Θα Επαναλειτουργησουν Οι Κινηματογραφοι Αττικον Και Απολλων;
Στις 12 Φεβρουαρίου του 2012, ένα πολυάριθμο πλήθος είχε συγκεντρωθεί από νωρίς έξω από το ελληνικό κοινοβούλιο για να διαδηλώσει κατά της ονομαστικής ψηφοφορίας που θα διεξαγόταν λίγες ώρες αργότερα για την ψήφιση της δεύτερης και πιο καταστροφικής, δανειακής σύμβασης από την έκτακτη κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου. Μέσα από μια πρωτοφανή συμπόρευση, η πλειοψηφία των βουλευτών των δυο μεγαλύτερων κομμάτων (ΠΑΣΟΚ – Νέα Δημοκρατία) θα ψήφιζε το δεύτερο μνημόνιο με ευρύτατη πλειοψηφία (199 βουλευτές). Κατόπιν κυβερνητικής εντολής και προκλητικής αστυνομικής περιφρούρησης, η καθιερωμένη, οριακά επίπλαστη, ένταση μεταξύ των δυνάμεων καταστολής και κάποιων αντιεξουσιαστικών στοιχείων θα προκαλούσε την ανεξέλεγκτη ρήψη, ασφυκτικών, χημικών ουσιών και την αναπόφευκτη διάσπαση ενός ολοένα και πιο μεγάλου πλήθους. Μ’ αυτό τον τρόπο, η δικομματική, εξασφάλιζε πως η εσωτερική διαδικασία θα διεξαχθεί ανεμπόδιστα και πως ο κόσμος θα αρχίσει να αποσύρεται. Η ανυποχώρητη διάθεση του αγανακτισμένου πλήθους και ένα πολύ καλά μελετημένο, διασπαστικό σχέδιο, οδήγησε στην καταδίωξη των διαδηλωτών από τις ειδικές μονάδες αποκατάστασης της τάξης στα παρακείμενα στενά και δρόμους. Μια τέτοια ενέργεια, φυσικά, ευνόησε την προβοκατόρικη δράση παρακρατικών και λοιπών, αμφιλεγόμενων, στοιχείων. Εκατοντάδες υλικές ζημιές και δεκάδες φωτιές θα άναβαν σε διάφορα σημεία και κτίρια, του χειμαζόμενου από την κρίση, ιστορικού κέντρου.
Μια από τις φωτιές θα περιτύλιγε και το εμβληματικό, εκλεκτικιστικό κτίριο που στην αρχή σχεδίασε, ο σπουδαίος, Σάξονας αρχιτέκτονας, Έρνστ Τσίλερ (1870 – 1881) και στη συνέχεια τροποποίησε, ο οραματιστής, Έλληνας αρχιτέκτονας, Αλέξανδρος Νικολούδης (1914 -1920). Οι κινηματογράφοι Αττικόν – Απόλλων, όπως και οι υπόλοιπες συστεγαζόμενες επιχειρήσεις (Kosta Boda), μεμιάς τυλίχθηκαν στις φλόγες και ο καπνός που ξεπρόβαλε από το διώροφο κτίριο μπορούσε να γίνει αντιληπτός από απόσταση. Το λυπηρό μα εντυπωσιακό θέαμα του καιγόμενου κτιρίου δεν θα μπορούσε να μην μεταδοθεί ζωντανά από τα γνωστά κανάλια. Η εικόνα του μονοπώλησε το ενδιαφέρον ενός κατευθυνόμενου κοινού, περισσότερο και από την κρίσιμη συζήτηση που διεξαγόταν, εκείνη τη στιγμή, εντός του ελληνικού κοινοβουλίου και στιγμάτισε ανεπανόρθωτα μια ακόμη πολυπληθής, ειρηνική κατ’ άλλα, διαμαρτυρία. Η προοπτική της χώρας πέρασε σε δεύτερη μοίρα μπροστά στο παρανάλωμα ενός ιστορικού κτίσματος και το μέλλον ενός κινηματογράφου, που ελάχιστοι εξακολουθούσαν να τιμούν με την παρουσία τους, απ’ όσους εκφράστηκαν με οξύτητα και θλίψη, εκείνο το βράδυ. Τα αντανακλαστικά με τα οποία έσπευσαν να καταδικάσουν τον εμπρησμό δεν ήταν τα ίδια, ούτε για τη ψήφιση του δεύτερου μνημονίου, ούτε για την ασύλληπτη, κρατική καταστολή.
Η σύνεση και η ευσυνειδησία του νεοέλληνα για τον Πολιτισμό περνούσε καθημερινά από το συγκεκριμένο κτίριο, ενίοτε εισχωρούσε σε αυτό και τώρα που καιγόταν, κοντοστεκόταν, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να γίνει αναπόσπαστο μέρος αυτού του επικήδειου. Αν τη χρονική, εκείνη, συγκυρία υπήρχαν selfies και το κέντρο είχε αξιοποιηθεί επιχειρηματικά όπως τώρα, όλοι θα έβγαιναν από τα αναρίθμητα καφέ και μπαράκια για να βγάλουν μια αναμνηστική φωτογραφία που θα μπορούσαν να την αναρτήσουν με θλιβερή υπερηφάνεια στον προσωπικό τους λογαριασμό. Αν πριν τον εμπρησμό, ανακοινωνόταν από τη διοίκηση, πως για οικονομικούς λόγους ο κινηματογράφος θα κλείσει και τελικώς θα μετατραπεί σε χώρο εστίασης ή σούπερ μάρκετ κανείς δε θα λυπόταν το ίδιο, όπως ακριβώς δεν το έκανε για δεκάδες άλλους εξίσου πολύτιμους κινηματογράφους που είχαν την ίδια κατάληξη στην Αθήνα και αλλού. Οι τοπικοί κινηματογράφοι στην Ελλάδα πρώτα απαξιώθηκαν από τους ίδιους τους θεατές που προτίμησαν το παράνομο – κάκιστης ποιότητας – κατέβασμα και τον οικιακό μαρασμό και μετά από τις αλυσίδες που υπόσχονταν τρισδιάστατες – θορυβώδεις εμπειρίες (multiplex) ή τη φθορά και κακοδιαχείριση μιας αίθουσας και τον απροσδιόριστο εμπρησμό. Όσοι, λίγοι, έκλαψαν πραγματικά για το κάψιμο ενός ακόμη ιστορικού κτιρίου, το έκαναν αθόρυβα και διακριτικά. Παρακινημένοι από μια κατάδηλη νοσταλγία και από τα προσωπικά τους κινηματογραφικά βιώματα, αλλά και από φόβο για ένα δυσοίωνο μέλλον, δεν στεναχωρήθηκαν μόνο για τον καθ’ αυτό εμπρησμό, αλλά και για το τι θα περίμενε ένα τέτοιο κτίριο από μια χώρα που χρεοκοπούσε και εγκατέλειπε τους πολίτες της, τακτικά.
Η πρόσφατη ανακοίνωση για επικείμενη επαναλειτουργία των πολυαγαπημένων ιστορικών κινηματογράφων, Αττικόν και Απόλλων, επί της οδού Σταδίου, δεν θα μπορούσε παρά να σπείρει χαμόγελα συγκίνησης και να γεμίσει με ανυπομονησία τους απανταχού σινεφίλ των ιστορικών αιθουσών. Η τρίχρονη απουσία των δύο κινηματογράφων από την πολιτιστική ζωή του κέντρου ήταν αρκετή για να εντείνει την αίσθηση του δυσαναπλήρωτου. Το κενό που δημιουργήθηκε από το ξαφνικό και αναπόφευκτο κλείσιμο που προκάλεσε η πυρκαγιά, όχι μόνο δεν αναπληρώθηκε (πώς θα μπορούσε άλλωστε;), αλλά πέρα από κάποια τυπικά ευχολόγια και γενναιόδωρες υποσχέσεις, δεν έδειξε την παραμικρή, ουσιαστική διάθεση για να αποκατασταθεί ως όφειλε, άμεσα και απρόσκοπτα, το ίδιο. Οι λόγοι, δεν ήταν μόνο αρχιτεκτονικοί (μελέτη για την αποκατάσταση των φθορών) αλλά και γραφειοκρατικής ή νομοθετικής φύσεως. Οι δύο κινηματογράφοι μπορεί να κάηκαν από τα απολίτιστα χέρια, προβοκατόρων και τραμπούκων, την ίδια ώρα όμως, τους περίμενε μια εξίσου, επαίσχυντη εγκατάλειψη από το ίδιο το κράτος και μια περιφρόνηση που εκφράστηκε με τη μορφή της αντιδικίας από τα αρμόδια ιδρύματα που είχαν τη συνολική εποπτεία και διαχείριση του.
Τι κι αν ο τότε, Υπουργός Πολιτισμού, Παύλος Γερουλάνος, έσπευδε να καθησυχάσει κάθε ευκολόπιστο και αδαή, δηλώνοντας πως, η πολιτεία θα συνδράμει χρηματοδοτικά και θα αποκαταστήσει το διατηρητέο κτίριο, τα δύο ιδρύματα θα είχαν διαφορετική άποψη. Η κοστολογική ασάφεια που συνόδευε την εγκεκριμένη πράξη νομοθετικού περιεχομένου για την άμεση αποκατάσταση των υλικών ζημιών, παρά την καλή της θέληση, μεγαλύτερο κακό προκάλεσε παρά έδωσε λύση στο πρόβλημα και η ελληνική πολιτεία έδειξε πόσο ανέτοιμη και γραφειοκρατικά προσκολλημένη ήταν, για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η αντιδικία επήλθε μεταξύ του ιδιοκτήτη του κτιριακού συγκροτήματος (Ίδρυμα Σταματίου – Δεκόζη Βούρου) και του υπαγόμενου στο άρθρο 99 του Πτωχευτικού Κώδικα, ενοικιαστή (εταιρία Studio KB Illum στην οποία ανήκουν τα καταστήματα Kosta Boda). Η αδυναμία των δύο να καλύψουν τις οικονομικές τους διαφορές και να υπογράψουν μια από κοινού δήλωση, με παραίτηση του ενός αλλά και οποιαδήποτε συνολική αξίωση έναντι του Δημοσίου μετά την καταβολή της αποζημίωσης, ενέτεινε την κατάσταση. Σαν να μην έφτανε αυτό, η παράλληλη, χρόνια αντιδικία, ανάμεσα στο προαναφερθέν ίδρυμα και στο Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία – Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών που συνδιαχειρίζεται το συγκρότημα, εμπόδιζε τα δύο ιδρύματα να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια συνεργασίας και αποκατάστασης. Το συμψηφισμένο, υπέρογκο ποσό, των 24 εκατομμυρίων ευρώ που χρωστούσε το πρώτο ίδρυμα στο δεύτερο, δεν θα μπορούσε να επιτρέψει οποιαδήποτε επίλυση πριν από μια δικαστική διευθέτηση.
Στο τελευταίο (;) κεφάλαιο αυτής της αντιδικίας, η παρότρυνση του Ιδρύματος Σταματίου – Δεκόζη Βούρου για εξαργύρωση του ασφαλίσματος (της τάξεως των 700.000 ευρώ) από την Εθνική Ασφαλιστική, αφήνει στο Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία, την πρωτοβουλία να λύσει τον γόρδιο δεσμό αναμεταξύ τους, έτσι ώστε να λειτουργήσουν απρόσκοπτα οι δύο ιστορικοί κινηματογράφοι. Η κατ’ εξαίρεση, δωρεάν, γενναιόδωρη παραχώρηση, της απαραίτητης οικοδομικής άδειας (το ποσό ανέρχεται στα 200.000 ευρώ) από την Πολεοδομία του Δήμου των Αθηναίων, δίνει ένα επιπλέον έναυσμα προς την κατεύθυνση αυτή. Αν οι δύο πλευρές συμφωνήσουν, τότε η αποκατάσταση της κεντρικής εισόδου (επί της οδού Σταδίου) και η σταθεροποίηση των πυρπολημένων κτιρίων θα προηγηθεί. Η συνολική αποκατάσταση του κτιριακού συγκροτήματος θα γίνει σε μεταγενέστερο, απροσδιόριστο, χρόνο και αφού η επαναλειτουργία των δύο κινηματογράφων πραγματοποιηθεί. Αξίζει να σημειωθεί πως, αν η συμφωνία είχε επιτευχθεί το 2012, θα είχε απορροφηθεί εγκαίρως και το προσφερόμενο, έκτακτο ποσό (του 1.700.000 ευρώ) από την Περιφέρεια της Αττικής. Με πενιχρότερο όμως, τον προϋπολογισμό της, η Περιφέρεια, έχει να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση που διογκώθηκε την τελευταία τριετία και είναι πιο αναγκαία από μια κτιριακή αποκατάσταση.
Επομένως, η καταδικαστέα, εμπρηστική πράξη που σημειώθηκε το πολιτικά τεταμένο έτος του 2012, θα ήταν μόνο η έναρξη για ότι θα συνόδευε ένα από τα εναπομείναντα στολίδια του ύστερου εκλεκτικισμού και κάτι τέτοιο θα πρέπει να προβληματίζει, πρωτίστως, όλους όσους, ενώ καταδικάζουν και φροντίζουν να σβήνουν έγκαιρα τέτοιες πυρκαγιές, την ίδια στιγμή τοποθετούν τις δικές τους και δείχνουν ανήμποροι στο να επαναφέρουν ένα τόσο σημαντικό κτίριο στην προηγούμενη και επιθυμητή κατάσταση. Μπορεί η αποκαρδιωτική πυρκαγιά να μη κατέστρεψε ολοσχερώς τους δύο κινηματογράφους, η φωτιά κατευνάστηκε προτού εισχωρήσει στις δύο λαμπερές αίθουσες, προκαλώντας ζημιές, στην πρόσοψη με τα νεοκλασικά και νεότερα στοιχεία, στη ξύλινη στέγη, στην κεντρική, εσωτερική είσοδο με τη ξύλινη, ονομαστική επιγραφή, στο φουαγιέ με τον μακροσκελή, μαρμάρινο διάδρομο και τον φωταγωγημένο, πλούσιο, γλυπτικό διάκοσμο περιμετρικά της οροφής, εντούτοις, είναι τόσο χαρακτηριστική και ευδιάκριτη, η γραφειοκρατική παθογένεια, που δημόσιοι φορείς, ιδιωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις, κωλυσιεργούν, εις βάρος, ενός κινηματογραφόφιλου, πιστού κοινού και κάθε χρήσης ή λειτουργίας που ανάγει τον πολιτισμό σε ανώτερο αγαθό.
Όπως, όμως, έχει διδάξει και η ίδια η ιστορία του πολύπαθου, αιωνόβιου κτίσματος (1870), αργά ή γρήγορα θα επανακάμψει, έχει συνηθίσει άλλωστε να υπόκειται σε φθορές και να εμπίπτει σε ραγδαίες αρχιτεκτονικές επεμβάσεις (νεομπαρόκ) ή αλλαγές στη λειτουργία και χρήση του (από το κουρείο του Λ. Μουσίου, το εμπορικό κατάστημα του Π. Γεωργιάδη και το φαρμακείο του Σ. Βαλτή και στο κινηματοθέατρο Αττικόν), πόσο μάλλον να αντιστέκεται σθεναρά σε μια παγιωμένη, ελληνική νοοτροπία, που πάντα έβρισκε τον τρόπο να αξιοποιεί το υπάρχον νομοθετικό καθεστώς για να εξυπηρετήσει τα δικά της οικονομικά συμφέροντα. Νοοτροπία, που όμως, δεν εκφράστηκε όταν οι ίδιοι, οι ενοικιαστές των κινηματογράφων, Παναγιώτης και Γιώργος Τσακαλάκης (εταιρεία Cinemax), χρειάστηκε να παλέψουν με τη ζωή τους, τη νύχτα της 12ης Φεβρουαρίου, στην προσπάθεια που κατέβαλλαν μαζί με τους πυροσβέστες για να κατασβήσουν τη φωτιά. Το πίσω μέρος του κτιρίου, αυτό που κάποτε ήταν ιδιωτικός κήπος και λειτουργούσε ως ιπποστάσιο της Βασίλισσας Αμαλίας, παρέμεινε σχεδόν ανέπαφο, διατηρώντας σε καλή κατάσταση το εσωτερικό των κινηματογραφικών αιθουσών. Του πολυτελούς Αττικόν, με τα κόκκινα καθίσματα, τον πολυέλαιο, τις πλευρικές καμάρες με τα θεωρεία, τα αντίστοιχα υπερυψωμένα, τον καμπυλωτό εξώστη, την μεγάλη οθόνη και του πιο σύγχρονου Απόλλων, με την υπόγεια και επικλινής αίθουσα, τα πράσινα καθίσματα, το υπερσύγχρονο ηχοσύστημα. Δύο αίθουσες, όπου το μοντέρνο και το παλιό, συνδιαλέγονταν υποδειγματικά, για σχεδόν έναν αιώνα και στην προτίμηση των ταινιών.
Αυτές που ο περισσότερος κόσμος έχει συνδυάσει με τα φθινοπωρινά πρωτοβρόχια και την κοσμοσυρροή που συντελείται κατά τη διάρκεια του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας. Δεν είναι τυχαίο, που η πυρκαγιά που σημειώθηκε το 2012, αφαίρεσε κάτι από τη μαγεία που συνόδευε όλα αυτά τα χρόνια το φεστιβάλ και προσέθεσε κάτι που ταίριαζε περισσότερο στην καταθλιπτική ατμόσφαιρα μιας καταστροφικής οικονομικής πολιτικής. Καμία άλλη, συμπληρωματική αίθουσα (Όπερα, Ιντεάλ) δεν μπόρεσε να αντικαταστήσει την κοιτίδα του φεστιβάλ (Αττικόν, Απόλλων) ούτε τα γειτονικά καφέ και μπαράκια μπόρεσαν να ξαναδώσουν την πολιτισμική λάμψη που αναδυόταν από έναν τέτοιο χώρο. Ανέκαθεν το κτιριακό αυτό συγκρότημα, εξέπεμπε κάτι το αρχοντικό, με τον μεγαλοπρεπή του διάκοσμο, τις λαμπερές του πρεμιέρες, την αθρόα προσέλευση, τους επίσημους προσκεκλημένους, το συγχρονισμό με τα τεχνολογικά επιτεύγματα και τις κινηματογραφικές απαιτήσεις της κάθε εποχής. Οι κινηματογράφοι, Αττικόν και Απόλλων, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένοι με την οδό Σταδίου και η προσωρινή τους απώλεια ήταν κάτι παραπάνω από αισθητή για ένα κτιριακό συγκρότημα που λειτούργησε αδιάλειπτα, τόσο επί της γερμανικής κατοχής όσο και επί της χούντας των συνταγματαρχών και τώρα καλούνταν να αντιμετωπίσει ένα άλλο, οικονομικό, καθεστώς που δείχνει πως, ίσως, αυτή η υπερεκτιμημένη εποχή να έχει παρέλθει οριστικά.
Οι ραγδαίες, κοινωνικοπολιτικές αλλαγές της τελευταίας τριετίας άλλαξαν το χαρακτήρα, τη φυσιογνωμία, και τις λειτουργίες του ιστορικού κέντρου, συμπαρασύροντας και τον κόσμο σε εφήμερες, ελαφριές απολαύσεις (χώροι εστίασης) και τώρα οι κινηματογράφοι, Αττικόν και Απόλλων, έχουν να κερδίσουν ένα δύσκολο στοίχημα σε περίπτωση που καταφέρουν να ξεπεράσουν τα γραφειοκρατικά εμπόδια και αποκαταστήσουν τις υλικές τους ζημιές. Αν επιθυμούν να ανακτήσουν το τραυματισμένο τους θέλγητρο, οφείλουν να προσαρμοστούν στα νέα οικονομικά δεδομένα, να αντιμετωπίσουν τις αιτίες που οδηγούν σε εγκατάλειψη και κλείσιμο τις κινηματογραφικές αίθουσες και να προσφέρουν ένα περιβάλλον που θα είναι γοητευτικό, όχι μόνο για τα θαυμάσια αρχιτεκτονικά και μορφολογικά του στοιχεία, αλλά και γιατί θα συνταιριάζει την επιμόρφωση, τη ψυχαγωγία και τον πολιτισμό μέσα από ποικιλόμορφες δράσεις (προβολές, παρουσιάσεις, συζητήσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα, θέατρο και φεστιβάλ). Έναν χώρο που θα είναι προσπελάσιμος, τόσο για ένα καθορισμένο, παραδοσιακό κοινό, όσο και για ένα νεώτερο που δε δείχνει να προσελκύεται εύκολα από την κινηματογραφική μαγεία και την αναβίωση ενός αρχιτεκτονικού κομψοτεχνήματος που ενώ σημάδεψε μια ολόκληρη περίοδο, θα αναζητήσει τα πατήματα του σε μια πιο δύσκολη.