Εκεινη
Ποιός θα το προέβλεπε, πως εν έτει 2016, ένας από τους πιο δευτεροκλασάτους και ως ένα βαθμό, παρεξηγημένους σκηνοθέτες, ο Ολλανδός Πολ Βερχόφεν, θα έκανε μια εξαιρετική ταινία που θα προκαλούσε τον ενθουσιασμό στο 69ο Φεστιβάλ των Κανών (σκανδαλωδώς, δεν κέρδισε κανένα βραβείο στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα, όπου και συμμετείχε). Έχοντας αφήσει το διακριτό του στίγμα με συμπαθητικά αποτελέσματα στην επιστημονική φαντασία (‘Ρόμποκοπ’, 1987 και ‘Ολική Επαναφορά’, 1990) ο Πολ Βερχόφεν, στα 78 του έτη, προτιμάει να επιστρέψει στο είδος (ερωτικό θρίλερ), που ενώ τον απογείωσε καλλιτεχνικά (‘Βασικό Ένστικτο’, 1992), λίγο μετά τον καταβαράθρωσε, το ίδιο δυνατά (‘Showgirls’, 1995). Μόνο που αυτή τη φορά διασκευάζει μια αριστοτεχνική νουβέλα του Φιλίπ Ντιζάν (‘Oh…’, 2012), τοποθετεί τη δράση στο ακτινοβόλο Παρίσι και έχει για πρωταγωνίστρια μια από τις σπουδαιότερες και πιο ικανές ηθοποιούς της εποχής μας, σε έναν ρόλο που θεωρείται ήδη αξεπέραστος. Η Ιζαμπέλ Ιπέρ πρωταγωνιστεί στο ‘Εκείνη‘ και ερμηνεύει έναν διφορούμενο χαρακτήρα (θύμα και θύτης, συνάμα), που τα κίνητρα των ενεργειών του (τόσο στο ερωτικό όσο και στο επαγγελματικό και κοινωνικό πεδίο) αποκαλύπτονται σταδιακά, δοκιμάζοντας συνεχώς, τα όρια του κοινού. Περίσταση ιδανική, για έναν τολμηρό σκηνοθέτη που γνωρίζει πως να αναγάγει την ευτελή πρόκληση σε οπτική (ένοχη) απόλαυση στην κινηματογραφική οθόνη. Πόσο μάλλον, όταν έχει στην κατοχή του ένα περιεχόμενο, που όχι μόνο προσεγγίζει περιοχές της ανεξερεύνητης ή απαγορευμένης, ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης (ηδονοβλεπτική διάθεση, σεξουαλική διαστροφή), αλλά βρίσκει τον χώρο και τον χρόνο για να σχολιάσει με ιδιαίτερα περιπαικτικό και δηκτικό τρόπο, την κακομαθημένη, ελιτίστικη και αντιπαθητική νοοτροπία που χαρακτηρίζει τη συντριπτική πλειοψηφία της προνομιούχας αστικής τάξης.
Η Ιζαμπέλ Ιπέρ υποδύεται την Μισέλ Λεμπλάνκ, μια εξαιρετικά επιτυχημένη επιχειρηματία (διευθύνει μια εταιρία που σχεδιάζει ηλεκτρονικά παιχνίδια), που όμως, κουβαλάει και ένα ιδιαίτερα τραυματικό, οικογενειακό παρελθόν (όταν ήταν μικρή, ο ψυχοπαθής πατέρας της δολοφόνησε – κατακρεούργησε τα ανήλικα παιδιά της γειτονιάς, όπου και κατοικούσαν). Το τελευταίο, όσο σκοτεινό, δυσάρεστο και κοινωνικώς στιγματικό και αν είναι, έχει διδαχθεί να το διαχειρίζεται, γεγονός που το πιστοποιεί και η ίδια η εξέλιξη του έργου. Δυναμική και άφθαρτη γυναίκα, καθώς φαίνεται πως είναι, θα επιδεχθεί πάντως, την απρόκλητη επίθεση ενός άγνωστου ανδρός στο οίκημά της, ο οποίος και θα τη βιάσει. Το κομβικό τούτο σημείο, επιλέγεται για να εκκινήσει την ταινία και κάτι τέτοιο μονάχα τυχαίο και αδόκιμο δεν είναι, μιας και κατορθώνει να εισαγάγει χωρίς περιστροφές, τον θεατή, στο νοσηρό της σύμπαν.
Ο τρόπος με τον οποίο δείχνει (σε αρχική φάση) τον βιασμό, ο Πολ Βερχόφεν, πάντως, δεν είναι και τόσο αναμενόμενος. Αφήνοντας εκτός κάδρου τη δράση και παρουσιάζοντάς τον από την οπτική γωνία του αιλουροειδούς κατοικίδιου της Μισέλ Λεμπλάνκ, εκμεταλλεύεται τον εκκωφαντικό καμβά μιας τέτοιας πράξης για να σχηματίσει ο θεατής στο μυαλό του την αμφίσημη σκηνή. Λίγη ώρα αργότερα, η σεκάνς θα επανέλθει και θα παρουσιαστεί σε όλη της τη βαναυσότητα (το μετατραυματικό στρεσάρισμα της ηρωίδας θα αποκαταστήσει την εικόνα του βίαιου σεξουαλικού εξαναγκασμού), προηγουμένως όμως, ο σκηνοθέτης θα έχει χρησιμοποιήσει τους παραπλανητικούς μηχανισμούς του είδους για να αποπροσανατολίσει τον θεατή (σε τέτοιο σημείο μάλιστα, που η επαναφορά του γεγονότος, ξαφνιάζει). Η κάθε άλλο παρά τυποποιημένη πρωταγωνίστρια, μετά το πέρας της ενέργειας, δεν θα καλέσει ως είθισται την αστυνομία, μα θα σηκωθεί (σχεδόν ατάραχη), θα συμμαζέψει τις υλικές ζημιές και θα συνεχίσει τις καθορισμένες της δουλειές. Έως ότου, επανέλθει το γεγονός στη μνήμη της, ο σκηνοθέτης, θα έχει καταφέρει να παρουσιάσει την καθημερινότητα της ηρωίδας και τον κοινωνικό της ιστό (τους συγγενείς, τους φίλους, τους συναδέλφους, τους γείτονες). Όχι μόνο τα μεμονωμένα άτομα που τον συναπαρτίζουν, αλλά και τις διάφορες δυναμικές των σχέσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό αυτού. Είναι τόσο επιτυχής η κινηματογραφική μεταγραφή της νουβέλας από τον σεναριογράφο Ντέιβιντ Μπερκ, που δίδεται έμφαση στη λεπτομέρεια και τον τρόπο με τον οποίο ενεργούν, οι ελαφρώς, στερεοτυπικοί χαρακτήρες.
Η ηρωίδα αλληλεπιδρά μαζί τους και κάτι τέτοιο γίνεται εξ’ αρχής ευδιάκριτο, όπως και το γεγονός, πως μέχρι να της συμβεί το αποτρόπαιο γεγονός, δείχνει να έχει τον πλήρη έλεγχο στις ζωές τους: από τον μαλθακό και αφελέστατο γιο της, που προσπαθεί να της αποδείξει πως μπορεί να πάρει τον βίο του στα χέρια του και να ζήσει με τη γυναίκα που αγαπάει, τον πρώην άνδρα της που δεν καταφέρνει να την ξεπεράσει και να προαχθεί επαγγελματικά, τη μητέρα της που παλιμπαιδίζει εξαγοράζοντας πολύ πιο νέους άνδρες, μέχρι το δημιουργικό επιτελείο στην εταιρία της και τον εραστή που τυγχάνει να είναι συνέταιρος και σύντροφος της καλύτερης της φίλης, η Μισέλ Λεμπλάνκ έχει τον τελευταίο λόγο στις προτιμήσεις τους. Τηρουμένων των αναλογιών, αυτή η κατάσταση δείχνει να αλλάζει δραματικά ή να περνάει σε ελάσσονος σημασίας μοίρα, μετά τον βιασμό της. Πολύ περισσότερο, όταν η σεξουαλική κακοποίηση, συνοδεύεται από προειδοποιητικά μηνύματα και άλλες επαίσχυντες πράξεις, που δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες και η ίδια να μείνει αδιάφορη και ουδέτερη. Ακόμη και όταν, θα αντιληφθεί την επικινδυνότητα της κατάστασης, πάντως, η άντληση των όποιων προληπτικών μέτρων και η συνολική διαχείριση θα είναι υπόθεση πολύ προσωπική.
Ως εκ τούτου, τα ενταφιασμένα μυστικά του παρελθόντος, όσο και αν προσπαθούσε να τα διαφυλάξει (ή προσπεράσει) επανέρχονται στην επιφάνεια (ο πατέρας της έχει καταθέσει αίτημα αποφυλάκισης, ενέργεια που έχει πυροδοτήσει ουκ ολίγες κοινωνικές αντιδράσεις), ενώ και η ίδια αρχίζει να νοιώθει σχετική αβεβαιότητα απέναντι στους άρρενες συνεργάτες της (χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του όμορφου και επιδέξιου σχεδιαστή Κουρτ με τον οποίο ενυπάρχει ένα συγκρουσιακό κλίμα). Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο θεατής καλείται να αναγνωρίσει τα βλέμματα και τις σιωπές (στοχευόμενες, οι κινήσεις και οι τοποθετήσεις της κάμερας). Προσπαθεί, δηλαδή, μαζί με την πρωταγωνίστρια να καταλάβει, το ποιος θα μπορούσε να είναι ο δράστης. Εκείνο, όμως, που επιτυγχάνει πρωτίστως, ο Πολ Βερχόφεν, είναι να δείξει το πόσο μισούμενος είναι ένας χαρακτήρας σαν και αυτό που υποδύεται, η Ιζαμπέλ Ιπέρ. Εστιάζοντας περισσότερο στον εργασιακό της χώρο (απ’ όπου προέρχονται οι πιο βάσιμες υποψίες) και στο οικογενειακό της παρελθόν (πιθανολογούμενος, κάποιος να επιθυμεί να την τιμωρήσει για τις αποκρουστικές πράξεις του πατέρα της), δημιουργείται η ισχυρή, εσφαλμένη εντύπωση πως ο δράστης θα μπορούσε να προέρχεται μόνο από αυτά τα δύο περιβάλλοντα. Είναι εντυπωσιακό, το πόσο μεθοδικά χτίζεται, αυτή η σεναριακή και σκηνοθετική οφθαλμαπάτη και δεν αφήνει πολλά περιθώρια αμφισβήτησης. Θα χρειαστεί, κανείς, να φτάσει στο αντάμωμά της με τον φιλήσυχο, οικογενειάρχη γείτονα (ο Πάτρικ, θα κυνηγήσει τον φερόμενο ως δράστη, όταν θα θεαθεί σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του να παρακολουθεί την οικεία της Μισέλ), για να μπουν δυναμικά, επιπλέον άτομα στο παιχνίδι. Άνθρωποι, λιγότερο προφανείς, που επηρεάζουν με ενδιαφέροντα και απροσδόκητο τρόπο.
Όταν ο Πάτρικ (Λοράν Λαφίτ) θα τη συνοδεύσει στη διώροφη κατοικία της για να ελέγξει αν είναι ασφαλής, ο διαπεραστικός – υπαινικτικός τρόπος, με τον οποίο θα αλληλοκοιταχθούν θα είναι ικανός για να αποκαλύψει πολύ περισσότερα από όποια επεξήγηση και μετεξέλιξη της ιστορίας. Η πρόσκληση τούτου και της γυναίκας του, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι της Μισέλ, δεν θα είναι απλή ευχαριστία για το ενδιαφέρον του Πάτρικ, μα κυρίως επαλήθευση του παραπάνω ισχυρισμού (η Μισέλ, δεν θα διστάσει να φλερτάρει μαζί του και εκείνος θα ανταποκριθεί). Τ’ ότι στη συνάντηση αυτή, ο σκηνοθέτης, συναθροίζει όλους τους βασικούς χαρακτήρες (τα μέλη της οικογενείας, την καλύτερη της φίλη και τους συντρόφους αυτών), του δίνει την ευκαιρία να φανερώσει και να αποδομήσει τα όρια των μεταξύ τους σχέσεων. Δεν είναι αιφνίδιο, άλλωστε, που η οικοδέσποινα, όχι μόνο κάθεται περιχαρής στην κεφαλή του τραπεζιού, αλλά φροντίζει να τοποθετήσει στη θέση τους, όλους όσους παρίστανται (με έναν σαρκαστικό μορφασμό, μια χλευαστική κουβέντα και μια απότομη κίνηση του χεριού).
Το εν λόγω, κάθε άλλο παρά συμφιλιωτικό δείπνο, βέβαια, θα στιγματιστεί ανεπανόρθωτα από την κατάληξη της μητέρας της ηρωίδας στο νοσοκομείο. Και σε αυτή την περίπτωση, η Μισέλ θα αποδειχθεί αμετανόητα σκληρή, πιστοποιώντας για το ποιόν του χαρακτήρα της, μα και τ’ ότι έχει αρχίσει να επανακτά τις δυνάμεις της, ύστερα από τον βιασμό (αν φυσικά θεωρήσει κάποιος, πως τις απώλεσε ποτέ). Σε τέτοιο σημείο, μάλιστα, που θα δοκιμάσει να ικανοποιήσει τις πιο απόκρυφες ερωτικές επιθυμίες της. Τέτοιες που ξεπερνούν τη σαρκική της ένωση με τον σύντροφο της καλύτερης της φίλης: σε μια ερεθιστική σκηνή, η Μισέλ, θα κινηματογραφηθεί να παρακολουθεί με κιάλια και με περίσσιο ηδονισμό από το παράθυρο του δωματίου της, τον πολυπόθητο γείτονα της, ενώ σε μια άλλη εκείνος θα εμφανιστεί για να τη βοηθήσει να κλείσουν τα ανεμοδαρμένα παραθυρόφυλλα του οικήματός της. Σκηνές, οι οποίες, οπτικοποιούνται θαυμάσια από τον έμπειρο, Πολ Βερχόφεν, ακόμη και αν (όπως στην περίπτωση με τον θυελλώδη άνεμο) διαθέτουν μια εξόφθαλμη, προσποιητή υπερβολή στη μεθοδολογία με την οποία αποτυπώνουν τον αισθησιασμό. Αυτή, πάντως, η εκδήλωση υπολογισμένης αισθησιακής επικέντρωσης (εκτός από την υπαινικτικότητα και την ατομική ικανοποίηση, δεν θα ψηλαφίσει ο ένας τον άλλον) και η φαινομενικά ευοίωνη κατεύθυνση των πραγμάτων (στην εταιρεία θα βρεθεί ποιος δημιούργησε και έστειλε μια προσβλητική, για την υπόληψη της ηρωίδας, αλληλογραφία στον υπολογιστή κάθε υπαλλήλου, ενώ κάθε ένα από τα μέλη της οικογένειας της παίρνουν εκείνο που τους αναλογεί), θα διακοπεί από μια ακόμη, σφοδρότατη επίσκεψη του μαυροντυμένου δράστη. Μονάχα που αυτή τη φορά, ο επιθετικός επισκέπτης, παρά τη βία που θα ασκήσει δεν θα καταφέρει να φέρει εις πέρας τον διεστραμμένο του σκοπό, μιας και η Μισέλ θα κατορθώσει να τον ακινητοποιήσει (θα τον τραυματίσει με ένα ψαλίδι). Κατά κύριο λόγο όμως, και προς έκπληξη των ιδίων και των θεατών, εκείνο που θα πραγματώσει η Μισέλ, θα είναι να αποκαλύψει την ταυτότητά του.
Όπως γίνεται ευκόλως αντιληπτό, ολόκληρο το τελευταίο μέρος της ταινίας επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο, η βασική ηρωίδα αποφασίζει να αντιμετωπίσει το συνταρακτικό ξεσκέπασμα της ταυτότητας του δράστη. Το γεγονός, πως το επίμαχο πρόσωπο, δεν είναι εν τέλει και τόσο ξένο θα περιπλέξει πιο πολύ τα ήδη πολύπλοκα πράγματα. Και ο σκηνοθέτης, που δίνει την ισχυρή εντύπωση, πως προετοίμαζε τον θεατή από την έναρξη της ταινίας για την κατάληξη αυτή, προσθέτει τουλάχιστον ένα επώδυνο στιγμιότυπο, ικανό να προκαλέσει διάφορες αντιδράσεις και συζητήσεις. Δεν είναι μόνο, ο φυσικός αυτουργός, που πρέπει να αντιμετωπίσει, η Μισέλ, αλλά και ο ίδιος της ο εαυτός, και έτσι όπως έχει εξελιχθεί η ταινία, κάτι τέτοιο φαντάζει περισσότερο απαιτητικό (κατά πάσα πιθανότητα και πιο επικίνδυνο).
Συνακολούθως, η κορύφωση της ταινίας θα οδηγήσει σε μια διπλή, οδυνηρή συνεύρεση, η οποία επαναπροσδιορίζει – διευρύνει του όρια του ερωτισμού και της παρέκκλισης από ότι θεωρείται και επιβάλλεται ως φυσιολογικό. Καθορισμένα εκ νέου, δεν θα μπορούσαν παρά να συμπεριλαμβάνουν τη βία, ως αναπόσπαστο κομμάτι τους. Το σώμα επιστρατεύεται και χρησιμοποιείται, ως μέσο, για να ικανοποιηθούν τα πιο άγρια, αρχέγονα και καταπιεσμένα συναισθήματα, γίνεται όμως, και πεδίο οξύτατης εξουσιαστικής αντιπαράθεσης. Στο τέλος, πέρα από κάθε αίσθημα ατομικής ευχαρίστησης από τη σεξουαλική απόκλιση, λειτουργεί περισσότερο με τρόπο λυτρωτικό ή εκδικητικό, γι’ αυτόν που θα καταφέρει να επικρατήσει. Σε αυτό το τόσο αρρωστημένο παιχνίδι και την αδιάλειπτη ανταλλαγή των ρόλων, η Ιζαμπέλ Ιπέρ, που έχει αποδείξει πως διαθέτει την αντιληπτική επάρκεια να μεταμορφώνεται και να υποδύεται με χαρακτηριστική ευχέρεια τόσο δύσκολους χαρακτήρες, καταθέτει μια ακόμη, υψηλού διαμετρήματος, ερμηνεία. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί, πως μπορεί κάλλιστα να συγκριθεί (τόσο σε βάθος όσο και σε επίπεδο κυμάνσεων), με το ρόλο που ερμήνευσε το ίδιο συγκλονιστικά, στην αριστουργηματική και πολυβραβευμένη, ‘Δασκάλου του Πιάνου‘, 2001. Και αυτό επειδή, ο καλογραμμένος ρόλος της Μισέλ Λεμπλάνκ, της δίνει την ευκαιρία να δείξει την αποφασιστικότητα με την οποία μια γυναίκα πορεύεται και αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της ζωής (και μόνο η σκηνή που τη δείχνει να σηκώνεται από τα πατώματα μετά τον βιασμό θα ήταν αρκετό για να το βεβαιώσει). Είναι τέτοιες, οι καθημερινές απαιτήσεις, που αναπόφευκτα έχουν επιδράσει καταλυτικά στη διαμόρφωση του ψυχικού της κόσμου. Σαρδόνια, όταν απαιτείται, δεν αμφιρρέπει να περιφρονήσει και να υποτιμήσει τους δικούς της ανθρώπους (κάθε φορά που συναντά τη ανήθικη νύφη και τη ξεμωραμένη μητέρα της), μα και αρκούντως αισθησιακή, μιας και ο χαρακτήρας της είναι ένα ελκυστικό πλάσμα, που εκτός από θύμα βιασμού, επιζητά την ερωτική απόλαυση (ο τρόπος με τον οποίο ξελογιάζει τον Πάτρικ, καθώς και εκείνος, με τον οποίο περιπαίζει τον εραστή της). Εκεί, πάντως, που η Ιζαμπέλ Ιπέρ διακρίνεται είναι οι στιγμές, που προσπαθεί να αντιμετωπίσει το οικογενειακό (και ατομικό) της τραύμα. Τ’ ότι όλη την ευαισθησία της θα την βγάλει σε ένα ετοιμοθάνατο πτηνό και όχι στη μητέρα της στο νοσοκομείο είναι ενδεικτικό των βιωμάτων που κουβαλά.
Πολυδιάστατος ρόλος, ο οποίος, όπως και η ίδια η ιδιόρρυθμη και αντιφατική φυσιογνωμία της ταινίας (από τη μια γεμάτη ερωτισμό, μυστήριο και ανησυχία και από την άλλη πλούσια σε χιούμορ και καγχασμό) δεν κερδίζει ακάματα τη συμπάθεια του κοινού, προκαλεί όμως, την περιέργεια. Ο Πολ Βερχόφεν αξιοποιεί τη σεναριακή προσαρμογή του Ντέιβιντ Μπερκ και βρίσκει τη μέθοδο να διεγείρει έντονα τη φαντασία του θεατή. Πόσο μάλλον, όταν κάθε μια θεοσκότεινη (η ερωτική επιθυμία) και ειρωνική (η κοινωνική συνδιαλλαγή) παράμετρος αυτού, διαχέεται με καταπληκτικό τρόπο από την Ιζαμπέλ Ιπέρ. Η δε ενέργεια και οξύτητα του πνεύματος που επιδεικνύει, ο Πολ Βερχόφεν στο ‘Εκείνη’, κάθε άλλο παρά φανερώνουν πως βρίσκεται στην ηλικία των 78 χρόνων, μιας και σκηνοθετεί με τρόπο, που ούτε νεότεροι δεν συνηθίζουν. Το ίδιο το Παρίσι (για την ακρίβεια, το φανταχτερό, Σεν Ζερμέν), η γαλλική γλώσσα και η λεπταισθησία που χαρακτηρίζει την κακοήθη και ανικανοποίητη, αστική τάξη, φαίνεται πως λειτούργησαν με ενδυναμωτικό τρόπο για εκείνον. Στα χέρια κάποιου άλλου, ενδεχομένως, το συγκεκριμένο υλικό, που υπερβαίνει το μέτρο και αναμειγνύει τα είδη, να είχε γείρει επικίνδυνα προς τη χρυσή μετριότητα και τη σοβαροφάνεια, στα δικά του, όμως, τρέπεται σε κάτι ξεχωριστό. Καταλήγει έτσι, με μια αξιοθαύμαστη ταινία που ανανεώνει το ταλαιπωρημένο και παρερμηνευμένο (υπο)είδος του ψυχολογικού ερωτικού θρίλερ, δίχως να παραγκωνίζει τους θεμελιώδεις κανόνες που διέπουν την κινηματογραφική διασκέδαση.