Beautiful By Night
Ένα διακριτικό, μα συγχρόνως ενδοσκοπικό πορτραίτο, τριών drag queens που διαβιούν και εργάζονται στο Σαν Φρανσίσκο από τον πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη και φωτογράφο, Τζέιμς Χόσκινγκ, μετατρέπεται σε μια πανέμορφη ωδή για τη σημασία της μεταμόρφωσης και τον αντίκτυπο (προσωπικό και επαγγελματικό) που μπορεί να επιφέρει η αλλοίωση των γηρατειών. Ο Τζέιμς Χόσκινγκ, καταγράφει με τελετουργικό τρόπο τη χρονοβόρα, σχεδόν εξοντωτική διαδικασία που απαιτείται για την αλλαγή της εξωτερικής εμφάνισης των τριών, εντυπωσιακών βασιλισσών και στη συνέχεια τις ακολουθεί κατά πόδας στον επαγγελματικό τους χώρο (στο Aunt Charlie’s Lounge, ένα από τα λίγα, πρότυπα queer μαγαζιά που έχουν απομείνει στο ολοένα και πιο ομογενοποιημένο Σαν Φρανσίσκο, το οποίο βρίσκεται σε μια από τις πιο κακόφημες και επικίνδυνες γειτονιές), εκεί όπου επιδίδονται στο μοναδικό τους θέαμα και ζουν λίγη από την απατηλή λάμψη των μουσικών ειδώλων που ενσαρκώνουν. Οι μεταμορφωμένες ιέρειες θα γνωρίσουν τον απενοχοποιημένο θαυμασμό και τη χρηματική επιβράβευση από τους θαμώνες, λίγο πριν αποχωρήσουν για να βουλιάξουν και πάλι στην απύθμενη μοναξιά του διαμερίσματος τους. Εκεί όπου, η άφευκτη επιρροή των γηρατειών έρχεται για να αυξήσει το χάσμα που ταλανίζει την περιθωριοποιημένη τους φυσιογνωμία.
Σε ολόκληρο το πρώτο μέρος του ημίωρου ντοκιμαντέρ παρατηρούμε σε παράλληλο χρόνο τη διαδοχική μεταμόρφωση της Ολίβια Χαρτ, της Ντόνα Περσόνα και της Κολέτ ΛεΓκράντε. Έχοντας αισθανθεί απόλυτη ασφάλεια και εμπιστοσύνη από τον σκηνοθέτη, θα συστηθούν και θα συνοψίσουν την εμπειρία τους με απροσποίητο και αυθεντικό τρόπο. Η επιμέλεια με την οποία προετοιμάζονται μπροστά από τον καθρέφτη και τον φακό, διενεργεί με τρόπο ψυχαναλυτικό για τις ηρωίδες. Ανολοκλήρωτες, καθώς είναι, θα αποκαλύψουν κάποια από τα πρακτικά απόρρητα της μεταμόρφωσης, όπως και μερικά, ουσιαστικά στοιχεία από την προσωπική τους ζωή. Πληροφορίες, όπως το πότε μεταμφιέστηκαν για πρώτη φορά, το πως νιώθουν γι’ αυτό που πράττουν ή πως αντιμετωπίζουν την ηλικία τους, θα διαποτιστούν με ρεαλισμό και χιούμορ και θα κατατεθούν στην οθόνη. Κάθε μια, αποκαλύπτει και μια πολύ ενδόμυχη παράμετρο, τέτοια που να δικαιολογεί την επιλογή της για τη μεταμφίεση αυτή. Σκοπός, όμως, του μικρού σε διάρκεια ντοκιμαντέρ, δεν είναι να εκμαιεύσει πολλές τέτοιες πληροφορίες από το παρελθόν, αλλά να κοιτάξει το σήμερα και ν’ αναζητήσει τους λόγους που τις κάνει να παραμένουν συνεπείς, παρά τα γηρατειά, στην παρεξηγημένη αυτή τέχνη.
Ο Τζέιμς Χόσκινγκ, επιδεικνύει απόλυτη αυτοσυγκράτηση και σοβαρότητα για να αναδείξει τον προβληματισμό του, που δεν είναι άλλος από την αναπόφευκτη επίδραση του γήρατος στις σωματικές αντοχές, τη δημόσια εικόνα και την εμφάνιση των χαρακτήρων αυτών. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ημίωρου ντοκιμαντέρ, κάτι τέτοιο γίνεται παραπάνω από εμφανές. Οι ηρωίδες, όχι μόνο προσπαθούν να αποκρύψουν τις καλοσχηματισμένες τους ρυτίδες, αλλά και να αποδείξουν πως σφύζουν από ζωντάνια. Σε μια εξαιρετική σκηνή, κατά την εμφάνιση των τριών στη σκηνή, μια νεώτερη και πιο καλοδιατηρημένη θα κάνει τη συναγωνιστική της εμφάνιση. Το καλοσχηματισμένο σώμα, το αλαβάστρινο πρόσωπο, η διάχυτη ενέργεια που κουβαλάει, έρχονται για να υπενθυμίσουν, πως ο χρόνος κυλάει εις βάρος τους και πως αν θέλουν να παραμείνουν βασίλισσες και να μην εξαφανιστούν από τον χώρο, θα πρέπει να προσπαθήσουν περισσότερο. Και κάτι τέτοιο, αναμφισβήτητα το επιτυγχάνουν: για όσο ο φακός του Τζέιμς Χόσκινγκ, παραμένει ανοιχτός και καταχωρεί ελεύθερα την αψεγάδιαστα χορογραφημένη τους κινησιολογία. Το ερώτημα που μένει να ταλανίζεται στον αέρα, όμως, είναι για πόσο ακόμη θα μπορούν να επιδίδονται σ’ αυτό το εξαιρετικά απαιτητικό σόου; Αλλά και τί θα απογίνουν, όταν θα σταματήσουν να μεταμορφώνονται μέσα από μια τέχνη που πέρα από κάθε καλλιτεχνικό κριτήριο, καταλήγει να είναι αναζωογονητική για τις ίδιες;
Κατά τη μίζερη, κοπιαστική τους επιστροφή στο σπίτι, τα μελαγχολικά και σκυθρωπά τους βλέμματα στο εσωτερικό ενός ανελκυστήρα, υποδηλώνουν πολύ περισσότερα απ’ όσα στο τέλος, οι ίδιες θα ομολογήσουν. Τα κοντινά πλάνα του Τζέιμς Χόσκινγκ, για ακόμη μια φορά θα είναι αποκαλυπτικά, μόνο που αυτή τη φορά θα φανερώσουν τη σκοτεινή και μοναχική φύση αυτών των ανθρώπων. Η ταινία θα κλείσει με αντιστρόφως ανάλογη, συναισθηματική απήχηση, απ’ αυτή με την οποία ξεκίνησε. Οι μεταμορφωμένες ηρωίδες θα απεκδυθούν τα φανταχτερά τους φορέματα, θα αποχωριστούν τα πρόσθετα στοιχεία και θα ξεβάψουν τις στρώσεις από το περίσσιο μέικ απ. Το πραγματικό τους πρόσωπο θα αποκαλυφθεί για λίγο, το ίδιο και η αλήθεια που αποκρύπτεται πίσω από αυτό. Μια επιβεβαίωση γλυκόπικρη και (εν τέλει) απαισιόδοξη γι’ αυτές που αφιερώσανε μια ολόκληρη ζωή στο να δημιουργήσουν καλλιτεχνικές περσόνες, ακραίας εμφάνισης και συμπεριφοράς. Όσο και αν αγαπούν αυτό που κάνουν, ο χρόνος σκορπάει τη νιότη τους και η αδυναμία εύρεσης κάποιου εφάμιλλου υποκατάστατου τις αφήνει έκθετες στους αμέτρητους κινδύνους που κρύβει η φθορά αυτή.
Ο τρόπος που εισέρχεται η κάμερα στα διαμερίσματα και τα καμαρίνια είναι αφοπλιστικός. Ο Τζέιμς Χόσκινγκ, δεν αξιολογεί ούτε φυσικά παρωδεί, παρά μόνο παρατηρεί με σεβασμό τους ανθρώπους αυτούς, επιτρέποντας τους να λειτουργήσουν με φυσικό τρόπο στο δικό τους περιβάλλον. Κατορθώνει να δείξει έτσι, την αφοσίωση με την οποία ετοιμάζονται, τον επαγγελματισμό με τον οποίο επιδίδονται στις μιμήσεις, την ικανοποίηση που λαμβάνουν από τον θαυμασμό του κοινού, την αγωνία που νιώθουν για την επόμενη μέρα και τη θλίψη που κουβαλούν από τη μοναχική τους πορεία. Η απουσία οποιασδήποτε άλλης ανθρώπινης παρουσίας στη ζωή τους και η αδυναμία να αισθανθούν αγάπη, κάνει αυτό το επάγγελμα ιδιαίτερα σημαντική υπόθεση για να το εγκαταλείψουν, πόσο μάλλον όταν πάνω στο σανίδι πραγματοποιεί την εμφάνιση του, ένας πιο πληθωρικός και επιδεικτικός εαυτός, που είναι πολύ πιο ενεργητικός από εκείνον που περιμένει στον απομονωμένο και στατικό χώρο ενός μικρού οικήματος. Και όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, η Ντόνα, η μια από τις βασίλισσες, ”Βιώνω την εμπειρία”. Μια εμπειρία που ξεκινάει από τα εσώψυχα τους και έρχεται για να συναντήσει και να αγκαλιάσει το κοινό. Αρκεί, όπως θα δηλώσει η Κολέτ, πριν τους τίτλους τέλους να συμβαίνει με ικανοποίηση, και αυτό όπως προαναφέρθηκε, όσο μεγαλώνουν δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν αφιερώνουν περισσότερο χρόνο για να μετασχηματίσουν τις ρυτίδες ή να πιστοποιήσουν το ταλέντο τους στη σκηνή.
Το ‘Beautiful by Night’, μπορεί να μην δείχνει πολλά, υπονοεί όμως, παραπάνω από όσα θα μπορούσαν να ομολογηθούν και να καταγραφούν σε ένα αρχικό επίπεδο. Ούτως ή άλλως, την τέχνη της μεταμφίεσης, καθώς και της περφόρμανς που τη συνοδεύει, οφείλει να τη δει – αφουγκραστεί κανείς από κοντινή απόσταση για να μπορέσει να την κατανοήσει επαρκώς. Ο σκηνοθέτης, συστήνει τους τρεις χαρακτήρες με τα καλλιτεχνικά τους ονόματα και έπειτα από μια σύντομη μα ουσιαστική περιδιάβαση στο νυχτερινό, αστραφτερό και απρόβλεπτο περιβάλλον τους, ολοκληρώνει το ντοκιμαντέρ, αφήνοντας τις περσόνες να ξεκουραστούν. Αξίζει να σημειωθεί, πως εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το φωτογραφικό λεύκωμα που δημοσιεύθηκε στο ομοφυλόφιλο περιοδικό ‘Out’, επιμελημένο από τον ίδιο τον Τζέιμς Χόσκινγκ. Μια ενδιαφέρουσα παράθεση φωτογραφιών, που επί της ουσίας προσέφερε το εναρκτήριο λάκτισμα για να δημιουργηθεί και το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ. Αντάμα με τις διαπεραστικές φωτογραφίες παρατίθενται και αποκλειστικές συνεντεύξεις από τις τρεις βασίλισσες της μεταμόρφωσης, οι οποίες φανερώνουν περισσότερες πληροφορίες για την προσωπική τους ζωή, όπως και μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τη μοναχική ετούτη τέχνη.