PJ Harvey, The Hope Six Demolition Project
Η πολυαγαπημένη, επιδραστική Βρετανίδα καλλιτέχνης, Polly Jean Harvey, επιστρέφει μετά από πέντε χρόνια και μπορεί να μην επανεφευρίσκει τον εαυτό της ή να μην καταθέτει έναν δίσκο τόσο άρτιο και αριστουργηματικό όσο υπήρξε το ανατριχιαστικό ,’Let England Shake‘, παραμένει όμως σε σταθερά, πολύ υψηλά επίπεδα, εξελίσσοντας τον ήχο και διευρύνοντας τις κοινωνικοπολιτικές της ευαισθησίες. Έχοντας από καιρό εγκαταλείψει τη βρώμικη, σέξι, εναλλακτική περσόνα που της προσέδωσαν τα μέσα ενημέρωσης τη δεκαετία του 1990 (το ‘White Chalk’ του 2007 θα μπορούσε να θεωρηθεί σημείο αυτής της καλλιτεχνικής αλλαγής) και αφού παρέδωσε έναν δίσκο αντιπολεμικό (οι αναφορές ξεκινούν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και φτάνουν ως τις πρόσφατες αιματηρές συγκρούσεις στο Ιράκ και το Αφγανιστάν) και αρκούντως κριτικό (όσον αφορά τη στάση της Αγγλίας απέναντι στις τεράστιες πολιτικές εξελίξεις), συνεχίζει από ετούτο το σημείο, εμπλουτίζοντας το. Μόνο που αυτή τη φορά δεν περιδιαβαίνει την υπερήφανη γενέτειρα της, ούτε απομονώνεται σε κάποια εκκλησία του 19ου αιώνα για να ηχογραφήσει το υλικό της υπολογίσιμης περισυλλογής της. Το τελευταίο είναι κάτι που συνέβη με μορφή δημόσιου δρώμενου ή όπως πολύ σωστά χαρακτηρίστηκε, καταγραφή εν εξελίξει στο ιστορικό, νεοκλασικό κτίριο του 18ου αιώνα, Somerset House, κατά τη διάρκεια ενός έτους (από τον Ιανουάριο του 2015 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2016).
Διαθέτοντας στο πλευρό της (όπως και στο ‘Let England Shake’) τον Seamus Murphy (έναν πολυταξιδεμένο Ιρλανδό φωτογράφο, του οποίου η δουλειά έχει αναγνωριστεί τόσο από τα ετήσια βραβεία του World Press Photo όσο και από εκείνα του ακριβοθώρητου Pictures Of The Year International) και τους εμπειρότατους, σχεδόν τακτικούς συνεργάτες, John Parish και Flood στην παραγωγή – εκτέλεση του δίσκου, πραγματοποίησε ένα μεγάλο ταξίδι (στο Αφγανιστάν, το Κόσοβο και την Ουάσινγκτον) και αφουγκράστηκε με τον ιδιοσυγκρασιακό της τρόπο, το σύγχρονο, παγκοσμιοποιημένο, πολυπολιτισμικό πλαίσιο, κάτω από το οποίο αντικρουόμενες έννοιες, όπως είναι η εξαθλίωση και η προσδοκία, νοηματοδοτούνται και αλληλεπιδρούν εκ νέου. Αξίζει να αναφερθεί και να εντυπωθεί σαν άρρηκτη προέκταση του όλου δημιουργικού προσανατολισμού, πως πριν από την κυκλοφορία του συγκεκριμένου άλμπουμ, η Polly Jean Harvey, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο που περιλάμβανε τα ποιήματα της και τις φωτογραφίες του Seamus Murphy (Οκτώβριος 2015). Επί της ουσίας, το ‘The Hollow of the Hand‘, όπως είναι το όνομα του, συγκεντρώνει τις πιο σκληρές ή και χιουμοριστικές εικόνες που αποθανάτισε ο φακός του Seamus Murphy και τις τοποθετεί δίπλα στις λυρικές λέξεις που εμπνεύστηκε η πολυσχιδής, Βρετανίδα καλλιτέχνιδα από το 4χρονο, κοινό ταξίδι που πραγματοποίησαν (2011 – 2014) στα γεωγραφικά μέρη που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Οι δυο καλλιτέχνες επέκτειναν την υποδειγματική συνεργασία του προηγούμενου δίσκου, αλληλοσυμπληρώθηκαν ιδανικά και αυτό είναι κάτι που φαίνεται, τόσο στην έκδοση αυτή όσο και στα τρία, αντιπροσωπευτικά βίντεο, που έχουν κυκλοφορήσει μέχρι αυτή τη στιγμή (‘The Wheel’, ‘The Community Of Hope’ και ‘Yellow Monkey’). Η υπόνοια της έκδοσης ενός συμπληρωματικού ντοκιμαντέρ μένει να επαληθευτεί το αμέσως προσεχές διάστημα, μέχρι να συμβεί αυτό όμως, τα ενδιαφέροντα συνθετικά μοτίβα των διακυμαινόμενων μελωδιών, η χαρακτηριστική σε έκταση και πυκνότητα φωνή της Polly Jean Harvey, οι υπαινικτικοί και παραστατικοί της στίχοι παρίστανται στον τελευταίο δίσκο και συνοδεύονται από ορισμένα κινηματογραφικά στιγμιότυπα, όπως αυτά που είδαμε στα εν λόγω βίντεο. Σ’ ένα υβριδικό και απαιτητικό σχέδιο, όπως είναι το ‘The Hope Six Demolition Project‘, η αποτίμηση καλό θα είναι να υπολογίζει κάθε δημιουργική παράμετρο που περιβάλλει αυτό το άλμπουμ. Γι’ αυτό και η παρουσίαση των κομματιών θα γίνει με γνώμονα τα βίντεο που κυκλοφόρησαν. Δεν είναι τυχαίο, πως σε κάθε ένα από αυτά το καλλιτεχνικό επίκεντρο μετατοπίζεται (από το Κόσοβο μεταφερόμαστε στην Ουάσιγκτον και από εκεί στο Αφγανιστάν) και επηρεάζεται από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής. Γύρω από τα τραγούδια, που ως σινγκλ αποτέλεσαν και τους προπομπούς του άλμπουμ, τα υπόλοιπα οκτώ κομμάτια δεν θα μπορούσαν παρά να λειτουργούν σαν δορυφόροι αυτών.
Στο ‘The Wheel‘, το πρώτο από αυτά, η καλλιτέχνιδα, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει την ηλεκτρική της κιθάρα, διοχετεύοντας ενέργεια σε μια σύνθεση που τη συνοδεύουν ρυθμικά παλαμάκια και ο συριστικός ήχος του σαξοφώνου, ενώ οι μονταρισμένες εικόνες του βίντεο δείχνουν τμηματικά την περιήγηση της στην πιο αμφισβητούμενη και προστατευόμενη από το ΝΑΤΟ, περιοχή της Βαλκανικής Χερσονήσου, γνωστή και ως Κοσσυφοπέδιο. Ενδεικτικές κινηματογραφικές λήψεις κάνουν την εμφάνιση τους, όπου οι πιο πολλές είναι εστιασμένες στην καθημερινότητα των πολιτών (έτσι όπως αυτή έχει διαμορφωθεί μετά από τη χερσαία επέμβαση των συμμαχικών δυνάμεων). Εκείνο, όμως, που ξεχωρίζει είναι η (ημι)παρουσία των παιδιών. Δεν είναι τυχαίο που στο εμφατικό ρεφρέν του τραγουδιού, η αποφασιστική φωνή της Polly Jean Harvey, κάνει λόγο για 28.000 εξαφανισμένα παιδιά [‘Hey little children don’t disappear (I heard it was 28.000) / All that’s left after a year (I heard it was 28.000‘)]. Ένας ασαφής μη προσδιορισμένος απολογισμός, που όμως μπορεί να μην αφορά τα παιδιά που δολοφονήθηκαν στη συγκεκριμένη περιοχή από τον καταδυναστευτικό σερβικό στρατό ή ακόμη και από τους λανθασμένους βομβαρδισμούς των νατοϊκών δυνάμεων. 28.000 είναι και ο αριθμός των νατοϊκών στρατευμάτων που απεστάλησαν στο Κόσοβο, ο αριθμός των παιδιών που δούλευαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 στην Καμπούλ και ο αριθμός των ανηλίκων που εκτελέστηκαν από πυρομαχικά, μεταξύ του 2002 και του 2012 στην Αμερική.
Ένας περιμετρικός φράχτης με τις φωτογραφίες ορισμένων εκ των εξαφανισμένων παιδιών, έξω από το Κοινοβούλιο του Κοσόβου, ίσως να είναι αρκετός για να θυμίζει τις δυσάρεστες αυτές ενέργειες, αν και η φωνή της Polly Jean Harvey επαναλαμβάνει 23 φορές, λίγο πριν το τέλος του τραγουδιού, πως οι εικόνες αυτές βαθμιαία ξεθωριάζουν και τελικώς χάνονται. Ο τροχός γυρίζει και η μια τραγωδία διαδέχεται την άλλη, χωρίς κανένας να μπορεί να πράξει κάτι ουσιαστικό και δραστικό, πέρα από το να δημιουργεί προσωρινούς καταυλισμούς για να προστατέψει τους πρόσφυγες. Στο ‘A Line in a Sand‘, ο εύθρυπτος λαρυγγισμός της Polly Jean Harvey, χρησιμοποιεί τις εμπειρίες ενός πρώην εργαζόμενου σε έναν τέτοιο χώρο και διερωτάται μέσα από αυτές για το πως θα μπορούσαν να σταματήσουν οι πόλεμοι και πώς είναι δυνατόν να συμπεριφερόμαστε με τόσο αλαζονικό τρόπο, τι στιγμή που θα έπρεπε να έχουμε διδαχθεί από τα ολέθρια ατοπήματα του κακόβουλου παρελθόντος. 21 χρόνια μετά το μακελειό στη Σρεμπρένιτσα, όπου δολοφονήθηκαν 8.000 Βόσνιοι μουσουλμάνοι άνδρες (από τους οποίους οι 2.000 ήταν ανήλικα παιδιά), το παράδειγμα αυτό χρησιμοποιείται για να αποσαφηνιστούν τα όρια ανάμεσα στη λογική και την ανάλγητη παραφροσύνη (‘Enough is enough / A line in the sand / Seven or eight thousand people / Killed by hand‘). Ιδιαίτερα ρυθμικό και γρήγορο τραγούδι, το οποίο αναδεικνύει ακόμη περισσότερο το συγκλονιστικό φαλτσέτο της Polly Jean Harvey στο ρεφρέν, το σιγοντάρισμα του John Parish στα δεύτερα φωνητικά και η συμβολή του βαριόφωνου (ο συνθετικός του ήχος παραπέμπει στα χάλκινα πνευστά) και των πλήκτρων. Το αποτέλεσμα μπορεί να δείχνει αιθέριο, ωστόσο καταφέρνει να καταδείξει την προβληματική παρουσία των Ηνωμένων Εθνών στη βαλκανική ανάφλεξη.
Ένα ακόμη τραγούδι, που εντάσσεται στον βαλκανικό άξονα του άλμπουμ είναι το ‘Chain of Keys‘. Στο κομμάτι αυτό, η Polly Jean Harvey, μοιράζεται τη συνάντηση της με μια γριά από την ευρύτερη περιοχή του Κοσόβου. Η μοναχική και μυστηριώδης αυτή γυναίκα κρατάει τα κλειδιά (και τα μυστικά) των οικιών της εγκαταλελειμμένης γειτονιάς (‘Fifteen keys hang on a chain‘) και η τραγουδίστρια προσπαθεί να φανταστεί το τι έχει τελεστεί, το τι έχει βιώσει, δηλαδή, αυτή η μαυροντυμένη μορφή (‘Imagine what / Imagine what her eyes have seen‘). Η γριά δίνει την εντύπωση του κλειδοκράτορα και πως παραμένει για καιρό εκεί, θέλοντας να εξαντλήσει την πιθανότητα να επιστρέψουν οι απόντες. Στην περίπτωση της, τα κλειδιά δεν εκπροσωπούν την προσδοκία και την ευτυχία, αλλά την απογοήτευση και τη δυστυχία, ενώ όπως αναφέρει και η ίδια ένας κύκλος έσπασε (πιθανότατα της ζωής). Με τα πλήκτρα, τα κρουστά, το βαριόφωνο να δημιουργούν έναν εμβατηριακό τόνο και την ερμηνεία της Polly Jean Harvey να ακολουθεί έναν αργό ρυθμό, ο ακροατής υποβάλλεται. Να σημειωθεί πως τα δεύτερα φωνητικά του Flood έχουν περίοπτη θέση, μιας και δεν είναι λίγες οι φορές που στέκονται στο ίδιο ύψος με τη φωνή της Polly Jean Harvey (σε κάθε δεύτερη στροφή).
Για δεύτερο σινγκλ, προτιμήθηκε το παρορμητικό τραγούδι που ξεκινάει το μεγαλεπήβολο δισκογραφικό πόνημα. Το ‘The Community of Hope‘, λαμβάνει δράση στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, στην πρωτεύουσα των Ηνωμένων Πολιτειών (στην Ουάσινγκτον)και αυτό είναι κάτι που ως ένα βαθμό έχει επηρεάσει και την ηχητική κατεύθυνση του κομματιού: οι κιθαριστικοί αρπισμοί, η φωνητική συνοδεία και μια ρυθμική αντιμετώπιση, που αγγίζει την εκκλησιαστική παράδοση στο βίντεο που πλαισιώνει το τραγούδι. Η Polly Jean Harvey και ο Seamus Murphy, χάρη στη ξενάγηση του δημοσιογράφου της Washington Post, Paul Schwartzman περιπλανήθηκαν στην υποβαθμισμένη περιοχή που εκτείνεται ανατολικά του ποταμού Ανακόστια. Οι κακόφημοι δρόμοι, οι φτωχικές συνθήκες διαβίωσης και η συνεχής υποβάθμιση της έκτασης αυτής αποτέλεσαν τον ιδανικό καμβά για το υλικό που συνοδεύει το ομώνυμο βίντεο και τους στίχους της Polly Jean Harvey. Στην εισαγωγή του κομματιού, ο ίδιος ο καθοδηγητής τους, Paul Schwartzman, ακούγεται να παρουσιάζει την αμφιλεγόμενη και κερδοσκοπική, πολεοδομική εκδοχή του σχεδίου μικτής στέγασης – αστικής ανάπτυξης που ενδιαφέρει άμεσα και τη συγκεκριμένη συνοικία. Το σχέδιο ‘Ελπίδα 6‘ και η κάθε άλλο, παρά αθώα και εποικοδομητική του ιδέα, διατρέχει τον κορμό ολόκληρου του ακούσματος.
Οι υπόλοιποι στίχοι, πάντως, είναι ακόμη πιο στηλιτευτικοί (‘OK, now this is just drug town, just zombies / And the school just looks like shit-hole‘), ενώ μετά και την επίσημη έξοδο του κομματιού προκάλεσαν την ταυτόχρονη αντίδραση της μη κυβερνητικής οργάνωσης, ‘The Community of Hope’ και του δημοτικού συμβουλίου, τόσο για την ανακρίβεια τους όσο και για τον αποστασιοποιημένο, δυσφημιστικό τρόπο με τον όποιο εμφανίζουν τους κατοίκους. Μολαταύτα, μια προσεκτικότερη ανάγνωση του τραγουδιού εμπεριέχει και την προνοητική ανταπάντηση της Polly Jean Harvey ως προς τους κακόβουλους της επικριτές (‘A well-known pathway of death / At least that’s what I’m told‘). Είναι όμως, με το ‘River Anacostia‘, που βουτάει πιο βαθιά στην ιστορία της περιοχής και συνδιαλέγεται με ουσιαστικό τρόπο με το ανθρώπινο στοιχείο και τις μουσικές του καταβολές. Στο τραγούδι αυτό, το ποτάμι έρχεται στο προσκήνιο το ίδιο και το αιματηρό παρελθόν που αδιάκοπα κουβαλά και μεταφέρει τις ιστορίες των μαύρων σκλάβων. Κατά μια έννοια, το ποτάμι λειτουργεί σαν τόπος σωτηρίας, τόσο για τα άρρωστα άτομα όσο και για τους μαύρους που αποπειράθηκαν να αποδράσουν (‘Wade in the water / God’s gonna trouble the water‘). Όσον αφορά την Polly Jean Harvey, εκείνη αποτολμά ένα γκόσπελ με τους δικούς της, αντισυμβατικούς όρους: ακολουθώντας έναν αβρό, επαναλαμβανόμενο ρυθμό (ορίζεται μόνο από τα πλήκτρα και το τύμπανο), που αναδεικνύει τη στεντόρεια της φωνή (καθ’ όλη τη διάρκεια του ακούγεται καθάρια, ενώ στο τέλος υπερκόσμια), προοδευτικά προτάσσει τα δεύτερα φωνητικά των Flood, Mick Harvey, Jean-Marc Butty και Terry Edwards για να αναδείξει την πνευματικότητα του χαρακτήρα.
Η Polly Jean Harvey, αντλεί έμπνευση από τις αιματοβαμμένες ρίζες της μαύρης μουσικής και καταθέτει τη δική της σπαρακτική υμνωδία. Τ’ ότι για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιεί ένα απόσπασμα από το θρυλικό – πολυδιασκευασμένο, ‘Wade in the Water‘, της Αμερικανίδας φολκ τραγουδίστριας, Ella Jenkins το κάνει ακόμη πιο μεστό και ολοκληρωμένο. Ελάχιστα χιλιόμετρα πιο δυτικά, στο σημείο που εκβάλει ο ποταμός Ανακόστια, ένας άλλος, πολύ πιο σημαντικός ποταμός, ο Πότομακ (o 4ος μεγαλύτερος στην ακτή του Ατλαντικού), αποτελεί το γεωγραφικό σημείο που τοποθετείται το επόμενο τραγούδι. Στο ‘Near the memorials to Vietnam and Lincoln‘, η μεγαλύτερη ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Ανατολής – Δύσης κατά το χρονικό διάστημα του Ψυχρού Πολέμου και η υιοθέτηση της περίφημης 13ης τροπολογίας του αμερικανικού συντάγματος με την οποία καταργήθηκε η υποδούλωση, έρχονται στην επιφάνεια. Την αφορμή τη δίνουν απλόχερα τα εμβληματικά μνημεία (των βετεράνων του πολέμου του Βιετνάμ και του 16ου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Αβραάμ Λίνκολν), που αμφότερα είναι εκεί. Η Polly Jean Harvey, ξεκινάει με καταιγιστικό τρόπο το τραγούδι, μιας και το ρεφρέν προηγείται των δύο στροφών που επακολουθούν και σε συνδυασμό με τον ήχο που παράγει η κιθάρα, το μελότρονο, το ακορντεόν και το φλάουτο, δημιουργεί ένα από τα πιο εκρηκτικά της τραγούδια (ασύλληπτη η διαρκής εναλλαγή του ήχου, κάθε φορά που μπαίνει το ρεφρέν). Συνάμα, αντιμετωπίζει με σαρκαστικό τρόπο τους πολυάριθμους επισκέπτες αυτών των μνημείων, που δεν δείχνουν τον αναγκαίο σεβασμό. Το παράδειγμα με το αγόρι και το παραπλανητικό του τάισμα είναι αρμοστό (‘The boy throws empty hands / And the starlings jump‘) και ξεγυμνώνει την κενότητα της τουριστικής επισκεψιμότητας.
Εξίσου ενεργητικά και αφοπλιστικά ξεκινάει και το όγδοο κομμάτι του δίσκου (‘Medicinals‘). Η κιθάρα, το μπάσο, τα κρουστά, το σαξόφωνο συνδιαλέγονται αρμονικά με την ορμητική φωνή, δημιουργώντας παρά τη σύντομη διάρκεια του, ένα αρκούντως δυνατό αποτέλεσμα. Τ’ ότι στο δεύτερο λεπτό, οι ρυθμοί υποχωρούν γιατί εξυπηρετεί την αφήγηση, δεν μειώνει αυτή τη διαπίστωση. Η Polly Jean Harvey, περιδιαβαίνει στο Εθνικό Πάρκο της Ουάσινγκτον, κομμάτι του οποίου δεν είναι μόνο τα δύο προαναφερόμενα μνημεία, αλλά και το Εθνικό Μουσείο των Αμερικανών Ινδιάνων και ανακαλεί τη δυνατή διασύνδεση των αυτοχθόνων πληθυσμών με τη Γη και τα ιατρικά σκευάσματα που προέρχονται από αυτή (‘I was walking through the National Mall / Thinking about medicinals, how they used to grow there‘). Το εν λόγω μουσειακό ίδρυμα, πέρα του ότι συμπεριλαμβάνει μια από τις εκτενέστερες συλλογές τέχνης και προσωπικών αντικειμένων των Αμερικανών γηγενών, σχεδιάστηκε με τρόπο που επαναφέρει και αποκαθιστά το φυσικό περιβάλλον εκείνης της περιόδου (υγρότοποι, δάση, λιβάδια). Το τραγούδι, πάντως, χρησιμοποιεί τις υποδειγματικές, υπαίθριες ενότητες αυτού για να αναδείξει και τον κίνδυνο της απενοχοποιημένης ιδρυματοποίησης ενός πολιτισμού.
Συνακόλουθα, η αναφορά του ‘Medicinals‘στα βότανα που χρησιμοποιούσαν οι θηρευτές, δεν είναι τυχαία και δε γίνεται μόνο για φαρμακευτικούς σκοπούς. Η Polly Jean Harvey, ναι μεν αναγνωρίζει τις θεραπευτικές δυνάμεις αυτών των φυτών, ζητώντας βοήθεια και για τα δικά μας προβλήματα (‘Come to soothe our pain ourselves / come to soothe our troubles‘), μέσα από μια ευθύβολη μεταφορά όμως,(εκείνη της γυναίκας που κάθεται σε αναπηρικό καροτσάκι και φοράει το καπελάκι της ομάδας των Ρέντσκινς) προσπαθεί να αναδείξει την κατάφωρη καταπίεση και τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων αυτών των πληθυσμών. Κατά μια έννοια η απόσταση που διακρίνει τους εναπομείναντες γηγενείς πληθυσμούς από τους σημερινούς Αμερικανούς υπηκόους είναι μεγάλη και αυτό καμία πολυσυλλεκτικότητα δεν θα μπορούσε να το εξισορροπήσει. Η γεωγραφική – χιλιομετρική, όμως, απόσταση που χωρίζει την πρωτεύουσα της Αμερικής (Ουάσινγκτον) από αυτή του Αφγανιστάν (Καμπούλ), δεν φαίνεται να είναι τόσο μεγάλη, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως επί δεκατρία συναπτά έτη (Ο πόλεμος του Αφγανιστάν, 2001 – 2014) τα αμερικανικά (σε συμφωνία με τα νατοϊκά) στρατεύματα διατηρήθηκαν με ολέθριες επιπτώσεις, στην περιοχή αυτή. Το τρίτο στη σειρά τραγούδι που κυκλοφόρησε πρόσφατα (‘Orange Monkey‘), τοποθετεί στο μικροσκόπιο του, το διαφιλονικούμενο Αφγανιστάν και η Polly Jean Harvey ταξιδεύει στην ταλαιπωρημένη και παρεξηγημένη αυτή ισλαμική χώρα για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι μερικά πράγματα.
Η Βρετανίδα καλλιτέχνιδα, επιχειρεί να καταγράψει με τον δικό της (συγκεχυμένο) τρόπο το σύμφυρμα των εμπειριών (‘I took a plane to a foreign land / And said, “I’ll write down what I find’‘). Παρατηρεί τη χαοτική καθημερινότητα των κατοίκων, προσπαθώντας να δει πίσω από τις χιονισμένες βουνοκορφές, τις πυκνοκατοικημένες περιοχές και τις απαγορευμένες ζώνες, τον ανθρώπινο πόνο που μπορεί να δείχνει αναπόδραστος ή συμπτυγμένος (‘Plates tipped up upon themselves / The pain of fifty million years‘), χαρακτηρίζεται όμως, και από την παραδειγματική ανθεκτικότητα των Αφγανών απέναντι σε κάθε είδους αντιξοότητες. Κάτι αντίστοιχο δείχνει να πράττει και ο στενός της συνοδοιπόρος με το ομώνυμο μουσικό βίντεο και τις όμορφες, καθημερινές εικόνες που το αποτελούν. Παράλληλα, η αινιγματική παρουσία μιας κιτρινωπής μαϊμούς στους στίχους, δημιουργεί έναν ενδιαφέροντα διάλογο, τόσο μεταξύ του φαίνεσθαι και του είναι, όσο και ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο εναρκτήριος, γήινος ήχος των τυμπάνων, χρησιμοποιείται ιδανικά για να υποδεχθεί το αισθαντικό ντουέτο της Polly Jean Harvey με τον John Parish, που μέχρι το ρεφρέν το υπογραμμίζει διακριτικά η χρήση της κιθάρας. Τα πλήκτρα που ακολουθούν και η ανάκλαση της φωνής της τραγουδίστριας, εντάσσονται απόλυτα στον ταξιδιάρικο ήχο του τραγουδιού. Κατάσταση, η οποία θα αλλάξει ολοκληρωτικά στο δεύτερο κομμάτι, το οποίο, όχι μόνο είναι ένα από τα καλύτερα του δίσκου, αλλά και της πρόσφατης της δισκογραφίας.
Στο ‘Ministry of Defence’, η ηλεκτρική κιθάρα και το τενόρο σαξόφωνο έχουν βασικό ρόλο. Και μόνο για την κιθαριστική και ερμηνευτική, σχεδόν πένθιμη, εισαγωγή του κομματιού θα άξιζε μια αναφορά στο εν λόγω τραγούδι είναι όμως, τα στοιχειωμένα δεύτερα φωνητικά του Flood, ο ανησυχητικός, ελικοειδής τρόπος με τον οποίο η Polly Jean Harvey προϊδεάζει για το τέλος του κόσμου (‘This is how the world will end‘) και η δαιμονισμένη, ηλεκτρισμένη παρουσία του σαξοφώνου, που το απογειώνει μετά το δεύτερο ρεφρέν. Τραγούδι αξιόλογο και απολύτως ταιριαστό με το σκοτεινό περιβάλλον που περιγράφουν οι στίχοι. Η Polly Jean Harvey διαβαίνει στα ερείπια μιας χώρας (‘Broken glass, a white jawbone / Syringes, razors, a plastic spoon‘) προσπαθώντας να καταλάβει τα αίτια της ανακυκλούμενης βίας. Οι στίχοι καθρεφτίζουν τις συνέπειες του δυτικού ιμπεριαλισμού, δίνοντας υπόσταση στο επισφαλές και αποδιοργανωμένο περιβάλλον, έτσι όπως διαμορφώθηκε μετά τα χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου και την κήρυξη του πολέμου κατά της (ισλαμικής) τρομοκρατίας. Η εικόνα των παιδιών στο βομβαρδισμένο ετούτο τοπίο δεν δημιουργεί απαραίτητα προσδοκία, ούτε και τα γκράφιτι με τα οποία στολίζουν τα οικοδομικά απομεινάρια διαγράφουν το παρελθόν. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν υπάρχουν παιδιά που σκοτώθηκαν στον πόλεμο ή έχασαν άτομα από την οικογένεια τους (‘Those are the children’s cries from the dark / These are the words written under the arch‘). Ένα ανεπίσημο, Υπουργείο Μνήμης δημιουργείται, το οποίο κατακρίνει την αναποτελεσματική στάση του Υπουργείου Αμύνης. Ως εκ τούτου, η διαδοχή ενός άλλου κυβερνητικού κτιρίου στο ένατο τραγούδι πιάνει τον μίτο από το σημείο αυτό.
Στο ‘The Ministry of Social Affairs’, η Polly Jean Harvey επιστρατεύει το ύφος του μπλουζ, για τις ανάγκες του οποίου, δανείζεται το θέμα από το ‘That’s what they want‘ του Αμερικανού μπλουζίστα, Jerry McCain. Μόνο που το εμπλουτίζει με περίσσεια βρωμιά, έτσι όπως αυτή προκύπτει από το συνονθύλευμα ενός ήχου που περιλαμβάνει έγχορδα (ηλεκτρική κιθάρα, πεταλιέρα, αυτόματη άρπα και μπάσο) και πνευστά (τενόρο σαξόφωνο και φυσαρμόνικα μπάσων). Η αναγνωρίσιμη μελωδία σταδιακά χάνεται και επικαλύπτεται από τον νέο αυτό ήχο, μέχρι να καταλήξει σε σκοτεινές, παράξενες ατραπούς, όπου κυριαρχεί το θορυβώδες, μανιασμένο παίξιμο του τενόρου σαξοφώνου, τα σιγαλόφωνα, δεύτερα φωνητικά και ένας αρρωστημένος σαρκασμός για την επιθυμία του χρήματος (‘That’s what they want, oh yeah / Money, honey‘) . Η ερμηνεία της Polly Jean Harvey, επίσης, αγγίζει δυσθεώρητα φωνητικά ύψη, ειδικότερα στο ρεφρέν, στο σημείο εκείνο που παρατηρεί τις αμέτρητες, πεινασμένες σιλουέτες έξω από το κτίριο της κοινωνικής πρόνοιας ή κάποιο φυλαγμένο, ανταλλακτήριο συναλλάγματος (‘Near where the money changers sit / By their locked glass cabinets‘). Οι ανθρώπινες φιγούρες καιροφυλακτούν και το αρμόδιο Υπουργείο δείχνει ανήμπορο να τις εξυπηρετήσει, σε μια χώρα που η φτώχεια αφορά ένα πελώριο ποσοστό του πληθυσμού.
Όσον αφορά το τελευταίο τραγούδι του ‘The Hope Six Demolition Project’, αυτό έρχεται και συνοψίζει με ιδανικό τρόπο, όχι μόνο τα ταξίδι στο Αφγανιστάν, αλλά και το συνολικότερο που υλοποίησε, η Polly Jean Harvey. Ένα μωσαϊκό από κορναρίσματα, ήχους του εξώτερου περιβάλλοντος και ανθρώπινες φωνές, εισαγάγει τον ακροατή στο κέντρο της πολυθόρυβης πρωτεύουσας. Εκεί, ένα παιδί διακρίνεται να φωνάζει τις λέξεις του τίτλου του τραγουδιού, προσφέροντας ταυτόχρονα το πρόσταγμα για να ξεκινήσει το κομμάτι. Στο ‘Dollar Dollar’, οι τόνοι υπαναχωρούν, η φωνή ακούγεται καθαρή (μιας και περνάει μονάχη της μπροστά), οι λέξεις που προσδιορίζουν την επαιτεία επαναλαμβάνονται, ενώ τα πληκτροφόρα όργανα (το βαριόφωνο και το μελότρονο) και τα ανεπαίσθητα κρουστά δημιουργούν έναν σταθερό πυρήνα, που διαρρηγνύεται από το αυτοσχεδιαστικό παίξιμο του σαξοφώνου. Είναι, όμως, που κατά βασικό λόγο, η ίδια η Polly Jean Harvey, κάνει την αυτοκριτική της, που προκαλεί την προσοχή: τη στιγμή που ένα ανήλικο και άπορο παιδί, ζητάει επίμονα χρήματα από το παράθυρο του αυτοκινήτου (‘All my words get swallowed / In the rear view glass‘). Μπορεί στον περισσότερο κόσμο, η απελπιστική εικόνα των νέων ζητιάνων να μην προσθέτει κάτι στα ήδη γνώριμα, η διαπίστωση αυτή όμως, δεν φαίνεται να απασχόλησε ιδιαίτερα την ίδια τη δημιουργό. Η εμπειρία της είναι ανεπιτήδευτη, απαλλαγμένη από κάθε τι παραπανήσιο, ώστε να επισύρει οποιοδήποτε αρνητικό σχολιασμό που δεν αφορά τα καθ’ αυτά (ποιοτικά ή μη) χαρακτηριστικά γνωρίσματα του άλμπουμ. Το ευτύχημα πάντως, είναι πως με έμμεσο τρόπο τοποθετεί και τον ακροατή στην εξαιρετικά απροσάρμοστη θέση του εμπλεκόμενου παρατηρητή. Ο αφοπλιστικός χαρακτήρας του ερωτήματος που θέτει (‘I turn to you to ask / For something we could offer‘), από τη μια απευθύνεται στον μικρό ζητιάνο, από την άλλη όμως, στον ενοχικό της εαυτό και τη νοητή προέκταση αυτού (το μουσικό της ακροατήριο).
Οι ανθρώπινες τραγωδίες, απορροφούνται και στη συνεχεία φιλτράρονται από τον φακό μιας φωτογραφικής μηχανής, την προστατευτική τζαμαρία ενός αυτοκινήτου, την κάτασπρη σελίδα ενός σημειωματάριου, την επίπεδη επιφάνεια ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Όπως στο ‘The Community of Hope’, που εκκινεί υποσχόμενα τον δίσκο, έτσι και εδώ, η Polly Jean Harvey βρίσκεται μέσα στην απαραίτητη ασφάλεια που παρέχει από τα αιφνίδια γεγονότα, η απόσταση ενός αδιάλειπτα μετακινούμενου τροχοφόρου (‘Three lines of traffic past / We’ re trapped inside our car‘). Το τελευταίο είναι ιδιαιτέρως σημαντικό για την κατανόηση ενός δισκογραφικού πονήματος που θέτει συνέχεια ερωτήματα, στα οποία καλείται τόσο η ίδια όσο και ο ακροατής να δώσει σαφέστατες απαντήσεις. Για να πραγματοποιηθεί αυτό, όμως, θα πρέπει προηγουμένως να καταργηθεί κάθε πλαίσιο που μπορεί να προσφέρει απουσία κινδύνου και επάρκεια χώρου (πραγματικό ή συμβολικό, ατομικό ή συλλογικό). Η Polly Jean Harvey έχει επίγνωση της προνομιούχας θέσης της, δεν υπαινίσσεται πως αντιλαμβάνεται με αναμφισβήτητους ιστορικούς και αριθμητικούς όρους όσα αναφέρει, δεν διακηρύσσει πως βρίσκεται εκεί για να επιτελέσει κάποιο περισπούδαστο κοινωνικό έργο, ούτε για να αναλάβει τον ρόλο μιας ροκ πρωθιερέας που εξαγγέλλει κοινωνικοπολιτικά μανιφέστα με τον αδηφάγο τρόπο που επιτάσσει η μουσική βιομηχανία και το καταναλωτικό κοινό. Σε μια κυκλικότατη, περιοδική διαδρομή, το ‘Dollar Dollar‘, κλείνει από σωστό, ιδεολογικό σημείο, την προβληματική του θεματικού δίσκου. Τ’ ότι ο ακροατής καλείται να καλύψει τα όποια κενά (πράγματι, σε πολλά σημεία το νόημα των στίχων είναι δύσληπτο) και να αναγνωρίσει την απόπειρα μιας καλλιτέχνιδας που δεν επαναπαύεται στις δάφνες της, μα προσπαθεί να αντιληφθεί από διαφορετική γωνία την κοινωνική αδικία και την οικονομική αθλιότητα που επικρατεί στον κόσμο είναι κάτι που εναπόκειται στη διακριτική του ευχέρεια και υπομονή.