Το αγορι και ο κοσμος
Μακριά από την τρισδιάστατη επέλαση, την τεχνική αρτιότητα, το ευκολοχώνευτο γέλιο και τον εξανθρωπισμό των ζώων που χαρακτηρίζει την πλειονότητα των σύγχρονων κινουμένων σχεδίων, μερικοί σκηνοθέτες, επενδύουν ακόμη στο παραδοσιακό και χειροποίητο σχέδιο, όπως και στο αυθεντικά και ανόθευτα συναισθήματα. Τολμούν να φανταστούν έναν κόσμο που βρίσκεται αρκετά κοντά σε αυτόν που ζούμε και να διηγηθούν μια οικουμενική ιστορία που προσεγγίζει με ανεπιτήδευτο τρόπο, πολλές, διαφορετικές ψυχές. Μια τέτοια ταινία, είναι και το βραζιλιάνικο, ‘Το αγόρι και ο κόσμος’ του Άλε Αμπρέου, που αναπαριστά έναν ρεαλιστικό κόσμο, μέσα από τα αθώα μάτια ενός μικρού αγοριού. Ο Άλε Αμπρέου, χωρίς τη συμβολή αναγνωρίσιμων φωνών (η παρουσία των διαλόγων είναι σχεδόν ανύπαρκτη) και αψεγάδιαστων λεπτομερειών (η έλλειψη τελειότητας και η αφαιρετικότητα του σχεδίου είναι χαρακτηριστική), με τη βοήθεια πολύχρωμων κηρομπογιών, μαρκαδόρων, παστέλ και αξιοποιώντας όπου κρίνεται απαραίτητο την τεχνική του κολάζ, φτιάχνει ένα ανεξάντλητο, οπτικό και ηχητικό, μωσαϊκό που αντιπροσωπεύει ικανοποιητικά τη σύγχρονη και ραγδαία αναπτυσσόμενη, Βραζιλία. Μια έκρηξη χρωμάτων και μελωδιών, που συμπαρασύρει με τον πολυποίκιλο και ευφάνταστο τρόπο που συντίθεται , κάθε μικρό ή μεγάλο σε ηλικία, θεατή.
Στο κέντρο αυτή της οπτικοακουστικής πανδαισίας δεν παύει να χτυπάει αδιάκοπα, η αθώα καρδιά ενός αξιολάτρευτου πρωταγωνιστή, όπως και ένας βαθύτερος κοινωνικοπολιτικός προβληματισμός για την ταξική σύνθεση των σύγχρονων κοινωνιών και την ανεπανόρθωτη μόλυνση του φυσικού περιβάλλοντος. Τις μικρές, καθημερινές, χαρές που βιώνει, ο μικρός ήρωας, στο οικοσύστημα που διαβιεί και μεγαλώνει (πανέμορφες οι επίγειες και ουράνιες εικόνες στην έναρξη της ταινίας με τα φανταχτερά δέντρα και τα ζωηρά ζώα), θα διακόψει η αιφνίδια και αναγκαία αποχώρηση του πατέρα του. Ο τελευταίος, παρακινημένος από το οικογενειακό καθήκον και το φαινόμενο της αστυφιλίας, θα αποχωρήσει από το αγροτικό περιβάλλον που διαμένει η οικογένεια του για να αναζητήσει εργασία σε κάποιο, αστικό κέντρο. Η απροσδιόριστη χρονικά, αποχώρηση και μετεγκατάσταση του, ευθύς αμέσως, θα δημιουργήσει ένα δυσαναπλήρωτο κενό στην οικογένεια και μεγάλη θλίψη στον γιο. Ο Άλε Αμπρέου, αποτυπώνει εξαιρετικά αυτή την καινούργια συνθήκη, η σκηνή του δείπνου, που ο γιος συνομιλεί και αγκαλιάζει με λαχτάρα το όραμα του πατέρα του είναι συγκινητική. Οι παραισθήσεις θα κατακλύσουν τον μικρό ήρωα και εκείνος θα κρατήσει και θα επαναλάβει την ανάμνηση της αποχώρησης του σαν να είναι η πιο πολύτιμη μέρα, της μικρής ζωής του.
Η απουσία του πατέρα θα γίνει αφόρητη και ο γιος δε θα διστάσει και θα τον αναζητήσει. Ο ήχος του φλάουτου, όργανο στο οποίο επιδιδόταν επιδέξια ο μπαμπάς του και μια μελωδία που αποτελούσε σήμα κατατεθέν της μουσικής του ιδιοσυγκρασίας, θα παραπλανήσει τον άπειρο γιο, σ’ ένα αποκαλυπτικό και γεμάτο, απροσδιόριστους κινδύνους, οδοιπορικό. Μια χρωματιστή, στρογγυλή κουκίδα (ο πανέμορφος τρόπος με τον οποίο αποδίδονται οι νότες στην ταινία) θα είναι αρκετή για να του υποδείξει τον απέραντο δρόμο που θα πρέπει να διανύσει για να ξαναβρεί τον πατέρα του, σε μια ολοένα και περισσότερο, αφιλόξενη και αυταρχική, Βραζιλία. Από τους εργάτες που μαζεύουν το βαμβάκι στις αμέτρητες συστάδες μιας βαμβακοφυτείας, μέχρι το εργοστάσιο όπου άλλοι εργάτες δουλεύουν στον αργαλειό για να παράγουν τα προϊόντα με τα οποία θα ενδυθούν οι προύχοντες στα αστικά κέντρα, ο Άλε Αμπρέου, δείχνει πως λειτουργεί η καλοδουλεμένη μηχανή του ακραίου καπιταλισμού. Και στις δύο σκηνές, εξαθλιωμένοι εργάτες δουλεύουν ασταμάτητα για ένα πενιχρό ποσό υπό τους πιο επαχθείς κανόνες και ο σκηνοθέτης επιλέγει να δείξει το καθεστώς αυτό, με μοτίβα που όχι μόνο επαναλαμβάνονται αλλά πολλαπλασιάζονται μέχρι να πλημμυρίσουν την οθόνη. Ο μικρός ήρωας, θα βιώσει τον τρόμο των εργατών μέσα από την καθιερωμένη επιτήρηση – αξιολόγηση σε μια βαμβακοφυτεία ή όταν η αυτοματοποίηση θα εισβάλει στο εργοστάσιο και όλοι οι χειριστές του αργαλειού θα αντικατασταθούν και θα απολυθούν.
Μπορεί η παραγωγική διαδικασία που συνοδεύει τον καπιταλισμό, να είναι παραπάνω από γνωστή σ’ ένα ενήλικο κοινό που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ζει και συμμετέχει σ’ αυτήν, καλό όμως θα είναι να μην ξεχνάμε πως μιλάμε για ένα κινούμενο σχέδιο που απευθύνεται, το ίδιο ή και περισσότερο, στους μικρούς μας φίλους. Η επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος κρίνεται στ’ ότι το κάνει με τρόπο κατανοητό γι’ αυτούς, διατηρώντας παράλληλα αμείωτο το ενδιαφέρον και ενός πιο μεστωμένου, αλλοτριωμένου κατά πάσα πιθανότητα, κοινού. Ολόκληρο το κομμάτι που διαδραματίζεται στην εκσυγχρονισμένη πόλη εντυπωσιάζει τον αμφιβληστροειδή με τις πλουσιοπάροχες εικόνες που παραθέτει απλόχερα. Το γεγονός πως το πραγματοποιεί με παραδοσιακά, τεχνικά εργαλεία και μεθόδους (άλλη μια ευθεία βολή κατά της ανεξέλεγκτης και τελικά απρόσωπης τεχνολογικής προόδου) το μετατρέπει σε κάτι που φαντάζει αρχέγονα ξεχωριστό. Ο δε χειμαρρώδης τρόπος με τον οποίο, ο Άλε Αμπρέου, περνάει από τη μια εικόνα στην άλλη, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για επανάπαυση. Αυτός ο ακατάπαυστος ρυθμός, ενδεχομένως, σε κάποια σημεία να κουράζει είναι όμως, τέτοια η δύναμη των εικόνων που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αμφισβήτηση, ιδίως όταν μέσα από αυτές γεννιούνται μερικές πραγματικά γενναιόδωρες, υπερρεαλιστικές, καταστάσεις.
Εικόνες όπως αυτή, όπου, μια κατακλυσμιαία νεροποντή θα μετατρέψει τους καμπυλωτούς δρόμους σε κολοσσιαία κύματα, έτοιμα να καταβροχθίσουν τους επιβάτες ενός ποδηλάτου και το τελευταίο από εγκόσμιο μέσο θα μετατραπεί σε θαλάσσιο όχημα επιβίωσης. Ή όπως αυτή όπου, ο λιλιπούτειος ήρωας, υπό τους μαγευτικούς ήχους της βραζιλιάνικης μουσικής θα οδηγηθεί από τη μια κρεμάμενη σιδερόβεργα στην άλλη και από εκεί στα κοντέινερ που μεταφέρουν τα εμπορεύματα σ’ έναν ευκατάστατο και καλά προστατευμένο, σχεδόν άυλο, παράλληλο κόσμο. Εκεί, όπου το περιεχόμενο των εμπορευμάτων θα απορροφηθεί από τα προηγμένα συστήματα, αποκαλύπτοντας και την εμπορική συνδιαλλαγή που περιλαμβάνει αυτό, δημιουργώντας ένα εφιαλτικό και αναπόδραστο περιβάλλον. Η ταινία βρίθει από την εικονοπλαστική δύναμη, σουρεαλιστικών εικόνων, και ο Άλε Αμπρέου εκμεταλλεύεται κάθε δυνατό μέσο για να τις οπτικοποιήσει με την πιο ενδιαφέρουσα και πολυσύνθετη τεχνική. Το κάνει, όμως, με τρόπο ανολοκλήρωτο και ατελή, πάντα με τον τρόπο που θα το έπραττε ένα παιδί. Το τελευταίο άλλωστε, είναι αυτό που ανακαλύπτει σταδιακά τον κόσμο, και έτσι από μια ασχημάτιστη λευκή επιφάνεια (δείγμα απλότητας και καθαρότητας που προηγείται αρκετών σκηνών) οδηγείται σ’ έναν πολύχρωμο καμβά όπου δεν λείπουν και οι πιο γκρίζες ή σκοτεινές απολήξεις (η περιήγηση στα κοντέινερ, η νύχτα στις φτωχικές παραγκουπόλεις).
Τα έντονα χρώματα, όμως, και ο παιδικός σχεδιασμός δεν είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο ένας τέτοιος κόσμος γίνεται αντιληπτός από μια παιδική ψυχή. Χωρίς πολλά λόγια, με κύριο όχημα πάντα την εικόνα, ο ήχος και η μουσική, συμπληρώνουν και ολοκληρώνουν τη στρογγυλή αποτίμηση ενός κόσμου στον οποίο δεν έχουμε αποδεχθεί να συνυπάρχουμε αρμονικά. Το θρόισμα των φύλων, το σύρσιμο της αλυσίδας ενός ποδηλάτου, οι ριπές από τις ερπύστριες, το λαχάνιασμα του μικρού ήρωα, ο θόρυβος της ατμομηχανής ενός τρένου, είναι μόνο μερικοί από τους δεκάδες ήχους που ακούγονται στην ταινία και συνδιαλέγονται υποστηρικτικά με τη μελωδία. Οι Ρουμπέν Φεφέρ και Γκουστάβο Κουρλάτ, επιμελούνται τη μουσική που συνοδεύει τις εικόνες, τους ήχους και την περιπετειώδη περιήγηση του μικρού αγοριού στην άγνωστη Βραζιλία. Όσα δεν εκφράζονται με λέξεις ή ήχους, τα συμπληρώνει η εμπνευσμένη παρτιτούρα τους. Η μουσική ακολουθεί με ευλαβική ακρίβεια την περιήγηση και τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του μικρού ήρωα. Εκεί, όπου η παραδοσιακή μουσική (σάμπα, τροπικάλια και μπόσα νόβα) συνδιαλέγεται με σύγχρονα ακούσματα (ροκ και ραπ) παράγοντας εμπνευσμένα αποτελέσματα. Όπως, το ‘Emicida’ το τραγούδι που ακούγεται σε διάφορα σημεία και παραλλαγές και τελικά καταλήγει να χαρακτηρίζει ολάκερη την ταινία.
Από τις καταπραϋντικές συνθέσεις που συνοδεύουν την παραδοσιακή ζωή, μεταφερόμαστε στους ανήσυχους ρυθμούς της μαζικής αστικοποίησης. Εκεί, όπου οι βιομηχανικοί, κυρίως, ήχοι της πόλης αντικαθιστούν, τη μελωδία και τους ήχους της φύσης, επιβάλλοντας έναν επαναληπτικό βόμβο ως μηχανοκίνητο ρυθμιστή της δυσοίωνης πραγματικότητας. Ο μικρός ήρωάς μας, δεν θα γίνει μόνο μάρτυρας, της οικολογικής καταστροφής και της εργασιακής εκμετάλλευσης αλλά και του αντιστασιακού αγώνα που καταβάλλει μια ομάδα ανθρώπων – ακτιβιστών απέναντι στις ένοπλες δυνάμεις που προστατεύουν το απάνθρωπο καθεστώς. Ο Άλε Αμπρέου, θα εμπνευστεί και θα αποτυπώσει με εντυπωσιακό τρόπο την αντιπαράθεση αυτή: Οι πένθιμοι ήχοι από τα οπλοπολυβόλα θα κονταροχτυπηθούν με την ευφορία των ήχων που προέρχονται από τα μουσικά όργανα των αγωνιστών. Συγχρόνως, μέσα από τους ήχους των κρουστών και των πνευστών θα γεννηθεί ένα πολύχρωμο και ελπιδοφόρο πουλί, το οποίο θα μονομαχήσει, με το σκουρόχρωμο και αδυσώπητο πουλί που θα προκύψει από την καθεστωτική παράταξη. Παρ’ όλα αυτά, η έμπνευση που συνοδεύει αυτή τη στιγμή, δεν θα έχει το ίδιο εικαστικό και νοηματικό αποτέλεσμα όταν ο σκηνοθέτης θα αποφασίσει να δείξει με πραγματικές εικόνες την οικολογική καταστροφή που πραγματοποιείται από την ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου. Όταν καθ’ όλη τη διάρκεια, αποφασίζεις να δείξεις με πετυχημένο τρόπο τη βιομηχανοποίηση μέσα από τη δημιουργική χρήση του κινούμενου σχεδίου, η επίκληση σε ρεαλιστικές λήψεις, κρίνεται περιττή και σπασμωδική.
Και τελικά, η κάθε άλλο παρά γλυκερή, παιδική περιπλάνηση που στόχο έχει την αναζήτηση και εύρεση του εκλιπόντα πατέρα, δεν οδηγεί μόνο σε μια απότομη ενηλικίωση, αλλά και σ’ ένα οικολογικό, καίρια αντικαπιταλιστικό, μήνυμα, ικανό να αναγνωριστεί από μια μεγάλη γκάμα θεατών και ηλικιών ανά τον κόσμο. Όταν ο μικρός ήρωας θα επιστρέψει και πάλι στα γνώριμα εδάφη, δεν θα είναι μόνο μεγαλύτερος αλλά και πιο ικανός για να διαχειριστεί την ανυπέρβλητη γνώση αυτού του ταξιδιού. Ένας κληροδοτημένος σπόρος (από τον πατέρα) μπορεί να μην είναι από μόνος του αρκετός (θα χρειαστούν και άλλοι) για να αντιστρέψει την καταστροφή που συντελείται (ανυπολόγιστη και αδιάλειπτη), κρίνεται όμως, απόλυτα απαραίτητος για να μεταδώσει το μήνυμα (επαναδημιουργίας και αναγέννησης). Και είναι ακριβώς στο σημείο, μιας τόσο γόνιμης και κοινωφελούς διαδικασίας, που ο γιος θα βρεθεί και πάλι με τον αγνοούμενο του πατέρα και η σχέση τους θα επανανοηματοδοτηθεί. Κάτω από ένα διαφορετικό, πολύ πιο ουσιαστικό πρίσμα, αυτό της επανάκτησης και αξιοποίησης της παραμελημένης γης, όπως και της ίδιας, της αποξενωμένης ανθρώπινης φύσης, η σχέση αυτή μπορεί να ανθίσει παράγοντας καρπούς και πάλι. Ο Άλε Αμπρέου, αν και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την αλόγιστη ανάπτυξη της χώρας του και τη βίαιη καταστολή ή περιθωριοποίηση των χαμηλών στρωμάτων που αυτή περιλαμβάνει, κλείνει με ελπιδοφόρο τρόπο την ταινία του, επιστρέφοντας στις απαρχές της δημιουργίας και της επικοινωνίας. Ο απλός (και όχι απλοϊκός) σχεδιασμός με τον οποίο το επιχειρεί, κάνει το στρογγυλεμένο του μήνυμα, άμεσα απορροφητικό. Μια υπέροχη ταινία κινουμένων σχεδίων, όπου ο εγωπαθής άνθρωπος και το δηλητηριασμένο περιβάλλον, επανατοποθετούνται στη συμβιωτική θέση που τους αναλογεί, μακριά από τις ακραίες ενέργειες και εξωτερικεύσεις του καπιταλισμού.