Μια Φανταστικη Γυναικα
Τη στιγμή που η αργοπορημένη συζήτηση για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου απασχόλησε εμφαντικά και την ελληνική πραγματικότητα (κορύφωμα αποτέλεσε η ψήφιση ενός νομοσχεδίου, που παρά τις ελλείψεις, καλύπτει το νομικό κενό και διασαφηνίζει την αοριστία της προηγηθείσας αναφοράς) και εκτός από τις 20 χώρες – μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, που ακολούθησαν πρώτα, μια διαδικασία που δεν απαιτεί την αμφιλεγόμενη μέθοδο της χειρουργικής επέμβασης (ή στείρωσης), μια σειρά από άλλα κράτη (λατινογενή, κυρίως), σταδιακά, πράττουν το ίδιο. Ανάμεσά τους, εμφανίζεται και η Χιλή, η Γερουσία της οποίας (η αρμόδια Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για την ακρίβεια), ύστερα από ένα αναίτια μεγάλο χρονικό διάστημα (τέσσερα έτη διήρκησαν οι διαβουλεύσεις), ενέκρινε το νομοσχέδιο που είχε κατατεθεί για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου. Δίχως, το τελευταίο να σημαίνει, πως ξεπερνιούνται αρτηριοσκληρωτικές αντιλήψεις, για τη δημόσια εικόνα και το βιολογικό φύλο των ανθρώπων, αν μη τι άλλο, τέτοιες αποφάσεις αποτελούν ένα πρώτης τάξεως βήμα, για να βγουν στην επιφάνεια και να προστατευθούν οι άνθρωποι αυτοί. Μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαισίωμα για τις ανθρώπινες διεκδικήσεις, λοιπόν, έκανε την εμφάνισή της και μια πραγματικά υπέροχη και μεγαλόκαρδη ταινία από τη Χιλή. Για το ‘Μια Φανταστική Γυναίκα‘ του Σεμπαστιάν Λέλιο, ο λόγος, που πραγματεύεται το επίκαιρο και διαφιλονικούμενο θέμα, όχι τόσο από τη νομοθετική του μεριά όσο από την κοινωνική. Το πώς, δηλαδή, ένας άνθρωπος με ταυτότητα που είναι διαφορετική από το βιολογικό του φύλο, αντιμετωπίζεται από τους συγγενείς του συντρόφου του, μετά από τον αιφνιδιαστικό θάνατο του τελευταίου. Το πώς, επιπλέον, ο άνθρωπος τοιούτος, προσπαθεί να παραμείνει όρθιος και να διαχειριστεί με πολιτισμένο τρόπο, εκτός από τη δυσβάσταχτη απώλεια του πολυαγαπημένου του φίλου, καταστάσεις ακρότατες, που θέτουν σε σοβαρότατο κίνδυνο το βιοτικό του επίπεδο και οποιοδήποτε χαρακτηριστικό προσδιορίζει τη μοναδικότητά του.
Ταινία, η οποία, μαζί με τις πλούσιες αισθητικές και δραματουργικές τις αρετές, πιστοποιεί, πως έχουν συμβεί σημαντικά βήματα απεικόνισης και στο κινηματογραφικό στερέωμα. Δεν είναι μονάχα η θεματολογία της και η προσέγγιση του σκηνοθέτη και συν-σεναριογράφου (μαζί με τον Γκονζάλο Μάζα έγραψε το σενάριο που βραβεύτηκε στο 67 Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου), αλλά και η απόφαση να δοθεί ο πρωταγωνιστικός ρόλος σε μια γυναίκα που είναι και στην πραγματικότητα διεμφυλική. Συνακολούθως, η ηθοποιός και λυρική τραγουδίστρια Ντανιέλα Βέγκα αναλαμβάνει να δώσει υπόσταση στην ηρωίδα του τίτλου και το αποτέλεσμα δικαιώνει τόσο την ίδια όσο και την επιλογή του σκηνοθέτη.
Τέσσερα χρόνια μετά, την εξίσου ωραία, συγκινητική και πολυβραβευμένη ‘Γκλόρια‘ (2013), που διάνοιξε νέους ορίζοντες στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται κινηματογραφικά το πως ζει (διασκεδάζει και φλερτάρει) μια γυναίκα που ανήκει στην τρίτη ηλικία, ο Χιλιανός σκηνοθέτης επιστρέφει και κάνει κάτι παραπλήσιο (αν και εκ των πραγμάτων πιο τολμηρό), για μια άλλη κατηγορία, κοινωνικά περισσότερο περιθωριοποιημένη και στιγματισμένη. Και η γενική αποτίμηση είναι εξαίσια από τη στιγμή που αναμειγνύει με υποδειγματικό τρόπο, το ανθρώπινο δράμα με σουρεαλιστικές πινελιές και μεταφυσική χροιά, για να αναδείξει τις δυσκολίες που συναντά η υπερήφανη αυτή ομάδα ανθρώπων. Με τον τρόπο που η γυναίκα του (έμμεσου και ενθουσιώδους) τίτλου βρίσκεται στο διαχωριστικό σημείο των δύο φύλων και δεν μπορεί να προσδιοριστεί εύκολα, με τον ίδιο τρόπο και η ταινία δοκιμάζει μια σειρά από διαφορετικά στιλ, γεγονός που δεν την τοποθετεί απαραίτητα σε κάποιο συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος. Ήδη από τους τίτλους αρχής της ταινίας, πάντως, οι εντυπωσιακές, σχεδόν ονειρικές εικόνες, από τους ορμητικούς καταρράχτες του ποταμού Ιγκουασού και η αινιγματική μουσική που συνέθεσε ο Βρετανός συνθέτης ηλεκτρονικής μουσικής Μάθιου Χέρμπερτ δημιουργούν μια αμφισημία, η οποία και μεγαλώνει από τη στιγμή που απολήγει στους σκοτεινούς χώρους μιας σάουνας (σημείο, όπου πέφτει στην οθόνη και η πολύχρωμη ονομασία του έργου). Ο μεσήλικας Ορλάντο (Φρανσίσκο Ρέγιες) ευρίσκεται σε κάποιο από τα δωμάτια αυτά και απολαμβάνει την περιποίηση του προσωπικού, λίγο πριν αποχωρήσει, για να μεταφερθεί στην εταιρεία που είναι κάτοχος (επιχείρηση εκτύπωσης) και αναζητήσει κάποια αεροπορικά εισιτήρια που έχει εκδώσει και αδυνατεί να θυμηθεί που έχει αφήσει.
Έχει τα γενέθλιά της, η κατά είκοσι χρόνια νεότερή του, Μαρίνα (Ντανιέλα Βέγκα) και αυτό είναι κάτι που αποκαλύπτεται, όταν μετά από την επίσκεψη στο μαγαζί που τραγουδά, την πηγαίνει σε ένα κινέζικο εστιατόριο. Μαζί με αυτό όμως, χάρη στην περιεκτική καταγραφή του Σεμπαστιάν Λέλιο, φανερώνεται και το πόσο ποθεί ο ένας τον άλλον. Αρκεί, κάποιος, να δει τον τρόπο με τον οποίο ανταλλάζουν βλέμματα τη στιγμή του τραγουδίσματος, το πόσο αισθαντικά χορεύουν, και φυσικά, το πόσο απροσποίητα κάνουν έρωτα, για να καταλάβει του λόγου αληθές. Η Μαρίνα με τον Ορλάντο διάγουν βίο ευτυχισμένο και αγαπιούνται σε σημείο να κάνουν σχέδια για το μέλλον. Κατάσταση ευοίωνη, που θα ανατρέψει, η ξαφνική αδιαθεσία που θα αισθανθεί ο Ορλάντο. Θα είναι τέτοιο το περιστατικό, που η Μαρίνα, θα τον οδηγήσει εσπευσμένα στο πλησιέστερο νοσοκομείο. Παρά, τη γρήγορη αντίδρασή της πάντως και τις προσπάθειες των ιατρών, ο Ορλάντο δεν θα τα καταφέρει και θα αποβιώσει, διανοίγοντας, κατά αυτό τον τρόπο, τον ‘ασκό του Αιόλου’, για την απροετοίμαστη Μαρίνα.
Από τη στιγμή αυτή και έπειτα, η ζωή της Μαρίνα θα πάρει αναπάντεχη τροπή, τέτοια που θα είναι εκ διαμέτρου αντιθετική από τη χαρισάμενη και ανέγνοιαστη που είχε. Εξέλιξη που θα δείξει, επίσης, το σημείο στο οποίο ευρίσκεται. Η τηλεφωνική συνομιλία με τον Γκάμπο, τον αδερφό του θύματος (Λούις Νιέκο), προϊδεάζει, για το πως την βλέπει η οικογένεια του αποθανόντος, ενώ η στιχομυθία με τον ιατρό και τα αστυνομικά όργανα τη φέρνει μπροστά από την αδιακρισία των διαδικαστικών κανονισμών και την καχυποψία ενός παλαιωμένου συστήματος. Κατόπιν τούτου, την επόμενη ημέρα, και ενώ η Μαρίνα θα έπρεπε να θρηνεί τον άνθρωπό της και να προετοιμάζεται για την κήδευσή του, θα βρεθεί αντιμέτωπη με την οικογένεια αυτού (η κάθε άλλο παρά φιλική διέλευση του γιου στην κατοικία που διαμένει, το ερευνητικό τηλεφώνημα της πρώην συζύγου) και την επιθεωρήτρια της Διεύθυνσης του Εγκληματολογικού Τμήματος (η επίμονη επιθυμία για υποβολή φιλύποπτων ερωτημάτων), Με τρόπο απροσδόκητο, η Μαρίνα θα βρεθεί στο στόχαστρο των άνωθεν κακόβουλων και προκατειλημμένων ανθρώπων. Τ’ ότι, ο Σεμπαστιάν Λέλιο, τη στιγμή που συμπαρασύρει ότι δομεί, το μέχρι πρότινος, ασφαλές και ερμητικό σύμπαν της Μαρίνα, χτίζει μια αγωνιώδης ατμόσφαιρα που θρυμματίζει τη συνήθη δραματική φόρμα, δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα οπτική και αισθηματική αντίστιξη. Που μάλιστα, γίνεται ακόμη πιο έντονη και περισσότερο πολύπλευρη, όταν η Μαρίνα συναντά τη σιωπηλή και κατάχλωμη οπτασία του Ορλάντο. Το τελευταίο, βέβαια, συμβαίνει σε νευραλγικές περιστάσεις του έργου, στιγμές που η ηρωίδα επιχειρεί να βρει τα βήματά της και να αντιμετωπίσει τις διαρκώς αυξανόμενες προκλήσεις.
Όπως είναι αυτή, που η ηρωίδα κατευθύνεται, για να παραδώσει το μεταφορικό όχημα του Ορλάντο στην πρώην γυναίκα του. Συνεύρεση εξαιρετικά άκομψη και άβολη για τη Μαρίνα, καθόσον η Σόνια (Αλίνε Κουπενχάιμ), δεν θα φερθεί μόνο περιφρονητικά (θα δυσκολευτεί να αναγνωρίσει το φύλο της και να κατανοήσει τη σχέση που είχε με τον πρώην άνδρα της), μα θα έχει και την ανεκδιήγητη απαίτηση, να μην παραστεί στην ολοήμερη λειτουργία και την κηδεία του Ορλάντο. Όσο και αν η Μαρίνα θα απαιτήσει το δικό της μερίδιο σε αυτό το οικογενειακό πένθος τόσο η Σόνια θα της δείξει, πως δεν έχει κανένα δικαίωμα. Συνάμα, η διάθεση του σκηνοθέτη να συνεχίσει τον κατήφορο της Μαρίνα δεν θα σταματήσει εκεί: η επιθεωρήτρια θα προβεί σε παράβαση των καθηκόντων της και θα ξευτελίσει με τον πλέον βασανιστικό τρόπο τη Μαρίνα, ενόσω ο Μπρούνο, ο γιος του Ορλάντο, θα επιστρέψει στην οικία που διαμένει η Μαρίνα, για να της δείξει πως πλέον είναι ανεπιθύμητη. Σκηνοθετική απόφαση η οποία, αναμφιβόλως, δείχνει μια απουσία μέτρου. Γίνεται όμως αποδεκτή, στα ειδικά πλαίσια της ταινίας, και δη όταν αυτά, καταλήγουν να έχουν αλλόκοτες προεκτάσεις.
Υπό το αβάσταχτο βάρος όλων αυτών, των απαράδεκτων και αστάθμητων καταστάσεων, η Μαρίνα, θα καταλήξει στο οίκημα του δασκάλου της, στο λυρικό τραγούδι. Την εξεταστική και περιπαιχτική, αρχική τους συνομιλία, θα διαδεχθεί μια τρυφερή αγκαλιά και η αποδοχή της τραγουδιστικής επιθυμίας της Μαρίνα. Όταν δε, θα πάρει θέση, για να τραγουδήσει, το επακολούθημα θα είναι συνταραχτικό και ενδυναμωτικό. Ερμηνεύοντας, η ίδια η Ντανιέλα Βέγκα με τη ξεχωριστή φωνή της, ένα όμορφο λυρικό θέμα (το ‘Sposa son Disprezzata‘, που γράφτηκε από τον Τζεμινιάνο Τζακομέλλι και χρησιμοποιήθηκε από τον Αντόνιο Βιβάλντι στην όπερα ‘Bajazet‘) δεν παρασέρνει μονάχα τον θεατή, στις συναισθηματικούς ατραπούς του χαρακτήρα που ερμηνεύει, μα με την αμέριστη αρωγή και του διευθυντή φωτογραφίας Μπένζαμιν Εχαζαρέτα, οδηγεί τη συντετριμμένη ηρωίδα στο εσώτερο εκείνο μέρος, όπου μπορεί να βρει τη δύναμη, για να αντιμετωπίσει τις πιο δύσκολες συνθήκες (το στιγμιότυπο που προχωράει στο πεζοδρόμιο και ξαφνικά λυσσομανάει ο άνεμος). Το ίδιο, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, και όταν η Μαρίνα, μετά και από τη λεκτική, σωματική, ψυχολογική βιαιότητα που θα υποστεί από τον Μπρούνο και τα ανίψια του Ορλάντο, θα βρεθεί σε ένα νυχτερινό μαγαζί και εκεί, εκτός από τη σεξουαλική εκτόνωση στην οποία θα επιδοθεί, θα αρχίσει να χορεύει, θαρρείς σε ένα παράλληλο σύμπαν (το σημείο που εμφανίζεται με μια ένδυση που παραπέμπει σε μαζορέτα και οδηγείται από τη χορευτική κομπανία της, ψηλά στον αέρα). Μη ρεαλιστικές πινελιές που δίνουν ρώμη στη Μαρίνα και τη βοηθούν να βρει τον εαυτό της. Όπως τελικά, και το ίδιο το αντικείμενο, που έχει τοποθετήσει προσχηματικά ο Σεμπαστιάν Λέλιο, για να κινήσει την περιέργεια (ένα μη γνωστής προέλευσης κλειδί, που θα ανακαλύψει η Μαρίνα στο αυτοκίνητο του Ορλάντο, χρησιμοποιείται ως ‘μαγκάφιν‘).
Αφηγηματικό συστατικό, που ναι μεν κινητοποιεί τη Μαρίνα και εξελίσσει την πλοκή, όπως συμβαίνει συνήθως όμως, στις ταινίες που το επιστρατεύουν (κυρίως, φιλμ νουάρ και έργα μυστηρίου), σαν καθεαυτό αντικείμενο δεν έχει καμία σημασία. Την κρίσιμη στιγμή πάντως (λίγο πριν την κηδεία), θα ωθήσει τη Μαρίνα σε μια αναζήτηση, που θα την αναγκάσει να ταλαντευτεί ανάμεσα στα δύο φύλα, για να μάθει τι κρύβεται πίσω από την κλειδαριά που ανοίγει το κλειδί (το ντουλάπι που είχε ο Ορλάντο στη σάουνα). Αναντίρρητα, η είσοδος της Μαρίνα στους μικτούς χώρους της σάουνας οδηγεί σε μια από τις πιο ενδοσκοπικές σκηνές, από τη στιγμή που μέσα σε λίγα λεπτά, η ηρωίδα εκμηδενίζει την απόσταση που χωρίζει τα δύο φύλα και έστω και στιγμιαία ή επιφανειακά, επιστρέφει στον προηγούμενό της εαυτό. Όταν θα ανοίξει το ντουλάπι και θα αντικρίσει το κενό του, θα είναι ίσως, γιατί το παρελθόν δεν έχει να προσφέρει τίποτα πια στη Μαρίνα, αρκετά περισσότερο, το βιολογικό της φύλο.
Αποχωρώντας από τα ημιφωτισμένα και υγρά μέρη της σάουνας, η Μαρίνα, θα επιστρέψει στην πραγματική της υπόσταση, περισσότερο συνειδητοποιημένη και αποφασισμένη. Τόσο που θα συμπεριφερθεί κατάλληλα, όταν θα συναπαντήσει την οικογένεια του Ορλάντο. Και συμφιλιωμένη όμως, με το φύλο και τις σεξουαλικές της προτιμήσεις, ώστε να μην μπορεί κάποιος να την κατακρίνει ξανά, για αυτό που είναι. Ο Σεμπαστιάν Λέλιο αγαπά την ηρωίδα του και παρά το δύσβατο και κακοτράχαλο μονοπάτι που την έβαλε να βαδίσει, βεβαιώνει στο τελευταίο μισάωρο, πως προσδοκά ότι καλύτερο γι’ αυτήν. Ακολούθως, τ’ ότι έχασε την κηδεία και βρέθηκε στον δρόμο, δε σημαίνει ότι δεν μπορεί να αποχαιρετήσει τον λατρευτό της σύντροφο με τον δικό της τρόπο, ούτε ότι δεν δύναται να ενατενίσει με αισιοδοξία τον μέλλοντα χρόνο. Σε μια ακόμη εξαιρετική σκηνή, που υπερβαίνει τα σύνορα της εμπειρικής γνώσης, η Μαρίνα καθοδηγούμενη από το πνεύμα του Ορλάντο, θα οδηγηθεί στα ενδότερα του χώρου, που γίνονται οι αποτεφρώσεις των νεκρών. Ανταμώνοντας, για τελευταία φορά, τον άνθρωπό της, θα κλείσει ένα σπουδαίο κεφάλαιο του βίου της, με τον πλέον στοργικό τρόπο. Και τι πιο ρόδινο και εφησυχαστικό από το να ολοκληρωθεί η ταινία, λίγο αργότερα, με μια μουσική σύνθεση (το ‘Ombra Mai Fu‘, που έγραψε ο Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ και ανοίγει την όπερα ‘Serse‘), αυτή τη φορά, με μεγαλύτερη επισημότητα (στο σανίδι κάποιου θεάτρου). Τ’ ότι, η ηρωίδα, θα κοιταχτεί με ακλόνητο βλέμμα στον καθρέφτη που βρίσκεται στο καμαρίνι, πριν βγει στη σκηνή, αποτελεί ένα πρόσθετο δείγμα, πως έχει βρει τον εαυτό που αναζητούσε απεγνωσμένα σε προηγούμενους αντικατοπτρισμούς του προσώπου της.
Είτε μέσω κάποιας γυάλινης κτιριακής πρόσοψης ή γυαλιστερής επιφάνειας καταμεσής του δρόμου, είτε μέσω κάποιου καθρέφτη σε οποιονδήποτε εσώτερο χώρο (στο αποχωρητήριο του νοσοκομείου και τα αποδυτήρια της σάουνας, στο μεταφορικό όχημα του Ορλάντο και το δωμάτιο φιλοξενίας), ο Σεμπαστιάν Λέλιο, μέσα από τις αρμοστά φωτισμένες σκηνές και τις ορθές τοποθετήσεις της κάμερας (Μπένζαμιν Εχαζαρέτα), περιεργάζεται τον εύθραυστο ψυχισμό της Μαρίνα. Διαδικασία που εντείνεται από τον τρόπο με τον οποίο προβάλλονται συνολικά, τα διάφορα περιβάλλοντα: η αναδυόμενη υγρότητα από τους καταρράχτες του ποταμού Ιγκουασού, οι εναλλασσόμενοι χρωματισμοί στη σάουνα, τα γήινα χρώματα στις όψεις των κτιρίων, ο περιστρεφόμενος στροβοσκοπικός φωτισμός και οι LED προβολείς στα κέντρα διασκέδασης, οι κοκκινωπές λάμπες φθορισμού στο υπόγειο του αποτεφρωτηρίου, η ατμοσφαιρικά φεγγισμένη σκηνή του θεάτρου, ποιούν μια ξέχωρη, ονειρώδης ποιότητα, που ανταποκρίνεται με επάρκεια στον ευαίσθητο κόσμο της ηρωίδας. Τίποτα, όμως, δεν θα ήταν το ίδιο, εάν ο σκηνοθέτης δεν σκιαγραφούσε όλες τις εκφάνσεις μιας τόσο σύμπλοκης προσωπικότητας και δεν ανέθετε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, στην εξωπραγματική Ντανιέλα Βέγκα. Η Χιλιανή καλλιτέχνιδα καταφέρνει να εμφυσήσει ζωή σε έναν χαρακτήρα, που έχει όλα τα φόντα να μείνει κλασικός. Χαρούμενη και ερωτευμένη, στις σεκάνς που μοιράζεται με τον Ορλάντο, αλαφιασμένη, όταν εκείνος καταρρέει, καταστεναχωρημένη τη στιγμή που πληροφορείται το θάνατό του, ευπόρθητη, όταν ο Μπρούνο εμφανίζεται απρόσκλητος στο διαμέρισμα και τρομαγμένη από τη μετέπειτα, εκβιαστική του απόπειρα, απροστάτευτη και παρενοχλημένη από τη στάση της επιθεωρητού, προσβεβλημένη από την κριτική της Σόνια και ανικανοποίητη από την πρότασή της, συγκινησιακή την ώρα που τραγουδάει μια άρια, αποκαμωμένη, μετά και από τη νυχτερινή εξόρμηση, αδιάλλακτη, όσον αφορά την πεθυμιά της να παραστεί στην κηδεία. Η Ντανιέλα Βέγκα, περνάει από πολυποίκιλες διακυμάνσεις, με συνέπεια, βάθος και συγκράτηση, μέχρι να οδηγήσει την ηρωίδα της, σε πιο δυναμικές εκδηλώσεις του χαρακτήρα και στην κτήση του χώρου ή του μερίσματος που της αναλογεί.