Ο Κυριος Χολμς
Η αναπροσαρμογή της μυθολογίας ενός εκ των πλέον αναγνωρίσιμων και πολυαγαπημένων ντετέκτιβ της σύγχρονης μαζικής κουλτούρας, μέσα από την τηλεόραση (‘Σέρλοκ’ από τους Στίβεν Μόφατ και Μαρκ Γκάτις, με τον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς στον ομώνυμο ρόλο) ή τον κινηματογράφο (‘Σέρλοκ Χολμς’ και ‘Σέρλοκ Χολμς 2: το παιχνίδι των σκιών’ του Γκάι Ρίτσι, με τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ), επανασύστησε με μεγάλη επιτυχία σε μια νεότερη γενιά τον ευρηματικό ντετέκτιβ με το βρετανικό φλέγμα και αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για τη διαλεύκανση περισσότερων μυστηριωδών υποθέσεων με τις αντισυμβατικές μεθόδους του. Από το Λονδίνο της βιομηχανικής ανάπτυξης στη βικτωριανή εποχή (19ος αιώνας), σ’ εκείνο της καινοτομίας και του κοσμοπολιτισμού (21ος αιώνας), οι δημιουργοί, φλέρταραν με το μοντέρνο και το εξεζητημένο, μέσα από την καταιγιστική δράση (Γκάι Ρίτσι) ή τη συγγραφή ευφυών ιστοριών και σπαρταριστών διαλόγων (Στίβεν Μόφατ). Η παρεμβατικότητα των συντελεστών σε επιμέρους ζητήματα που αφορούν τη φυσιογνωμία, τη συμπεριφορά και το περιβάλλον του Σέρλοκ Χολμς και του πολύ στενού του συνεργάτη, Δρ. Τζον Γουάτσον, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει, εκσυγχρόνισε όμως, με σεβασμό τον εμβληματικό ήρωα που έπλασε, ο Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, κάτι περισσότερο από 100 χρόνια νωρίτερα (το 1887).
Και εκεί που θα περίμενε κανείς, πως κάθε προσπάθεια επαναδιατύπωσης του οξυδερκή ντεντέκτιβ, περιορίζεται στις ανεξάντλητες ορέξεις ενός ασυγκράτητου κοινού για ταχύτατη εναλλαγή πλάνων, σεναριακή ανατροπή και εμφανίσιμα ή αναγνωρίσιμα πρόσωπα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, έρχεται ένας κινηματογραφικός, Σέρλοκ Χολμς, γηραιότερος από οποιοδήποτε προκάτοχο του για να κατεβάσει το κοντέρ και να επιστρέψει τη μαγεία στις απαρχές τους είδους. Εκεί, όπου, αρκούσε ένας ικανός ερμηνευτής, μια καλογραμμένη ιστορία και ένας πολλά υποσχόμενος σκηνοθέτης για να συμπαρασύρει το κοινό στο δρόμο προς την εξιχνίαση ενός σκοτεινού μυστηρίου. Μολαταύτα, η ιδέα, ενός αποδυναμωμένου λόγω γήρατος, 93χρονου Σέρλοκ Χολμς, που θα επαναδραστηριοποιηθεί από τον ζωηρό γιο της οικονόμου του για να κλείσει τους ανοιχτούς του λογαριασμούς, μπορεί να διαφαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα στο χαρτί, μα είναι λιγότερο όταν σκηνοθετείται με τόσο ανέμπνευστο και στρογγυλεμένο τρόπο στην κινηματογραφική οθόνη. Ο Σέρλοκ Χολμς, θα επισκεφτεί τον κατά 30 χρόνια νεώτερο και πιο ακαταπόνητο του εαυτό για να θυμηθεί την αμφιλεγόμενη κατάληξη της τελευταίας του αποστολής, αυτής που τον οδήγησε σε πρόωρη αποχώρηση, παρά την εξαιρετικά επιτυχημένη επαγγελματική του πορεία. Ο τρόπος που θα το πράξει, όμως, ο σκηνοθέτης της ταινίας, Μπιλ Κόντον, δε θα είναι το ίδιο ευρηματικός με τον ήρωα.
Ο Μπιλ Κόντον, ο άνισος και επιδερμικός σκηνοθέτης, των δύο τελευταίων κεφαλαίων της βαμπιρικής, νερόβραστης ρομαντζάδας (‘Χαραυγή, Μέρος 1’ το 2011 και ‘Χαραυγή, Μέρος 2’ το 2012), της συμπαθητικής μα ακαδημαϊκής βιογραφίας ενός ρηξικέλευθου επιστήμονα που επηρέασε και άλλαξε τον τρόπο που σκεφτόμαστε για το σεξ (‘Kinsey’ το 2004) και της πιο ευφάνταστης και θαρραλέας δημιουργίας του, της ιστορίας του ομοφυλόφιλου Τζέιμς Γουέιλ, εμβληματικής μορφής του σινεμά του φανταστικού (‘Θεοί και Δαίμονες’ το 1998), ανέλαβε να προσεγγίσει με υπολογίσιμα παλαιωμένο τρόπο, μια σύνθετη και διαφορετική ανάγνωση της μυθολογίας του Σέρλοκ Χολμς. Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που οι σποραδικές ανάπαυλες για περισυλλογή (η σχολαστικότητα με την οποία περιποιείται τις μέλισσες κι η τρυφερή σχέση που αναπτύσσει με τον μικρό του φίλο), οι διανοητικές αναταράξεις που θα βιώσει τρομοκρατημένος (η αδυναμία να θυμηθεί ένα σημαντικό όνομα ή τη συνέχεια της υπόθεσης και η αποκαρδιωτική συνειδητοποίηση της θνητότητας του) και οι στιγμές που αποκαλύπτεται ένα κομμάτι του μυστηρίου (όπως εκείνη που βυθίζεται, αδικαιολογήτως εκτός πλάνου, στις παραισθήσεις του ή εκείνη που με τη βοήθεια του μικρού του συνεργού ανακαλύπτει ένα γυναικείο γάντι), θα είναι και οι πιο ενδιαφέρουσες σε ολόκληρο το έργο.
Ακόμη κι αυτές, όμως, ο σκηνοθέτης, δεν μπορεί να τις διαχειριστεί και να τις αξιοποιήσει με απελευθερωτικό τρόπο. Από ένα σημείο και έπειτα, η χρονική μετάβαση φαντάζει τόσο συγκαταβατική και ευθυγραμμισμένη, λες και ο σκηνοθέτης είναι το ίδιο καταβεβλημένος με τον 93χρονο του χαρακτήρα ή απευθύνεται μονάχα, σ’ ένα εφάμιλλο, ηλικιακά, κοινό. Το παρελθόν του ήρωα όσο τραυματικό κι αν φαίνεται, είναι πολύτιμο για την εξιχνίαση του μυστηρίου, αλλά και για να κατανοήσουμε τον τρόπο που σκέπτεται και λειτουργεί ο ίδιος. Ο Σέρλοκ Χολμς, επαναφέρει το παρελθόν του, για να μην απογοητεύσει όσους πιστεύουν στον διαχρονικό μύθο που κουβαλάει (ο μικρός Ρότζερ), αλλά και για να λυτρωθεί (ο ίδιος) από τα απαξιωτικά δεσμά μιας υπόθεσης που δεν τον κολακεύει. Παρ’ όλα αυτά, δεν αρκεί ένας ανέγγιχτος και πιο ενεργητικός, Σέρλοκ Χολμς, ένα αποχρωματισμένο Λονδίνο, μια επαρκή ανασύσταση εποχής και η δραματική κλιμάκωση της προπολεμικής περιόδου, όπου οι γυναίκες δεν έχουν ακόμη επαρκή δικαιώματα και καταπιέζονται κάτω από τη ρομαντική επίφαση ενός αναπόδραστου γάμου, για να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού. Εντούτοις, οι κατοπτρισμοί των καθρεφτών και των κρυστάλλινων επιφανειών προσθέτουν μερικές, πανέμορφες εικόνες, ενώ το πάγωμα των γεγονότων, τη στιγμή που η μνήμη του παρόντος απομακρύνεται, παρατείνει την αγωνία για την κατάληξη που θα έχει η υπόθεση.
Το γεγονός, πως το παρελθόν, διαιρείται σε δύο ετεροβαρή σκέλη, αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο την ιστορία. Μπορεί, η περιδιάβαση, στο μουντό και νεφελώδες Λονδίνο, των αρχών του προηγούμενου αιώνα, να έχει ένα δραματουργικό ενδιαφέρον, μιας και αφορά τη σταδιακή επίλυση του αινίγματος, το άλλο σκέλος, όμως, αυτό που αφορά το ταξίδι στη μακρινή Ιαπωνία, είναι λιγότερο συναρπαστικό, ενώ περιλαμβάνει και μερικούς απλοϊκούς συμβολισμούς. Η αναζήτηση του ξανθόξυλου, ενός εξαιρετικά τονωτικού βοτάνου που δρα ευεργετικά στην αποδυναμωμένη μνήμη (περισσότερο και από τον βασιλικό πολτό!), στο αποτεφρωμένο – απονεκρωμένο τοπίο της βομβαρδισμένης Χιροσίμα, δεν πείθει για τον αναγεννησιακό της χαρακτήρα, ούτε μπορεί να λειτουργήσει ως φυσική και απαραίτητη υπενθύμιση μιας απάνθρωπης και αποκρουστικής πράξης. Το ίδιο το προϊόν άλλωστε θα αποδειχθεί στην πορεία, πως δεν είναι τόσο δραστικό όσο, ο Σέρλοκ Χολμς, θα περίμενε. Αναμφισβήτητα, όχι τόσο, ώστε να υπερνικήσει την πνευματική εγρήγορση που μπορεί να του προσφέρει ένα μικρό παιδί. Η αποκάλυψη του οικογενειακού λόγου που ο Ιάπωνας τον προσκάλεσε δεν αποδίδεται με τη στιβαρότητα που απαιτείται και η σημασία της ιστορίας αυτής φαίνεται να εξαντλείται σε μια ακόμη ανάκληση απωθημένης μνήμης, εκεί όπου θα μπορούσε να υπάρχει μια καλύτερη αναφορά για τους λόγους που η ατομική και συλλογική ευθύνη, δρα επιλεκτικά και τις περισσότερες φορές, αμνησιακά σε σημαντικά γεγονότα.
Η μνήμη, θα παίξει ανυπολόγιστα και επικίνδυνα παιχνίδια στο μυαλό του Σέρλοκ Χολμς. Θα αναστατώσει τη ανιαρή του καθημερινότητα, υπενθυμίζοντας, πως είναι να στερείσαι την ικανότητα να αναμοχλεύεις το παρελθόν, πως είναι να έχεις την αίσθηση πως κάτι κακό έχει συμβεί εξαιτίας σου, χωρίς να μπορείς να θυμηθείς τι είναι αυτό. Παρά τις κατά τόπους επιπλοκές που αυτό θα προκαλέσει, ο χαρισματικός ντετέκτιβ, όχι μόνο θα είναι σε θέση να οραματιστεί το μέλλον (οι επαγγελματικές προσδοκίες της οικονόμου του) με τις γνώριμες, συμπερασματικές μεθόδους του, αλλά και να ανακαλέσει το πρόσφατο παρελθόν όταν οι περιστάσεις θα το απαιτήσουν (η λυτρωτική σημασία ενός τσιμπήματος μιας μέλισσας στο λαιμό του μικρού, Ρότζερ). Τίποτα, όμως, δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί με την αδυναμία να συναρμολογήσει και να τοποθετήσει σε μια λογική σειρά, τα γεγονότα της τελευταίας του υπόθεσης, και αυτό το συμβάν, ο Μπιλ Κόντον, δεν το εκμεταλλεύεται όσο θα έπρεπε. Δεν είναι τόσο το γήρας και η άνοια που απωθεί αυτή την ανάμνηση, αλλά προπαντός το βάρος της ατομικής ευθύνης, ο φόβος του να αποδεχθείς τις συνέπειες του μοιραίου λάθους σου και να διεκδικήσεις συγχώρεση από τον υπερτιμημένο σου εαυτό. Μια πιο εμπνευσμένη σκηνοθεσία, ίσως, να παρουσίαζε πιο θολά τα δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα, την αλήθεια και το ψέμα, τη λανθασμένη και τη σωστή προτίμηση.
Η θέληση, πάντως, της ταινίας να παρουσιάσει τον Σέρλοκ Χολμς ως πραγματικό πρόσωπο, κρίνεται απολύτως επιτυχημένη. Κάποια στοιχεία της φυσιογνωμίας του παρουσιάζονται παραλλαγμένα ή και διακωμωδούνται από τη λογοτεχνική σειρά που δημοσιεύεται. Όπως, η παρουσία του κυνηγητικού του καπέλου και η χρήση πίπας, ενώ στην πραγματικότητα το μόνο καπέλο που φοράει είναι ένα ψηλό και αντί για πίπα, ενίοτε, ανάβει κάποιο πούρο. Το ενδιαφέρον έγκειται, στ’ ότι τα μυθιστορήματα αυτά συγγράφονται από τον Τζον Γουάτσον και φαινομενικά εξιστορούν με προσποιητή ειλικρίνεια τα κατορθώματα του Σέρλοκ Χολμς. Ο Γουάτσον, εμπλουτίζει τις εξιχνιάσεις των υποθέσεων με ενισχυμένες δόσεις μυστηρίου, σασπένς και ανατροπών, σε τέτοιο βαθμό που η δράση του Σέρλοκ Χολμς αποκτάει μυθικές διαστάσεις με τις ανυπέρβλητες του ικανότητες. Με τον ίδιο τρόπο που το κατόρθωναν, οι ιστορίες και τα μυθιστορήματα του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, φαίνεται πως επιδρούν και στον μυθοπλαστικό κόσμο της ταινίας, οι εκδοτικές απόπειρες του Τζον Γουάτσον. Απολαυστική, πάντως, παραμένει η σεκάνς σε μια σκοτεινή αίθουσα, εκεί όπου προβάλλεται η τελευταία υπόθεση του Σέρλοκ Χολμς, αυτή για την οποία πασχίζουμε να εξακριβώσουμε μαζί με τον επινοητικό ήρωα, την αλήθεια. Βασισμένη σε διήγημα που έχει εκδώσει ο Τζον Γουάτσον, παρουσιάζει με υπερβολικό τρόπο όλα όσα έχουμε ανακαλύψει μέχρι εκείνη τη στιγμή, και όλα όσα υπολείπονται για να ολοκληρωθεί η ιστορία με τον πλέον φαντασμαγορικό τρόπο.
Περισσότερο, ως σύμβολο ιδιαίτερης σημασίας, που ξεπερνάει τα σύνορα της μυθοπλασίας και εισέρχεται σε αυτά της πραγματικότητας, επιχειρεί να αντιμετωπίσει τον Σέρλοκ Χολμς, ο εξαιρετικός, Ίαν ΜακΚέλεν. Ο ρόλος είναι κομμένος και ραμμένος πάνω στην αξιοσέβαστη φυσιογνωμία του σπουδαίου Άγγλου ηθοποιού και ο Ίαν ΜακΚέλεν κατορθώνει με σχετική ευκολία να εμφυσήσει περιεχόμενο, σ’ έναν χαρακτήρα που μπορεί να είναι αναγνωρίσιμος και πολυερμηνευμένος, αλλά τις περισσότερες φορές παρουσιάζεται παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε, χάρτινος και επιφανειακός. Ο Σέρλοκ Χολμς του Ίαν ΜακΚέλεν, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, όσο αψεγάδιαστος και αν εμφανίζεται στις απαιτητικές αποστολές που αναλαμβάνει είναι ανθρώπινος, γεμάτος από παρορμήσεις, αδυναμίες και ελαττώματα. Ο έμπειρος και παραγωγικός ηθοποιός, προσθέτει μερικές δραματικές πινελιές, αντάξιες της ερμηνευτικής του δεινότητας στην έκφραση και τη συμπεριφορά του δαιμόνιου ντεντέκτιβ. Ο Σέρλοκ Χολμς δεν είναι άτρωτος στο ρεαλιστικό του παρόν, είναι ευάλωτος και αυτό είναι κάτι που μας το υπενθυμίζει συνεχώς, το νωθρό του περπάτημα, το απλανές του βλέμμα, η δυσκολία της αναπνοής, το σκοτάδι που απλώνεται και επηρεάζει σταδιακά το μυαλό του.
Παράλληλα, ο Ίαν ΜακΚέλεν, διατηρεί ανέπαφο το σαρδόνιο χιούμορ και την ευφράδεια λόγου που χαρακτηρίζει τον διασημότερο ντεντέκτιβ. Είναι απολαυστικός στις στιγμές που διερωτάται ή υπαινίσσεται κάτι και ο περίγυρος του μένει να τον θαυμάζει και να απορεί. Όλοι, εκτός από ένα πανέξυπνο παιδί, που όσο και αν επιχειρεί ο Σέρλοκ να το νουθετήσει εκείνο πάντα θα βρίσκει τον τρόπο να του αποδεικνύει πόσο απαραίτητο και έξυπνο είναι. Ο πρωτοεμφανιζόμενος, Μίλο Πάρκερ, υποδύεται εξαιρετικά τον Ρότζερ, το παιδί που δεν είναι απλά ο χαριτωμένος γιος της οικονόμου, αλλά εκείνο που θα δώσει το έναυσμα στον Σέρλοκ Χολμς, ν’ ανοίξει και να καταγράψει την αξεδιάλυτη υπόθεση. Ο Πάρκερ είναι τόσο ενθουσιώδης και παρορμητικός, όσο του επιτρέπει το νεαρό της ηλικίας του και το γεγονός πως έρχεται αντιμέτωπο με το ίνδαλμα του. Μόνο που δεν φοβάται να σταθεί δίπλα του, παρά συνεισφέρει τα μέγιστα της εμπνεύσεως και των ικανοτήτων του, ώστε να οδηγηθεί ο μέντορας του σ’ ένα αποτέλεσμα που να δικαιολογεί τη φήμη του. Ο Μίλο Πάρκερ μαζί με τον Ίαν ΜακΚέλεν, συνθέτουν ένα φαινομενικά ασύνδετο, μα στην πραγματικότητα τόσο ταιριαστό και αποτελεσματικό, ζευγάρι που θα συνεργαστεί, όπως ακριβώς, το έπραττε στο παρελθόν, ο Χολμς με τον Γουάτσον. Συγχρόνως, στο πρόσωπο του μικρού ήρωα, ο Σέρλοκ Χολμς θα βρει το γιο που ποτέ δεν απέκτησε και ο Ρότζερ τον πατέρα που πρόωρα έχασε. Τη σχέση αυτή, θα επιχειρήσει να ελέγξει με ανεπιτυχή αποτελέσματα, η μητέρα του Ρότζερ και οικονόμος του Σέρλοκ Χολμς. Η Λόρα Λίνεϊ, η ήρεμη δύναμη των δεύτερων γυναικείων ρόλων, υποδύεται με εξαιρετική πιστότητα μια οικονόμο εκείνης της περιόδου, μα κυρίως, μια δυναμική μητέρα που προσπαθεί ν’ αναθρέψει το μονάκριβο της παιδί και συγχρόνως, να το προστατέψει από το ενδεχόμενο ενός δεύτερου, πατρικού, θανάτου. Μπορεί να μην έχει αρκετούς διαλόγους και να μην μοιράζεται πολλές σκηνές με τους άνωθεν ηθοποιούς, όταν εμφανίζεται όμως, η συγκρατημένη της παρουσία, είναι αφοπλιστική και ειλικρινής.
Συνοψίζοντας, στον ‘Κύριο Χολμς’, οι ερμηνείες, με προεξέχουσα αυτή του καταπληκτικού Ίαν ΜακΚέλεν είναι εξαιρετικές, απουσιάζει όμως, η σκηνοθετική εκείνη επιδεξιότητα που θα ήταν κατάλληλη να αναδείξει τις σκοτεινές περιοχές, όχι τόσο της καθ’ αυτής υπόθεσης, αλλά κυρίως του δημοφιλούς χαρακτήρα. Αυτή, που δεν θα δυσπιστούσε κάθε φορά, που θα αντίκριζε τις αμφίσημες πλευρές ενός ευφυέστατου, μα ταυτοχρόνως, τόσο μοναχικού μυαλού, που τώρα εμφανίζει σημάδια σωματικής εξάντλησης και πνευματικής εξόντωσης. Εκείνη, που θα έκανε, ένα ουσιαστικής σημασίας σχόλιο για το αναπόφευκτο γήρας και το πικρό τέλος που μπορεί να έχει ένα οποιοδήποτε μυαλό, πόσο μάλλον, ένα τόσο οξυδερκές και επιδραστικό. Ο αναπόφευκτος φόβος μπορεί να έχει κατακλύσει τον Σέρλοκ Χολμς στην προσπάθεια που καταβάλλει για να ενθυμηθεί την απευκταία κατάληξη της τελευταίας του υπόθεσης, ο Μπιλ Κόντον, όμως είναι εκεί για να εξασφαλίσει πως ο δαιμόνιος ντετέκτιβ θα αποκτήσει εκ νέου, κάθε λεπτομέρεια του μυστηρίου και πως οι θεατές θα αποχωρήσουν, όπως ακριβώς ο ήρωας, κλείνοντας κάθε λογαριασμό και εκκρεμότητα με τη συγκεκριμένη ταινία. Δυστυχώς, αυτή η προσκόλληση που επιδεικνύει ο σκηνοθέτης στην καθαρότητα, δεν του επιτρέπει στιγμή να λοξοδρομήσει από τη διαφαινόμενη, γλυκόπικρη κατάληξη της ταινίας και ο ‘Κύριος Χολμς’, καταλήγει ν’ αποτελεί, μια διαφορετική προσέγγιση του μύθου που διαθέτει περισσότερες ακέραιες γωνίες, απ’ όσες μπορεί ν’ αντέξει ένα μοντέρνο κοινό.