιοσημείωτο χαρακτήρα. Αυτόν που υποδύθηκε με ελεγειακό τρόπο ο Τζακ Νίκολσον στην κλασσική και αξεπέραστη ‘Τσάιναταουν’ του Ρομάν Πολάνσκι. Όπως ο Νίκολσον, στο ρόλο του Γκίτις, έπεσε θύμα της ανυπέρβλητης ομορφιάς μιας ραδιούργας γυναίκας και για χάρη της επιχείρησε να καταλάβει και στη συνέχεια να τιμωρήσει την υπερφίαλη αλαζονεία ενός άπληστου και επικίνδυνου κόσμου, έτσι και ο Σπορτέλο βρίσκεται στο μεταίχμιο μιας νέας εποχής που απαιτεί ανάλογες παραδοχές και θυσίες. Ο Σπορτέλο ενώ διαθέτει μια κινητήρια ρομαντική δύναμη για να ανακαλύψει που βρίσκεται η πρώην αγαπημένη του αλλά και την αδιόρατη ικανότητα να εξαρθρώσει το εγκληματικό κύκλωμα που την περιβάλλει, αδυνατεί να καταλάβει τους λόγους που ο δωροδοκούμενος αυτός κόσμος έχει συμπαρασύρει στο διάβα του κάθε τι αθώο και ωραίο. Γι’ αυτόν το χρήμα δεν είναι λόγος αρκετός που να δικαιολογεί την ανεπανόρθωτη φθορά και αλλοίωση της ομορφιάς κάποιου, πόσο μάλλον της ειδυλλιακής εικόνας που έχει για την Σάστα.
Ο Ντοκ Σπορτέλο θα οδηγηθεί στην έκβαση της ιστορίας και στη πολυπόθητη λύση του μυστηρίου με την αμέριστη αρωγή μερικών ακόμη απροσάρμοστων φυσιογνωμιών: η συντηρητική Πένυ που δουλεύει στη Δίωξη Ναρκωτικών αλλά απεκδύεται τις αναστολές της κάθε φορά που συνευρίσκεται με τον Σπορτέλο, ο Σάντσο ο δικηγόρος με τις ασυνήθιστες απόψεις που βγάζει από τη δύσκολη θέση τον Σπορτέλο, η εκκεντρική Τζέιντ η Ασιάτισσα που λειτουργεί σαν φύλακας άγγελος και καθοδηγητής, ο Κόι Χάρλινγκεν ο εθισμένος στην ηρωίνη και δηλωμένος νεκρός σαξοφωνίστας που δουλεύει ως πληροφοριοδότης παρά τη θέληση του. Όλοι αυτοί και μερικοί ακόμη αξιοπερίεργοι χαρακτήρες θα βοηθήσουν χωρίς οικονομικά κίνητρα αλλά όχι και χωρίς κανένα άλλο αντάλλαγμα τον Σπορτέλο προκειμένου να φθάσει στον προορισμό του.
Αξίζει να σημειωθεί πως σε διάφορα επιμέρους σημεία υπάρχει αφήγηση χωρίς, όμως, κάτι τέτοιο να γίνεται καταχρηστικό και ανιαρό ή να αποσπάει την προσοχή από τα κυρίως τεκταινόμενα. Η αφήγηση είναι ενσωματωμένη στην ιστορία και δίνει την εντύπωση πως συνδιαλέγεται και αλληλοσυμπληρώνει τις σκέψεις και την ψυχοσύνθεση του Σπορτέλο. Η μυστηριώδης φωνή ανήκει στη μουσικό Joanna Newsom και η τελευταία με τον αισθαντικό της τόνο την κάνει ακόμη πιο θελκτική και την απογειώνει. Σε μια τέτοια ταινία σημαντικό ρόλο παίζει και το soundtrack. Ο Jonny Greenwood, ο διάσημος κιθαρίστας των Radiohead (επιμελήθηκε μουσικά και τις προηγούμενες δύο ταινίες του σκηνοθέτη), παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον και αντιπροσωπευτικό για την εποχή, σκορ. Τις ατμοσφαιρικές και αγωνιώδεις συνθετικές ακροβασίες του ίδιου, διαδέχονται ορχηστρικά ποπ (The Tornadoes), σερφ ροκ (The Marketts), κράουτ ροκ (Can), φολκ (Neil Young), σόουλ (Minnie Riperton) εξότικα (Kyu Sakamoto) διαμάντια.
Το εξεζητημένο περιβάλλον μέσα στο οποίο λαμβάνει δράση το ‘Έμφυτο Ελάττωμα’ έχει εξέχουσα σημασία, γι’ αυτό και δόθηκε η δέουσα προσοχή σε κάθε λεπτομέρεια. Χάρη σε μια εντυπωσιακή ανασύσταση μεταφερόμαστε στις απαρχές τις δεκαετίας του 1970 και βιώνουμε την παράνοια που βασανίζει το ελαττωματικό μυαλό του Σπορτέλο και των υπολοίπων χαρακτήρων. Ο βραβευμένος με Όσκαρ για το ‘The Artist’, Μαρκ Μπρίτζες, εμπνέεται και δημιουργεί ευφάνταστα κοστούμια για ολόκληρο το καστ: χρωματιστά και ανεπιτήδευτα ρούχα με σανδάλια για τον Σπορτέλο, ένα πορτοκαλί σέξι φόρεμα για τη Σάστα, ένα αποκαλυπτικό μαγιό με μοντέρνες γραμμές για τη δυναμική εμφάνιση της Σλόαν Βόλφμαν, το έξυπνα συντηρητικό κοστούμι που φοράει η Πένυ, το χαρακτηριστικό σακάκι με τα διακοσμητικά κρόσσια που συνοδεύει το χίπικο ντύσιμο του Κόι Χάρλινγκεν. Οι κομμώσεις και τα χτενίσματα των ηρώων ολοκληρώνουν τη στιλιστική τους εμφάνιση.
Περισσότερο, όμως, απ’ όλα είναι η ίδια η σκηνογραφία που αποπνέει με δημιουργικό τρόπο τον αέρα της εποχής έτσι όπως αυτός περιγράφεται με εξαίσιο τρόπο από τον Τόμας Πίντσον στο ομώνυμο βιβλίο: το παραθαλάσσιο και ακατάστατο σπίτι του Ντοκ Σπορτέλο, το ντιζαϊνάτο εσωτερικό των μοντέρνων γραφείων του ‘Χρυσού Κυνόδοντα’, η αίθουσα με τις πορτοκαλί οδοντιατρικές καρέκλες, το ζεν περιβάλλον στο βουδιστικό κέντρο με τα φυσικά υλικά και τους απαλούς τόνους, τα τρία γαλανόλευκα κοντέινερ στην περιοχή που επρόκειτο να χτιστεί το οικιστικό συγκρότημα με τα κατακόκκινα τριγωνικά σημαιάκια που ενώνονται και κυματίζουν στο διάκενο, το πριβέ εστιατόριο με τον θεατρικό διάκοσμο, τους καμπυλωτούς καναπέδες και την τοιχογραφία του στρατιωτικού και εξερευνητή, Γκασπάρ ντε Παρτόλα. Όλα σχεδιασμένα κα οργανωμένα από τον σκηνογράφο Ντέιβιντ Κρανκ και την καλλιτεχνική διευθύντρια Ρουθ ντε Τζογκ.
Και βεβαίως, υποδειγματικά φωτισμένα, από τον στενό και διακεκριμένο συνεργάτη του Πολ Τόμας Άντερσον στη διεύθυνση της φωτογραφίας, Ρόμπερτ Έλσγουιτ (κάτοχος Όσκαρ για το ‘Θα Χυθεί Αίμα’). Ο Έλσγουιτ φροντίζει να δώσει αρκετά σκοτεινό τόνο σε κάποιες σκηνές για να τονίσει τον νουάρ και ονειρικό χαρακτήρα της ταινίας χωρίς κάτι τέτοιο να αφαιρεί ή να αλλοιώνει το πολύχρωμο σύμπαν που απαιτούν άλλες πιο φωτεινές στιγμές. Ο Έλσγουιτ συλλαμβάνει στο φακό του την δεκαετία με ζωντανό τρόπο και χρησιμοποιεί μια ευρεία χρωματική παλέτα (με ιδιαίτερη προτίμηση στις θερμές αποχρώσεις) χωρίς στιγμή να δείχνει η εικόνα στιλιζαρισμένη και επιτηδευμένη. Το αποτέλεσμα τον δικαιώνει και είναι υπέροχο, ιδίως στις – υπό την επήρεια των ναρκωτικών ουσιών – στιγμές, εκεί όπου η εικόνα διεισδύει στις πιο απαγορευμένες και απόκρυφες περιοχές τους εγκεφάλου και παίζει επικίνδυνα παιχνίδια για το φαίνεσθαι και για το είναι των πραγμάτων. Η απαστράπτουσα χρήση φωτισμού με νέον στους εμπνευσμένους χρωματιστούς τίτλους που ανοίγουν και κλείνουν την ταινία επισφραγίζουν την προσδοκώμενη αισθητική.
Μέσα από μια περίτεχνη και πιστή κινηματογραφική διασκευή, ο δεξιοτέχνης Πολ Τόμας Άντερσον, μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το πολυεπίπεδο και πολυσχιδές μυθιστόρημα του Τόμας Πίντσον. Από την παραπλανητική – αναγνωριστική συνάντηση του Σπορτέλο με την Σάστα στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας, μέχρι την παραισθησιογόνα – σουρεαλιστική συνδιαλλαγή του Σπορτέλο με τον Μπιόρνσεν λίγο πριν τους τίτλους τέλους, η γνώριμη σκηνοθετική βιρτουοζιτέ του Αμερικανού δημιουργού γίνεται παραπάνω από εμφανής και ευθύνεται για μερικές πραγματικά εμπνευσμένες και εξωπραγματικές στιγμές. Το ‘Έμφυτο Ελάττωμα’ μπορεί να θέτει στον σύνθετο πυρήνα του μια ιστορία ρομαντικής αναζήτησης και αστυνομικού μυστηρίου, κάτι τέτοιο όμως, γίνεται διαθέτοντας πηγαίο ανορθόδοξο χιούμορ και ψήγματα νοσταλγίας. Αφορμής δοθείσης, ο Πολ Τόμας Άντερσον, πηγαίνει την απαιτητική και τολμηρή του τέχνη ένα βήμα πιο μακριά, στην προσπάθεια που καταβάλλει για να αποκωδικοποιήσει όλα όσα συνθέτουν την απατηλή ψευδαίσθηση της ανθρώπινης ύπαρξης και του αμερικάνικου ψυχισμού.
Χάρη στον αταξινόμητο χαρακτήρα αυτής της ταινίας, ο θεατής εισέρχεται στο ψυχεδελικό (πολύχρωμο και πολύβουο) σύμπαν του Τόμας Πίντσον και σταδιακά παρασύρεται από την ατελή και ελαττωματική φύση των παράξενων χαρακτήρων. Τα τσιγαριλίκια που στρίβει και καταναλώνει με αμείωτο ρυθμό και ένταση ο Σπορτέλο καταλήγουν να έχουν επίδραση και στον ίδιο τον θεατή. Είναι, όμως, η συναισθηματική απώλεια που θολώνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την κρίση του Σπορτέλο και η αδυναμία του να διαχειριστεί τις κατακλυσμιαίες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που ήδη συντελούνται σε εθνικό επίπεδο. Το ‘Έμφυτο Ελάττωμα’, κάνει σαφές, πως πριν από οποιονδήποτε εξωτερικό (υλικό ή μη) παράγοντα είναι η ίδια η ελλειμματική και ανικανοποίητη φύση που είναι προβληματική και οδηγεί σε λανθασμένες συμπεριφορές και επιλογές τους ανθρώπους. Προηγουμένως, ο σκηνοθέτης, έχει φροντίσει να περάσει τις παρενέργειες (της επήρειας, της απώλειας και της αλλαγής) από το δικό του οπτικό φίλτρο. Είτε σκηνοθετεί σε κλειστούς χώρους είτε σε ορθάνοιχτους ο εγκεφαλικός στροβιλισμός που επιχειρείται ξελογιάζει την αντίληψη του θεατή χωρίς όμως κάτι τέτοιο να σημαίνει πως ο Άντερσον το παρακάνει ή τον αφήνει αβοήθητο. Το ‘Έμφυτο Ελάττωμα’, μολονότι θυμίζει ναρκωτικό προϊόν, διαθέτει το απαραίτητο δίχτυ ασφαλείας για να μην χαθεί ο θεατής: είναι προσανατολισμένο, ολοκληρωμένο, διασκεδαστικό και θελκτικό, ένα αψεγάδιαστο φιλμικό κατασκεύασμα που ενδείκνυνται για αμέτρητες επαναληπτικές προβολές.