10 + 1 Ταινιες Που Ξεχωρισαν Το 2016
10) (tie) Η Τελευταία Παραλία – Θάνος Ανεστόπουλος & Ντάβιντε Ντελ Ντέγκαν
Τη στιγμή που τα εδάφη της Ευρώπης, δηλητηριάζονται από εθνικιστικά μίση και σηκώνουν τοίχους, το παραλιακό αυτό σημείο και οι άνθρωποι που με ενεργητικότητα, αισιοδοξία και χιούμορ το διαπερνούν, αποδεικνύουν πως οι οριογραμμές που πρέπει να ξεπεράσουμε δεν είναι μονάχα εκείνες που τοποθετούνται ή επιβάλλονται από απερίσκεπτες, διχαστικές κυβερνήσεις, μα προπαντός εκείνες που βρίσκονται βαθιά ριζωμένες μέσα μας. Όρια, που οι ηλιοκαμένοι λουόμενοι της Λαντέρνα, με έναυσμα αυτή τη ξεχωριστή ακρογιαλιά και το ταλαιπωρημένο παρελθόν που κουβαλούν (πόλεμοι, φτώχεια) τα έχουν ξεπεράσει εδώ και αρκετό καιρό, ενισχύοντας την αναντίρρητη πεποίθηση πως το αρχιτεκτονικό σύνορο και η κοινωνική διάκριση, μονάχα σε συμβολικό – ιστορικό επίπεδο μπορούν να λειτουργήσουν και ως παραδειγματική αναφορά για να απεγκλωβιστούμε από τα καινούργια εμπόδια. Οι Θάνος Ανεστόπουλος και Ντάβιντε Ντελ Ντέγκαν, χρειάστηκε να κερδίσουν την ευμένεια των κολυμβητών για να μπορέσουν να αναδείξουν αυτή την πλευρά (παρεισέφρησαν και έγιναν μέρος της άτυπης κοινότητας), και έτσι το αποτέλεσμα δείχνει άμεσο και αληθινό.
10) (tie) Φωτιά Στη Θάλασσα – Τζιανφράνκο Ρόζι
Μοιρασμένο, αφενός, στις απελπισμένες προσπάθειες των μεταναστών που αποπειρούνται με κάθε διαθέσιμο μέσο και κόστος να υπεισέρθουν στην ιταλική περίμετρο και αφετέρου, στη ράθυμη καθημερινότητα των κατοίκων, το υλικό που συγκέντρωσε ο σκηνοθέτης είναι πλούσιο και τοποθετείται με τέτοιο τρόπο, ώστε καμία από τις δύο οπτικές γωνίες να μην υπερισχύει, το συναίσθημα των θεατών να ισορροπεί (τη λύπη διαδέχεται το χιούμορ) και στο τέλος να αναδεικνύονται όλα εκείνα, τα διαφορετικά ιδιώματα που διαμορφώνουν τη σύγχρονη ταυτότητα της Λαμπεντούζας. Και ενόσω, στην πρώτη περίπτωση τα πρόσωπα που εμφανίζονται είναι αναλώσιμα (χιλιάδες μετανάστες έρχονται αλλά λίγοι παραμένουν), στη δεύτερη, ο σκηνοθέτης προτιμάει να επικεντρωθεί σε μερικούς χαρακτήρες που έχουν τη μόνιμη τους κατοικία στο βραχώδες νησί: ανάμεσα τους, ο 12χρονος, αξιολάτρευτος γιος ενός ψαρά (Σαμουέλ Καρουάνα) κι ο ακατάβλητος γιατρός του νησιού (ΠιέτροΜπάρτολο). Με τα συγκεκριμένα πρόσωπα ο θεατής καταφέρνει να συνταυτιστεί, να παρακολουθήσει την ιστορία και να συναισθανθεί πως είναι να βρίσκεσαι σε αυτό το απόμακρο μέρος, όπου τίποτα άλλο πέρα από τα καράβια που φθάνουν (και στη συνέχεια αποχωρούν), τα πελώρια κύματα και τους μετανάστες που ψάχνουν για ένα καλύτερο μέλλον, δεν δείχνει να κινείται.
9) La La Land – Νταμιέν Σαζέλ
Έχοντας στη διάθεση του, δύο πρωτοκλασάτους, φωτογενείς και ικανότατους ηθοποιούς για πρωταγωνιστές (Ράιαν Γκλόσλιγκ και Έμα Στόουν), μια φωτογραφία, απαστράπτουσα και ονειρεμένη (Λάινους Σάντγκρεν), μια σκηνογραφία – ενδυματολογία, ποικιλόχρωμη και φαντασιώδης (Ντέιβιντ Γουάσκο, Σάντι Ρέινολντς-Γουάσκο στον σχεδιασμό της παραγωγής και Μαίρη Ζόφρες στα κοστούμια), και μερικά υπέροχα και απολύτως αρμοστά τραγούδια – μουσικά θέματα (Τζάστιν Χέρβιτς), ο Ντάμιεν Σαζέλ, μπόρεσε να αποτίσει ειδικό φόρο τιμής στην πιο αστραφτερή, ντελικάτη και ρομαντική περίοδο του κλασικού Χόλυγουντ, αυτή που ταυτίστηκε κατά κύριο λόγο με τα θεάματα που περιείχαν μουσικά και χορευτικά στοιχεία. Ακολουθώντας ένα μονοπάτι, που δεν προσπαθεί απαραιτήτως να εκσυγχρονίσει το σπάνιο και φαντασμαγορικό είδος του μιούζικαλ, το ‘LaLaLand’, αξιοποιεί τις ποίκιλες δυνατότητες της σύγχρονης κινηματογράφησης (φωτογραφία, μοντάζ και ήχος) για να παρουσιάσει κάτι που βρίσκεται πιο κοντά στην επιτηδευμένη, αλλά ακαταμάχητη γοητεία και ανεξάντλητη μαγεία του ‘The Artist’ (2011), παρότι στον ηχητικό ορυμαγδό και την οπτική παραζάλη που προσέφερε, χωρίς συγκράτηση, τόσο το ‘Moulin Rouge!’ (2001) όσο και το ‘Σικάγο’ (2002).
8) Η Άφιξη – Ντενί Βιλνέβ
Έχει τεράστια σημασία, ο θεατής, να δει σφαιρικά όλα τα γεγονότα (η αιφνίδια έλευση των εξωγήινων πλασμάτων, η οπτική επαφή, η απόπειρα για λεκτική επικοινωνία, η ανταλλαγή γνώσης, η λανθασμένη ερμηνεία, η διπλωματική και πολιτική ανικανότητα) που οδήγησαν στο να αμφισβητηθεί η μη γραμμική πορεία του χρόνου (η ανάμειξη του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, κατακλύζει τις αισθήσεις του θεατή στο τελευταίο κομμάτι της ταινίας) και να αποτιμηθεί η αξία του να έχει κάποιος τη δυνατότητα της επιλογής, όσο και αν είναι αναπότρεπτο το αποτέλεσμα (ο θάνατος της αγαπημένης θυγατέρας), σύμφωνα με την απαράβατη αρχή του ντετερμινισμού (η αιτιώδης, αλλεπάλληλη διασύνδεση του κάθε γεγονότος). Στην πραγματικότητα, η άφιξη μιας απροσδιόριστης, μη γήινης ζωής, αποτελεί το πρόσχημα της ταινίας (το οπτικό θέλγητρο) μιας και δίνει το έναυσμα για να έρθουν στην επιφάνεια, πολύ πιο βαθιά, φιλοσοφημένα και ανθρώπινα ζητήματα. Διαπίστωση, η οποία, αποδεικνύει το πόσο προσεκτικό και σκεπτόμενο είναι το περιεχόμενο αυτής της ταινίας και αξιοποιείται στο έπακρο από τις εγνωσμένες σκηνοθετικές ικανότητες του Ντενί Βιλνέβ.
7) Η Κόκκινη Χελώνα – Μίκαελ Ντουντόκ ντε Βιτ
Με απλές, σχεδιαστικές γραμμές και ποικίλες, χρωματικές εκφάνσεις, μια ολόκληρη φυσική διαδικασία, όπως είναι εκείνη του αέναου κύκλου της ζωής, εξελίσσεται στην οθόνη, μέσα από μια εναγώνια ιστορία διατήρησης στη ζωή. Η επιβίωση ενός ναυαγού σε ένα έρημο και απομακρυσμένο νησί, στην ‘Κόκκινη Χελώνα’ όμως, δεν είναι το μοναδικό και πρωταρχικό επιδιωκόμενο, ούτε ακολουθεί την κατεύθυνση της συμβατικής εξιστόρησης. Διάχυτο από έντονους αλληγορικούς συμβολισμούς (η ίδια η παρουσία της κόκκινης χελώνας είναι ένας από αυτούς, όπως και η ύπαρξη του νησιού), το αφήγημα, αλλά απολύτως κατανοητό στον κεντρικό του πυρήνα, επιτυγχάνει να επαναπροσδιορίσει τη θέση που θα έπρεπε να έχει ο αλλότριος – έκπτωτος άνθρωπος στο φυσικό του περιβάλλον, έστω κι αν αυτό σημαίνει πως θα χρειαστεί να διδαχθεί από την αρχή τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία της φύσης. Δίχως ίχνους διαλογικών μερών (μονάχα τα στοιχεία της φύσης ακούγονται και μια μουσική υπόκριση, όποτε κρίνεται απαραίτητο), η ταινία, αντιστέκεται στον ορυμαγδό της άψογης, μα χάρτινης, τρισδιάστατης απεικόνισης, του συνόλου του εμπορικού κινούμενου σχεδίου, κατορθώνοντας να κερδίσει την προσοχή, την πίστη και στο φινάλε, την καρδιά του θεατή.
6) Δεσμοί Αίματος – Γκρίμουρ Χακόναρσον
Τίποτα, όμως, αξιόλογο δεν θα συνέβαινε, αν οι ‘Δεσμοί Αίματος’ δεν διέθεταν ένα υπέροχο σενάριο που να έχει στον πυρήνα του, τον άνθρωπο και την αρμονική του συνύπαρξη με το περιβάλλον. Μια διαχρονική ιστορία συμφιλίωσης που να είναι με τέτοιο τρόπο ειπωμένη, ώστε να γίνεται αντιληπτή και γι’ αυτό ιδιαίτερα αγαπητή από ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό. Η τραγελαφική ασυμφωνία ανάμεσα σε δύο αδέλφια αποκτάει μυθολογικές προεκτάσεις που ξεπερνούν τη σφαίρα του ιδανικού για να θυμίσουν την αναγκαιότητα της ανθρώπινης συμπόρευσης και τη θυσία που μπορεί να εμπεριέχει μια τέτοια ενέργεια. Τα δύο αδέλφια, θα χρειαστεί ν’ αποχωριστούν τα πάντα και να βρεθούν απογυμνωμένα στον κίνδυνο, για ν’ αντιληφθούν το πόσο απαραίτητα είναι το ένα για το άλλο. Μονάχα τότε θα μπορέσουν να αγκαλιαστούν με ανιδιοτελή και εγκάρδιο τρόπο. Όταν δηλαδή, μπορέσουν να καταλάβουν το πόσο ασήμαντα και παιδιάστικα είναι όλα εκείνα για τα οποία συγκρούονταν, μπροστά στην ισχυρή πιθανότητα να χάσει μια για πάντα ο ένας τον άλλον. Η αγάπη μπορεί να μην κυριαρχεί με τη μέθοδο που κανείς προσμένει, το πράττει όμως, μ’ έναν μεγαλειώδη τρόπο και ένα αξιομνημόνευτο φινάλε που μένει χαραγμένο για πολύ καιρό στον νου του θεατή.
5) Εκείνη – Πολ Βερχόφεν
Ο Πολ Βερχόφεν στα 78 του έτη, προτιμάει να επιστρέψει στο είδος (ερωτικό θρίλερ), που ενώ τον απογείωσε καλλιτεχνικά, λίγο ύστερα τον καταβαράθρωσε, το ίδιο δυνατά ηχηρά. Μόνο που αυτή τη φορά διασκευάζει μια αριστοτεχνική νουβέλα του Φιλίπ Ντιζάν (‘Oh…’, 2012), τοποθετεί τη δράση στο ακτινοβόλο Παρίσι και έχει για πρωταγωνίστρια μια από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς της εποχής μας, σε έναν ρόλο που θεωρείται ήδη ανυπέρβλητος. Η Ιζαμπέλ Ιπέρ, πρωταγωνιστεί στο ‘Εκείνη’ και ερμηνεύει έναν διφορούμενο χαρακτήρα (θύμα και θύτης, συνάμα), που τα κίνητρα των ενεργειών του αποκαλύπτονται σταδιακά, δοκιμάζοντας διαρκώς, τα όρια του κοινού. Περίσταση ιδανική για έναν τολμηρό σκηνοθέτη που γνωρίζει πως να αναγάγει την κατώτερη πρόκληση σε οπτική (ενοχική) απόλαυση στην οθόνη. Πόσο μάλλον, όταν έχει στην κατοχή του ένα περιεχόμενο, που όχι μόνο προσεγγίζει περιοχές της ανεξερεύνητης ή απαγορευμένης ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης (ηδονοβλεπτική διάθεση, σεξουαλική διαστροφή), αλλά βρίσκει τον χώρο και τον χρόνο για να σχολιάσει με ιδιαίτερα περιπαικτικό και δηκτικό τρόπο, την κακομαθημένη, ελιτίστικη και αντιπαθητική νοοτροπία που χαρακτηρίζει τη συντριπτική πλειοψηφία της προνομιούχας αστικής τάξης.
4) Citizenfour – Λόρα Πόιτρας
Αναμφισβήτητα το ντοκιμαντέρ της Αμερικανίδας σκηνοθέτιδας, αποτελεί ένα γενναιόδωρο και ανεπανάληπτο κινηματογραφικό ντοκουμέντο που θα έπρεπε να το δουν όλοι, από τη στιγμή που διαθέτει στον πυρήνα του την πρώτη εμφάνιση του Έντουαρντ Σνόουντεν. Είναι, όμως, οι τρομακτικές αποκαλύψεις που κάνει αυτή η τόσο σημαίνουσα προσωπικότητα, ο αγωνιώδης, βαθμιαίος τρόπος με τον οποίο παρατίθενται από τη μοντέρ και συμπαραγωγό του ντοκιμαντέρ, Ματίλντ Μπονφόι, σε ομόχρονο συνδυασμό με τις ραγδαίες, αλυσιδωτές αντιδράσεις που προκαλούν ανά την υφήλιο, αλλά προπαντός, η έντονη αίσθηση πως κάτι σπουδαίο συμβαίνει, όταν ένας θαρραλέος άνθρωπος αποφασίζει να υψώσει περισσότερο απ’ όσο του έχουν υποδείξει το ανάστημα του στο αυστηρώς προκαθορισμένο σύστημα για το οποίο εργάζεται, που μετατρέπουν το ‘Citizenfour’ σε κάτι συνταραχτικό. Τα αναντίρρητα τεκμήρια, που επιβεβαιώνουν τη συντονισμένη προσπάθεια της αμερικανικής κυβέρνησης να ακολουθήσει μια αθέμιτη κατεύθυνση, στην οποία η παραβίαση της ιδιωτικής σφαίρας, η ταυτοποίηση και ο περιορισμός κυριαρχούν, μόνο φόβο και αβεβαιότητα, θα μπορούσαν να προξενήσουν, η παραδειγματική στάση όμως ενός ανθρώπου και μιας ομάδας που ασκεί τη δημοσιογραφία ως κοινωνικό λειτούργημα, λειτουργεί κατευναστικά και αφυπνιστικά.
3) Anomalisa – Τσάρλι Κάουφμαν & Ντιουκ Τζόνσον
Ο Τσάρλι Κάουφμαν επανέρχεται στη σκηνοθεσία για δεύτερη φορά στην κινηματογραφική του καριέρα και όχι μόνο καταφέρνει να ξεπεράσει την πρότερη του απόπειρα, έστω και με την απαραίτητη συνεισφορά του νεοφερμένου, Ντιουκ Τζόνσον, αλλά και να αναμετρηθεί επί ίσοις όροις με την αλληγορική ευφυΐα και την πρόδηλη αισθαντικότητα που συνόδευε τις σπουδαιότερες του καταγραφές (η δυσλειτουργικότητα των ανθρώπινων συνάψεων στο ‘Η Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού’, 2004). Η ‘Anomalisa’, λοιπόν, αν και δανείζεται εκλεκτικά γνωρίσματα από τη σταθερή προβληματική και αισθητική του Τσάρλι Κάουφμαν, κατορθώνει να ξεχωρίσει από την πρώτη στιγμή μιας και για να ολοκληρωθεί προτιμήθηκε η καταπονητική τεχνοτροπία του stop – motion animation. Τρία χρόνια χρειάστηκαν για να κινηματογραφηθεί ένα από τα πιο ενήλικα, μα πάνω απ’ όλα ανθρώπινα κινούμενα σχέδια που αποτολμήθηκαν ποτέ. Διότι, πέρα από την απαράμιλλη τεχνική, τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο, αν δεν υπήρχε μια ιστορία ουσιαστική, ολοκληρωμένη και απόλυτα συγχρονισμένη με τον απονευρωμένο, αυτοματοποιημένο και αποπροσανατολισμένο, παροντικό τρόπο ζωής.
2) Στην Αγκαλιά Του Φιδιού – Σίρο Γκέρα
Μια βουτιά στα ενδότερα της ανεξέλεγκτης αλαζονείας και δίψας για αγαθά και επιβολή (επικυριαρχία) που αναπόφευκτα οδηγεί στην διάβρωση και κατάπτωση των τελευταίων, προστατευτικών πυλώνων (φυλές των ιθαγενών) του ανθρώπινου πολιτισμού είναι αυτή η σκοτεινή, μυσταγωγική περιήγηση στις απέραντες και πυκνές εκτάσεις ενός εκθαμβωτικού Αμαζονίου. Ο Κολομβιανός σκηνοθέτης, Σίρο Γκέρα, προσέγγισε με σεβασμό και βαθύτατη μελέτη – παρατήρηση τα ταξιδιωτικά πειστήρια, δύο εκ των σημαντικότερων εθνογράφων – περιπατητών του προηγούμενου αιώνα, για να κάνει ένα ευθύβολο, πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο πάνω στις αποτροπιαστικές επιπτώσεις της λευκής αποικιοκρατίας. Και μολονότι σε σημεία, η προσπάθεια αυτή, φαίνεται αργή ή δυσπρόσιτη και δεν αποκαλύπτει τα μυστικά της, καταφέρνει να αποζημιώσει τον υπομονετικό θεατή και να τον συμπαρασύρει σε ένα φυσικό περιβάλλον που έναν αιώνα αργότερα, όχι μόνο δείχνει επικίνδυνα ανοίκειο, αλλά σχεδόν, έχει εξαφανιστεί. Μια απαιτητική, κινηματογραφική εμπειρία που υποχρεώνει τον αποπροσανατολισμένο και αλλότριο θεατή να απελευθερώσει το καταδυναστευμένο του μυαλό για να μπορέσει να ενθυμηθεί όλα όσα έχει λησμονήσει η μητροπολιτική του λογική.
1) Τόνι Ερντμαν – Μάρεν Άντε
Είναι όμως, με το ‘Τόνι Ερντμαν’, που η Μάρεν Άντε, πολύ περισσότερο σε σχέση με ότι έχει παρουσιάσει στο άξιο λόγου παρελθόν, παρατηρεί με τολμηρότητα και διεισδυτικότητα, τις αλλοπρόσαλλες και αθέατες εκφάνσεις του ανθρώπινου παράγοντα και αυτό είναι κάτι που υποστηρίζεται ικανοποιητικά και από το υλικό της (η ίδια, όπως κάνει πάντοτε, έχει γράψει και το θαυμάσιο σενάριο). Είναι τέτοια η αυτοπεποίθηση της, που δεν διστάζει να τραβήξει τη συνολική διάρκεια της ταινίας (στα 162′ λεπτά), να γυρίσει μακροσκελείς και απαιτητικές σεκάνς (σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους – με λιγότερο ή πιο πολύ κόσμο), μα ιδίως, να στηλιτεύσει κάθε στενή έννοια του φαίνεσθαι και του είναι (οι διαρκείς μεταμορφώσεις του Γούνφριντ) και να κινηματογραφήσει με ειλικρίνεια την προσπάθεια επανασύνδεσης ενός μοναχικού και γελωτοποιού πατέρα με την καριερίστα και επιτυχημένη θυγατέρα του. Μπορεί, σε μια αρχική ανάγνωση, η ιστορία του ‘Τόνι Ερντμαν’ να μην είναι πολιτική (‘Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ’) είναι όμως, εξίσου σημαντική, μιας και μιλάει με κωμικοτραγικό τρόπο, για τη μοναξιά των ανθρώπων, την απόσταση των γενεών, και τον αλλοτριωμένο, σύγχρονο τρόπο σκέψης και ζωής, έτσι όπως αυτός επιβάλλεται από αμφιβόλου ποιότητας, εταιρίες.