I can’t breath
Η Μαρία Αλιόκινα και η Ναντέζντα Τολονίκοβα, δυο από τα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα των Pussy Riot, πρωταγωνιστούν στο συγκλονιστικό βίντεο κλιπ του πρώτου αγγλόφωνου κομματιού της εν λόγω πολυσυζητημένης πανκ ροκ μπάντας. Το κομμάτι λέγεται ‘ I Can’t Breathe’ και πρωτίστως λειτουργεί σαν ένας ιδιότυπος και συγκινητικός φόρος τιμής στη μνήμη του αδικοχαμένου αφροαμερικανού, Έρικ Γκάρνερ. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού, οι δύο Ρωσίδες βρίσκονται ξαπλωμένες και αδρανοποιημένες σ’ ένα μακρόστενο λάκκο. Κάτι περισσότερο από τέσσερα αργά και βασανιστικά λεπτά θα είναι αρκετά για να τις θάψουν ζωντανές. Tο συγκεκριμένο βίντεο αποτελεί στην ουσία ένα αγωνιώδες και κλειστοφοβικό, ολιγόλεπτο μονοπλάνο που καταλήγει σαν μια δυνατή γροθιά στο στομάχι.
Οι στολές που φορούν είναι σαν και αυτές που χρησιμοποιούν οι δυνάμεις καταστολής στη Ρωσία. Ο λόγος που διάλεξαν να φορέσουν αυτές τις στολές είναι γιατί ήθελαν να στείλουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα διαμαρτυρίας. Σύμφωνα με αυτό, ”η παράνομη βία στο όνομα του κράτους δεν σκοτώνει μόνο το θύμα αλλά και αυτούς που έχουν κληθεί να φέρουν εις πέρας αυτές τις δράσεις. Οι αστυνομικοί, οι στρατιώτες, οι πράκτορες γίνονται όμηροι και θάβονται μαζί με εκείνους που σκοτώνουν, τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά”. Όπως και η ίδια η Ρωσία, που δεν διστάζει να θάψει ζωντανά τον εαυτό της (πληροφορίες κάνουν λόγο για εκατοντάδες Ρώσους στρατιώτες που ενταφιάζονται με μυστικό τρόπο τις νυχτερινές ώρες) διαπράττοντας μια καθημερινή αυτοκτονία στην περιοχή των ένοπλων συγκρούσεων, στην Ουκρανία. Το πακέτο των τσιγάρων που εμφανίζεται στην αρχή του βίντεο αποτελεί άλλο ένα δηκτικό σχόλιο, καθώς αναγράφει ‘Ρώσικη Άνοιξη’ και είναι μια φράση που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τους υποστηρικτές της ρώσικης στρατιωτικής δράσης στην Ουκρανία μετά την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία και τη χάραξη μιας νέας επεκτατικής πολιτικής.
Ταυτόχρονα, υπενθυμίζεται ο ‘σταλινικού τύπου’ εγκλεισμός (στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας) που υπέστησαν για δυο σχεδόν χρόνια οι εν λόγω ακτιβίστριες – καλλιτέχνιδες, όταν μαζί με κάποια ακόμη μέλη των Pussy Riot πραγματοποίησαν μια από τις πιο προκλητικές τους εμφανίσεις: τον Φεβρουάριο του 2012, εισέβαλαν στον Καθεδρικό Ναό του Σωτήρος Χρηστού στη Μόσχα και επιτέλεσαν τη δική τους βέβηλη προσευχή μπροστά στο ιερό ενός εκ των σημαντικότερων ναών της χώρας. Μέσα από τη παράτολμη αυτή περφόρμανς (που διακόπηκε με άμεσο και βίαιο τρόπο μετά από 40 δευτερόλεπτα) η ριζοσπαστική αυτή μπάντα επιχείρησε να στηλιτεύσει το απολυταρχικό καθεστώς του Πρόεδρου της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν που συντηρείται με την αμέριστη αρωγή και υποστήριξη της Ρώσικης Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η Αλιόκινα και Τολονίκοβα δεν ερμηνεύουν οι ίδιες το τραγούδι, αυτές συνέλαβαν την ιδέα και ασχολήθηκαν με τον σχεδιασμό της παραγωγής. Τα φωνητικά και οι στίχοι ανήκουν σε δύο άλλες ρώσικες μπάντες, τους Jack Wood και τους Scofferlane. Γι’ αυτό και εκ πρώτης όψεως είναι ευδιάκριτη η τόσο μεγάλη απόκλιση από τον χαρακτηριστικό ήχο των Pussy Riot. Τις κοφτές συγχορδίες, τον φρενήρη ρυθμό και τα ουρλιαχτά με τα οποία είχε συνηθίσει να ντύνει τη φεμινιστική του δράση το προβοκατόρικο αυτό συγκρότημα διαδέχεται μια πολύ πιο απλή μελωδία, ο σχεδόν εμμονοληπτικός ρυθμός του μπάσου και μια γλυκανάλατη απόδοση στα φωνητικά. Ίσως με την απουσία οποιουδήποτε γνώριμου επιθετικού υφολογικού στοιχείου να πραγματοποιούν τη δική τους σιωπηλή αντίδραση μπροστά στο ανυπολόγιστο μέγεθος μιας ακόμη ανθρώπινης τραγωδίας. Είναι, όμως, η ανατριχιαστική στιγμή που ακούγονται τα τελευταία λόγια του αδικοχαμένου Έρικ Γκάρνερ λίγο πριν αυτός εκπνεύσει που το τραγούδι παίρνει μια συναισθηματικά απαραίτητη και καθόλου εκβιαστική τροπή. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο, το επαναλαμβανόμενο ρυθμικό καρδιοχτύπι σωπαίνει και ένας υπόκωφος βιομηχανικός θόρυβος έρχεται για να καλύψει με εφιαλτικό τρόπο τα πάντα.
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε μέσα σε μια νύχτα σε κάποιο στούντιο της Νέας Υόρκης, τον περασμένο Δεκέμβριο. Η αμφισβητούμενη, αθωωτική απόφαση για τον λευκό αστυνομικό φαίνεται πως όξυνε την κατάσταση και ταραχώδεις διαδηλώσεις σημειώθηκαν για ακόμη μια φορά σε ολόκληρη την χώρα. Οι βίαιες συγκρούσεις ενέπνευσαν και το στιχουργικό κομμάτι του τραγουδιού. Κάτι τέτοιο γίνεται παραπάνω από εμφανές στην πρώτη στροφή του, ”Ο θάνατος του έχει γίνει η σπίθα των ταραχών / Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ευλογήθηκε να παραμείνει ζωντανός”. Ταυτόχρονα, αρκετοί Αμερικανοί καλλιτέχνες στήριξαν την πρωτοβουλία και ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο άλλοτε νεωτεριστής του πανκ ιδιώματος, Richard Hell (Neon Boys, Television, The Voidoids) ο οποίος ανάγνωσε με συγκλονιστικό τρόπο τα τελευταία λόγια του Έρικ Γκάρνερ. Και όπως ευστόχως συμπληρώνει η δήλωση που συνοδεύει το συγκεκριμένο τραγούδι, ”Αυτό το τραγούδι είναι για τον Έρικ και για όλους εκείνους από τη Ρωσία, την Αμερική και όλο τον κόσμο που υποφέρουν από την κρατική τρομοκρατία – όσοι σκοτώθηκαν, πνίγηκαν, χάθηκαν εξαιτίας κάποιου πολέμου ή της κρατικά επιχορηγούμενης αστυνομικής βίας”.
Τον περασμένο Ιούλιο, ο Έρικ, αποτέλεσε τραγικό θύμα μιας ακόμη ακραίας αστυνομικής συμπεριφοράς, έτσι όπως αυτή έλαβε δράση στο Staten Island της Νέας Υόρκης. Με την κατηγορία πως πουλούσε λαθραία τσιγάρα ήρθε σε λεκτική διένεξη με τους αστυνομικούς που του κάνανε έλεγχο. Όταν ο ένας από τους αξιωματικούς του άρπαξε το χέρι για να τον συλλάβει, ο Έρικ αποτραβήχτηκε και τον παρακάλεσε να μην τον αγγίζει. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να δεχθεί μια πολύ πιο βίαιη και αφοπλιστική ενέργεια από τον συγκεκριμένο αστυνομικό. Του έκανε λαβή γύρω από τον λαιμό, τον τράβηξε προς τα πίσω και τον έριξε στο έδαφος. Τρεις ακόμη αστυνομικοί βρέθηκαν από πάνω του, ενώ ο αξιωματικός μπορεί να του απελευθέρωσε τον λαιμό, άρχισε όμως να του πιέζει με τα χέρια του το κεφάλι στο πεζοδρόμιο. Αυτή η αυθαίρετη και απάνθρωπη συμπεριφορά προκάλεσε ασφυξία στον 43χρονο Έρικ. 11 ολόκληρες φορές επεσήμανε πως δεν μπορεί ν’ αναπνεύσει πριν χάσει οριστικά και αμετάκλητα τις αισθήσεις του.
Ο Έρικ, παρέμεινε λιπόθυμος για επτά ολόκληρα λεπτά μέχρι να έρθει κάποιο ασθενοφόρο. Στο διάστημα αυτό, ο ασυνείδητος αστυνομικός φρόντισε να του περάσει τις χειροπέδες και να εξασφαλίσει πως μ’ αυτό τον τρόπο θα παραμείνει στη θέση του ακινητοποιημένος. Ούτε αυτός όμως, ούτε και κάποιος από τους υπόλοιπους, παριστάμενους αστυνομικούς, δεν διανοήθηκε να παρέχει τις στοιχειώδεις πρώτες βοήθειες, στον κακομεταχειρισμένο και αναίσθητο Αφροαμερικανό. Η αστυνομία στην προσπάθεια της να δικαιολογηθεί, αλλά και να κατευνάσει τα οξυμένα πνεύματα θα ισχυριζόταν ψευδώς πως ο Έρικ ανέπνεε, εκείνος όμως, θα έφτανε νεκρός στο νοσοκομείο. Το ιατροδικαστικό πόρισμα που εκδόθηκε λίγο αργότερα έκανε λόγο για ανθρωποκτονία, καθώς έδειξε πως ο άτυχος άνδρας απεβίωσε επειδή η συμπίεση στον λαιμό εμπόδισε την αναπνοή του. Παράλληλα, δεν υπήρξε ζημιά στην τραχεία ή τους σπονδύλους του λαιμού, ενώ το άσθμα, η παχυσαρκία και η καρδιακή προσβολή θεωρήθηκαν συμπληρωματικοί και όχι πρωταρχικοί παράγοντες.
Η αυταρχική διάθεση που επέδειξε ο συγκεκριμένος αστυνομικός δεν θα μπορούσε να συνυπολογίσει ένα αποτρεπτικό (για μια τόσο βίαιη συμπεριφορά) πρόβλημα υγείας, όπως αυτό του χρόνιου άσθματος. Μπορεί να μην προκάλεσε τον αιφνίδιο θάνατο αλλά σίγουρα αύξησε την πιθανότητα. Πώς θα μπορούσε τη στιγμή που προτίμησε να συμπεριφερθεί με βάναυσο και αλαζονικό τρόπο αποκλείοντας κάθε λογική ικανότητα για σύνεση ή σκέψη; Ούτε φυσικά θα μπορούσε να αντιληφθεί και να συνειδητοποιήσει πως ο Έρικ Γκάρνερ είχε οικογένεια και προσπαθούσε να εξασφαλίσει ένα υποτυπώδες, χαμηλό εισόδημα στους κοινωνικά άνισους, πολύβουους δρόμους της Νέας Υόρκης. Ενδεχομένως, το μαύρο χρώμα να ήταν λόγος αρκετός για να επιφέρει μια τόσο θανάσιμη λαβή στον Έρικ και κάτι τέτοιο είναι που τελικά επικράτησε στη συνείδηση του κόσμου. Η εφαρμογή του νόμου έδειχνε για ακόμη μια φορά την ανωτερότητα της λευκής φυλής και η Αμερική το πιο ρατσιστικό της πρόσωπο.
Από εκείνη τη στιγμή, ένα τεράστιο κύμα συμπαράστασης και αλληλεγγύης εκδηλώθηκε για τον αδικοχαμένο Έρικ Γκάρνερ, ενώ τα σοκαριστικά βίντεο που δόθηκαν στη δημοσιότητα από αυτόπτες μάρτυρες προκάλεσαν δικαιολογημένη οργή και αγανάκτηση, όχι μόνο στην αφροαμερικάνικη κοινότητα, αλλά και σε κάθε υγιή πολίτη (ανεξαρτήτου φύλου, τάξης ή χρώματος). Στις 9 Αυγούστου, όμως, ένα μόλις μήνα μετά την αποτρόπαιη δολοφονία του Έρικ Γκάρνερ, ο θάνατος (από σφαίρες αστυνομικού) ενός ακόμη Αφροαμερικανού πολίτη στο Φέργκιουσον του Μιζούρι, ήρθε για να επιβεβαιώσει με τον πλέον οδυνηρό τρόπο πως ο θάνατος του Έρικ δεν ήταν ούτε τυχαίο, αλλά ούτε και μεμονωμένο περιστατικό. Ο 18χρονος Μάικλ Μπράουν, έπεσε θύμα της εκδικητικής μανίας ενός ακόμη ψυχωτικού λευκού αστυνομικού και αυτό γιατί τόλμησε να κλέψει μερικά πούρα από κάποιο τοπικό μίνι μάρκετ μαζί με κάποιο φίλο του. Τι κι αν ο αστυνομικός ισχυρίστηκε πως βρισκόταν σε αυτοάμυνα και πως φοβήθηκε με αποτέλεσμα ν’ ανοίξει πυρ, τα ρατσιστικά κίνητρα δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν από μια τέτοια ενέργεια και αυτό το αποδεικνύει, όχι μόνο ο τρόπος που προσέγγισε ο συγκεκριμένος αστυνομικός τους δυο υπόπτους, αλλά και οι έξι σφαίρες που άδειασε στον έναν από τους δυο, όταν αυτός αποπειράθηκε να διαφύγει.
Όταν τον Δεκέμβρη του 2014, το Ανώτατο Σώμα Ενόρκων αθώωσε τελικώς τον αξιωματικό που φέρεται πως με τη λαβή του αφαίρεσε τη ζωή του Έρικ Γκάρνερ, χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν όχι μόνο στη Νέα Υόρκη αλλά και σε πολλές άλλες πόλεις της Αμερικής. Η άδικη αυτή απόφαση ήρθε ένα μόλις μήνα μετά την εξίσου αδικαιολόγητη ετυμηγορία για την περίπτωση του Μάικλ Μπράουν. Και στις δυο περιπτώσεις, οι ένορκοι αθώωσαν τους εναγόμενους αστυνομικούς και έκριναν πως δεν φέρουν καμία ποινική ευθύνη για να οδηγηθούν στη φυλακή. Η παρέμβαση του Πρόεδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Μπάρακ Ομπάμα, δεν στάθηκε αρκετή για να μετριάσει τις αναπόφευκτες ταραχές και να περιορίσει τα εκτεταμένα επεισόδια που σημειώθηκαν εκείνες τις μέρες. Η αρνητική κριτική που δέχθηκε για την τόσο άτολμη και αναιμική του στάση είναι ενδεικτική, όσο κι αν εκείνος επιχείρησε να διασκευάσει τις εντυπώσεις με την χειροπιαστή αναφορά που έκανε στην ‘κληρονομιά των φυλετικών διακρίσεων’. Η αποτυχία της πολιτικής του και η ανεπιτυχής επιρροή του στα συντηρητικά τμήματα της αμερικάνικης κοινωνίας, επισφραγίστηκε με την γνωμοδότηση που αθώωνε τους δύο λευκούς αστυνομικούς. Μπορεί η κυβέρνηση Ομπάμα να δημιούργησε ιδιαίτερα υψηλές προσδοκίες (ιδίως στην αφροαμερικάνικη κοινότητα) με την επανεκλογής της, αυτή όμως δεν έκανε τίποτα άλλο από το να τις διαψεύσει.
Το ανικανοποίητο αίτημα για ισότητα των πολιτών ενώπιον του νόμου, εξακολουθεί να προκαλεί σοβαρές αρρυθμίες και τριγμούς στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών. Η καταπολέμηση και η εξάλειψη του ρατσισμού και των φυλετικών διαχωρισμών δεν έχει επιτευχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό ακόμη, και αυτό που αποδείχθηκε από αυτά τα δύο, ενδεικτικά μα απολύτως αντιπροσωπευτικά περιστατικά, είναι πως σε αρκετές περιπτώσεις η ρητορική του μίσους κληροδοτείται σαν αρρωστημένη παθογένεια από γενιά σε γενιά. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν οι προηγούμενες κυβερνήσεις οδήγησαν σε γκετοποίηση ολόκληρες περιοχές ενταφιάζοντας με αυτό τον τρόπο τα όνειρα όποιας κοινότητας τύγχανε να έχει διαφορετικό χρώμα; Η άνιση κατανομή του πλούτου και ένα ομοσπονδιακό σύστημα που δεν δίνει τις ίδιες ευκαιρίες σε όλους τους πολίτες της χώρας συντηρεί τα προνόμια των κυρίαρχων λευκών σε βάρος των αδύναμων αλλόχρωμων. Ταυτόχρονα, η αδυναμία πρόσβασης των φτωχών στρωμάτων στην ανώτατη παιδεία ή την υγεία, μόνο το αίσθημα της αδικίας και της κατωτερότητας μπορεί να κληροδοτήσει στις επόμενες γενιές. Και όταν η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια συσσωρεύεται σε υποβαθμισμένες περιοχές αυξάνονται και τα αντίστοιχα ποσοστά παραβατικότητας και εγκληματικότητας, ενώ ο κοινωνικός στιγματισμός και ο φόβος των ευνοούμενων βρίσκει πρόσφορο έδαφος και επιτρέπει την αλόγιστη χρήση κρατικής βίας.
Γι’ αυτό και είναι τόσο δακρύβρεχτες οι ιστορίες, κάποιων λίγων Αφροαμερικανών, που κατάφεραν και βγήκαν από το περιθώριο με το να ξεχωρίσουν. Αυτό που οφείλει η Αμερική να πράξει αυτή τη στιγμή είναι να απλώσει το ανθρωπιστικό της χέρι και να παροπλίσει τον κατασταλτικό και αποπνικτικό της χαρακτήρα. Προηγουμένως, όμως, θα όφειλε να είναι σε θέση να κατευνάσει την κοινή γνώμη με το να τιμωρήσει αναλόγως τα αστυνομικά όργανα που κάνουν κατάχρηση της εξουσίας, ενόσω γνωρίζουν πως πολύ δύσκολα θα καθαιρεθούν αν παραβούν τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα με το να εκφράσουν το ρατσιστικό τους μένος. Και όπως λέει και η προτελευταία στροφή του τραγουδιού, ”Είμαστε μόνο στα μισά της διαδρομής / Ποιος τολμάει να πάρει μια αναπνοή; / Κάποια δικαιοσύνη θα μπορούσε να βρεθεί / Από τις στάχτες του θανάτου του”, δείχνοντας πως η ελπίδα δεν μπορεί έτσι απλά να ενταφιαστεί και αφήνοντας μια χαραμάδα φωτός για αποκατάσταση της όποιας κοινωνικής αδικίας. Η πραγματικότητα, όμως, συνήθως έρχεται για να διαψεύσει με τα πιο μελανά και απαισιόδοξα χρώματα κάθε τέτοια προσδοκία. Μετά και από τα τελευταία, εξίσου αμφιλεγόμενα κρούσματα αστυνομικής αυθαιρεσίας, φαίνεται πως κάτι τέτοιο θ’ αργήσει πολύ για να πραγματωθεί.