Borrowed Time
Δύο καλλιτέχνες, ο Λου Χαμού-Λαντζ και ο Άντριου Κόουτς, με πολύτιμη προϋπηρεσία στον σχεδιασμό χαρακτήρων, στο κινηματογραφικό στούντιο που έχει ποιήσει μερικά από τα πιο θαυμάσια και ρηξικέλευθα, τρισδιάστατα κινούμενα σχέδια (Pixar), μετά από πέντε χρόνια σποραδικής, μα σχολαστικής δημιουργίας, κατάφεραν να ολοκληρώσουν ένα καταπληκτικό κινούμενο σχέδιο μικρού μεγέθους (‘Borrowed Time‘), που δεν είναι τόσο ότι εντυπωσιάζει με την αναμφίβολη και απαράμιλλη εικαστική του αρτιότητα όσο ότι αιφνιδιάζει ευχάριστα με το ασυνήθιστα σκοταδερό και ενήλικο του περιεχόμενο. Έχοντας αποφοιτήσει και οι δύο από το σημαντικό, Tisch School of the Arts της Νέας Υόρκης, όπου και πρωτογνωρίστηκαν, ακολούθησαν διαφορετικές πορείες (ο μεν Λου εργάστηκε από την αρχή στην Pixar, ενώ ο Άντριου στα Blue Sky Studios), μέχρι να διασταυρωθούν επαγγελματικά στο ακριβοθώρητο στούντιο της Pixar και να θελήσουν να δημιουργήσουν από κοινού το δικό τους εγχείρημα. Η σχεδόν, παράλληλη πορεία – κατάληξη και η κοινή τους αγάπη για τις καλές τέχνες και τον κινηματογράφο, δεν θα μπορούσαν να βρουν ιδανικότερη διέξοδο από την εργασία σε ένα περιβάλλον, που διευρύνει αδιαλείπτως τη θεματολογία των ταινιών και τα περιθώρια, όχι μόνο του μέσου, αλλά και του συγκεκριμένου είδους (κινούμενο σχέδιο). Η ανεπανάληπτη, καθημερινή εμπειρία, του να εργάζεται κάποιος σε μια περιοχή πλούσια από δημιουργικές προκλήσεις, επομένως, λειτούργησε με θετικό τρόπο και για τους δύο σχεδιαστές, μιας και τους παρείχε την ευκαιρία να συνδιαλεχθούν καλλιτεχνικά με άρτιο και διεισδυτικό τρόπο.
Από το 2010, όταν και ο Άντριου Κόουτς βρέθηκε στην αγκαλιά της Pixar έως το 2015, όπου και ολοκληρώθηκε και κυκλοφόρησε το ‘Borrowed Time’, οι δύο ακαταπόνητοι, φιλόδοξοι σχεδιαστές, στον ελεύθερο τους χρόνο, προετοίμαζαν αυτό το τόσο απαιτητικό κινούμενο σχέδιο. Η γνώση που αποκόμισαν από το αναγνωρισμένο στούντιο, δεν θα μπορούσε παρά να βρίσκεται συναθροισμένη εδώ, το ίδιο και η θέληση τους να εξερευνήσουν περισσότερο δύσβατες και ώριμες περιοχές, ακόμη και σε συνάρτηση με εκείνες (τα γηρατειά, ο θάνατος και η μοναξιά) που αποτόλμησε το αριστουργηματικό, ‘Ψηλά στον Ουρανό‘ (2009) ή τούτες (η ενηλικίωση) που εμπεριείχε το συγκινητικό τελείωμα μιας σπουδαίας τριλογίας στο ‘Toy Story 3‘ (2010). Τοποθετημένο σε κάποιο απροσδιόριστο και επικίνδυνο μέρος, που θυμίζει την Παλαιά Δυτική Αμερική (Άγρια Δύση), το ‘Borrowed Time’ από τα πρώτα δευτερόλεπτα, φανερώνει τον πένθιμο του χαρακτήρα, έτσι όπως αυτός κατοπτρίζεται στο συνοφρυωμένο προσωπείο ενός μοναχικού σερίφη και τον συννεφιασμένο, περίπου ολοσκότεινο, ουρανό.
Η παρουσία του χαρακτήρα σε ένα μέρος τόσο εχθρικό όσο είναι αυτό (τα οστά ενός ζώου και τα συντρίμμια μιας άμαξας είναι όλα όσα συναντάει στο απόκρημνο και ανεμοδαρμένο μέρος), κάθε άλλο παρά είναι απρομελέτητη, πολλώ δε μάλλον, όταν στο διερευνητικό του πρόσωπο διακρίνεται το συναίσθημα της περισυλλογής και της στεναχώριας. Σε παράλληλη – παραβαλλόμενη δράση (καλοκουρδισμένη και συγχρονισμένη, η αλληλουχία των σκηνών από την πρωτοεμφανιζόμενη μοντέρ, Κάθι Τουν) το παρελθόν του ήρωα και ο λόγος για τον οποίο παρίσταται εκεί, σταδιακά αποκαλύπτεται: την αναγνωριστική ματιά του περίλυπου άνδρα θα διαδεχθεί η εκ διαμέτρου αντίθετη εικόνα του λησμονημένου παρελθόντος. Πολύ πιο λαμπερός και γαλανός ο ουρανός σε αυτό, δείχνει τον ίδιο σε νεαρή ηλικία να διαβαίνει μαζί με τον πατέρα του, το αχανές και κακοτράχαλο τοπίο. Μόνο που η επιδέξια εναλλαγή – αντικατάσταση των πλάνων, θα μεταφέρει και πάλι τον θεατή στο δυσάρεστο παρόν, για να δείξει το πόσο πολύ φοβάται ο σερίφης να αντιμετωπίσει μια στιγμή, που όσο ανέγνοιαστη και ειδυλλιακή και αν φαινόταν, δεν διήρκησε για πολύ. Με σπασμωδικές και διστακτικές κινήσεις, θα επιχειρήσει να πλησιάσει τα αποσυντιθέμενα θραύσματα του παρελθόντος και να προχωρήσει μπροστά και αυτή η κοπιώδης διαδικασία, κινηματογραφείται, θέτοντας σε λειτουργία τις πιο οδυνηρές αναμνήσεις. Τ’ ότι θα εκτυλιχθεί μια σκηνή καταδίωξης, γεμάτη ένταση και παρατεταμένη αγωνία εφάμιλλη μιας οποιαδήποτε ταινίας, που δεν ορίζεται ως κινούμενο σχέδιο, είναι αντιπροσωπευτική της σκηνοθετικής οπτικής και της ατμόσφαιρας που προτιμάται. Ο ήρωάς μας, τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν, θα φτάσει στο χείλος του γκρεμού (και της προσωπικής του καταστροφής) και εκεί θα συναντήσει το πεπρωμένο του. Στην πρώτη περίπτωση, θα βρεθεί απροετοίμαστος και εκείνο θα τον δοκιμάσει με τον πιο σκληρό τρόπο (η αποτυχημένη προσπάθεια διάσωσης), ενώ στη δεύτερη, παραιτημένος καθώς είναι, ναι μεν θα λυγίσει κάτω από το βάρος των τύψεων (η σκέψη της αυτοκτονίας), θα βρει όμως, τον τρόπο για να αποτρέψει μια τόσο τραγική, πολύ πιο δυσμενής κατάληξη.
Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, τούτο το ολιγόλεπτο κινούμενο σχέδιο είναι μια ιστορία θάρρους, αποδοχής και συμφιλίωσης. Μπορεί το παρελθόν να δείχνει εξαιρετικώς επίπονο, ο ήρωάς μας, όμως, αν επιθυμεί πραγματικά να συνεχίσει να διαβιεί θα πρέπει να βρει την εσώτερη δύναμη και να το αντικρύσει κατάματα. Για την ακρίβεια, θα πρέπει να εντοπίσει την ικανότητα εκείνη που απαιτείται για να ξαναπιάσει (ύστερα από τόσα μελαγχολικά και πιθανώς απογοητευτικά χρόνια), το νήμα της ζωής από την αρχή. Μόνο με την αναγνώριση του προσωπικού σφάλματος ή αστοχίας, θα μπορέσει αυτός ο άνθρωπος να ξεπεράσει την ευθύνη της δυσβάστακτης απώλειας και να βαδίσει από το σημείο αυτό, όπου σταμάτησε ο χρόνος. Συγγεγραμμένο από μια ομάδα ανθρώπων που συμπεριλαμβάνει στις επάλξεις της, εκτός από τους Λου Χαμού-Λαντζ και Άντριου Κόουτς και τον Μαρκ Κ. Χάρις, το ‘Borrowed Time’, έχει συν-σκηνοθετηθεί με περίσσευμα έντασης και ισόποση συγκινησιακή φόρτιση. Μπορεί το παρελθόν και το παρόν του σερίφη να καθορίζονται από μια καταλυτική στιγμή, εντούτοις, οι σκηνοθέτες καταφέρνουν να δώσουν τρισδιάστατη διάσταση στον χαρακτήρα και να φανερώσουν πολύ περισσότερες πτυχές απ’ όσες γίνονται ορατές. Συμβάλει σε αυτό και το επιμελώς φωτισμένο – χρωματισμένο τοπίο από τον Λουκ Μαρτορέλι (η θεοσκότεινη εκδοχή του παρόντος κλέβει την παράσταση κυρίως στο σημείο εκείνο που ξεπροβάλει από το βάθος ο ήλιος), καθώς και το απέριττο μουσικό θέμα που έχει επιμεληθεί, ο Αργεντινός συνθέτης – παραγωγός, Γκουστάβο Σανταολάλα. Αμφότερα αφουγκράζονται την εύθραυστη και αμφιταλαντευόμενη ψυχοσύνθεση του κεντρικού ήρωα και την παρουσιάζουν με τα πιο αντιπροσωπευτικά ηχοχρώματα (γκριζωπά στην αρχή, περισσότερο αισιόδοξα στο φινάλε).